Το κλασσικό βιβλίο, συνεχίζει να ανατινάζει τη σκηνή με τη μαύρη του γοητεία, διατηρώντας το μύθο και το μυστήριο του. Ο ΤΑΖ παρασύρεται σε μια παράσταση must see με πολλές αναγνώσεις και τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη να “συναγωνίζεται” την αξέχαστη ερμηνεία του Άρη Σερβετάλη. Τα κατάφερε;
Yπάρχει κάτι μυσταγωγικά σκοτεινό και τρομακτικά σαγηνευτικό στον κόσμο του “Κουρδιστού Πορτοκαλιού”. Και σε αυτό το κάτι νομίζω πως στηρίζεται όλος ο θρύλος του. Κομμάτι αυτού του κάτι, είναι η ασυνείδητη έλξη που αισθάνεσαι παρακολουθώντας τις ανομολόγητες πράξεις βίας του Άλεξ και της παρέας του, χορογραφημένες σαν να πρόκειται για ένα μιούζικαλ, ενώ θα έπρεπε να νιώθεις αποστροφή. Ο Άντονι Μπέρτζες που το έγραψε το 1962, (ένα από τα 100 καλύτερα βιβλία του 20ου αιώνα σύμφωνα με διάφορες λίστες) παίζει ένα “βρώμικο” παιχνίδι με το μυαλό σου όσον αφορά στη βία, τις πηγές της, την κοινωνική της επώαση, την εκδήλωση της σας έκφραση μιας καταπιεσμένης από την περιρρέουσα παθητικότητα, ενέργειας, την ηθική σου στάση απέναντι της, την αποδοχή της σαν κομμάτι του εαυτού σου και τη “θεραπεία” σου από αυτήν. Ποια είναι αυτή η θεραπεία; Μια άλλη κρατικά επιβεβλημενη βία λοβοτομημένης συμπεριφοράς; Που απλά θα αναπαράγει από την ανάποδη παραβατικά πρότυπα και συμπεριφορές με κρατική αποδοχή; Μπορείς να κάνεις ανατομία στη βία προκειμένου να την κατανοήσεις, αντιμετωπίζοντας την με μία ψυχρή, χωρίς συναισθηματικό αντίκτυπο στάση, αποφεύγοντας το εύκολο ηθικό δίδαγμα; Εκεί νομίζω βρίσκεται μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας του Μπέρτζες, ο οποίος συγγραφικά δημιουργεί μια συμφωνία της βίας στηριγμένης σε ερωτηματικά και σκιές, χωρίς απαντήσεις.
Μια απάνθρωπα ειρωνική, νιχιλιστική παρτιτούρα. Ο Γιάνννης Κακλέας, αφουγκράζεται τον απόηχο των συμφωνιών του Μπετόβεν που ακούει ο ήρωας, και επηρεάζεται από τον οπερατικό χειρισμό του Στάνλεϊ Κιούμπρικ στη θρυλική ταινία. Όμως αποφασίζει να χειριστεί το υλικό του σαν ένα σκοτεινό hard rock κόμικ μετακαταστροφικής φαντασίας, με ήρωες παραμορφωμένες φιγούρες ενός παρανοϊκού θεάτρου σκιών, αξιοποιώντας την αμεσότητα της θεατρικής σκηνής και καθιστώντας την εμπειρία της θέασης του έργου, σαν συνενοχή του θεατή. Σαν ταξίδι σε ένα σκοτεινό υπόγειο κάτω από την πόλη που κατοικείται από μεταλλαγμένους ανθρώπους, το επόμενο στάδιο της εξελικτικής πορείας του ανθρώπινου είδους. Για την ακρίβεια, ο Κακλέας εδώ βρίσκει τον παλιό, καλό, γεμάτο ανεξέλεγκτη ενέργεια εαυτό του από την εποχή των κόμικ ενώνοντας το underground με το mainstream στην ευρύχωρη σκηνή του θεάτρου Κιβωτός. Ρουφώντας τον θεατή σε έναν επιτηδευμένα στιλιζαρισμένο ζόφο για να παίξει κι αυτός, όπως κι ο Μπέρτζες, με το μυαλό σου αλλά από άλλο τερέν. Την άμεση, σχεδόν σωματική επαφή με τα δρώμενα που και να θέλεις να ξεφύγεις, η μοναδική ερμηνεία του Κωνσταντίνου Ασπιώτη σε εγκλωβίζει. Τι παρακολουθείς και γιατί γοητεύεσαι από αυτό ενώ λογικά θα έπρεπε να σου προκαλεί αποστροφή; Αυτό είναι το τρικ του Κακλέα στο προανεφερθέν στιλιζάρισμα. Αυτό και η σκηνοθετική κατεύθυνση του εξομολογητικού μονολόγου του ήρωα (όπως και στο βιβλίο) σε ρεσιτάλ αποπροσανατολιστικού σαρκασμού, με τον Ασπιώτη σαν ένας μαχαιροβγάλτης Άη Βασίλης να φέρνει πίσω στην κοινωνία, αιματοβαμμένα τα δώρα της σαθρής δόμησης της. Σαν ένα δολοφονικό καρτούν, σαν τον Τζόκερ του Μπάτμαν.
