Μιχαήλ Λάππας, Αντιδήμαρχος Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Δημοσίων σχέσεων Τρικκαίων. Αποσπάσματα από την ομιλία του: “Δεν ταιριάζει η λαχτάρα με τη μετριότητα, έλεγε ο Καζαντζάκης. Κι αυτό που γίνεται με το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, δεν είναι μέτριο, είναι πολύ δυνατό, πολύ καλό που γίνεται όλο και καλύτερο. Ο Θάνος Γώγος είναι ένας λογοτεχνικός λέβητας, ένας σύγχρονος Δον Κιχώτης που έχει απέναντι τους ανεμόμυλος που πλέον είναι οι μεγάλες ανεμογεννήτριες, η απειλή που λέγεται μέλλον, όπως είναι και το θέμα του φετινού φεστιβάλ. Η ανησυχία, η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια αλλά και η αισιοδοξία. Για να δούμε το αύριο, χρειάζεται να δούμε πώς είναι το σήμερα. Και η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι δυστυχώς ζούμε τη δικτατορία της μετριότητας. Το υπό, είναι αυτό που εν πολλοίς έχει κυριαρχήσει στη ζωή μας και την καθορίζει. Είναι αυτό που μας αξίζει; Μπορούμε και πρέπει, να βρούμε τα λίγα που μας κάνουν χαρούμενους και να βλέπουμε θετικά το αύριο, το μέλλον”.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα ποιήματα που ξεχώρισα:
Ηλίας Κεφάλας: “Καπνόφυλλα”
Ω στα μαλακωμένα φύλλα του καπνού θα γράψω, του δουλεμένου χωραφιού τα όνειρα που είναι ικασίες πάντα του πλατύφυλλου ύπνου. Ένας κρύος ιδρώτας ξεπλένει αδιάκοπα το μόχθο μας. Και μια ονειροφαντασία του αγροσυλλέκτη μας καλλιεργεί διαρκώς. Επειδή σκληράδα κοφτερή έχει η αυγή όταν ματώνει στ΄ακροβούνι. Κι όλα τα φύλλα γίνονται περγαμηνή και πάπυρος.
Γεωργία Κολοβελώνη: “Μεγάλη Οθόνη”
Αύριο δεν είναι ποτέ μια άλλη μέρα, αύριο είναι πάντα χθες. Οι φίλοι έχουν όλοι φύγει, μια ορχήστρα αόρατη παίζει σε σάλα αδειανή. Το βαλς μιας ζωής σπαταλημένης σε ξένες οφειλές. Πυκνή σιωπή επικάθεται στα έπιπλα, στο πάτωμα ίχνη από παλιά ναυάγια. Φτερά από καπέλα εποχής, μια πέρλα ανάμνηση από λαιμό λευκό που αγαπήθηκε πολύ. Ασπρόμαυρα ενσταντανέ βουβής ταινίας. Και εμείς θεατές σε χρόνο νεκρό, κοιτάμε βουβοί την οθόνη. Πριν μείνουμε μόνοι και πέσουν οι τίτλοι του τέλους.
Παρασκευή Αλέξη: “Μόνο αν βρέξει”
Δεν κρύβεται ο φόβος μέσα σε δάκρυ, μόνο αν βρέξει, αν βρέξει πολύ και το νερό φτάσει ως τα γόνατα και παρασύρει κίβδηλα αγάλματα και πέτρινα σπαθιά. Τότε μόνο θα μπορείς να κρυφτείς σε εκείνο το δάκρυ που΄χει απομείνει στην άκρη του ματιού αφού δεν ξέρει έξω να πηδήξει με ένα σάλτο, ή να κουρνιάσει πάλι μέσα για να σε ασφαλίσει. Πεινάς; Κρυώνεις; Φοβάσαι; Μόνο αν βρέξει θα ξεπλύνει μυστικά που ντύθηκαν λάσπη και χώμα γιατί θέλουν να κρυφτούν κάτω από τα πόδια σου.
Ελένη Αλεξίου: “Μόνος σου”
Κράτα το μπουκάλι μόνος σου, πιες το γάλα μόνος σου, πήγαινε για ύπνο μόνος σου. Κάνε μπάνιο, πλύνε τα δόντια, κόψε τα νύχια, στρώσε το κρεβάτι, κλείσε το φως, μόνος σου. Στρώσε το τραπέζι μόνος σου, κόψε ψωμί, βάλε νερό, φάε, μόνος σου. Πλύνε το πιάτο μόνος σου, ντύσου, ξεντύσου, δέσε τα κορδόνια, κάνε ποδήλατο μόνος σου. Μάθε το ποίημα μόνος σου. Διάβασε , σκέψου, βρες τη λύση μόνος σου. Πέρνα το δρόμο απέναντι μόνος σου. Ζήτησέ το, πάρ’ το, φέρ’ το, μέτρα τα ρέστα μόνος σου. Παίξε στο δωμάτιο μόνος σου. Φτιάξε το παζλ, δες τηλεόραση, άκου μουσική, κλώτσα την μπάλα μόνος σου. Κλάψε μόνος σου. Κοίτα να συνέλθεις μόνος σου. Ξεπέρασέ το, μόνος σου.
