
Δεκατρία χρόνια έκλεισε φέτος το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης που διοργανώνει ο Θάνος Γώγος και οι Εκδόσεις Θράκα και αναδεικνύει την ποίηση σε όλο της το μεγαλείο. Κάθε χρόνο, περισσότεροι από εβδομήντα Έλληνες και διεθνείς ποιητές συμμετέχουν στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης είναι ένα πενθήμερο διεθνές φεστιβάλ που πραγματοποιείται σε Λάρισα, Βόλο (Μακρινίτσα), Τρίκαλα, Καρδίτσα (Φυλακτή) και Αθήνα. Διοργανώνεται από τις εκδόσεις Θράκα και την Αντιδημαρχία Πολιτισμού Δήμου Λαρισαίων, με την υποστήριξη και την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, της Περιφέρειας Θεσσαλίας και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το πρόγραμμά του περιλαμβάνει αναγνώσεις ποιημάτων από περισσότερους από 70 Έλληνες/ίδες και διεθνείς ποιητές/τριες, ζωντανή μουσική, βιβλιοπαρουσιάσεις, εικαστική έκθεση καθώς και πολυμεσικές ποιητικές περφόρμανς. Το φετινό 13ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης ξεκίνησε με δύο προφεστιβαλικές εκδηλώσεις, πριν την επίσημη έναρξη στη Λάρισα, που πραγματοποιήθηκαν στη Μακρινίτσα και στην Αθήνα.

Ο Θάνος Γώγος, Διευθυντής και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος, ευφυής, τελειομανής, καλλιτέχνης με τη βαθιά έννοια της λέξης που έχει κερδίσει το σεβασμό και την εκτίμηση σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο και κάθε χρόνο με το Φεστιβάλ, καταφέρνει κάτι που είναι πραγματικά συναρπαστικό κι αξιοθαύμαστο: να ενώσει ποιητές που αν και δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, μιλάνε τη γλώσσα της ποίησης που δεν γνωρίζει σύνορα. Υπηρετεί την ποίηση πιστά, είναι ακούραστος και το μυαλό του δουλεύει συνεχώς για το πώς θα κάνει το Φεστιβάλ κάθε χρόνο και καλύτερο. Και το καταφέρνει άξια, όχι μόνο από θέμα οργάνωσης -που μαζί με την ομάδα του εργάζονται ασταμάτητα για να είναι όλα άψογα- αλλά και από θέμα ποιότητας των ποιημάτων. Γι΄αυτό και φέτος, οι ποιητές και οι ποιήτριες που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ, ανέβασαν πολύ ψηλά τη σημαία του πολιτισμού με τη συμμετοχή τους.

Δίπλα του η σύντροφός του, άξια και ικανότατη σε πολυεπίπεδες διαστάσεις Marija Dejanović, υπερταλαντούχα ποιήτρια και Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ, που μαζί με τον Θάνο αποτελούν το δίδυμο της επιτυχίας ώστε να μιλάει ποιητικά όλη η περιφέρεια Θεσσαλίας μέσα από αυτή τη γιορτή τέχνης και λόγου. Μαζί με την ομάδα τους, κατάφεραν να καθιερωθεί το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης και να αποτελεί σημείο αναφοράς του πολιτισμού μας για όλη την Ελλάδα.

Η προφεστιβαλική βραδιά, πραγματοποιήθηκε στο φιλόξενο Art Café στην πανέμορφη Μακρινίτσα με παρουσιάστρια την χαρισματική Λίνα Φυτιλή. Το θέμα του 13ου Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης ήταν η ελπίδα. Αναγκαία συνθήκη της ζωής του ανθρώπου κάθε εποχής, ειδικά μιας εποχής ρευστής και κατακερματισμένης όπως αυτή που ζούμε. Η ελπίδα είναι η κινητήρια δύναμη για αλλαγή και δεν μπορεί να γίνει καμιά αλλαγή αν δεν ελπίζεις για αυτήν. Όπως είπε και η Λίνα Φυτιλή στην ομιλία της: Κάθε σύννεφο έχει ασημένια φόδρα, λέει μια αγγλική παροιμία, εννοώντας πως κάθε ζωή, κάθε ύπαρξη χρειάζεται να ελπίζει.

