Ιoύνιος 2021. Το Nitro ξαναβγαίνει σε μορφή coffe table magazine και θα το πάρω μαζί μου να διακοσμήσει το δικό μου τραπεζάκι στο σπίτι μου στη Μύκονο, παρέα με τα ξεχασμένα -αλλά όχι λησμονημένα- «αδελφάκια» του από περασμένα, ανέμελα καλοκαίρια, πριν το τέλος του κόσμου μας όπως τον ξέραμε.
Όλα έχουν αλλάξει την τελευταία δεκαετία, εκτός από τη δαιμονισμένη διάθεση που με πιάνει κάθε άνοιξη, να αποδράσω στη Μύκονο. Η σχέση μου με το νησί παραμένει παθιασμένη. Από το 1983 που πρωτοαντίκρυσα την κατάλευκη Χώρα από το θρυλικό σαπιοκάραβο Χρυσή Άμμος μέχρι σήμερα δεν έχω λείψει ούτε ένα καλοκαίρι από το νησί. Έχω προσπαθήσει να ξεφύγω από τα δίχτυα του, πηγαίνοντας σε άλλα εξίσου όμορφα μέρη, αλλά πάντα επιστρέφω με ανανεωμένη την αγάπη μου γι’ αυτήν. Και κάθε φορά που περπατάω στα σοκάκια της, επιστρέφουν ζωντανές οι αναμνήσεις από μικρές και μεγαλύτερες στιγμές που έζησα εκεί, σαν βίντεο κλιπ σε γρήγορη κίνηση. Αναμνήσεις που με κρατούν αιχμάλωτη σε μια σχέση αιώνιας αγάπης.
Είναι αλήθεια ότι τη Μύκονο την εξιδανικεύσαμε στα νιάτα μας. Γιατί έγινε στον σωστό χρόνο πρότυπο εκλεκτικής ζωής χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς, με την υψηλή αισθητική σημαία της. Με το που φτάναμε στο νησί ξεκινούσε η ενδυματολογική απενοχοποίηση – ανεξάρτητα από το στυλ του καθενός, κοινός τόπος στο έδαφός της ήταν τα παρεό, τα παντελόνια-φουφούλες, οι πουκαμίσες, τα χίπικα κοσμήματα και οι μπαντάνες. Ενδυμασίες που ανέμιζαν στα τζιπ suzuki ή τα beach buggy που αφθονούσαν, όργωναν τους δρόμους και κάπου κάπου διασταυρώνονταν με τη ροζ Cadillac του Πάνου Ζήνα! Και μετά, το καραβάκι μας μετέφερε στις συγκλονιστικότερες παραλίες για μπάνιο, αφού είχαμε απολαύσει γιαούρτι με μέλι και ροδάκινο στη Veggera.
Μέχρι να έρθει το ευλογημένο απόγευμα που ξεκινούσαμε με ενθουσιασμό το styling για τη βραδινή έξοδο. Τότε που το γραφικό, γαλανόλευκο ελληνικό σκηνικό έδινε τη θέση του στο glam hippie chic και ξεκινούσαν οι συναντήσεις με αγαπημένους φίλους και γνωστούς -τον Βilly Bo που καθόταν στα σκαλιά του μαγαζιού του, τον Μπάμπη που έπαιζε ροκιές στην Ίμπιζα- για να κλείσουμε άλλη μια φανταστική βραδιά όλοι μαζί παρτάροντας με στυλ στο Remezzo και τις 9 Μούσες – όπως οι Rolling Stones στη βίλλα του Keith Richards στη Νότιο Γαλλία! Έτσι κι αλλιώς στη Μύκονο δεν πήγαιναν οι γονείς ή τα μικρά μας αδέλφια. Ούτε όμως μας έλειπαν οι έμπειροι «μεγάλοι», με τις απολαυστικές διηγήσεις για άλλες μέρες και νύχτες του κοσμοπολίτικου νησιού, αυτές που δεν γνωρίσαμε αλλά ο θρύλος τους είχε φτάσει στα αφτιά μας.
