Από την Αλίκη και τον Τσαρούχη να ψηφίζει «με πιστόλι στο κεφάλι» χουντική ταινία, στο παπιγιόν του Ανδρεαδάκη, ο ΤΑΖ αγαπάει Θεσσαλονίκη, χαρτογραφώντας παρελθόν και παρόν του μεγαλύτερου φεστιβάλ των Βαλκανίων.
Oι οιωνοί είναι θετικοί ή τέλος πάντων είναι καλό να τους αισθανόμαστε έτσι, μέσα σε μια άχαρη εποχή, με τον θεσμό όχι απλά να συνεχίζει, αλλά να αρχίζει ξανά από την αρχή. Εκεί ίσως είναι και το πρόβλημα, ο φόβος και οι ενστάσεις που αυξάνονται αν λάβεις υπόψιν τη μίρλα του Έλληνα, που και αριστούργημα να προκύψει το φετινό εγχείρημα, αποκλείεται να μην πέσει γκρίνια και μπινελίκι. Ίσως γιατί η ίδια η ιστορία του φεστιβάλ, καρμικά προκαλεί κάτι τέτοιο, ειδικά όσον αφορά στην πολύπαθη ταυτότητα του.
Φορτισμένο το «σήμερα», καραφορτισμένο πολιτικά και οικονομικά και το 1960, με την Ελλάδα να προσπαθεί μαϊμουδίζοντας, να αποδείξει τον κοσμοπολιτισμό της και να αυτοϊκανοποιείται με το εγχώριο πανηγυριώτικο glamour της. Την ίδια ώρα όμως, παράλληλα με την ψυχαγωγία της λαϊκής απογευματινής, ο χώρος των τεχνών και των γραμμάτων, αναδεικνύει μερικά από τα πιο λαμπρά ονόματα της μεταπολεμικής ιστορίας με πραγματικό διεθνές εκτόπισμα. Και κάπως έτσι, ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις δημιουργείται η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, που παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να επιτελέσει το σκοπό της, όσον αφορά την ανάδειξη μιας διαφορετικής, εγχώριας, καλλιτεχνικής κινηματογραφικής γλώσσας, δίνοντας το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου και φυσικά το βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας στην Αλίκη Βουγιουκλάκη για τη «Μανταλένα».
Αυτή η διπολικότητα, θα φτάσει στο ζενίθ της το 1966, με την Εβδομάδα να μετονομάζεται σε Φεστιβάλ, και το φαινόμενο από τη μία έξω από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών που ήταν τότε το «παλάτι» των προβολών, ο Τζέιμς Πάρις με την εθνικοπατριωτική υπερπαραγωγή του «Ξεχασμένοι Ήρωες» να έχει μια διμοιρία στρατιωτών και την μπάντα του Δήμου για το τζέρτζελο, κάθε θεατής της ταινίας να παίρνει για δώρο μια κούτα τσιγάρα, το φεστιβάλ να περιλαμβάνει και καλλιστεία, ενώ η κριτική επιτροπή να αποτελείται μεταξύ άλλων από τους Μάνο Χατζιδάκι, Γιάννη Τσαρούχη, Έλλη Λαμπέτη, που ναι, κατόπιν κυβερνητικών πιέσεων βραβεύουν τη «σούπα» του Τζέιμς Πάρις. Και μετά ήρθε η χούντα…
Και μετά ήρθαν τα ηρωικά για κάποιους μεταπολιτευτικά χρόνια που αν δεν είχες κομμουνιστή αντάρτη πρωταγωνιστή στην ταινία ο Εξώστης Β’ σε είχε κάνει από τα ουρλιαχτά με τα κρεμμυδάκια και μετά ήρθε το ΕΣΠΑ… Το μεγαλύτερο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Βαλκανίων πλέον, ανοίγει τις πόρτες του ξανά, για 57η φορά στη Θεσσαλονίκη μολονότι ο αριθμός είναι κουλασιόν για να ξιπαζόμαστε αφού μέχρι το 1991, ήταν απλά Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Μια πρεμιέρα που όλοι μας περιμένουμε με ανυπομονησία αφού τα χρόνια της μάλλον αλόγιστης χλιδής επί Δέσποινας Μουζάκη (που όμως κάναμε όλοι μόκο γιατί γουστάραμε την τζαμπουίτα πάρτι) τα ακολούθησε το φθινοπωρινό ρέκβιεμ λιτότητας και σινεφίλ σταλινισμού του Δημήτρη Εϊπίδη.
