Σαξοφωνίστας με διεθνή αναγνώριση, μαέστρος, συνθέτης, ενορχηστρωτής, αλλά κυρίως μουσικός δάσκαλος με μοναδικό αισθητήριο να εντοπίζει τα χαρισματικά ταλέντα, ο Γιώργος Κατσαρός έχει γράψει τη δική του ιστορία στο ελληνικό πεντάγραμμα. Αθροιστικά, έχει συνθέσει περίπου 1.500 τραγούδια, ενώ υπογράφει τη μουσική σε 90 θεατρικά και 113 κινηματογραφικά έργα, με τον τελευταίο αριθμό να αποτελεί ρεκόρ μεταξύ όλων των συνθετών που έγραψαν μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Από το 2007 μέχρι το 2010, ο Γιώργος Κατσαρός διετέλεσε Πρόεδρος των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων συγκροτώντας συμφωνική ορχήστρα, ορχήστρα τζαζ, δημοτική ορχήστρα, χορωδία και πραγματοποιώντας 525 συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αυτές τις μέρες γιόρτασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας και αυτό ήταν η αφορμή για να θυμηθούμε μαζί του τις κορυφές της καριέρας του και τα μοναδικά ταλέντα που ανακάλυψε.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να λατρέψετε το σαξόφωνο και εν τέλει να ταυτιστείτε τόσο πολύ μαζί του;
Ο ήχος του. Εγώ ήμουν μαθητής βιολιού στην Κέρκυρα. Αλλά μετά πήρα το σαξόφωνο, κυρίως επηρεασμένος από την τζαζ, που μου άρεσε πάρα πολύ. Το σαξόφωνο το έπιασα περίπου 12 χρονών! Κι από εκεί και πέρα το βιολί ήρθε σε δεύτερη μοίρα και σε πρώτη μοίρα το σαξόφωνο
Το 1998 κυκλοφόρησε ένας δίσκος από τη «Philips» Αμερικής, που σας περιλαμβάνει στους δέκα καλύτερους σαξοφωνίστες του κόσμου.
Και, μάλιστα, χωρίς να το ξέρω! Είναι ωραία ιστορία αυτή. Εγώ πήγα στην Αμερική το 1985 και έκανα μια μεγάλη περιοδεία με την αμερικανική εταιρία «Columbia Artists», που είχε τον Φρανκ Σινάτρα, την Λάιζα Μινέλι κ.α. Σκεφτείτε πως οι διαφημίσεις του συγκροτήματος μας ήταν δίπλα σε αυτούς στους «Times» της Νέας Υόρκης. Έλεγε Λάιζα Μινέλι, Γιώργος Κατσαρός δίπλα! Πήγαμε σε 56 πόλεις, σε 56 πανεπιστήμια. Αν δεν είχα υποχρεώσεις και δεν ήμουν παντρεμένος, θα έμενα στην Αμερική. Γιατί εκεί είδα την αξιοκρατία σε όλο της το μεγαλείο! Σκεφτείτε ότι οι εφημερίδες έγραφαν: «Έφεραν το καλύτερο ξένο συγκρότημα που πέρασε από την Αμερική το 1985!». Ήταν αυτό, 32 άτομα. Είχα δύο ορχήστρες, μία λαϊκή και μία δημοτική. Είχα χορευτικό, τραγουδιστές, όχι τραγουδιστές – φίρμες, αλλά έκανα μια δουλειά που την πήρε υπό την αιγίδα της η Μελίνα Μερκούρη, τότε υπουργός Πολιτισμού. Και πήγα στην «Columbia Artists». Η «Columbia Artists» είναι το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό “βραβείο” της Αμερικής. Ήρθε στην Ελλάδα και μου λέει:
– «Θέλουμε εσένα. Δεν ξέρω πού, πώς και τι. Σε θέλουμε για πέντε μήνες»
– «Πέντε μήνες δεν γίνεται…»
Και με έκλεισε για δυόμισι μήνες, σε 56 μέρη.
Για να απολαύσουν το σαξόφωνό σας.
Δεν ήταν μόνο το σαξόφωνο, ήταν γενικά το πρόγραμμα που έκανα. Αλλά εγώ τι έκανα με το σαξόφωνο; Επειδή το σαξόφωνο είναι το όργανο για την αμερικανική μουσική, κυρίως για την τζαζ, δεν έπαιξα αμερικανικά τραγούδια. Έπαιξα δημοτικά τραγούδια-διασκευές. Έβγαινα και έπαιζα σε στιλ τζαζ τα «Παιδιά της Σαμαρίνας». Όταν γύρισα στην Ελλάδα, εκεί έγινε ένας δίσκος με δέκα σαξοφωνίστες από τους καλύτερους στον κόσμο. Και συμπεριέλαβε κι εμένα με δύο τραγούδια.