Ήταν όλοι βετεράνοι του γλεντιού, όπως ο Ζάχος Χατζηφωτίου, ο Δημήτρης Καρέλας ή ο Ηλίας Παπαγεωργίου – ο οποίος είχε κι ένα υπέροχο σπίτι στον Ορνό και όραμά του ήταν να κάνει την περιοχή γύρω από αυτό ξενοδοχείο και τον ψιλοκοιτούσαμε περίεργα οι μικρότεροι όταν μας έλεγε τα σχέδια του. Υπήρχαν και άλλοι πολλοί, θαμώνες των trendy ξενοδοχείων, όπως του Ροχάρη ή το Λητώ.
Πολλοί πέρασαν από τη Μύκονο πριν από εμάς, την αγάπησαν και την τίμησαν, αλλά πιστεύω πως η δική μας γενιά δέθηκε περισσότερο μαζί της. Όταν μεγαλώσαμε και αποκτήσαμε παιδιά δεν την εγκαταλείψαμε αναζητώντας «οικογενειακά» νησιά, κάναμε το απαραίτητο update και φτιάξαμε το δικό μας χώρο για τους μικρούς μας. Η Ψαρρού με την ταβέρνα του Αγγελετάκη και θαμώνες όπως ο Σπύρος Μεταξάς έγινε ιδανική παραλία για τα βλαστάρια μας, που με τη συνοδεία της γιαγιάς ή της νταντάς τους πλατσούριζαν στα ρηχά και έπαιζαν στην άμμο, πηδούσαν αμέριμνα τα πεζούλια της ταβέρνας και έτρωγαν μπαρμπουνάκι και τηγανιτές πατάτες όταν εμείς τραβούσαμε για Άγιο Σώστη – δεν ήταν cool το μπάνιο στην Ψαρρού, βλέπετε.
Άλλες φορές, πάλι, τα πηγαίναμε στην ψαροταβέρνα στη Λια,η στην Ελιά που τότε είχε νεροτσουλήθρες. Τα μεγαλύτερα έπαιζαν μπάσκετ στη Χώρα νωρίς νωρίς, για να αφήσουν τον χώρο στους αθλητικούς μπαμπάδες αργότερα. Που μαζί με τις νεαρές μαμάδες, θα έμπαιναν στη συνέχεια σε mood διασκέδασης στους ρυθμούς της house – στα Άστρα του Μπάμπη που έκλειναν στις 2 -και όπου είδα πρώτη φορά τον Λάκη Γαβαλά, πριν την κοσμική του εκτίναξη, και εντυπωσιάστηκα από το κουρεμένο σαν πατούσες αίλουρου κεφάλι του- και μετά, στις 5 το πρωί που άνοιγε, στο Cavo Paradiso.
Την ημέρα των εγκαινίων του οποίου, θυμάμαι, στις 21 Αυγούστου, late 90s, γενέθλια βραδιά του David Morales, στηθήκαμε με αγωνία για να δούμε τι, επιτέλους, θα βλέπαμε. Kαι συνέβη το θαύμα, μια μουσική πανδαισία που κράτησε το κέφι μέχρι τις 10 το πρωί – όταν επιστρέψαμε ξέπνοοι στο σπίτι, για να πετύχουμε το ολόφρεσκο ψωμιά στο φούρνο και να σερβίρουμε πρωινό στα παιδιά!
