Το Κράξιμο ήταν ένα περιοδικό που κυκλοφόρησε από το 1981 μέχρι το 1993 και εκδιδόταν από την Πάολα (κατά κόσμον Παύλο Ρεβενιώτη). Από το πρώτο τεύχος προκάλεσε αίσθηση και φιλοξένησε άρθρα και συνεντεύξεις πολλών ιερών τεράτων. Ανάμεσά τους η Μαλβίνα Κάραλη, η οποία μιλούσε πάντα έξω από τα δόντια και χωρίς ταμπού. Διαβάστε μερικά αποσπάσματα από εκείνη τη συνέντευξη που είχε προκαλέσει με την αλήθεια της:
Πατρίδα μου είναι η πατρίδα του αγαπημένου μου, αυτού που αγαπάω, όπου μαζί του θα πάω. Θρησκεία είναι εκείνο το πράγμα που μου επιτρέπει να έχω ενοχές, άρα να τη βρίσκω καλύτερα! Μου ανεβάζει τη λίμπιντο η θρησκεία, γι’ αυτό πιστεύω ότι τα θρησκευόμενα άτομα είναι τα πιο ακόλαστα που υπάρχουν. Και, οικογένεια, αυτό που λέει ο Χειμωνάς: “Ραγισματιές, απ’ όπου οι άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στον κόσμο”. Συνήθως είναι άθλιοι οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν στον κόσμο από την οικογένεια. Μ’ αυτή την έννοια, ναι, έχω οικογένειες κατά καιρούς πολλές.
Ο έρωτας εμπεριέχει μεν τη μάχη, αλλά το πάθος θα σε οδηγεί πάντα σ’ ένα τυφλό πράγμα, σε μια άλογη κατάσταση. Δηλαδή θα περάσεις τα σύνορα κι αν περάσεις τα σύνορα, τα πάντα είναι ένα παιχνίδι. Εκεί μπορεί να την πατήσεις πολύ άσχημα, κι είναι χρέος σου να την πατήσεις βέβαια γιατί πρέπει να την πατήσεις για να εξανθρωπιστείς. Ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος μέσα από την ξεφτίλα του, δεν υπάρχει αμφιβολία…
Εγώ βρίσκω εξωφρενικό τον μπουχέσα που είναι εφτά χρονών και έχει όλα τα Nintendo στα πόδια του, που έχει τη μάνα και τον πατέρα, αυτά τα σιχαμένα πλάσματα που το ένα δικαιώνει το άλλο μέσα από το παιδί, τη μάνα που αποκαλεί τον άντρα της “ο μπαμπάς”, τον μπαμπά που αποκαλεί τη γυναίκα του “η μαμά”, αυτή τη φριχτή ασυνεννοησία που δεν τη γεφυρώνει το ηλίθιο παιδί… Όλο αυτό το πράγμα εμένα μου προκαλεί βδελυγμία, φρίκη δηλαδή, είναι η εικόνα – εφιάλτης μου, η εικόνα μιας πυρηνικής οικογένειας κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δεντράκι… κι αυτά τα μελλοντικά γιαπάκια, που στάζουν τη φροντίδα δύο αηδιαστικών ανθρώπων που διαιωνίζουν το άγριο είδος τους! Έχω τη νεύρωση μου με τη διαιώνιση του είδους, αλλά χαίρομαι που και τα τρία παιδιά μου είπαν ότι “εμείς είμαστε από το πανεπιστήμιο της ζωής”, η τυπική κουβέντα του λαμόγια του Συντάγματος, δηλαδή. Αγαπώ πολύ το λαμόγια του Συντάγματος, εγώ θέλω παιδιά – μάγκες.
Οι γονείς μου δε ζουν. Εγώ είχα ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μου με το σπίτι και δε μετάνιωσα για τίποτε. Πρόλαβα να τα φτιάξω με τη μάνα μου πριν από το θάνατό της, με τον πατέρα μου δεν ήθελα να τα φτιάξω και δεν τα έφτιαξα ποτέ. Είμαι από τα τέρατα που δεν πήγαν στην κηδεία του πατέρα τους και δεν έχω αλλάξει καθόλου άποψη. Για μένα η συγγένεια είναι επιλεκτική. Η οικογένεια μου είναι οι φίλοι μου, τα παιδιά μου κι αυτός ο άντρας που αγαπάω.
Μίλα όσο θες, αρκεί να κάνεις κιόλας. Ξέρεις ότι όλοι οι άνθρωποι που μας παραμυθιάζουν μας τάζουν μια καλύτερη ζωή. Αυτό καψουρευόμαστε, την προοπτική της καλύτερης ζωής που μας τάζουν, του καλύτερου αύριο, και τελικά μπορεί να σ’ έχει κάποιος στο μιλητό χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια και να είσαι καψουρεμένος με την εικόνα που σου τάζει. Αυτό είναι πολύ καλό μέχρι δεκατεσσάρων χρονών, τώρα θέλω πρακτικά, αδρά πράγματα, απτά και ξεκαθαρισμένα. Δε θέλω να μου τάζουνε τίποτε πια, από ταξίματα έχω χορτάσει.
Μετά τα τριάντα η ζωή είναι “να τη σκαπουλάρω”. Η χαρά της είναι να μην έχω μαραζώσει, να μην έχω γίνει μια νοικοκυρά που βιάζεται να γυρίσει σπίτι για να φτιάξει σπανακόπιτα στα παιδιά και το σύζυγο, μα να μπορώ να κρατάω τα πράγματα που έκανα στα δεκαεφτά μου. Δεν τα έχω απαρνηθεί όλα, δε μ’ έχει απασχολήσει ποτέ η σύνταξη, εξακολουθώ ν’ αγαπάω τους αλήτες, εξακολουθώ να έχω φίλους που κανένας τους δεν έχει αυτοκίνητο, δεν κάνω παρέα με ζευγάρια, δε φοράω χρυσά κοσμήματα, εγώ ζω και οι εχθροί μου έχουν πεθάνει. Και θέλω να εξακολουθήσουν όλα έτσι!
Σχόλια για αυτό το άρθρο