Ποια ήταν αυτά τα δύο τραγούδια;
Το «Abrazame» («Αγάπα με») και το «Woman Ιn Love» («Το ξέρω θα ’ρθεις ξανά»).
Ξεκινήσατε σπουδές στις πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο…
Δεν ήταν τότε Πανεπιστήμιο. ήταν Πάντειος Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (ΠΑΣΠΕ)
Τις σπουδές δεν τις ολοκληρώσατε ποτέ αφού, ως φοιτητής, παίζατε σαξόφωνο σε θιάσους και καμπαρέ. Απλά σας κέρδισε το αγαπημένο σας όργανο ή οι βιοποριστικοί λόγοι υπαγόρευσαν την εγκατάλειψη των σπουδών;
Με κέρδισε η Μουσική, γενικά. Διότι, όταν ήρθα στην Αθήνα από την Κέρκυρα, δεν είχα διαλέξει ακριβώς. Γι’ αυτό πήγαινα στην Πάντειο και το βράδυ έπαιζα σε καμπαρέ, σε κέντρα, κλπ. Για να δω προς τα πού θα πάω. Αυτό δεν το αποφάσισα αμέσως. Πέρασαν δυο-τρία χρόνια και μετά αποφάσισα, όταν πια είδα ότι είμαι περιζήτητος σαν μουσικός γενικά. Πήγα και στο Ωδείο Αθηνών για να τελειώσω. Σπούδασα και στο Ωδείο, και στην Πάντειο.
Την Πάντειο θα μπορούσατε να την είχατε ολοκληρώσει δηλαδή;
Ένας χρόνος έλειπε. Μου είπαν ότι μπορώ να πάω να πάρω το πτυχίο μου! Νομίζω ότι το δίνουν σε αυτούς που έχουν περάσει κάποια χρόνια και τους απομένει μόνο ένα έτος!
Εκτός από το σαξόφωνο, έχετε ταυτιστεί επίσης με την Κέρκυρα. Σε αυτό ίσως συνέβαλαν και τα τραγούδια «Η Κερκυραία» (1967) και «Κέρκυρα, Κέρκυρα» (1972), που συνθέσατε για τη γενέτειρά σας
Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ότι γεννήθηκα, μεγάλωσα στην Κέρκυρα. Κι ύστερα, όταν κάποια στιγμή έκανα με τη Ρένα Βλαχοπούλου την «Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972) και έγραψα τη μουσική για την ταινία, βγήκε με μεγάλη επιτυχία το «Κέρκυρα, Κέρκυρα, με το Ποντικονήσι» και το τραγούδι έγινε ο ύμνος της Κέρκυρας.
«Κορφού», «Καμπιέλλο», «Μαντούκι», «Γαρίτσα», «Σπιανάδα», «Κάστρο», «Παλιοκαστρίτσα», «Μπενίτσα», «Ποντικονήσι» αναφέρονται στους στίχους του Αλέκου Σακελλάριου. Τα τοπωνύμια της Κέρκυρας με τα οποία δημιούργησε τις ομοιοκαταληξίες ο Σακελλάριος ήταν δικές σας προτάσεις;
Δικές μου! Είχε γυριστεί η ταινία και τη γράφουμε στον Φίνο. Είναι η Βλαχοπούλου, ο Σακελλάριος, εγώ και ο Φίνος. Και μόλις τελειώνει η ταινία μου λέει ο Σακελλάριος:
– «Δεν κάναμε το τραγούδι των τίτλων»
– «Να το κάνουμε τώρα»
– «Δεν μου λες μερικές λέξεις;»
Και του είπα εγώ αυτές τις λέξεις κι εκεί το έφτιαξε, επί τόπου. Κι έκατσα κι εγώ στο πιάνο. Έτσι έγινε.
Γράψατε μουσική για μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες του Αλέκου Σακελλάριου: «Ο Στρίγγλος που έγινε Αρνάκι» (1968), «Ο Ρωμιός έχει Φιλότιμο» (1968), «Ζητείται Επειγόντως Γαμπρός» (1971), «Η Ρένα είναι Οφσάιντ» (1972), «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972). Τι θυμάστε από τη συνεργασία με τον μεγάλο σκηνοθέτη, που οι νεότερες γενιές δεν γνωρίσαμε, αλλά απολαμβάνουμε τις ταινίες του, που προβάλλονται ξανά και ξανά από την τηλεόραση;
Ήταν ένας έφηβος μέχρι τελευταία στιγμή. Ένας ωραίος άνθρωπος, που τη σάτιρα την είχε στο αίμα του. Χιουμορίστας. Ένας άνθρωπος που, ανά πάσα στιγμή, σε έκανε να ευχαριστηθείς, να γελάσεις, ποτέ να κλάψεις – ίσως αυτό το πετύχαινε στα θεατρικά του έργα και στις ταινίες. Φίλος και παρέα. Μεγάλο ταλέντο και σαν σκηνοθέτης, και σαν θεατρικός συγγραφέας.