Ποιήματά τους διάβασαν οι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες: Ανθή Δρίλλια, Λίνα Φυτιλή, Φοίβη Γιαννίση, Άννα Εμμανουήλ, Βικτώρια Τσιόκου, Μίνα Πατρινού, Αριστοτέλης Πιττάρης, Ελένη Κοσμά, Έλενα Ψαραλίδου, Δημήτρης Βούλγαρης, Ελισάβετ Αρσενίου, Ειρήνη Βογιατζή, Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη, Χαριτίνη Μαλισσόβα, Αλέξιος Μάινας και οι διεθνείς ποιητές και ποιήτριες: ΄Ivana Maksić από τη Σερβία, Dragica-Anta Djipalo Patsea από Ελλάδα και Σερβία, Martin Figura από το Ηνωμένο Βασίλειο, Višnja Begović από τη Σερβία, Zita Izsó από Ουγγαρία και Τσεχία και η Helen Ivory από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ακολουθούν ποιήματα και αποσπάσματα από τις αναγνώσεις:

Η Ανθή Δρίλλια διάβασε τα ποιήματα: «Σφαγή από μπαμπάκι, αφαίρεση γάτας», «Στο ψυγείο» «Protecting my demons» από το βιβλίο της “Mother’s tongue [Beyond] Η γλώσσα της μάνας” (Εκδόσεις Θράκα).
Σφαγή από μπαμπάκι, αφαίρεση γάτας
Όταν αφαιρείς τη λεπίδα απ΄το μαχαίρι, τι μένει; Όταν αφαιρείς το α και το φ απ΄την αφαίρεση, ποια παραμόρφωση κυνηγά τον καθρέφτη σου; Όταν ο κυνηγός γίνεται θήραμα, αντικρίζεις ακόμα το κουνέλι; Είναι καλύτερα όταν το πνίγεις ή όταν το τρως; Ο πλανήτης είναι πολύ βαρύς και τα πόδια σου πολύ ανθρώπινα για να βαδίσουν. Μείνε εκεί και κάνε μια τρύπα με το δάχτυλο στη γη. Ξετύλιξε υφάντρα τον αφαλό και μπες μέσα. Περίμενε στον αργαλειό μια καλύτερη ευκαιρία Πηνελόπη. Αν το κουνέλι είσαι γυναίκα και δεν το χεις δει, στο χρωστάει. Αν είσαι άντρας, δεν θα είσαι εδώ. Αν είσαι άνθρωπος κατά γενική ομολογία, προσπάθησε στο ελάχιστο, να μην είσαι άλλο. Όχι, δεν τους χαρίζουμε τη γλώσσα, την επιστρέφουμε απλά κι έπειτα τους στρίβουμε το λαρύγγι. Έτσι, γυναικόπαιδα του μέλλοντος, όλα ζήσαν καλά. Και το όνομα Πηνελόπη καταργήθηκε, είπε το σπέρμα σε μια νυχτερινή κατάνυξη, προσφορά νέμεσις στην Αιγύπτια θεά. Οι βούλες της γλώσσας λιωμένες από βούτυρο..
Στο ψυγείο
Κακά τα ψέματα.
Η μνήμη συντηρείται με την ύλη.
Καλά τα ψέματα.
Η μνήμη συντηρείται με την καρδιά.