Γωγώ Πονηράκου: “Οι γάτες στη Γάζα”
Τα παιδιά στη Γάζα δεν μιλάνε πια. Χαϊδεύουν τις γάτες που περισώζουν απ΄τα ερείπια των σπιτιών τους που γκρέμισαν πιο πριν οι εκρήξεις. Τα παιδιά στη Γάζα πίνουν μαύρο νερό, τρώνε αραιά και πού λίγο ξερό ή στην καλύτερη περίπτωση μουχλιασμένο ψωμί. Ταΐζουν και τις γάτες τους. Νανουρίζονται από τον αλλόκοτο ήχο της βόμβας και τα τρομαγμένα γουργουρίσματα. Αυτά είναι απλώς τα τυχερά παιδιά. Τα άλλα τα σκότωσαν.
Aitana Ahrens: “Γνήσιος”
Εκλαμβάνοντας το ιδίωμα σαν
πέτρες από γη που περνούν
απ’ τα μάτια σου
στα δικά μου
με κάνεις να κλαίω:
Καταρρέει μέσα μου το μέταλλο που σ’ ακούει
και με βαραίνουν τα σωθικά μου προς τον ουρανό.
Πετρώνει η καρδιά
και το βλέπεις σαν ανασαίνω
αργά.
Σαν γατί σου προσφέρω την κοιλιά μου
και σου λέω:
ακούμπα το χέρι σου
σου ξεθάβω ψυθίρους τόσο καινούριους.
Σκέφτεσαι:
μπορεί να είναι θρήνος
Σκέφτεσαι:
μπορεί να κλαίω εγώ
Σου λέω:
δεν θα φύγω
κι ακούγεται λες και φτύνω άμμο.
Nežka Struc: “Mέρος 1o υπουργείου: Στο ‘πα”
αναμέτρηση με την επιπολαιότητα
δυο φορές έμπλεξα μέσα στην ρόδα
δυο φορές το ίδιο τραγούδι
δεν βλέπεις τους μώλωπες
δεν είναι δικοί σου γιατί πρέπει να πέφτω μόνη μου και όπου πέσω εσύ δεν είσαι εκεί έχει μόνο
έναν μεγάλο τέντζερη 30L
τα ανοξείδωτα δεν σκουριάζουν αλλά κόκαλα τσακίζουν
ξερνάω με τις λέξεις λευτεριά έρωτας κατάλαβες μοναξιά παράλληλα πλοίο
τηλέφωνο σκυλιά καφές μετάξι πετάξει δρόμος κατάλαβες
ξερνάω όταν με αγκαλιάζει κανείς στην αγκαλιά του εκτοξεύω χολή της τραυματισμένης ψυχής
με τα απομεινάρια του pfizer
γιατί ο έρωτας δεν είναι φροντίδα ούτε ασφάλεια συνύπαρξη κατανόηση
(αυτά είναι κάτι χριστιανικά τι όχι;)
είναι μόνο να σπαράζεις να ποδοπατάς να αγνοείς να φεύγεις και πεταλούδες στην πούτσα
είναι ιδέα ο έρωτας είναι ιδέα
μόνο μη με αγγίξεις
για να μη σου …
δυο φορές για πιο σίγουρα
Josip Čekolj: “Κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας”
Προσεγγίζεις τα μπουμπούκια της περιοδικότητας μας,
γλείφεις τα σύννεφα μελιού και στα ξαφνιασμένα γρυλίζεις πουλιά
περπατάς αργά στις οξιές ανάμεσα που έχεις τραυματίσει, τις μελαγχολικές σου κατεβάζοντας
σκέψεις, πατούσα-πατούσα, επάνω στα άσημα μυρμήγκια,
η μάσκα σε πνίγει έτι ακόμα πιο πολύ κι απλώνεται μέσα στο τρυφερό σου δέρμα, έχει ισοπεδώσει
την σαν καρύδι μύτη σου κι έχει λυγίσει τα φραουλένια αυτιά σου
σαν τις γωνίες κάποιου βιβλίου εικονογραφημένου, κι ωστόσο δεν τη βγάζεις, φοβούμενος το άγγιγμα
φοβούμενος τον θόρυβο των κουδουνιών και των γλαστρών με τις οποίες σ’ έχουν χτυπήσει
εκείνοι όπου πρόσεχες, φοβούμενος τις στάχτες που σου έχουνε στα μάτια ρίξει, τις στάχτες
των πτώσεων, ιστοριών, ανακωχών και των παροιμιών
κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας
περιπλανιέσαι αργά σαν ν’ αναμένεις τους τσιγγάνους να σε αλυσοδέσουνε, τους τσιρκολάνους να σε φυλακίσουν,