Η «Αλβανία» (1973) θεωρείται από πολλούς το σημαντικότερο έργο της καριέρας σας. Η ιδέα να μελοποιήσετε ένα έργο για την εποποιία του 1940 ήταν του Πυθαγόρα, που υπέγραφε τους στίχους;
Πριν την «Αλβανία» είχαμε γράψει τον «Σταμούλη τον Λοχία», όπου έκανε μεγάλη επιτυχία. Κι αυτό ήταν μια πραγματική ιστορία: υπήρχε ο Σταμούλης ο Λοχίας, ο οποίος ήταν δύτης στο επάγγελμα και πέθανε μια μέρα που είχε βγει βόλτα. Με τον Πυθαγόρα ήμασταν σαν αδέρφια. Μια μέρα του λέω: «Βρε Πυθαγόρα, κι εσύ στον πόλεμο ήσουν πιτσιρίκος…». Κι αρχίζει και μου λέει την ιστορία της μάνας του, που ήταν δασκάλα στο Αγρίνιο και ήταν από τις γυναίκες που κουβαλούσε στους ώμους τους πολεμοφόδια για τους φαντάρους. Του είπα ότι ο πατέρας μου ήταν το πρώτο θύμα της Κέρκυρας. Ο πατέρας μου ήταν μάγειρας, είχε ταβέρνα. Κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον πήραν μάγειρα στους Αγίους Σαράντα, στην Αλβανία. Όταν γύρισε στην Κέρκυρα, περνούσαν κάθε μέρα οι Ιταλοί με τη σημαία τους, ως κατακτητές, και έπρεπε να χαιρετάς ναζιστικά. Ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ πατριώτης και δεν το έκανε ποτέ αυτό! Και τον είχανε σταμπάρει οι Ιταλοί και τον έπιασαν μια μέρα την ώρα που περνούσε η ιταλική σημαία και δεν χαιρέτησε. Τον έβαλαν στα υπόγεια και τον δείρανε πάρα πολύ με το υποκόπανο από το όπλο, παντού. Αρρώστησε, έκανε αιμοπτύσεις και έγινε φυματικός. Τότε δεν υπήρχε γιατρειά για τη φυματίωση και έτσι πέθανε…
Και ο Πυθαγόρας μου λέει:
– «Δεν κάνουμε…»
– «Αν κάνουμε; Με μεγάλη χαρά!»
Έτσι κάναμε το έργο αυτό, όπου βέβαια μας έβγαλε ασπροπρόσωπους η Μαρινέλλα.
Εκτός από μόνιμος συνεργάτης, ο Πυθαγόρας ήταν και στενός σας φίλος. Δυστυχώς, απεβίωσε πολύ νέος, σε ηλικία μόλις 49 ετών, το 1979. Τι άνθρωπος ήταν ο Πυθαγόρας;
Ένας άνθρωπος που κι εσάς, πριν σας γνωρίσει, αν του λέγατε ότι έχετε ανάγκη να πάτε κάπου για μια δουλειά που είναι το άλφα και το ωμέγα της ζωής σας, θα σας έλεγε:
– «Να σας πάω εγώ! Πού;»
Και του λέγατε:
– «Στη Θεσσαλονίκη».
– «Πάμε τώρα!»
Τέτοιος άνθρωπος ήταν! Είχε, όμως, ζάχαρο, που δεν το είχε πει ούτε σ’ εμένα. Και το έμαθα τη μέρα που πέθανε…
Το «Δεν Ξεχνιέσαι, Δεν Ξεχνιέσαι» (1978) είναι το τελευταίο τραγούδι που έγραψα μαζί του πριν πεθάνει. Κι έτσι τώρα, όποτε το παίζω και το τραγουδάει ο Γιάννης (Πάριος), σκεφτόμαστε πάντα τον Πυθαγόρα…
Αν είχε ζήσει άλλα είκοσι χρόνια, είναι λογικό να φανταστούμε ότι θα είχε αφήσει πολλαπλάσιο έργο…
Ήταν άνθρωπος ο οποίος έγραφε έτσι: Του ’λεγα: «Πυθαγόρα, σήμερα είδα τον τάδε και μου είπε ότι τον εγκατέλειψε η αγαπημένη του κι ότι βρήκε κάποιον άλλον…». Και το έκανε τραγούδι επί τόπου!
