Η νέα ταινία «1917» του Σαμ Μέντες που βγήκε ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες, υπήρξε ο μεγάλος νικητής
των φετινών Χρυσών Σφαιρών με 2 σημαντικές διακρίσεις: Καλύτερης Ταινίας (δράμα) και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Ως το μεγάλο φαβορί για τα Όσκαρ, οι υποψηφιότητες για το «1917» συνεχίζονται με: 9 υποψηφιότητες στα βραβεία BAFTA, μεταξύ άλλων Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Οι Σαμ Μέντες και Κρίστι Γουίλσον-Κερνς έχουν υποψηφιότητα για Καλύτερο Σενάριο από την Αμερικανική Ένωση Σεναριογράφων.
Στην καρδιά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες, ο Σκόφιλντ (Τζορτζ ΜακΚέι) και ο Μπλέικ (Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν) αναλαμβάνουν μια σχετικά δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Σε μια μάχη ενάντια στο χρόνο, πρέπει να περάσουν στα εδάφη του αντιπάλου και να παραδώσουν ένα μήνυμα που θα σταματήσει μια θανάσιμη επίθεση σε εκατοντάδες στρατιώτες. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο αδερφός του Μπλέικ. Γυρισμένο σαν μονοπλάνο σε πραγματικό χρόνο από τον σκηνοθέτη του «Skyfall», Σαμ Μέντες, σε συνεργασία με τον βραβευμένο με Όσκαρ διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς και με ένα μεγαλειώδες καστ, το «1917» είναι μία επική πολεμική ταινία που υπόσχεται να αφήσει το στίγμα της και να μείνει κλασική.
Πίσω από την Ιστορία
Η ιδέα για τη δημιουργία του «1917» προήλθε από τον παππού του σκηνοθέτη, τον Άλφρεντ Μέντες, ο οποίος μοιράστηκε τις εμπειρίες του από την περίοδο που υπήρξε υποδεκανέας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες που γνώρισε εκεί. Το 1917, ο 19χρονος τότε Άλφρεντ μπήκε στο Βρετανικό Στρατό. Εξαιτίας του σωματότυπου του, επελέγη να γίνει αγγελιαφόρος στο Δυτικό Μέτωπο. «Από πάντα με ενθουσίαζε ο Μεγάλος Πόλεμος, ίσως επειδή ο παππούς μού έλεγε γι’ αυτόν όταν ήμουν μικρός», λέει ο Μέντες. «Η ταινία μας πρόκειται για μυθοπλασία αλλά ορισμένες σκηνές και πτυχές είναι βασισμένες στις ιστορίες που μου έλεγε και άλλες σε ιστορίες που του είπαν οι υπόλοιποι στρατιώτες». Ο απλός πυρήνας της ιστορίας – ένας άνθρωπος να μεταφέρει ένα μήνυμα από ένα μέρος σε ένα άλλο – έμεινε στο μυαλό του Μέντες και έμελλε να σταθεί αφετηρία για το «1917».
Ο Σαμ Μέντες (‘Skyfall’’, ‘‘Spectre’’) ξόδεψε χρόνο κάνοντας έρευνα γύρω από πρωτογενείς μαρτυρίες της εποχής, περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στο Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο στο Λονδίνο. Συγκεντρώνοντας πολλές πληροφορίες και παίρνοντας αρκετές σημειώσεις, ο Μέντες άρχισε να μαζεύει τα διάφορα μέρη για να τα χωρέσει σε μια ιστορία. Σε αυτή την εξερεύνηση, ο σκηνοθέτης διαπίστωσε ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν εξ ολοκλήρου εδραιωμένος σε μικρό γεωγραφικό χώρο που είχε ελάχιστα μακρινά ταξίδια. «Ήταν ένας πόλεμος που ουσιαστικά έφερνε την παράλυση, ένας πόλεμος στον οποίο χάθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι μέσα σε λίγα μόνο στρέμματα γης», σχολιάζει ο Μέντες. «Υπό αυτό το σκεπτικό, έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να διηγηθώ μια ιστορία για ένα επικό ταξίδι όταν βασικά κανείς δεν πηγαίνει μακριά».