τους Λευκούς να σου φυτέψουνε μια σφαίρα
κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας
δεν χάνεις τα χωριά σε σταυρού σχήμα
μήτε τις κορυφές των γιγάντιων, απειλητικών βουνών
κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας
ξέχασες τη γλώσσα σου να βάλεις στα φιλιά και το τραγούδι, τα χέρια σου να βάλεις
να εξασφαλίσεις ζεστασιά, ξέχασες το λίκνο και τη μάνα και τους βρυχηθμούς σου
έγινες ο,τι πάντοτε σου ήθελες να γίνεις- ένα ζώο άγριο, μα μοναχικό
Marija Andrijašević
Χωρισμένοι σε δύο μέρη φτιάχνουμε δυο διασταυρώσεις. Κοιμάμαι κάτω από τα φανάρια στη δυτική πλευρά, προσέχω τη θερμοκρασία κάτω από τα πόδια σου, μας έδωσα χρόνο, γίναμε μέρος ενός μεγάλου σχεδίου. Αγάπη συν χρόνος μας κάνει το τέλος. Μαράζι. Παρακράτηση, παρακράτηση αγαπητέ μου Γουότσον. Κάποιος έραψε κουμπιά σε όλο μου το σώμα. Από το λαιμό ως τον αφαλό. Φοβάμαι να κοιμηθώ πάνω στο στομάχι μου, θα ανοιχτώ στον κόσμο και θα πω όλα μου τα τρομερά μυστικά. Θα πρέπει να κρατήσει κανείς το στόμα του κλειστό για σένα, σε αφήνω να φύγεις αυτή τη στιγμή. Συγχώρα με, φίλησέ με, κοιμήσου μαζί μου κάτω από τον Δία.
Ondřej Lipár: “Ο ήχος κλήσης μου είναι ένα κλικ”
Έχεις το εισιτήριο της πτήσης σου, τον μυϊκό σπασμό
ακριβώς σαν τις μέρες που εναλλάσεις κολόνιες
δεν είσαι σίγουρος ακριβώς ποιός είσαι
Αναμένεις μια μισοτελειωμένη φράση
να σου δώσει ένα σημάδι, να αληθέψει
ακολουθείς πιστά τα βήματα των καταναλωτών
τις μοναδικές τους διευθύνσεις, τα κοινά απωθημένα
Στο τέλος πέφτει το σκοτάδι και οι λέξεις χάνουνε τη λάμψη τους
ως και τα οδοντικά αποτυπώματα γίνονται αφετηρία για βελτίωση
ξέρεις πόσο κοστίζει αυτό το σώμα τη βδομάδα;
Πλήρως επιπλωμένα άγχη
με άριστες επιφάνειες και θεαματικές οικονομικές προοπτικές
ολοκληρωμένες με μια θέση
ολόπλευρες ανέσεις εκεί τριγύρω
Αγοράζεις το χρέος των εκπληρωμένων ονείρων
Τα ψίχουλα είναι ψίχουλα σε κάθε διεύθυνση
πες ο,τι θες
Αντωνία Μποτονάκη: “Αφύπνιση”
Όταν πέθανε πριν ένα χρόνο ακριβώς ο πατέρας μου, δεν πέθανα. Όπως φοβόμουν. Όταν σκοτώσανε ένα μήνα μετά το γάτο μου, δεν τρελάθηκα. Όπως φοβόμουν. Όταν αποφάσισα σήμερα μόλις να κάνω ευθανασία στο γέρικο σκυλί μου δεν έκλαψα. Χτες βράδυ είδα τις φωτογραφίες των νεκρών παιδιών στη Γάζα. Κι όμως κοιμήθηκα. Σχεδόν καλά. Φοβάμαι πως έχω πεθάνει από καιρό.
Marko Pogačar: “Άνδρας δειπνεί με τις παντόφλες του πατέρα του”
Αυτό που ήταν τα σύνορα, τώρα είσαι εσύ.
ήτανε Μάης βαθύς και επίπεδος
η οδός ξεκοιλιασμένη απ’ τα έργα, χιόνι
άξαφνο και στεγνό.
θα το πω ευθέως:
σε κανέναν δεν χρωστούσα τίποτα.
στεκόμουν δίπλα στους δοκούς της πόρτας, το νερό
παγωμένο απ’ τον φόβο μούσκεψε την πλάτη μου.
κι όταν σφάλισα τα μάτια μου είδα
ποπκορν να ορμά στο αλάτι του και το ’ξερα πως μαυρίζει κάποια
βράδια, σαν τις βερβελιές.