H Λίνα Φυτιλή διάβασε τα ποιήματα «Ζωτική δύναμη», «Ελπίδα» και το ποίημα της Ειρήνης Βογιατζή «Ούτε μια δροσιά δεν σπατάλησα» η οποία απουσίαζε
Ελπίδα
Καθώς κοίταζα τον ουρανό με τα άστρα όλη νύχτα,
η ελπίδα μου μιλούσε μόνη κι έρημη,
σαν πελώριο στόμα, χωρίς δόντια

Η Dragica-Anta Djipalo Patsea διάβασε το ποίημα «Η ελπίδα»
Η ελπίδα (απόσπασμα)
Και η ελπίδα ξέρει. Αν βάλεις το γήινο χέρι σου πάνω στο φτερό πεταλούδας, η λεπτή σκόνη θα κολλήσει πάνω στα ακροδάχτυλά σου. Αυτή η τόσο μικρή κίνηση, αν και στην προσπάθεια να βοηθήσει, θα της αφαιρέσει τη δυνατότητα να φτερουγίσει και τη μεταμόρφωση να ολοκληρωθεί. Οι δύο σκιές τότε θα εγκλωβιστούν σε εκείνο το χρόνο, όπου δεν θα γνωρίσουν ποτέ η μία την άλλη.

Η Φοίβη Γιαννίση διάβασε το ποίημα «Αίσωπος ή οι ξένες γλώσσες»
Αίσωπος ή οι ξένες γλώσσες (απόσπασμα)
Ο Αίσωπος ήταν μουγγός, του έδωσε όμως πίσω η μούσα τη λαλιά. Έπιασες το τζιτζίκι από το φτερό, με δίχτυ κυνηγάς τον άνεμο, είπε ο ψαράς. Πολλά ξέρει η αλεπού αλλά ο αχινός ένα και μεγάλο, είπε ο Αρχίλοχος. Κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο, είπε η μαμά. Τι τρως και έχεις τόσο ωραία φωνή. Δροσιά , είπε στο γάιδαρο το τζιτζίκι κι εκείνο ψόφησε από πείνα.

Η Άννα Εμμανουήλ διάβασε το ποίημα «Κάποτε έρχεται το φως»
Κάποτε έρχεται το φως (απόσπασμα)
Η θάλασσα ραίνει με αλάτι το χρώμα της καρδιάς μας. Ένα καΐκι σχηματίζει στον ορίζοντα μια τελεία. Κι εκείνη τη στιγμή, εκείνο που νομίζαμε τέλος, γίνεται αρχή για έναν καινούργιο στίχο… Κι ανάμεσα στις χαρακιές του χρόνου, η φωνή μας ξαναβγαίνει καθαρή…

Η Βικτώρια Τσιόκου διάβασε τα ποιήματα «Ίσοι», «Υλικό», «Ημέρα 83»
Ημέρα 83
Θυμάμαι από μικρή σε ρωτούσα πόσο μ΄αγαπάς, αφού για τα παιδιά η αγάπη μετριέται και ζυγίζεται και κάπου χωράει. Και μου έλεγες, δείχνοντας με το δάχτυλο στο πάτωμα, από εδώ μέεεχρι τον ουρανό. Και το δάχτυλο σηκωνόταν μαζί με το χέρι όσο πιο ψηλά μπορούσε. Μπαμπά , ο ουρανός μας δεν τελειώνει ποτέ καλέ μου

Η Μίνα Πατρινού διάβασε το ποίημα «Αχνόηχα»
Αχνόηχα (απόσπασμα)
Ένας άγγελος ξανθός, με σώζει με το φως του το αγνό. Εντός στρώμα από πεφταστέρια, όσα γίνονται αλήθειες ακουμπούν στην απλότητα της αγάπης. Σαν ένα κερί που κλείνει μέσα του μυστικά τη μυρωδιά των Χριστουγέννων. Σε παραμύθια με πυγολαμπίδες κι άγριες κερασιές… και στη σιωπηρή αντίβαρη γαλήνη.

Ο Αριστοτέλης Πιττάρης διάβασε τα ποιήματα «Όλη τη δίψα», «Μικρή εύφλικτη πόρτα», «Γραμμές διαφυγής», «Will it come»
Μικρή εύφλικτη πόρτα (απόσπασμα)
Στέκομαι στο κατώφλι μουσκεμένος, απείρως κουρασμένος, εκστασιασμένος, δεν βγάζω λέξη, δεν βγαίνω έξω, παραμερίζω λίγο μόνο κι αφήνω τον κόσμο ολόκληρο να μπει. Περνά ο χρόνος, μπαίνουν και βγαίνουν, ακόμα δεν μιλώ μα τώρα μπορώ να σε αναζητήσω»