Συνήθως μελοποιούσατε τους στίχους του ή εκείνος έγραφε λόγια πάνω στις μελωδίες σας;
Όχι, εγώ μελοποιούσα τους στίχους του. Σε κάποια λίγα τραγούδια έγραψε τους στίχους πάνω στη μουσική μου. Είναι ζήτημα αν είναι πέντε τραγούδια. Ένα απ’ αυτά ήταν το «Κρασί, Θάλασσα και τ’ Αγόρι μου», με το οποίο πήγαμε στη Eurovision.
Η «Κυρα-Γιώργαινα» (1970) γράφτηκε για να σας πειράξει;
Η «Κυρα-Γιώργαινα» γράφτηκε για να με πειράξει, για τη γυναίκα μου! Γιατί, όταν την έπαιρνε τηλέφωνο και δεν ήμουνα σπίτι, της έλεγε: «Κυρα-Γιώργαινα, ο Γιώργος σου πού πάει;». Τότε αυτό ήταν το σλόγκαν. Κι εγώ «κάπνιζα πούρο» τότε, «έβαζα το σκούρο μου» και πήγαινα στη «Νεράιδα» κάθε βράδυ να δουλέψω.
Συμμετείχατε για περίπου 10 χρόνια στην κριτική επιτροπή της τηλεοπτικής εκπομπής «Να, η Ευκαιρία!» (ΕΡΤ: 1977-1983 και MEGA: 1989-1990)
Όχι μόνο στην επιτροπή, εγώ έφτιαχνα όλο το μουσικό μέρος. Δηλαδή, εγώ άκουγα τα παιδιά που περνούσαν από ακρόαση, εγώ ενορχήστρωνα…
Η ψυχή της εκπομπής δηλαδή. Ποια είναι η γνώμη σας για τα σύγχρονα τηλεοπτικά talent show;
Στα σύγχρονα, είτε οι επιτροπές είτε αυτοί που τα κάνουν, δίνουν περισσότερη σημασία στην εμφάνιση και όχι στο αποτέλεσμα του ήχου και της φωνής. Έτσι νομίζω. Βγήκαν, βέβαια, ορισμένα παιδιά, αλλά εμείς κάναμε άλλη δουλειά
Εκτιμάτε ότι μπορούν να αναδειχθούν μέσω αυτών ταλέντα όπως ο Μανώλης Λιδάκης και ο Θέμης Αδαμαντίδης, που γνωρίσαμε χάρη σε εσάς, από το «Να, η Ευκαιρία!»;
Πάντα μπορεί να αναδειχθούν. Αρκεί, όμως, να γίνεται σωστή προετοιμασία στο ποιος θα τους ακούσει, πώς θα τους ακούσει και σε τι χώρο θα τους ακούσει – έχει μεγάλη σημασία κι αυτό! Γιατί και το τηλεοπτικό πλατό, όταν έχει κόσμο, είναι δίκοπο μαχαίρι για τα παιδιά. Δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Εγώ θυμάμαι, τότε που ήμουν στο «Fame Story», καλοί τραγουδιστές παθαίνανε τρακ βγαίνοντας στον πολύ κόσμο.
Το τραγούδι σας «Κρασί, Θάλασσα και τ’ Αγόρι μου» ήταν η πρώτη μας συμμετοχή στη Eurovision, το 1974. Ποια είναι η γνώμη σας για εξέλιξη του θεσμού και τα τραγούδια που εκπροσώπησαν την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια;
Πέρασαν καλά ελληνικά τραγούδια. Αλλά ο διαγωνισμός έχει περάσει από το «ν’ ακούω» στο «να βλέπω» πια. Από τη στιγμή που καταργήθηκε η συμφωνική ορχήστρα που ήταν από κάτω, που ήταν το ωραιότερο “ντεκόρ” για ένα φεστιβάλ, σε όποια χώρα κι αν γινόταν…
Εσείς στο διαγωνισμό του 1974 ήσασταν κάτω από τη σκηνή ως διευθυντής ορχήστρας;
Βέβαια! Στην ορχήστρα του BBC! Στο Βrighton! Τότε που κέρδισαν οι ABBA.
Ανακαλύψατε τον Γιάννη Πάριο. Πιστεύετε πως μπορεί να ξαναγεννηθεί ή, μάλλον, να ανακαλυφθεί ξανά ένας… Πάριος;
Δεν ξέρω… Γιατί εμείς τότε λειτουργούσαμε αλλιώτικα. Λειτουργούσαμε αξιοκρατικά και φιλικά. Γιατί ήρθε ένα παιδί να μου φέρει στίχους και, από εκεί που μου έφερνε στίχους, έγινε ο Πάριος που είναι σήμερα.