Φέτος, η σκυτάλη περνάει στον Ορέστη Ανδρεαδάκη ο οποίος με παλιούς αλλά και νέους συνεργάτες καλείται να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στη (ξεχασμένη) γιορτή και την «κουλτούρα» μέσα σε αντίξοες οικονομικά συνθήκες. Με μια πρώτη ματιά, το φετινό πρόγραμμα είναι ένα καλειδοσκοπικό κινηματογραφικό πανόραμα και αυτό που μένει σαν μεγάλο στοίχημα για τον Ορέστη είναι αυτό στο οποίο έχουν αποτύχει σχεδόν όλοι οι «άρχοντες» του φεστιβάλ μέχρι σήμερα: το οργανικό δέσιμο του με την πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά και το ευρύτερο κοινό με τρόπο που να δικαιολογεί την εκεί διεξαγωγή του και τη γενικότερη ύπαρξη του.
Με τους διχασμούς να έχουν ήδη αρχίσει με αφορμή την αφίσα έκπληξη από τον Δημήτρη Παπάζογλου όσον αφορά στη γραφιστική της άποψη και το τι μας προϊδεάζει για το φεστιβάλ: γεωμετρικός μινιμαλισμός σε μαξιμαλιστική όμως επιθυμία έκφρασης, σαν ένα αφαιρετικό ασπρόμαυρο, παραισθησιογόνο τρεμόπαιγμα αλλαγής εικόνων, όπως τα καρέ ενός φιλμ σε «πειραγμένη» μηχανή προβολής, είναι ένας προκλητικός σαν πρόταση αλλά και επικίνδυνος συνδυασμός. Η ετυμηγορία θα βγει την μεθεπόμενη Κυριακή αλλά από την έναρξη είδαμε και μεταφέρουμε:
–Yπέροχο το διαφημιστικό της Aegean με πρωταγωνιστές τους Θέμιδα Μπαζάκα, Στέλιο Μάινα, να ξεκατινιάζονται στο αεροπλάνο, πριν «προσγειωθούν» με τις βαλίτσες τους στη σκηνή του Ολύμπιον, για μια από τις πιο χαριτωμένες και μαζεμένες σε χρόνο παρουσιάσεις του θεσμού.
-Εξαιρετικός ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, έδωσε μάθημα οικονομίας, με τον μικρότερο σε διάρκεια εναρκτήριο λόγο που θυμάμαι εδώ και χρόνια ενώ ο ίδιος ήταν όπως πάντα φιγουρίνι στιλ με το «τρελό» του παπιγιόν σήμα κατατεθέν. Τυχαία συναντηθήκαμε λίγο πριν την τελετή έναρξης, και με ρώτησε με αγωνία, μήπως να μη βάλει παπιγιόν αυτή τη φορά, για να είναι πιο cosy και διαφορετικός. Του απάντησα, «είσαι παλαβός;» (Είναι). «Πιο πολύ κι από την ταινία το παπιγιόν σου περιμένουμε όλοι».
-Αααα, ναι, η ταινία. Η τελευταία του Τζιμ Τζάρμους με τίτλο «Paterson». Η πλειοψηφία των θεατών γούσταραν πολύ ή έτσι αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να πούνε. Εγώ είδα μια απίστευτα βαρετή παπάρα χωρίς τον παραμικρό λόγο ύπαρξης. Επιπλέον, κατανοώ τις δύσκολες οικονομικά συνθήκες αλά είναι λίγο ρεζίλι το να επιλέγεις ταινία πρεμιέρας, και να έχεις τον σκηνοθέτη της σε έναν βιντεοσκοπημένο χαιρετισμό τυπικούρας την ώρα που όλοι περίμεναν τον Τζάρμους στο φεστιβάλ.