Ο Martin Figura διάβασε τα ποιήματα «Νυχτερινή βάρδια», «Αρκούδα», «Το γιορταστικό καπέλο»
Νυχτερινή βάρδια
Στην μπλε τροχιά μιας νυχτερινής βάρδιας, με κοιτάζω κλεφτά πέρα από το παράθυρο. Μη προσδεδεμένος, ένας αστροναύτης απομακρυσμένος από το σκάφος μου στη θαμπή αποξένωση των σωματιδίων και της σκόνης. Αν μπορούσα να φτάσω μέσα από έτη φωτός και να αγγίξω το μπλε γαντοφορεμένο μου χέρι εκεί έξω, στο θαμπό αστερισμό των μόνιτορ που αναβοσβήνουν, αν θα μπορούσα να ακουστώ πέρα από τις ζωτικές τους ενδείξεις και το μουρμουρητό της ανάσας, θα με ρωτούσα αν η γη είναι ακόμα τόσο όμορφη όσο λένε.
Το γιορταστικό καπέλο
Η κόρη μου Έιμι, έχει φορέσει ένα γιορτινό καπέλο
που ανακάλυψε μες στη ντουλάπα. Είν’ η καθιερωμένη μας
κυριακάτικη βιντεοκλήση. Μου ανακοινώνει πως
απόψε, είναι καιρός για πάρτι, Μάρτιν. Εάν την είχες γνωρίσει
θα ’ξερες πως αντιλαμβάνεται την ολοκληρωτική κυριαρχία
και είναι μια ορχήστρα από μόνη της.
Έχει Σύνδρομο Down και γνωρίζει καλά
τη βαρυτική έλξη
που αυτό της χαρίζει. Αμέσως τα γεγονότα της ημέρας
καθορίστηκαν από το εύρημά της, το προσωπικό και οι συγκάτοικοι πέσαν
στην τροχιά της σαν υπάκουα φεγγάρια.
Το σπίτι τους, σε καραντίνα, ξεχειλίζει
και ξεσπά σε ετοιμασίες.
Η κουζίνα τραγουδάει το get this party started
με όλη την ένταση της φωνής της· ο φούρνος
ζεσταίνεται στην ιδέα των cupcakes, η Έμμα έχει μεταφέρει
τη μηχανή καραόκε από το υπόστεγο.
Αυτό δεν είναι μέρος για λιπόψυχους.
Συχνά αναρωτιέμαι πώς τα βλέπει στο μυαλό της,
όλα αυτά. Παίρνει χαρά σε τέτοιο βαθμό
από τόσο μικρές απολαύσεις, διαλύει τον τρόμο
αυτής της φοβερής χρονιάς με το παραμικρό τίναγμα
της θέλησής της, κάνει ένα επίμονο ξόρκι,
είναι μια μεταμορφώτρια, είναι μια καλή, καλή μάγισσα.

Η Έλενα Ψαραλίδου διάβασε το ποίημα «Ερώτημα επιβίωσης»
Ερώτημα επιβίωσης (απόσπασμα)
Τον εαυτό μου έμαθα να μισώ, γι΄αυτό τους άλλους τυραννώ. Την εργασία έκανα δουλεία, το περιβάλλον τιμωρία. Τον κόσμο στρίμωξα σε ένα κινητό. Όλο κινούμαι μα χάνω το τώρα και το εδώ. Η ταχύτητα σκοτώνει το μέσα μου ρυθμό. Ο πολιτισμός βήμα ακολούθησε αντίθετο με την αγριότητα παίζει κρυφτό. Αντίστροφα θα κινηθώ. Τα παιδικά παιχνίδια μου θα ξαναβρώ. Κι αν υπάρχει ακόμα νερό μέσα του, μέσα μου θα εξαγνιστώ. Πώς ξανά μαθαίνω να αγαπώ, αυτό είναι ερώτημα επιβίωσης καυτό.