Εμπνευσμένος από τις διηγήσεις του παππού του και από τις πρωτογενείς μαρτυρίες, ο Μέντες κατόρθωσε και έφτιαξε τη δομή της ιστορίας του «1917». Ο ίδιος σχολιάζει: «Όπως θαυμάζω πολεμικές ταινίες σαν το ‘’Ουδέν Νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο’’ και ‘’Αποκάλυψη Τώρα!’’, ήθελα να κάνω μια μυθοπλασία βασισμένη σε γεγονότα». Για τη συγγραφή του σεναρίου, στράφηκε στην σταθερή του συνεργάτιδα Κρίστι Γουίλσον- Κερνς (‘’Penny Dreadful’’), με την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο δίχως ο ίδιος να γνωρίζει πως η Κερνς είναι οπαδός της ιστορίας. Έτσι, η συνεργασία αυτή έμελλε να έχει πολύ ενδιαφέρον από την αρχή.
Αναζήτηση της Αλήθειας και της Μνήμης
Ως μέρος της έρευνας της, η Γουίλσον-Κερνς μαζί με τη μητέρα της ταξίδεψαν στη βόρεια Γαλλία και τον ποταμό Σομ, τοποθεσίες που χαρακτήρισαν ιδιαίτερα σημαντικές. «Ταξίδεψα στις τοποθεσίες αυτές που διαδραματίζεται η ταινία, ήταν μια συγκινητική εμπειρία», λέει η ίδια. Η εμπειρία της αυτή υπήρξε καταλυτική για τη συγγραφή του σεναρίου. «Με βοήθησε να καταλάβω σε πραγματική κλίμακα το ταξίδι που θα έκαναν οι χαρακτήρες, όπως και το ότι χιλιάδες νεαροί άντρες πέθαναν για ένα κομμάτι γης. Όλο αυτό το αντιλαμβάνεται κάποιος διαφορετικά από τη στιγμή που πάτησε σε αυτές τις τοποθεσίες που συνέβησαν τότε όλα αυτά τα γεγονότα».
Εκτός της συν-σεναριογράφου της ταινίας, στη Γαλλία ταξίδεψε και ο Σαμ Μέντες, ο διευθυντής φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, η location manager Έμμα Πιλ (‘’Spectre’’) και ο υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής Ντένις Γκάσνερ (‘’Ο Δρόμος της Απώλειας’’) ώστε να επισκεφτούν τις πραγματικές τοποθεσίες. Η ομάδα περιπλανήθηκε στα χαρακώματα και βυθίστηκε μέσα στα απέραντα τοπία και χωριά όπου θα ζούσαν οι χαρακτήρες της ταινίας. Μιας και δεν θα άρμοζε να κάνουν γυρίσματα στις ιστορικές πολεμικές ζώνες, το γύρισμα της ταινίας ποτέ δεν αποτέλεσε επιλογή να γίνει στη Γαλλία διότι αυτές οι τοποθεσίες είναι ιερές. «Τα περισσότερα σημεία εδώ είναι πραγματικές πολεμικές ζώνες. Υπάρχουν ακόμα πυρομαχικά αλλά και νεκροί στα εδάφη αυτά. Δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε, δεν θέλαμε να προσβάλλουμε κανέναν», δηλώνει η Πιλ.
Πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μοναδική λύση ήταν να βρουν μια παρόμοια τοποθεσία ίδιας κλίμακας – με λιγοστά δέντρα και ελάχιστα σημάδια ζωής – και αυτό ήταν μακριά από το Λονδίνο και τις γύρω περιοχές. Η δουλειά της Πιλ ήταν να ψάξει και να βρει ιδανικές τοποθεσίες που θα έφερναν στο νου εκείνες πίσω στη Γαλλία καθώς και σε ποια σημεία θα μπορούσαν να κατασκευαστούν σκηνικά. Αποτέλεσμα της αναζήτησης αυτής ήταν η ομάδα της να ψάξει για τις ιδανικές τοποθεσίες. Μεταξύ των τοποθεσιών είναι το Σαλίσμπουρι, η Γλασκώβη, το Στόουνχεντς και το Μπόβινγκτον.
Στο τέλος, η ταινία όχι μόνο αποτίνει φόρο τιμής στους στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και σε όλα τα μέλη του στρατού από το παρελθόν και το παρόν που θυσιάστηκαν και θυσιάζονται για το κοινό καλό και την ελευθερία.