Όλα στα μαύρα όλα σαν μια συνωμοσία σε ένα μεταλλικό σκουπιδότοπο που μοιάζει με παιδική χαρά ψυχικά διαταραγμένου. Δεν γνωρίζω ποιο ακριβώς υλικό διασκεύασαν και μετέφρασαν ο Γιάννης Κακλέας και ο Θοδωρής Πετρόπουλος αντίστοιχα γιατί υπάρχουν διαφορετικές απόπειρες μεταφοράς του έργου στο θέατρο, ακόμα και σε μιούζικαλ, με πιο αποτυχημένη μάλλον την απόπειρα του ίδιου του Μπέρτζες. Όπως υπάρχουν και δύο εκδοχές του βιβλίου ως προς το φινάλε. Ενδεικτικά όλα τα παραπάνω ως προς το ρευστό και εκρηκτικού υλικό και των πολλαπλών ερμηνειών που συντηρούν το μύθο του βιβλίου. Έναν μύθο που στη συγκεκριμένη παράσταση κρατάει το ειρωνικό του τέμπο μαζί με την σκληρότητά του και ξεδιπλώνεται όσο πιο καθαρά γίνεται στον θεατή.
Σε ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον ο Άλεξ που λατρεύει τον Μπετόβεν και οι φίλοι του χρησιμοποιούν ναρκωτικά για να προβούν στη συνέχεια σε πράξεις βίας. Βανδαλισμούς, βιασμούς, φόνους. Έτσι, χωρίς λόγο, απλά για σπάσουν τη μονοτονία μιας αδιέξοδης πραγματικότητας χωρίς μέλλον που υποθάλπει στην ουσία αυτή τη βία. Ο Άλεξ θα βρεθεί στη φυλακή και θα δεχτεί να συμμετάσχει σε ένα πειραματικό πρόγραμμα σωφρονισμού, μια εξελιγμένη μορφή πλύσης εγκεφάλου που θα τον κάνει να νοιώθει αποστροφή για κάθε είδους βίας. Και τον Μπετόβεν όπως αποδεικνύεται. Τα πιο “ταπεινά” και αιμοβόρικα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης συνυπάρχουν με μια από τις πιο λαμπρές εκρήξεις καλλιτεχνικού μεγαλείου στο σύμπαν του Μπέρτζες που ακτινογραφεί τις αντιφάσεις του ανθρώπου, του πολιτισμού και της οργανωμένης κοινωνίας, ξεκινώντας από τον πάτο προς την κορυφή που όμως κι εκεί καραδοκεί ένας άλλος πάτος. Και κάπου ενδιάμεσα, μετέωρη και ορφανή η καθαρότητα. Η καθαρή ματιά. Είναι η ματιά του θεραπευμένου πλέον Άλεξ καθαρή η πιο θολή από ποτέ; Και πως μπορεί να επιβιώσει μια τεχνικά επιβεβημένη καθαρότητα σε έναν χαοτικό κόσμο που έχει χάσει την ψυχή του; “Κουρδιστό Πορτοκάλι”: “Μια οργανική οντότητα γεμάτη χυμό και γλύκα και ευχάριστη μυρωδιά που μετατρέπεται σε μηχανισμό” έχει γράψει ο συγγραφέας σε μία από τις πολλές εξηγήσεις που έχει δώσει για τον τίτλο του βιβλίου.
Το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” κρύβει πολλά μυστικά και ερμηνείες. Είναι σαν ένας κύβος του Ρούμπικ που πρέπει να βάλεις όλα τα χρώματα στη σωστή τους θέση για να σχηματιστεί το τετράγωνο αλλά μετά συνειδητοποιείς πως πρόκειται για κύκλο. Χωρίς να μειώνω τη συμμετοχή των υπόλοιπων ηθοποιών, όλη η παράσταση είναι στηριγμένη πάνω στον Κωνσταντίνο Ασπιώτη που διαδέχθηκε τον εξαίρετο Άρη Σερβετάλη στη διανομή. Μεγάλο το ρίσκο γιατί ο Σερβετάλης έδωσε ρεσιτάλ. Άθλο που καταφέρνει και ο Ασπιώτης με ένα ύφος που συνδυάζει τον παρουσιαστή ενός φτηνιάρικου καμπαρέ, την τρέλα ενός ιδιοφυούς, το παραισθησιογόνο σύμπαν ενός μεθυσμένου κλόουν, την ύπουλη χειριστικότητα στις αλλαγές βλέμματος και φωνής, ενός δολοφόνου που προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου, την ευγλωττία ενός αφορισμένου ιεροκήρυκα και μια αδιόρατη μελαγχολία που κουβαλάει τη θλίψη του υπαρξιακού κενού. Πραγματικό ρεσιτάλ με τον Κακλέα στα καλύτερα του να δημιουργεί από τη μία σχεδόν φωτογραφικά ενσταντανέ ανθρώπινων αγαλμάτων παγωμένων στο μηδέν της ύπαρξης και ταυτόχρονα να τους πουσάρει σε τσιρκολανική, θεατρικά υπερτονισμένη υπερκίνηση, σαν να χοροπηδάνε πάνω σε τραμπολίνο. Η κλασική ερώτηση, “υπήρχε λόγος να ανέβει στο θέατρο το ‘Κουρδιστό Πορτοκάλι’” βρίσκει με τον πιο άμεσο και θεατρικά απολαυστικό τρόπο την απάντησή της, σε μια παράσταση που θεωρείται πλέον cult modern classic.
Σχόλια για αυτό το άρθρο