Ο Δημήτρης Βούλγαρης διάβασε τα ποιήματα «Τελεσίγραφο», «Αντιφρονούντες»
Αντιφρονούντες (απόσπασμα)
Ας θυμηθούμε το χάδι της μάνας, ας ξαφνιάσουμε για λίγο το όνειρο, ας μην επιστρέψουμε, ας τρελάνουμε το φυσιολογικό, ας γίνουμε πειρατές, εκείνοι που με περίσσιο κουράγιο θα χαθούν στη θάλασσα

Η Ελισάβετ Αρσενίου διάβασε τα ποιήματα «Επιτρέπεται», «Γιατί δεν έγινα ποιήτρια»

Η Višnja Begović διάβασε τα ποιήματα «Η κυρία Λίντα θέλει κάτι να μου πει», «Αγελάδες τρέχουνε στον ποταμό Σαλίνας», «Ανεπίδοτο μέιλ από τη Νέα Υόρκη»
Η κυρία Λίντα θέλει κάτι να μου πει
Ισχυρίζεται πως στο Τενεσί
είναι το παν να βρεις καλή εκκλησία
Έτσι γνώρισε τον σύζυγό της
και αφιέρωσε τη ζωή της έπειτα
στη συντήρηση των φυτών της ενορίας
Η κόρη της είναι καλό κορίτσι
κάθε Κυριακή, αφήνει να πέσει το μέτωπό της
σε διπλωμένες εύθραυστες παλάμες
Όχι όπως η αδερφή της η Μαίρη
που πήγε στην Καλιφόρνια το εβδομήντα
σε αναζήτηση ενός θεού αληθινού
βρήκε έναν ζωγράφο
και σταμάτησε να απαντά
Θα τέλειωνε άσχημα έτσι κι αλλιώς
η Μαίρη ήταν νομάς
Αγελάδες τρέχουνε στον ποταμό Σαλίνας
Στην αποθήκη, μια στοίβα κιβώτια
κάθεται κάτω απ’ την καυτή σκόνη
Η αμερικάνικη σημαία
ξελογιάζει τους περαστικούς απ’ τον ιστό
Γνωρίζω πως οι εργάτες
δεν κοιτάζουνε με δέος πάνω
όσο σκουπίζουν τον ιδρώτα με το μπράτσο τους
Η σημαία υπάρχει για ανθρώπους σαν εμένα
που προσπαθούν να βάλουν ένα πλαίσιο σε κάτι
ακόμη και σε αυτή την ερημιά
Οι αγελάδες τρέχουν,
ανέμελες, σταματούν στην πρώτη γούρνα
Ανεπίδοτο mail απ’ τη Νέα Υόρκη
Αρνείσαι να κάνεις χρήση της τεχνολογίας
δεν μπορώ να σε καλέσω
και να σου ζητήσω να μου ονομάσεις
το δέντρο που ψηλώνει δίπλα στην εκκλησία
Υπάρχει η άνοιξη έξω στην αυλή σου
ο υπόκωφος ήχος των τρένων
μου φέρνει στο νου τη μηχανή του γείτονά σου
που βουίζει από απόσταση
Οι καινούργιοι μου φίλοι γνωρίζουν
πόσο πολύ αγαπάς τα μήλα
αναγνωρίζουνε τις ομοιότητές μας
παρότι ποτέ σας δεν έχετε βρεθεί
Δεν θα σου άρεσε εδώ
αυτή η πόλη έχει τουπέ
τόσο πολύ τσιμέντο γύρω
Νομίζω πως θα ’χες πράγματα να πεις
για τις τεράστιες μερίδες
την άσκοπη σπατάλη φαγητού
Παππού, είμαι η μόνη
που κοιτάζει τις δεντροκορφές

Η Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη διάβασε τα ποιήματα «Μάθημα ποίησης», «Οι φίλες μου», «Από νερό κρασί»
Οι φίλες μου
Οι φίλες μου πλέκουν τα μαλλιά τους για να ξαπλώσω πάνω όταν κουράζομαι. Φυτεύουν κουκούτσια για να φυτρώσουν κερασιές γύρω από το σπίτι μου, παίζουν πιάνο για να χορεύουν στις μύτες μέχρι αργά. Μα πάνω από όλα οι φίλες μου τα βράδια, γίνονται δράκοι τεράστιοι από αυτούς που κυνηγούσαν οι πρίγκιπες και καίνε ό,τι με φοβίζει.