Κάπως έτσι αντικαταστήσαμε το Caprice με τους stars djs, ακούγαμε Nitro στο ραδιόφωνο και γλεντούσαμε στο Sea Satin πάνω στο κύμα ενώ έπαιζε μουσική ο Πέτρος και μπροστά μας παρήλαυναν ψαρούκλες. Και όταν θέλαμε να ησυχάσουμε πηγαίναμε στην Άκρη της Φτελιάς για χταποδάκι. Ελληνικό γλέντι διοργάνωνε και η Χρύσα στου Φιλιππή, που δεν μας «ψάρωνε» πια ως σούπερ σικάτο εστιατόριο του τζετ σετ, γιατί είχε μεταμορφωθεί σε τόπο ξεφαντώματος όπου έσπαγαν ακόμα και πιάτα. Ήταν τότε που άρχισαν να καταφτάνουν οι bijoutiers -όπως ο Καίσαρης που πήρε τη Βεγγέρα-, να ακούγονται παντού η Βίσση και ο Ρέμος, να καταγράφονται καινούργιες παρουσίες με glamorous εξοχικά και τα μεγέθη άρχισαν να αλλάζουν, χωρίς όμως, ω του θαύματος, να αλλάξει η αύρα του νησιού, που παρέμενε μαγική.
Έχασε όμως τον γοητευτικό μποέμ χαρακτήρα της η Μύκονος και κόλλησε τη «ρετσινιά» της ελαφριάς κοσμικότητας, των wannabeτζήδων. Άνοιξε το δρόμο των κυνηγών της αρπαχτής. Μια ρετσινιά που ακόμα παλεύει να αποτινάξει, προσπαθώντας να χωρέσει όλους αυτούς που θέλησαν να κάνουν δικό τους ένα κομμάτι του, να το εκμεταλλευτούν, να το «κράξουν» και να το διασύρουν, κατεβαίνοντας σκαλοπάτια προς χάριν της μυκονιάτικης δόξας. Όσοι την αγάπησαν έμειναν και όσοι δεν άντεξαν έφυγαν. Και όταν ήρθαν οι ξένοι, μαγεμένοι από την ενέργεια του τόπου, και πήραν παράνομα ερείπια και έφτιαξαν ωραία μαγαζιά, οι Έλληνες επιχειρηματίες που άντεξαν ανέβασαν κι αυτοί ψηλά τον πήχη, άτσαλα κάποιες φορές, άλλες πάλι με επιτυχία.
Κάπως έτσι η Άκρη της Φτελιάς έγινε Alemagou και η πιο ξεχασμένη παραλία του νησιού μετατράπηκε στο απόλυτο destination. Και το Alemagou έγινε «hot spot», γιατί κράτησε τον μποέμικο chic χαρακτήρα που τόσο ταιριάζει στο νησί, παίζει cool μουσική και οι ουρές στα πάρτι του φτάνουν ως την Ανω Μερά. Ποιος θα φανταζόταν πως η Φτελιά, η παραλία των surfers, θα κέρδιζε το παιχνίδι των εντυπώσεων;
Το Super Paradise, πάλι, εγκατέλειψε τα πάρτι που γίνονταν σε ζωντανή μετάδοση με τις ειδήσεις του Star και τη θέση του πήρε το συγκλονιστικό Jackie O, του Μιχάλη και του Carsten, που από μπουζουξίδικο μετατράπηκε στο πιο hot gay bar στην Ευρώπη κάτω στον Γυαλό, όπου η εμφανίζεται live η Άννα Βίσση, εναλλασσόμενη με drag queens.
To Jackie O, αγαπημένο στέκι και της Vicky Leandros, πήρε τα σκήπτρα από το θρυλικό Pierros κι έτσι η gay κοινότητα έχει ξανά το «παλάτι» της. Ο Φιλιππής, πάλι έγινε Hakassan και μετά Coya, με εκπληκτικό Asian fusion και ατμόσφαιρα πάρτι για το σύγχρονο jet set.
Όσο για το όνειρο του Ηλία Παπαγεωργίου, έγινε πραγματικότητα, και στη θέση του σπιτιού του η κόρη του Χριστιάννα διευθύνει το υπέροχο ξενοδοχείο Santa Marina, με μια φανταστική αμμουδιά εκεί που κάποτε ήταν μόνο πέτρες. Το Buddha Bar συνεχίζει στην παραλία του ξενοδοχείου που φέτος φιλοξενεί τον πιο επιδραστικό σεφ στον κόσμο, τον Jason Atherton, με το πρώτο του εστιατόριο στη Μεσόγειο ονόματι Mykonos Social, στα βήματα του Nobu, στο Belvedere.