μπήκα ν’ αντιμετωπίσω το άρρωστο σκηνικό:
όχι αγάπη, βλακεία, βλακεία είν’ η καρδιά του κόσμου –
και τώρα σε αυτές τις παντόφλες μέσα τρώω και κλαίω,
μόνο τρώω και κλαίω μες στο σπίτι.
Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου: “Πέρα από το ποτάμι, ένα ποτάμι”
Τι ωφελεί να μιλώ για ποτάμια; Είμαι τόσο μακρυά. Τα ποτάμια παραμένουν αόριστα, προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μεταφορά που βλέπει σε αυτά το χρόνο που κυλά, τα ποτάμια θέλουν να γίνουν ποτάμια πέρα από το τσιμέντο, πέρα από τη μεταφορά. Ίσως μόνο έτσι ωφελεί να μιλάς για αυτά. Εμένα όλα μου τα ποτάμια είναι φανταστικά. Να μιλήσω πώς;
Ledia Dushi
Ανάμεσα στα πράγματα που νομίζεις ότι έχουν φύγει
είναι το άρωμα των υάκινθων που φυτρώνουν κοντά στο νερό
είναι ρευστοί φαίνονται να φτιάχτηκαν από υγρό μυρωδάτο
τους βλέπεις μια φορά μετά από τόσα χρόνια στη γη
μπροστά στα πόδια κάποιου και τα μάτια δεν επιστρέφουν πια στη θέση τους
περπατάς και ελίσσονται περπατάς και ελίσσονται μέχρι να πάρουν τα λουλούδια
τα λουλούδια κρέμονται στα μάτια και αιωρούνται πάνω στη μύτη
αυτό που θυμάσαι δεν είναι καν το άρωμα αλλά
η επιθυμία της επιθυμίας να το αναλύσεις
οι μίσχοι είναι μακριοί τρυφεροί και στην κορυφή
κρέμονται κίτρινες κορώνες που περιβάλλονται από λευκά πέταλα
αν με ρωτήσεις και ρωτιέμαι ασταμάτητα
αναρωτιέμαι για το άρωμα εκείνο δεν συνοψίζεται
ενώ τα πράγματα τα πράγματα είναι πάνω από τις λέξεις
τα ονομάζεις άνθοι και μια φευγαλέα μορφή μένει στα μάτια
το λουλούδι είναι αυτό που μένει από τη μύτη ως το μέτωπο
το άρωμα αυτών των μοναχικών λουλουδιών δεν απλώνεται
αλλά βυθίζεται στον εαυτό όλο και πιο βαθιά
Ιωάννα Λιούτσια: “Δέντρα στις πέτρες”
Οι φίλοι μου ήρθαν όλοι στην Αθήνα για δουλειά όπως κι εγώ. Όσοι δουλέψανε σεζόν όταν βλεπόμαστε –όχι συχνά- κερνάνε τους καφέδες. Εγώ πάντοτε επιφυλάσσομαι. Έχω μια φίλη σε κάθε γειτονιά, στο Μετς, στη Νέα Σμύρνη, στους Αμπελόκηπους. Μέσα στα μικρά μας σπίτια στην Καισαριανή, με τον καφέ στερεωμένο στην απλώστρα το πρωί, μισός μέσα μισός έξω, ένα μπαλκόνι για μισό άνθρωπο, όλοι μας έχουμε έρθει για δουλειά χωρίς δουλειά. Ψάχνουμε διαμερίσματα συνέχεια ο ένας για τον άλλον. Ημιυπόγεια ευήλεια τάχα να θυμίζουν λίγο τα πατρικά μας, είχαμε βλέπεις μεγαλώσει αλλιώς. Στο τέλος καταλήγουμε ας μοιάζει έστω στο παιδικό δωμάτιό μας. Έτσι κι αλλιώς όλη την ημέρα είμαστε στους δρόμους. Μετράμε το χρόνο σε τραγούδια. Πίσω μου, στο κατάστημα το άδειο ξεθωριασμένη η ταμπέλα λέει «διατίθεται το παρόν». Για το μέλλον όμως όλοι τσιμουδιά.
Επίλογος με την Αντωνία Μποτονάκη και το ποίημα της «Ποιος είναι»:
Εμένα το μελάνι μου δεν χύνεται για σας, και τα βαριεστημένα μάτια σας δεν ψάχνει. Ποιος είναι εκείνος που για εκείνον ξαγρυπνώ και σκύλος του εγώ. Τυφλού οδηγός με στίχους να απαντήσω προσπαθώ στου μπαστουνιού του το απόκοσμο τακ τακ.
Το φινάλε του Φεστιβάλ στον επόμενο σταθμό, τη Λάρισα.
12o Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης: Μνήμες & μέλλον στην Καρδίτσα
Σχόλια για αυτό το άρθρο