Η Χαριτίνη Μαλισσόβα διάβασε τα ποιήματα «Ελπιδοφόρα ανάγνωση», «Ασκήσεις αντοχής», «Κι ύστερα και πάνω από όλα η ζωή»
Κι ύστερα και πάνω από όλα η ζωή
Στον ανελέητο κυκεώνα των αλλεπάλληλων κυμάτων δυσοίωνων γεγονότων, έρχεται μια απρόσμενα θετική είδηση. Ένα παιδί θα γεννηθεί. Πριν καν γεννηθεί το φτερούγισμα στα σπλάχνα της μάνας του, η δική σου καρδιά φτερουγίζει από προσμονή. Η ομίχλη σχεδόν εξανεμίζεται. Ενώ οι σκέψεις απομακρύνονται από το ζόφο που περιβάλλει το σύμπαν. Ένα παιδί γεννιέται, η χαραμάδα φωτός γίνεται ήλιος. Υπάρχει μέλλον, υπάρχει προοπτική, υπάρχει φως. Πάνω από όλα η ζωή.

Η Zita Izsó διάβασε το ποίημα «Ψαρόσουπα»
Ψαρόσουπα
Όταν με πλησίασε ήξερα
τι σήμαινε.
Ήθελα να ετοιμάσω την ψαρόσουπα,
μα έκλεισα το γκάζι
γρήγορα να μην καώ
αν πέσω.
Φώναζε,
έλεγε πως πάλι μίλησα σε όλους.
Το χαμόγελό μου είναι πρόστυχο
σαν φερμουάρ ξεχασμένο ανοιχτό,
κι εκείνος μάταια παιδιαρίζει⸳
ό,τι κι αν κάνει, οι άγγελοι τριγυρίζουνε το φρούτο.
Απ’ την καλή μου την καρδιά, δίνω τόσα σε άλλους
που τίποτε δεν μένει για εκείνον.
Η κουζίνα μας ήταν μικρή
σαν πρώιμη εξομολόγηση.
Οι δυο μας μέσα δύσκολα χωρούσαμε.
Ερχόταν προς το μέρος μου. Πήρα το μαχαίρι.
Έπρεπε να ψιλοκόψω τα λαχανικά
ώστε να μαγειρευτούν καλά,
γιατί τα δόντια του ήταν χαλασμένα
και θα μπορούσανε να σπάσουν με λέξεις σκληρές
που θα μου πετούσε
εάν δεν του άρεσε το φαΐ.
Έπειτα ήρθε κατά πάνω του.
Ο γιατρός είπε πως τον είχα μαχαιρώσει,
Μα δεν θυμάμαι.
Στεκόμουν
με το μαχαίρι στα χέρια μου.
Όταν το αγόραζα
ο πωλητής είχε πει πως δεν θα έκοβε
ρίζες λαχανικών καλά
αν στόμωνε η λεπίδα.
Δεν είχα λεφτά να αγοράσω καινούργιο
και δεν έχω ένα καλό μαχαίρι να κόψω
και θα πρέπει όλα να τα καταπιώ
για χάρη των παιδιών.
Επειδή παράπαιε
κάλεσα το ασθενοφόρο.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα
σαν τώρα να ’βλεπε
τους ανθρώπους γύρω του
για πρώτη του φορά,
σαν ο έξω κόσμος να άρχισε να τον πλημμυρίζει
όπως το νερό που κατακλύζει ένα πλοίο που βυθίζεται.
Στο μεταξύ τα παιδιά
μπήκαν τρέχοντας μέσα από τον κήπο
λέγοντας πως τα τρόμαξε η κραυγή μου
γιατί νόμιζαν πως είχα δολοφονηθεί.
Τώρα δεν μπορώ να μιλήσω,
λες και το στόμα μου έχει μπουκώσει
με ωμά λαχανικά
που δεν μπορώ να μασήσω
γιατί είναι
χοντροκομμένα
και δεν έχουν μαγειρευτεί καλά.
Πολλοί με συμπονούν
μα εγώ φοβάμαι να απαλλαγώ απ’ τις κατηγορίες
γιατί θα ειπωθεί ότι, να ορίστε, ελεύθερη.
Μπορείς να πηγαίνεις.
Μα τότε θα πρέπει να μάθω απ’ την αρχή να περπατώ.
Μάταια γαντζώνομαι στην καρέκλα.
Το σπίτι μας θα γείρει και το μπαστούνι θα σπάσει,
αποσυντίθεται το δάπεδο κάτω απ’ τα πόδια μου.
Τα πάντα αποδεικνύονται μαλακά κι αδύναμα.
Από τη στιγμή που τώρα πια δεν είναι εδώ
ο κόσμος μοιάζει ευέλικτος.
Δεν ξέρω πού βρίσκονται τα ντουβάρια.
Νιώθω σαν ένα ζωντανό ψάρι
που μεταφέρουν μέσα σε πλαστική σακούλα.
Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτά
τα θέματα με κανέναν.
Κατηγορώ μονάχα τον εαυτό μου,
και τον ονειρεύομαι,
όνειρα που δεν πραγματοποιούνται ποτέ.
Ας πούμε, ενώ μου χαϊδεύει τα μπράτσα, λέει
πως δεν ξανάφαγε ποτέ του τόσο νόστιμη σούπα—
όλες οι γεύσεις του κόσμου—
μια ολάκερη Ατλαντίδα από γεύσεις κολυμπούσε στην ψαρόσουπά μου.
Συνεχίζει να σκαλίζει με το κουτάλι τον υποβρύχιο πολιτισμό,
έναν κήπο που οριοθετείται από φράχτη,
ένα ασβεστωμένο σπίτι,
και τη ζωή μας, που ξεκίνησε τόσο ευτυχισμένη.