Το Πρωταγωνιστικό Δίδυμο: Τζορτζ ΜακΚέι και Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν
Οι υποδεκανείς Σκόφιλντ και Μπλέικ του 8ου τάγματος, αναπτύσσουν μια φιλία και ένα αίσθημα συντροφικότητας που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δοκιμάζεται περισσότερο από όσο κανείς μπορεί να φανταστεί. Οπλισμένοι μονάχα με φακούς, χάρτες, φωτοβολίδες και χειροβομβίδες – και ελάχιστο φαγητό – πρέπει να διασχίσουν τα χαρακώματα με στόχο να βρουν το μεγαλύτερο αδερφό του Μπλέικ. Οι οδηγίες τους: να παραδώσουν ένα γράμμα και να σώσουν χιλιάδες στρατιώτες από μια ενδεχόμενη επίθεση των Γερμανών. Αυτή η αναπάντεχη, τρομακτική αποστολή θα τους αλλάξει στην πορεία μια για πάντα.
Όταν ο Μέντες έφτασε στο σημείο επιλογής για το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ήταν ξεκάθαρο πως ήθελε δυο νέα πρόσωπα. Έτσι, επέλεξε τον Τζορτζ ΜακΚέι (‘’Captain Fantastic’’) για το ρόλο του Σκόφιλντ και τον Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν (‘’Game of Thrones’’) για το ρόλο του Μπλέικ. «Η ταινία βασίζεται στο ταξίδι των δύο νέων αυτών στρατιωτών και ήθελα εξ αρχής το κοινό να μην έχει προηγούμενη γνωριμία μαζί τους», λέει ο Μέντες. «Ήταν κατόρθωμα να γίνει μια ταινία τέτοιου βεληνεκούς με δύο σχετικά άγνωστους πρωταγωνιστές».
Στο πρόσωπο του ΜακΚέι, ο Μέντες βρήκε όχι μόνο έναν ανερχόμενο νέο ηθοποιό αλλά και τον ερμηνευτή με τα προσόντα και τις ευαισθησίες πού έψαχναν ο Μέντες και η Κερνς. «Υπάρχει κάτι στον Τζορτζ που θυμίζει έντονα κάτι από το παρελθόν. Ενσωματώνει υπέροχα στον χαρακτήρα του αρετές – εντιμότητα, αξιοπρέπεια και ηρωισμό – που σχεδόν είναι από άλλη εποχή. Μέσα στην ιστορία μας, διαφαίνεται και ένα στοιχείο περί τάξεων. Ο Σκόφιλντ έχει ανατραφεί να είναι ευγενικός, συγκρατημένος, αρκετά κοντά στα αγγλικά πρότυπα. Όμως, την ίδια στιγμή μέσα του υπάρχει ένα απέραντο τοπίο, ένας άλλος κόσμος. Ο Τζορτζ είναι τρομερά ευφυής και έχει μια ικανότητα να συνδυάζει μοναδικά αυτά τα στοιχεία στον χαρακτήρα που υποδύεται».
Ο Τζορτζ ΜακΚέι λέει για το ρόλο του: «Ο Σκόφιλντ είναι ένας κατά βάση ήρεμος άνθρωπος. Είναι κάποιος που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό που βιώνει και αυτό που του συμβαίνει μπορεί άνετα να το καταπολεμήσει. Πίσω στο σπίτι του έχει μια οικογένεια που αγαπάει πάρα πολύ. Όλα αυτά που περνάει στο μέτωπο του πολέμου καταφέρνει να τα ισορροπήσει μέσα του πολύ εύστοχα, κάτι που μου αρέσει πολύ όταν υποδύομαι αυτό τον χαρακτήρα». Μεταξύ των δύο στρατιωτών, ο Σκόφιλντ είναι εκείνος που έχει περισσότερη εμπειρία από πόλεμο και είναι καλύτερα εκπαιδευμένος. «Βέβαια όταν τους ανακοινώνεται η αποστολή είναι λίγο επιφυλακτικός στην αρχή», προσθέτει ο ΜακΚέι. Επίσης, ο ίδιος ο ηθοποιός πραγματοποίησε την πλειοψηφία των επικίνδυνων σκηνών του με εξαίρεση μια σκηνή όπου πέφτει ανάποδα στις σκάλες ενός σπιτιού. «Ανησυχούσα για τη σωματική του ακεραιότητα. Χάρη στην επιμονή του, πίστευα πως θα το έκανε δίχως δεύτερη σκέψη!», λέει ο Μέντες για τον πρωταγωνιστή του.