– Ο πρώην πλέον, υπουργός πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς, έβγαλε ένα λόγο χυδαίας αμετροέπειας με ηθικό δίδαγμα ούτε λίγο ούτε πολύ, πως εκείνος και η κυβέρνηση του εφηύραν τον πολιτισμό και μολονότι εισέπραξε ένα αψυχολόγητο χειροκρότημα, στα πηγαδάκια μετά, έγινε το γιούχα ανέκδοτο της βραδιάς. Την επόμενη μέρα, το ανέκδοτο έγινε viral μετά από δελτίο τύπου που μας ενημέρωνε ότι 11.30 το πρωί θα επισκεπτόταν τους χώρους του Φεστιβάλ και θα συνομιλούσε μαζί μας. Περιττό να προσθέσω πως όλοι μας είχαμε βάλει ξυπνητήρι από τις 9 το πρωί για να μη χάσουμε τη δημοσιογραφική αποκλειστικότητα.
–Εντελώς λάθος η επιλογή της Πέμπτης για μέρα έναρξης. Το 90% δημοσιογράφων, celebrities και καλεσμένων δεν είχαν έρθει με αποτέλεσμα το πάρτι έναρξης στην Αποθήκη Γ’ να μοιάζει μνημόσυνο και το ίδιο το φεστιβάλ να έχει ελλείψεις αφού μέχρι Παρασκευή βράδυ, δεν έχει ακόμα τυπωθεί το μικρό προγραμματάκι – απαραίτητο για τις επιλογές σου όταν πας ταμείο να βγάλεις εισιτήριο.
-Δυστυχώς στην πόλη δεν υπάρχει καμία ένδειξη του ότι αυτή τη στιγμή γίνεται φεστιβάλ, σχεδόν ούτε καν μπάνερ και αφίσες.
-Κατανοητός ο ενθουσιασμός αλλά μάλλον προβληματικός και για άλλη μια φορά με την ασθένεια του γιγαντισμού ο προγραμματισμός 200 ταινιών χωρισμένων σε κατηγορίες εγκεφαλικό για να καταλάβεις τι σημαίνει τι, πχ: Kατηγορία «Αντί/Κατοπρισμοί» (Στον Καθρέφτη Είδα το Δολοφόνο;) ή Κατηγορία «2 ή 3 Πράγματα που Ξέρω για Αυτήν» (Ήταν πουτάνα;)
–Και η απόλυτη καλλονή της πρώτης μέρας του φεστιβάλ, είναι η κόρη του Γιώργου Χωραφά, Ζωή, ένα μοναδικό πλάσμα ερωτικής πλεκτάνης, καταλυτικής αθωότητας, κοσμοπολίτικης ομορφιάς, γεμάτο γαλλικό μυστήριο λαμπερό χαμόγελο και πολλά υποσχόμενου στην υποκριτική ταλέντο, με την οποία είχα την απόλαυση να περάσω μία ώρα. Εγώ της παραπονιόμουν για το πώς με κοιτάζουν σαν βλάχο οι Γάλλοι όταν τους μιλάω γαλλικά, εκείνη μου είπε πως της συμβαίνει ακριβώς το ίδιο όταν μιλάει ελληνικά, με τους Έλληνες, λίγο μετά ένας μεθυσμένος μουσάτος άρχισε να της την πέφτει ενοχλητικά και της πρότεινα να του κλείσει ραντεβού στο οποίο απλά θα εμφανιστώ εγώ γιατί τον ψιλογούσταρα. Πέθανε στο γέλιο.
Κάνε κονέ με τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στείλε του απειλητικές επιστολές και εξώδικα στο www.terra_gelida@hotmail.com .
Σχόλια για αυτό το άρθρο