Ο Αλέξιος Μάινας διάβασε τα ποιήματα «Επιστροφή στο Βένοσμπεργκ» , «Λίγα λόγια για το κυνήγι», «Η μεταμόρφωση»
Η μεταμόρφωση (απόσπασμα)
Στην παρέα υπήρχε ένα Γαλλάκι με μια χαρακτηριστική φανέλα. Το λέγαν αλλιώς αλλά ήθελε να τον φωνάζουμε Ζακ Ιβ. Ήταν σειρά μου να φυλάξω. Μέχρι να πεις εκατό, τους είχα ξετρυπώσει όλους. Όλους εκτός από τον Ζακ Ιβ. Ψάχναμε για ώρες… Κανείς δεν τον βρήκε. Τον μπαγάσα. Είχε βραδιάσει. Πήγαμε και το είπαμε στους γονείς μας. Είπαν πως θα είναι πεισματάρης. Αλλά δεν ξαναφάνηκε ποτέ στην παραλία. Ζακ Ιβ αν με ακούς, το ξαναλέω εδώ δυνατά. Κέρδισες, όλοι το παραδέχτηκαν. Μπορείς τώρα να βγεις.

Η Helen Ivory διάβασε το ποίημα «Το ξύπνημα»
Το ξύπνημα
Έχω γίνει μια από αυτές τις γυναίκες που σέρνουν ένα καλαμένιο παιδικό
καρότσι, και σώζω γυναίκες που είναι θαμμένες σε σταυροδρόμια ή φυτεμένες
μέσα στο δάσος. Είμαι μια από αυτές τις γυναίκες που συναρμολογούν νεκρά
σώματα, αντικαθιστώντας τις αρθρώσεις με σύρμα. Το είδος που ανακατεύει το
αίμα της με το χώμα για να γεμίσει τα κόκαλά τους με μεδούλι. Το είδος της
γυναίκας που χασομεράει με τον διάβολο στο σκανταλιάρικο φως της ημέρας –
γιατί να κρυβόμαστε στο σκοτάδι; Κουβαλάω αυτές τις αναγεννημένες γυναίκες
και σκουντουφλάμε, αλυχτάμε και γλώσσα μέσα δεν βάζουμε.