Για το ρόλο του Μπλέικ, ο σκηνοθέτης ήθελε κάποιον που να διαθέτει την αθωότητα και την απλότητα του χαρακτήρα αυτού. «Τον Ντιν-Τσαρλς δεν τον ήξερα καθόλου μέχρι που ήρθε και διάβασε μερικές γραμμές για το ρόλο. Τον διακατέχει μια γλυκύτητα και μια ευαισθησία. Είναι πράγματι καλός ηθοποιός και βασίζεται στο ένστικτό του», λέει ο Μέντες. Ο Μπλέικ ξέρει να χειρίζεται άψογα τους χάρτες και είναι πάντα πρόθυμος για οποιαδήποτε αποστολή θέλοντας να είναι στην πρώτη γραμμή. «Όταν διάβασα το σενάριο, αμέσως ταυτίστηκα με τον Μπλέικ», λέει ο Τσάπμαν. «Είναι ένας άνθρωπος της επαρχίας που αγαπάει τη μητέρα του, τον αδερφό του και το σκύλο του. Είναι αδύνατον κάποιος να μη συμπαθήσει τον Μπλέικ!».
Από τη στιγμή που αναθέτεται στους δύο υποδεκανείς η αποστολή, ο Μπλέικ δεν ξέρει τι είναι αυτό που πρόκειται να κάνει. «Δεν έχει τόση εμπειρία με τον πόλεμο, καθόλου θα έλεγα. Μόλις πρόσφατα μπήκε να πολεμήσει. Και όλα αυτά που του λείπουν, του δίνουν δύναμη και κουράγιο να συνεχίσει να πολεμάει», επισημαίνει ο Τσάπμαν. Η επιμονή του Μπλέικ έχει σημαντική επίδραση στον Σκόφιλντ. «Ο στόχος του Σκόφιλντ είναι να σώσουν χιλιάδες στρατιώτες στο μέτωπο του πολέμου, στο τέλος, όμως, στόχος τους είναι να σώσουν και τον αδερφό του Μπλέικ», υποστηρίζει ο ΜακΚέι. «Γίνεται ξαφνικά προσωπική υπόθεση και για τον Σκόφιλντ. Νιώθω πως χάρη στην υπόσχεση του Σκόφιλντ στον Μπλέικ, κατάφεραν και πέτυχαν αυτό έπρεπε να κάνουν».
Καθώς η ταινία επικεντρώνεται σε αυτή τη φιλία, ο Μέντες γνώριζε από την αρχή πως έπρεπε οι δυο πρωταγωνιστές να είναι δεμένοι και να σέβονται ο ένας τον άλλον. «Σε αυτόν τον πόλεμο, όλοι οι άντρες αφήνουν πίσω τις διαφορές τους και είναι ίσοι μεταξύ τους. Δεσμοί αναπτύσσονται και φιλίες δημιουργούνται που διαρκούν σε όλη τη ζωή τους. Ήθελα, λοιπόν, να ανακαλύψω αυτή την απρόσμενη φιλία αυτών των δύο αντρών», λέει ο Μέντες.
Ο ΜακΚέι και ο Τσάπμαν μπήκαν στην παραγωγή της ταινίας το Νοέμβριο του 2018 και άρχισαν άμεσα τις πρόβες αλλά και τις στρατιωτικές εκπαιδεύσεις. «Κάναμε τουλάχιστον πέντε μήνες εκπαίδευση πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα», υποστηρίζει ο Τσάπμαν. «Σε όλη την ταινία, οι δυο τους είναι συνεχώς όρθιοι εκτός από δυο-τρεις σκηνές. Έπρεπε να κάνουμε καλή εξάσκηση και πιστεύω το τηρήσαμε», λέει ο ΜακΚέι.