Στον Αη Γιάννη οι ξαπλώστρες αναβαθμίστηκαν και το ωραιότατο Beef Bar υπόσχεται μοναδικές απολαύσεις.
Στο Cavo Tagoo, όπου φωτογραφίζονται όλες οι σεξι influencers στις ιδιωτικές πισίνες, κυριαρχεί το Zuma. Ο Scorpios στην Παράγκα μετέτρεψε την παραλία των χίπις σε παγκόσμιο προορισμό. Κι εκεί που σκοτώνεσαι να κλείσεις μαξιλάρες για να δεις το ηλιοβασίλεμα και να λικνιστείς με παγανιστικούς χορούς, ήρθε και επένδυσε το Soho House. Στη Χώρα, μεσουρανεί πια το Noema, ενώ την πιο σοκαριστική μετάλλαξη υπέστη ο Πάνορμος – από ελεύθερη και ωραία οικογενειακή παραλία (και πρώην hot spot των junkies), με μαξιλάρες, βόλεϊ και το Ζαγκλάρα να μπαινοβγαίνει κορμάρα για ψαροντούφεκο, έγινε Principaute, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Last but not least: το Νammos στην Ψαρρού έχει πια περάσει στη σφαίρα του μύθου. Αφού ασχολήθηκε όλη η Ελλάδα μαζί του, λες και περιλαμβανόταν στην εθνική κληρονομιά μας, «γέννησε» παιδί στο Dubai.
Δίπλα στο Nammos, το ξενοδοχείο-αρχιτεκτονικό διαμάντι Kensho κοσμεί την επιβαρυμένη από το χτίσιμο και το glamorous Nammos Village, Ψαρρού – θυμάμαι ότι στα 80ς, στη θέση του μεγάλου και πανέμορφου αυτού shopping mall (όπου προμηθεύομαι ευλαβικά τα exclusive αρώματα της Dior), είχα μείνει αναγκαστικά σε ένα δωμάτιο -αφού όλη η χώρα ήταν fully booked-, όπου η καθαριότητα δεν αποτελούσε προτεραιότητα!
Ναι, ήταν ωραία παλιά, όταν ενώ έβγαινες από το πλοίο έπεφτες πάνω σε ντόπιους με ταμπέλες για ενοικιαζόμενα δωμάτια, basic, με μικρά ξύλινα κρεβάτια και κάτι άγριες καφέ κουβέρτες που έγδερναν το καμένο από τον ήλιο κορμί σου. Ήταν ωραία γιατί ήμασταν νέοι και δεν μας ένοιαζε τίποτα! Εν έτη 2021 όμως, η εικόνα αυτή παραμένει μια μακρινή ανάμνηση, με τα πεντάστερα που ξεφυτρώνουν παντού να διεκδικούν ματιές και προτιμήσεις – Βill and Coo, Wild Hotel και άλλα υπόσχονται μοναδική εμπειρία φιλοξενίας.
Το περσινό καλοκαίρι, το πρώτο της πανδημίας, απολαύσαμε μία Μύκονο που θύμιζε λίγο τα παλιά. Ένα Αγράρι μαγικό χωρίς ομπρέλες, με το ταβερνάκι με τα νοστιμότερα γεμιστά και τον γκρι γάτο, τον Τάσο, να νιαουρίζει στα πόδια μας. Τον Άγιο Σώστη σχετικά υποφερτό, αφού μπορεί να μην απέκτησε ποτέ ομπρέλες και το Kikis παρέμεινε αναλοίωτο στον χρόνο, όμως δεν παλεύεται όταν έχει κόσμο – «Λούτσα» με την παλιά έννοια, ξέρουν οι Αθηναίοι. Στο ταβερνάκι στον Φωκό ήταν επίσης ωραία, όμως μέχρι κι εκεί πια το μάτι κουράζεται να μετράει βίλες.