Το μουσικό μέρος της βραδιάς, απογείωσαν η Μαρίνα Βολουδάκη και ο Σπυρίδωνας, καλλιτέχνες που ενώνουν την ποίηση με τη μουσική και την αφήγηση και δίνουν νέα πνοή στην πολιτισμική μας κληρονομιά, φέρνοντας κοντά την παράδοση με το σήμερα.
Σπυρίδωνας

Μαρίνα Βολουδάκη

Αλέξιος Μάινας, Λίνα Φυτιλή

Helen Ivory

Λίνα Φυτιλή

Φοίβη Γιαννίση, Νικόλας Κουτσοδόντης

Βασίλης Νάτσιος

Αριστοτέλης Πιττάρης

Martin Figura, Νικόλας Κουτσοδόντης, Helen Ivory

Xαριτίνη Μαλισσόβα

Αλέξιος Μάινας

Θάνος Γώγος


Επίλογος με το ποίημα της Ελισάβετ Αρσενίου «Γιατί δεν έγινα ποιήτρια»
Γιατί δεν έγινα ποιήτρια
Πόσες ήταν οι στιγμές της ζωής μου καθαρής έκλαμψης, σοκ, νηνεμίας μετά το τέλος, ανυπαρξίας του σώματος. Οι στιγμές που δεν αισθανόμουν μικρές ενοχλήσεις, δεν νύσταζα. Που δεν χρειαζόμουν σεροτονίνη. Που δεν έπρεπε επειγόντως να δώσω λογαριασμό, που δεν ήμουν άναυδη. Που δεν είχα παραλύσει από θυμό. Που καθόμουν στο εστιατόριο ξενοδοχείων. Είχα συγχωρεθεί, είχα αδειοδοτηθεί, είχα διαγνωστεί, δεν έπρεπε να καλύψω τίποτα, είχα και γάλα και ζάχαρη, είχα το κινητό αλλά δεν θα χτυπούσε, είχα το χρόνο δικό μου. Δεν είχα απλώς το κομπιούτερ αλλά αέναη ενέργεια, που δεν χρειαζόμουν να γράψω κάτι σημαντικό. Δεν θα κινδύνευα, δεν θα μου ζητούσαν να φύγω, δεν θα μου ζητούσαν να έρθω, δεν είχα παραδεχθεί ότι δεν θα γινόμουν ποιήτρια, Πόσες ήταν οι στιγμές της ζωής μου αυτές; Πόσες φορές; Όλες κι όλες πόσες; Πόσες ήταν οι στιγμές που δεν χρειαζόμουν τίποτα; Που κοίταζα σαν μωρό, που δεν σκεφτόμουν τίποτα από όσα μου είχαν πει, κι όσα σκεφτόμουν θα τα ξεχνούσα βγαίνοντας από το ασανσέρ. Που δεν έπρεπε να αναγνωριστώ, ούτε να γίνω όνομα, ούτε να παραδοθώ. Πόσες; Πότε μαζεύτηκε κάτι που δεν ήταν μόνο παρόν. Σαν αιώνιο ον σε προσωρινό κουτί, σαν ζεστή πέτρα κτισμένη στη γέφυρα, που δεν έβρισκα ασήμαντο να έγραφα κάποιες γραμμές ότι κάτι θα γίνει που να δίνω αξία… Που δεν είχα παραδεχθεί πως θα γίνω ποιήτρια. Πόσες ήταν οι στιγμές της ζωής μου αυτές που μπορούσα να μείνω μέχρι το τέλος χωρίς ρόλο, χωρίς να παίρνω το λόγο, χωρίς να σχεδιάζω απόδραση, χωρίς να ξανασκέφτομαι τη στοχαστική παρουσία μου… κι αυτό να μπορώ να το πω με ποίηση, αφεντικό του ποιητικού εαυτού μου. Πόσες φορές;

Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός











































Σχόλια για αυτό το άρθρο