Επομένως, εξαρτάται από κάποιους ανθρώπους, αν θα λειτουργήσουν σωστά όπως εσείς…
Από τα χέρια που θα πέσεις. Κι επειδή εγώ στα πρώτα μου βήματα ταλαιπωρήθηκα πολύ, πολλοί άνθρωποι με κορόιδεψαν στη δουλειά –παρόλο που εγώ ήμουν μουσικός, αλλά και μετά που έγινα και συνθέτης–, δε θέλω τα νέα παιδιά να πέφτουν σε ανθρώπους που αδιαφορούν. Γι’ αυτό πάντα λέω αλήθεια εγώ! Όταν έρθει κάποιος και μου λέει να τον ακούσω και τον ακούω και δεν εγκρίνω, λέω:
– «Κοίταξε, δεν κάνεις, μην το προσπαθείς…» ή «κάνεις!»
Στους πρώτους πολυσυλλεκτικούς από πλευράς δημιουργών δίσκους του Γιάννη Πάριου υπήρχαν υπέροχες μπαλάντες σας, πάντα σε στίχους του Πυθαγόρα. Θα λέγατε πως αισθάνεστε μια πικρία για το γεγονός ότι αυτά τα τραγούδια επισκιάστηκαν από τις άλλες επιτυχίες των δίσκων και δεν προβλήθηκαν όσο τους άξιζαν;
Έχω μια πικρία, αλλά αφού αυτή είναι η εποχή κι αυτό αποφασίζει ο κόσμος… Θα μου πεις και τι θα του δώσεις!
Θα μπορούσε, ας πούμε, να κυκλοφορήσει ένας δίσκος μόνο με αυτά τραγούδια που γράψατε με τον Πυθαγόρα για τον Πάριο…
Εκεί πια εξαρτόμαστε από τον εκάστοτε παραγωγό, που θα προβάλει τα τραγούδια. Αυτά τα τραγούδια, όταν τα έπαιξα πρώτη φορά στον Γιάννη Πάριο, δάκρυσε… Και μετά πέρασαν στο περιθώριο… Μα, θα σας πω κι ένα άλλο παράδειγμα. Όταν έγραψα το «Δρόμο για τα Κύθηρα» (1973) με τον Λυμπερόπουλο, οι εταιρίες τότε διαφήμιζαν το καλύτερό τους τραγούδι από κάθε δίσκο. Και διαφήμιζαν το «Νικολή, Νικολή, καπετάνιε Ντερτιλή». Και του λέω μια μέρα του Πατσιφά, του αξέχαστου (σ.σ.: ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρίας «Lyra»):
– «Κυρ Αλέκο», του λέω, «υπάρχει ένα τραγούδι μέσα που όπου το παίζω…»
– «Τι τραγούδι;»
– «Τα Κύθηρα»
– «Α!», μου λέει, «δεν πουλάνε αυτά!»
Και τώρα έχει γίνει ένα τραγούδι που δε γίνεται να μην το παίξω όπου εμφανίζομαι! Και έχει επανεκτελέσεις πολλές!
Ο Πάριος ακούγεται να τραγουδάει με εκείνη τη μαγική του φωνή ένα πολύ ωραίο τραγούδι σας και στην ταινία «Ζητείται Επειγόντως Γαμπρός» (1971), στη σκηνή που τραγουδούν οι πλανόδιοι μουσικοί. Το «Άνθρωπε, Φιλοσόφησε»
Και οι δύο φωνές που ακούγονται εκεί είναι του Πάριου, πρίμο σεκόντο!
Παίξατε καταλυτικό ρόλο ώστε η Μαρινέλλα να συνεχίσει την καριέρα της μετά το χωρισμό της από τον Στέλιο Καζαντζίδη. Είχατε διακρίνει από την εποχή του θρυλικού ντουέτου τη δυνατότητά της για σόλο καριέρα;
Βέβαια! Τους είχα στο «Παρκ», καλοκαίρι, με το θίασο του Χατζηχρήστου. Είχαμε ανεβάσει μια μεγάλη επιθεώρηση και τραγουδούσαν ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Ο Καζαντζίδης δεν την άφηνε να τραγουδήσει μόνη της. Πάω μια μέρα και του λέω:
– «Ρε Στέλιο, άσ’ την να πει ένα τραγούδι…»
– «Εντάξει…», μου λέει. «Πάρ’ την και να πείτε ένα τραγούδι».