Πέρα από τους κορυφαίους ανθρώπους που πλαισιώνουν την παραγωγή, αυτό που εντυπωσίασε τους δυο πρωταγωνιστές ήταν η κατασκευή της ταινίας. «Η κάμερα δεν απομακρύνεται ποτέ από τους δύο αυτούς ήρωες», σχολιάζει ο Τσάπμαν. «Όλοι όσοι συμμετείχαν στην ταινία ήταν συνεχώς προετοιμασμένοι για κάθε τι που θα συνέβαινε. Περιμέναμε όλοι μας να φύγει το σύννεφο από τον ήλιο για να αρχίσουμε τη σκηνή μας σωστά. Ήταν μοναδική εμπειρία». Και για τους δύο, η δημιουργία του «1917» είχε μεγάλη επίδραση πέρα από την ίδια την ταινία. «Πρόκειται για δύο νεαρούς στρατιώτες, θα μπορούσε να είναι ο καθένας στη θέση τους. Ο Μπλέικ και ο Σκόφιλντ αντιπροσωπεύουν όλους μας, είναι οι ήρωες ανάμεσα μας», υποστηρίζει ο ΜακΚέι.
Οι Υπόλοιποι Χαρακτήρες της Ταινίας
Ακριβώς επειδή η αφήγηση της ταινίας είναι ευθύγραμμη – δύο αγόρια που μεταφέρουν ένα μήνυμα -, οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ταινίας αποτελούνται από εκείνους που ο Σκόφιλντ και ο Μπλέικ συναντούν στη διάρκεια της αποστολής τους. Για αυτούς τους σημαντικούς χαρακτήρες, από τους οποίους αρκετοί είναι αξιωματικοί, ο Μέντες θεώρησε αναγκαίο να βρεθούν ηθοποιοί που θα έδιναν το στίγμα τους με την ελάχιστη παρουσία τους επί της οθόνης. «Αρκετούς από αυτούς τους βλέπουμε για πέντε ή δέκα λεπτά το πολύ, μετά φεύγουν», λέει ο Μέντες. «Θέλαμε να δώσουν μια αίσθηση ιστορίας, ότι τους συνάντησε ο θεατής στο δρόμο της αποστολής των ηρώων μας. Για αυτούς τους ρόλους, χρειαζόμαστε άτομα υπεύθυνα με κοινωνική αποδοχή και ικανότητες. Πολλοί από αυτούς τους ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκα είτε στο θέατρο είτε στο σινεμά πριν, πίστεψα πως μπορούν να αποδώσουν μια ζωντάνια στους ρόλους τους παρά τα λίγα λεπτά που εμφανίζονται στην ταινία».
Ο Στρατηγός Έρινμορ (Κόλιν Φερθ)
Παρά τη σύντομη σκηνική παρουσία του, ο Φερθ ήταν εντυπωσιασμένος από την τεχνική ακρίβεια του Μέντες και της ομάδας του. «Ήταν απόλυτα συναρπαστική εμπειρία να παρακολουθείς τις ικανότητες και την ευφυία όλης της ομάδας που γύριζε κάθε σκηνή της ταινίας», λέει ο Φερθ. «Η προετοιμασία από όλα τα τμήματα ήταν πραγματικά αδιανόητη».
Ο Λοχαγός Σμιθ (Μαρκ Στρονγκ)
Όταν οι άντρες του λοχαγού Σμιθ συναντούν τον Σκόφιλντ και τον Μπλέικ σε έναν εγκαταλελειμμένο αχυρώνα, ο ίδιος είναι εξουθενωμένος. Ως σοφός, διορατικός και ευγενικός, δίνει στον Σκόφιλντ συμβουλές στρατηγικής σχετικά με τον σκληρό συνταγματάρχη Μακένζι: «Αν φτάσεις σε αυτόν, φρόντισε να υπάρχουν μάρτυρες».
Ο Συνταγματάρχης Μακένζι (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς)
Ως διοικητής του 2ου τάγματος, ο συνταγματάρχης Μακένζι είναι πεπεισμένος πως έχει τους Γερμανούς στο χέρι του και μπορεί να τους καταστρέψει. Αγνοώντας εισερχόμενες εντολές να σταματήσει αυτή την επίθεση, ο Μακένζι είναι απόλυτα βέβαιος πως αυτή του η ενέργεια θα ανατρέψει τη ροή του πολέμου. Ωστόσο, ο στρατηγός Έρινμορ είναι βέβαιος πως ο συνταγματάρχης – ο οποίος έχει χάσει κάθε επαφή με τις διαταγές του – δεν είναι καλά ενημερωμένος και έχει έλλειψη σε όπλα.