Όμως, σε κάθε συνθήκη στη Μύκονο κάτι υπάρχει που θα σου κάνει. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν και πήραν τη θέση μας στα μπαρ. Όχι σε όλα. Τουλάχιστον στον Μπάμπη περνάει η μπογιά μας ακόμα κι ας έχει βαρεθεί κι ο ίδιος κι έχει βάλει τον γιο του να κρατάει τα μπόσικα. Αλλά δεν θα μας δείτε πια στο κεντρικό τραπέζι, γιατί εκεί συχνάζουν τα πολύ μεγάλα πορτοφόλια. Και στη Χώρα, με τη βαριά αίσθηση ότι ίσως σκεφτεί κανείς πως είμαστε κι εμείς συνένοχοι στη μεγάλη αρπαχτή, κρατάμε αποστάσεις, παρατηρούμε και σχολιάζουμε. Βρίσκουμε άλλες λύσεις – ένα φτηνό ωραίο πιάτο στο Μαγεριό, ένα ποτό παρέα με το Γιάννη Ζουγανέλη στη Roca του Μίμη ή σινεμά και σουβλάκι στον μαγικό κήπο του Cine Manto.
Νέο entry το εκπληκτικό σουβλάκι γύρος dosa στο Jackie O Cantina, δίπλα στο δημαρχείο όπου τα πιάτα τόσο αριστουργηματικά όσο και το location. Πάντα διά χειρός Χριστόφορου Πέσκια.
Κι αν θέλουμε να παρτάρουμε, μπορούμε και στο supermarket Flora – ψωνίζουμε σε ρυθμούς disco!
Ξέχασα κάτι; Πολλά, είμαι σίγουρη. Τόσα, που χωρούν σ’ ένα βιβλίο. Έχω γράψει άπειρα κείμενα για τη Μύκονο, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια τόσο λιγότερο κέφι έχω για λεπτομερή αναμετάδοση των όσων συμβαίνουν σε ένα νησί που εξελίσσεται όπως ορίζει η νέα εποχή, σηκώνοντας το βάρος ενός δυσανάλογου για τα μέτρα του τουρισμού και τους περισσότερους lovers και haters από οποιοδήποτε άλλο. Όπως όλοι οι μεγάλοι σταρ, άλλωστε, γιατί κι εκείνη σταρ είναι.
Ξέρω τι θα συμβεί όταν με το καλό αποβιβαστώ στο έδαφός της. Ξέρω πως θα γκρινιάξουμε όλοι στην παρέα για τους φουσκωμένους λογαριασμούς, για τα μαύρα vans που πηγαινοέρχονται, για την πολυκοσμία, για τα νεόδμητα που πολλαπλασιάζονται. Παράλληλα, θα επαινέσουμε το νέο αεροδρόμιο και τη δουλειά που κάνει ο δήμος και θα παραδεχτούμε ομόφωνα ότι δεν έχουμε καμία πρόθεση να εγκαταλείψουμε τη Μύκονο. Θα αφήσουμε στην άκρη την γκρίνια και θα συμβιβαστούμε με το αναπόφευκτο – την εξέλιξη.
Όχι όμως χωρίς την κρυφή ικανοποίηση ότι η Μύκονος είναι πιο δυνατή από κοινούς θνητούς που την αλώνουν και σούπερ σταρ που σκορπίζουν τη φήμη της στην οικουμένη. Πιο δυνατή κι απ’ τους ανέμους που τη σαρώνουν. Έτοιμη πάντα να αποτινάξει ό,τι τη βαραίνει και να έρθει στα ίσια της. Γιατί είναι αυθεντική, σμιλεμένη από τον χρόνο και την ιστορία και όχι ένα τεχνητό νησί στην έρημο. Είναι ένας βράχος στη θάλασσα μοναδικός σε όλη τη Γη, γεμάτος ενέργεια και έτοιμος για το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο στην ένδοξη ιστορία της.
Σχόλια για αυτό το άρθρο