Τη βγάζω έξω εγώ –την είχα προετοιμάσει– και λέει την «Όμορφη Πόλη». Και γίνεται χαμός, βέβαια! Ο Καζαντζίδης το πήρε αλλιώς… Όταν, δε, χωρίσανε, τον πρώτο άνθρωπο που βρήκε η Μαρινέλλα στο δρόμο ήμουν εγώ. Στο δρόμο! Τυχαία! Και την πήρα μαζί μου –σε μια εβδομάδα θα έφευγα για συναυλίες στη Ρωσία–, ενώ δεν είχε υπογράψει συμβόλαιο. Γιατί ήταν ένα σπουδαίο ταλέντο που είχε ανάγκη να τραγουδήσει. Και γυρίσαμε από τη Ρωσία, την πήρα πάλι στο «Παρκ», στη «Νεράιδα» μετά…
Και της δώσατε τα τραγούδια «Πίσω από τις Καλαμιές» (1967) και «Οι Άντρες Δεν Κλαίνε» (1968), με τα οποία ξεκίνησε ουσιαστικά η καριέρα της Μαρινέλλας
Ακριβώς!
Για την Ρένα Βλαχοπούλου είχατε δηλώσει στο παρελθόν ότι της χρωστάτε πολλά
Η Ρένα ήταν ένα “νταμάρι” όπου μπορούσες να ανακαλύψεις μέσα από χρυσάφι μέχρι… δεν ξέρω τι! Και μόνο να καθόσουν να πιεις έναν καφέ μαζί της, κάτι θα κέρδιζες από το χιούμορ της, την εξυπνάδα της, τη φωνή της. Κι εγώ ήμουν τυχερός. Κατ’ αρχάς, της χρωστάω γιατί μου έκανε την τιμή να είναι φίλη μου. Μου έκανε την τιμή να τραγουδήσει κάποια από τα πρώτα μου τραγούδια. Δουλεύαμε μαζί και στα κέντρα με τη Ρένα, εκτός από το θέατρο και τον κινηματογράφο, και μου λέει: «Βρε Γιώργο, αυτό το τραγούδι θέλω να το τραγουδήσω κι εγώ…». Και το είπε στους δίσκους και ήταν έξοχη! Είναι μια τραγουδίστρια που, κάθε φορά που τραγουδά το τραγούδι σου, το τραγουδά διαφορετικά! Ένα σπουδαίο ταλέντο. Ο πραγματικός καλλιτέχνης ερμηνεύει ανάλογα με τη στιγμή του. Ερμηνεύει σωστά, αλλά όμως η κάθε στιγμή έχει σημασία. Εγώ, όταν παίζω σαξόφωνο, αλλιώς παίζω όταν είμαι πολύ χαρούμενος, αλλιώς όταν είμαι τσακωμένος με τη γυναίκα μου, αλλιώς παίζω όταν είμαι πιωμένος – πιωμένος δεν είμαι ποτέ, εν πάση περιπτώσει! Ο σολίστας, είτε τραγουδάει είτε παίζει όργανο και έχει σχέση με τη μουσική, ερμηνεύει. Αυτός είναι σωστός καλλιτέχνης, που δεν είναι τυποποιημένος. Η Ρένα ήταν, για εμένα, μοναδική στον κόσμο! Όχι στην Ελλάδα! Θα μπορούσε, δηλαδή, αν είχε μείνει στην Αμερική, τότε που πήγε με τον Σπάρτακο, να είχε κάνει καριέρα. Γιατί τραγουδούσε τζαζ σαν να είναι νέγρα και μιλούσε τα αμερικανικά άψογα. Όταν έπαιζα σαξόφωνο και τραγουδούσε η Ρένα, δεν την άφηνα να φύγει από κοντά μου. Πολλές φορές την είχαμε σε διάφορες εκδηλώσεις και δεν την άφηνα να φύγει: «Κάτσε, Ρένα, να πούμε κι αυτό». Η Ρένα ήταν τρισυπόστατη. Ήταν σπουδαία τραγουδίστρια, σπουδαία ηθοποιός στο θέατρο και σπουδαία ηθοποιός στον κινηματογράφο. Τρεις καριέρες έκανε η Ρένα.