Ο Υπολοχαγός Μπλέικ (Ρίτσαρντ Μάντεν)
Ο αδερφός του υποδεκανέα Μπλέικ, ο υπολοχαγός Μπλέικ, είναι αξιωματικός και έχει ακολουθήσει τον Μακένζι στην άκρη του Χίντενμπεργκ. Δεν έχει καμία απολύτως ιδέα ότι έχει ανατεθεί στον αδερφό του να σταματήσει αυτή την αποστολή. Όπως και ο διοικητής του, δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω από το νέο μπλόκο των Γερμανών: ένα οπλοστάσιο καταστροφής βάθους τριών μιλίων – με οχυρώσεις πεδίου, αμυντικές γραμμές και βαθύ πυροβολικό, κάτι που δεν έχουν ξαναδεί ποτέ οι Βρετανοί.
Βοηθητικοί ηθοποιοί σε σκηνές πλήθους
Σε αντίθεση με πολλές σύγχρονες ταινίες που χρησιμοποιούν τα ψηφιακά μέσα για να δημιουργήσουν σκηνές με πλήθος, οι βοηθητικοί ηθοποιοί στο «1917» ήταν πραγματικοί άνθρωποι. Ο Μέντες διάλεξε 500 άτομα από την αρχική ομάδα των 1,600 βοηθητικών ηθοποιών που συγκέντρωσε η ομάδα παραγωγής. Οι στρατιωτικοί σύμβουλοι της ταινίας τους παρείχαν εκπαίδευση και πληροφορίες για τις τακτικές μάχης και τους τρόπους χειρισμού των όπλων.
Η Προετοιμασία
Ο Μέντες δηλώνει πως η προετοιμασία αυτής της ταινίας ήταν επί πέντε σε σχέση με οτιδήποτε είχε κάνει νωρίτερα. «Τα πράγματα είναι όπως κάθε φορά, αλλά εδώ πρέπει να δίνεις παραπάνω προσοχή στην λεπτομέρεια. Έπρεπε να ξέρουμε κάθε σπιθαμή στο χώρο που θα γυρίζαμε, κάθε γραμμή του διαλόγου που θα λέγανε οι χαρακτήρες. Κάθε κίνηση της κάμερας ήταν καλά μελετημένη και ξέραμε πολύ καλά με τους υπολοίπους πώς θα κινούμασταν στον χώρο».
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ταινίας ήταν ότι η παραγωγή ήξερε πως δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένες τεχνικές που εφάρμοζε σε άλλες ταινίες. «Συνηθίζαμε να έχουμε ένα δεύτερο σχέδιο, να κόβουμε το γύρισμα όποτε θέλαμε και να τοποθετούσαμε την κάμερα όπου πιστεύαμε πως δούλευε καλύτερα για εμάς. Μπορούσαμε να επέμβουμε και να διορθώσουμε λίγο τους τις ερμηνείες, τον ρυθμό ή ακόμα και τους διαλόγους. Στο «1917» όλα αυτά άλλαξαν, ο τρόπος κατασκευής της ταινίας ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό», λέει ο σκηνοθέτης.
Διεύθυνση Φωτογραφίας
Το όραμα του Μέντες να αποτυπώσει την ιστορία του σε πραγματικό χρόνο με έναν τέτοιο τρόπο που να μοιάζει με ένα συνεχές μονοπλάνο απαιτεί από το κοινό να γίνει ένα με τους χαρακτήρες και να βυθιστεί σε αυτό το ταραχώδες ταξίδι. Για την ακρίβεια: το «1917» δεν γυρίστηκε σε μία μόνο λήψη, αλλά γυρίστηκε σε μια σειρά από μεγάλες λήψεις χωρίς cut που θα μπορούσαν αβίαστα να φαίνονται σαν να είναι μια συνεχόμενη λήψη. Επειδή δεν υπάρχει cut μέσα στη σκηνή, ο θεατής – όπως και οι Σκόφιλντ και Μπλέικ – δεν είναι σε θέση να απομακρυνθεί από την αποστολή που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Παρόλο που ο σκηνοθέτης είχε γυρίσει στην ταινία του «Spectre» την εναρκτήρια σκηνή ως ένα μεγάλο και συνεχές μονοπλάνο, αυτή τη φορά αντιμετώπισε κάτι πρωτόγνωρο και διαφορετικό για αυτόν. Με αυτού του είδους την κινηματογράφηση, το κοινό παίρνει μια αυθεντική και έντονη αίσθηση για το τι ακριβώς περνούν αυτά τα αγόρια. «Από την αρχή της ταινίας, ένιωσα πως αυτή η ιστορία θα λειτουργήσει μόνο αν γυριστεί σε πραγματικό χρόνο», δηλώνει ο Μέντες.
Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον διακεκριμένο διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς (‘’Fargo’’, ‘’Ένας Υπέροχος Άνθρωπος ‘’Prisoners’’), ο οποίος ύστερα από 14 υποψηφιότητες έλαβε το πρώτο του Όσκαρ για την ταινία «Blade Runner 2049». Μαζί είχαν συνεργαστεί ξανά σε αρκετές ταινίες, αυτή η συνεργασία του όμως, αποδείχθηκε ιδιαίτερής σημασίας. «Από την πρώτη κιόλας στιγμή που μίλησα στον Σαμ για την ιδέα ως μια ταινία σε μία λήψη, ήξερα πως πρόκειται για φοβερή ιδέα και πολύ σημαντική για την αφήγησή μας», σχολιάζει ο Ντίκινς.
Από τη στιγμή που η ομάδα αποφάσισε με ποιο τρόπο έπρεπε να μετακινηθούν οι πρωταγωνιστές στον χώρο, ήταν πια ξεκάθαρο πώς θα κινούνταν η κάμερα. «Υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να είσαι κοντά στους ήρωες και υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να απομακρυνθείς και να δεις τους χαρακτήρες μέσα στο χώρο τους και μέσα στο τοπίο. Διατηρήσαμε την απαιτούμενη ισορροπία σε αυτό», σχολιάζει ο Ντίκινς. Ο Μέντες θεωρεί ότι το αποτέλεσμα πέτυχε επειδή είχαν κάνει αμέτρητα σχέδια για το πώς έπρεπε η κάμερα να ακολουθεί πιστά την δράση γύρω και να προσέχει τις κινήσεις των ηθοποιών.
Ο διευθυντής φωτογραφίας και ο σκηνοθέτης βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό φως για τις συνθήκες φωτισμού της ταινίας. «Όταν ο καιρός ήταν με το μέρος μας, γυρίζαμε τη σκηνή μας. Όταν δεν ήταν σύμμαχος, προτιμούσαμε να κάνουμε πρόβα. Έπρεπε να ήμασταν πιστοί στις συνθήκες του φωτός που επικρατούσε κάθε στιγμή», δηλώνει ο Ντίκινς. Η παραγωγή ήλπιζε να έχει νεφελώδη καιρό για να μπορέσει ευκολότερα να γυρίσει τα πλάνα της δίχως να διακόπτεται η αίσθηση του πραγματικού χρόνου που ήθελαν. Ο Μέντες πίστευε πως χρειάζονταν απόλυτη αφοσίωση από όλους στην ταινία για να τα καταφέρουν ενώ ο Ντίκινς υποστηρίζει πως μέχρι κάποιος να το δει στην οθόνη, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πόσο γοητευτική είναι αυτή η τεχνική. Η ταινία γυρίστηκε με την κάμερα Alexa Mini LF.
Το Αόρατο Μοντάζ
Η πρόκληση της ταινίας υπήρξε η ένωση των πλάνων. Κάθε σκηνή έπρεπε να γυριστεί με απίστευτη ακρίβεια έτσι ώστε να υπάρχει τέλεια ένωση στο μοντάζ μετά. Η τρομακτική προσοχή στις λεπτομέρειες ήταν αναγκαία από την αρχή. Ο σκηνοθέτης, ο διευθυντής φωτογραφίας και ο μοντέρ της ταινίας – ο βραβευμένος με Όσκαρ Λι Σμιθ (‘’Ο Σκοτεινός Ιππότης’’, ‘’Dunkirk’’) – έπρεπε να ξέρουν το ακριβές σημείο που θα ένωνε το ένα πλάνο με το επόμενο, ειδάλλως δεν θα τους δίνονταν ευκαιρία μετά τα γυρίσματα να το διορθώσουν. «Αυτή ήταν μια πολύπλοκη ταινία όσον αφορά το μοντάζ», σχολιάζει ο παραγωγός Κάλουμ ΜακΝτούγκαλ (‘’Skyfall’’). «Κάθε λήψη ήταν κρίσιμη και έπρεπε να γίνει με σαφείς υπολογισμούς ώστε να δοθεί στον Σαμ άμεσο feedback».
Για τον Μέντες, αυτή η παραγωγή διαθέτει παντού παράγοντες-κλειδιά. «Έχουμε μια καταπληκτική ομάδα. Έχουμε έναν από τους κορυφαίους ενεργούς διευθυντές φωτογραφίας στον κόσμο αυτή τη στιγμή, τον Ρότζερ Ντίκινς, τον εξαιρετικό μοντέρ Λι Σμιθ και τον εξαίσιο υπεύθυνο σχεδιασμού παραγωγής , τον Ντένις Γκάσνερ. Είναι συνεργάτες από παλιά και είναι όλοι τους φοβεροί σε αυτό που κάνουν».
Μοναδικό Soundtrack
Την σύνθεση του soundtrack του «1917» ανέλαβε ένας ακόμα συνεργάτης του Μέντες, ο Τόμας Νιούμαν (‘’Άρωμα Γυναίκας’’, ‘’American Beauty’’, ‘’Η Γέφυρα των Κατασκόπων’’), με τον οποίο έχουν δουλέψει σχεδόν σε όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη εδώ και είκοσι χρόνια. Ήδη από τις πρώτες τους συζητήσεις για την ταινία, ο Νιούμαν διαπίστωσε πως δεν θα έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο είχε κάνει ως τότε. «Η εμπειρία του χρόνου σε αυτή την ταινία είναι όντως πολύ διαφορετική από κάθε άλλο project που έχω κάνει στο παρελθόν», ισχυρίζεται ο ίδιος. Συνεπώς, η προσέγγιση του συνθέτη και του σκηνοθέτη στη μουσική ήταν διαφορετική. Ο Νιούμαν λέει: «Συζητήσαμε με τον Σαμ για το πώς έπρεπε να δρα η μουσική στην ταινία, πότε έπρεπε να δίνει συναίσθημα και πότε να μην υπερβαίνει τα όρια της υπερβολής». Στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια μουσική που θα υπηρετούσε την ιστορία και δεν θα την αποσπούσε από αυτή.
Ο Νιούμαν άρχισε να γράφει τη μουσική της ταινίας πριν και κατά την παραγωγή της. «Η σύνθεση της μουσικής συνέβαινε κατά κάποια έννοια και αυτή σε πραγματικό χρόνο, ήταν κάτι το μοναδικό». Σε μεγάλο βαθμό η μουσική της ταινίας διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις ίδιες τις τοποθεσίες. «Είχαν μια επίδραση σε μένα σε ότι αφορά την αρμονία και τον ρυθμό», σχολιάζει ο ίδιος. Όπως όλα τα υπόλοιπα, έτσι και η μουσική σχεδιάστηκε ώστε να φέρνει το κοινό πιο κοντά στις εμπειρίες των δύο αγοριών στο μέτωπο του πολέμου.
Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες
Σενάριο: Σαμ Μέντες, Κρίστι Γουίλσον-Κερνς
Παραγωγή: Σαμ Μέντες, Πίπα Χάρις, Τζέιν-Ανν Τένγκρεν, Κάλουμ ΜακΝτούγκαλ, Μπράιαν Όλιβερ
Ηθοποιοί: Τζορτζ ΜακΚέι, Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν, Μαρκ Στρονγκ, Άντριου Σκοτ, Ρίτσαρντ Μάντεν, Κλερ Ντιμπούρκ, Κόλιν Φερθ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς
Φωτογραφία: Ρότζερ Ντίκινς
Μοντάζ: Λι Σμιθ
Σχεδιασμός Παραγωγής: Ντένις Γκάσνερ
Μουσική: Τόμας Νιούμαν
Διάρκεια 119’
Διανομή ΟDEON
Πολεμικό δράμα, θρίλερ
Σχόλια για αυτό το άρθρο