Άνθρωπε της Μοίρας Μου», «Η Κερκυραία» (1967), «Ήρθες» (1971), «Κέρκυρα, Κέρκυρα», «Το Πετεινάρι» (1972)
Δείτε τι έγινε με το «Πετεινάρι»! Το έχει τραγουδήσει μέχρι και αγγλικό συγκρότημα! Και είναι ένα τραγουδάκι που κάναμε με τον Σακελλάριο. Μου λέει: «Ρε Γιώργο, εδώ κάνει μάθημα στα παιδιά (η Βλαχοπούλου), παίξε μου εσύ κάτι…». Η Ρένα διδάσκει στα παιδιά, αλλά εγώ παίζω στο πιάνο – είναι play back. Ένα απλό μάθημα. Και έγινε αυτό το τραγούδι που έγινε και που όλοι μου το λένε «To “κοκορίκο” και το “κοκορίκο”
Πώς αισθάνεστε σήμερα όταν προβάλλονται οι ταινίες της κι ακούτε τα τραγούδια αυτά από τη φωνή της;
Γενικώς αισθάνομαι ιδιαίτερα… Γιατί η Ρένα ήταν και οικογενειακή μου φίλη. Δηλαδή, όταν πάει στην Κέρκυρα, έπρεπε να πάω κι εγώ. Κι όταν πάω εγώ, να ’ρθει κι εκείνη με τον άντρα της κι εγώ με τη γυναίκα μου. Έχουμε κάνει Πάσχα μαζί στο σπίτι της, στο σπίτι μου, με τους φίλους μου. Με συνδέουν πάρα πολλά με τη Ρένα.
Συνεργαστήκατε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στον κινηματογράφο και το θέατρο. Τι θυμάστε από τη συνεργασία σας με την γυναίκα που κέρδισε τον τίτλο της εθνικής σταρ;
Θυμάμαι μια γυναίκα που ήταν σωστή επαγγελματίας. Η οποία βοηθούσε και τις νέες κοπέλες, και τους νέους ηθοποιούς. Που δεν κοίταξε ποτέ να φυλάξει τα πολλά χρήματα που έβγαζε, αλλά όσα περισσότερα έβγαζε, τόσο καλύτερες παραγωγές έκανε – και πρέπει να της το αναγνωρίσουμε αυτό. Όταν δούλευες μαζί της, ήταν σαν να είχες δίπλα σου έναν άντρα. Έναν άντρα στον οποίο θα έβλεπες τη σιγουριά και θα είχες τα θεμέλια μιας σωστής συνεργασίας.
Πώς την αξιολογούσατε ως ερμηνεύτρια των τραγουδιών σας;
Ε, αυτό που της έγραφες το τραγουδούσε σωστά! Δύο τραγούδια πολύ δύσκολα που τραγουδούσε η Μινέλι στο «Καμπαρέ» δεν της τα έβαλα γιατί δε θα τα έλεγε καλά και συμφώνησε και της έγραψα νέα τραγούδια. Το «Μη ζητάς να μάθεις» και το «Ήρθε η Ώρα». Αυτά τα δύο τραγούδια ήταν δικά μου. Πήρα ειδική άδεια από τον αμερικάνο συνθέτη γιατί, αν τα έλεγε, θα είχε εκτεθεί. Ενώ τα άλλα τα έλεγε πολύ σωστά.
Και δεν προσβλήθηκε από αυτό;
Ίσα-ίσα. Όταν της το είπα, μου λέει: «Μακάρι να πάρουμε την άδεια». Στο «Μη ζητάς να μάθεις» κάνει σεκόντο ο Πάριος.
Στα πρώτα σας βήματα συνεργαστήκατε με τον Μίμη Πλέσσα και τη Νάνα Μούσχουρη
Η Νάνα Μούσχουρη είναι ξαδέρφη μου. Ο πατέρας μου και η μητέρα της είναι πρώτα ξαδέρφια. Κι εγώ με τη Νάνα είμαστε δεύτερα ξαδέρφια. Η μητέρα της λέγεται «Κατσαρού», είναι από την Κέρκυρα. Με τη Νάνα πηγαίναμε μαζί στο ωδείο πριν γίνει ό,τι έγινε. Εγώ συνεργάστηκα μαζί της κάποια στιγμή, όταν –το 1961 νομίζω– έπρεπε να δώσω εξετάσεις για να γίνω ένας από τους μαέστρους του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και ήρθε και τραγούδησε η Νάνα.Με βοήθησε πολύ τότε. Έτσι ηχογράφησα το «Μια Μέρα Ακόμα» και το «Κοντέσσα- Κοντεσσίνα μου», που τραγούδησε εκείνη. Και, βέβαια, με βοήθησε με τη φωνή της. Από εκεί και πέρα δεν κάναμε πολλά πράγματα μαζί. Κάναμε ένα τραγούδι γαλλικό, το «Prisonnier dans l’ile», που πήρε χρυσό δίσκο. Την εποχή που γυρίζαμε την «Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972) ήταν και η Νάνα στην Κέρκυρα και παραθερίζαμε μαζί. Και μου λέει: «Θα μου δώσεις μια μελωδία πριν φύγω;». Και κάθισα και της έφτιαξα αυτήν τη μελωδία. Την πήρε, την έδωσε στον Eddy Marnay, τον γάλλο στιχουργό, έγραψε τα λόγια αυτά και πήρε το χρυσό δίσκο.
Με τον Πλέσσα συνέβη το εξής: Όταν πρωτοήρθα από την Κέρκυρα, είχε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο και έβαζε soundtrack από ταινίες, ξένα τραγούδια. Ήθελα να τον γνωρίσω, έμαθα που μένει και πήγα και του χτύπησα την πόρτα. Στην Κυψέλη ήταν, μια μονοκατοικία. Κοιτάει από πάνω και μου λέει: «Τι θες, μικρέ;». Όταν δουλεύαμε δύο χρόνια στο «Michel» (1985 – 1987) και το έλεγα στον κόσμο, μου έλεγε: «Τι θέλεις να πεις; Ότι είμαι μεγαλύτερός σου;» (γέλια).
Κατέβηκε τότε και σας άνοιξε;
Δεν κατέβηκε, αλλά μου είπε: «Έλα αύριο από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας». Και πήγα με το σαξόφωνο, μου έβαλε ένα δίσκο που ήταν μόνο μουσική, έπαιξα από πάνω με το σαξόφωνο και το έβαλε στο ραδιόφωνο.
Ποια είναι η γνώμη σας για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που έφεραν την Ελλάδα στα πρόθυρα της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας;
Δεν φταίνε μόνο οι πολιτικοί. Φταίμε κι εμείς γιατί εμείς ψηφίζουμε τους πολιτικούς, εμείς ανεχόμαστε τους πολιτικούς, οι οποίοι ξέρουμε ότι δεν κάνουν αυτό που θέλουμε, αλλά παρ’ όλα αυτά τους ψηφίζουμε. Και δεν δέχομαι αυτό που λένε: «Τι να κάνουμε;». Μπορούμε να κάνουμε!
Έχετε κατηγορηθεί από ορισμένους για τη σύνθεση της μουσικής στον ύμνο της Χούντας
Αυτό είναι μια ιστορία η οποία δεν είναι σωστή. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει ύμνος της χούντας. Συνέβη το εξής, όπως θα σας το πω: Μια μέρα κάλεσαν τους συνθέτες του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας –εμένα, τον Πλέσσα, τον Μωράκη, τον Μουζάκη κ.α.– στη Βουλή και μας είπαν, με εντολή συνταγματάρχη: «Θα κάνετε από ένα τραγούδι για μια γιορτή». Ήταν ο ένας χρόνος της επταεπτίας. Και μου δώσανε από ένα στίχο που είχε γράψει ο Οικονομίδης. Όλοι οι συνθέτες φτιάξαμε από ένα τραγούδι. Για μένα γιατί έγινε αυτό; Γιατί, εν απουσία μου, το έκανε δίσκο ένας τραγουδιστής που υπήρχε τότε, ο Φώτης Δήμας. Δεν ξέρω ποιος τον έβαλε και το έκανε δίσκο, σε ένα 45άρι μικρό. Και έβαλαν, βέβαια, ότι η μουσική είναι του Γιώργου Κατσαρού. Δεν έκανα εγώ αυτόν το δίσκο. Τον έκανε ένας άλλος μαέστρος. Εγώ έκανα αυτό που έκαναν τότε όλοι οι συνθέτες. Αλλά δεν βγήκα να απαντήσω. Και σε ποιον να απαντήσω; Σε αυτούς που με κατηγόρησαν γιατί τότε έκανα επιτυχίες; Μα, μόνο εγώ έκανα επιτυχίες; Και η Καρέζη έκανε επιτυχίες τότε. Και ο Νταλάρας βγήκε τότε κι έκανε επιτυχίες. Αυτή είναι η πραγματική ιστορία που σας είπα…
Σας κατηγόρησαν μήπως και για την «Αλβανία» (1973) επειδή είχε αυτό το εθνικό θέμα;
Η «Αλβανία» απαγορεύτηκε. Μόλις παίχτηκε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, απαγορεύτηκε. Και επετράπη ξανά η κυκλοφορία της μετά τη χούντα. Οι φοιτητές μπήκαν στο Πολυτεχνείο με το «Κράτα, Μάνα». Τραγουδούσαν το «Κράτα, Μάνα, και θα γίνει το μεγάλο κίνημα / Λευτεριά και Ρωμιοσύνη, είναι αδέρφια δίδυμα»! Εγώ αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκα ποτέ…
Σχόλια για αυτό το άρθρο