Οποιοδήποτε έργο υμνεί τον έρωτα, και δη τον εφηβικό, αυτόματα εξασφαλίζει τη διαχρονικότητά του, είτε αυτό είναι κάποιο θεατρικό έργο, λογοτεχνία ή ποίηση, είτε είναι κάποια μουσική σύνθεση ή χορογραφία. Υπάρχει πιο ωραία εικόνα από το να βλέπεις δύο ερωτευμένους έφηβους, να βιώνουν το συναίσθημα της αγάπης με τον πιο αθώο, ανιδιοτελή και απόλυτο τρόπο; Νομίζω πως όχι, ειδικά όταν η εικόνα αυτή, ποιητικά δοσμένη από τον Σαίξπηρ στο έργο του Ρωμαίος και Ιουλιέτα, δίνεται και σκηνικά σε μια grande παράσταση, που φέρει σκηνοθετικά την υπογραφή του Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος κρατά και τον ρόλο του επιβλητικού πρίγκιπα της Βερόνας.
Η νεφελώδης, σπαρακτική ιστορία αγάπης του παγκόσμιου δραματολογίου, πραγματώνεται στην σκηνή του Pantheon Theater, η οποία μετατρέπεται σε μια μικρή Βερόνα, προκειμένου να μεταφερθούμε χωροχρονικά εκεί και να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες των δραματικών συνεπειών, που επιφέρει η σύγκρουση ανάμεσα στον κόσμο της παρορμητικότητας, της αγνότητας και της ακρότητας των εφήβων και στον κόσμο της σκληρότητας, του άκαμπτου καθωσπρεπισμού και του ασυναίσθητου ρεαλισμού των ενηλίκων. Με τη λογοτεχνική συρραφή των μεταφρασμένων, από τον Διονύση Καψάλη, στίχων του Σαίξπηρ με στίχους από έργα μεγάλων αρχαίων και νέων Ελλήνων ποιητών, όπως είναι το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη και η Αντιγόνη του Σοφοκλή, γεφυρώνονται δύο χρονολογικά και γλωσσικά ετερόκλητα ύφη, προσδίδοντας παράλληλα ελληνικό χαρακτήρα στις σαιξπηρικές σκηνές.
Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Λιγνάδη είναι δύο έφηβοι μαθητές, δύο ανήλικοι εραστές της τέχνης και αυτό είναι και το point της παράστασης: ο τραγικός έρωτας που καταδίκασε στην αιωνιότητα τους ομώνυμους ήρωες, να ιδωθεί μέσα από τα μάτια δύο κυριολεκτικά νέων παιδιών, που δεν έχουν προλάβει να ζυμωθούν με τον κόσμο του θεάτρου και δίνουν το εκατό τοις εκατό του εαυτού τους επάνω στην σκηνή.
Η επιλογή του Γιάννη Τσουμαράκη και της Δανάης Βασιλοπούλου, δικαιώνει τον Λιγνάδη που τους εμπιστεύεται τους κεντρικούς ρόλους καθώς η ερμηνευτική τους απλότητα είναι αξιοπρόσεκτη. Γνωρίζοντας το βάρος που φέρουν οι ρόλοι τους, έχουν το θάρρος να ενσαρκώσουν τους σαιξπηρικούς ήρωες, που πηγάζει από την ηλικιακή τους ορμή, κάνουν δεκτή την πρόκληση και παίζουν με ζέση και πάθος που αποτυπώνεται σωματικά και εκφραστικά.
Ερμηνευτικά το υπόλοιπο καστ της παράστασης, αν και αποτελείται από επαγγελματίες ηθοποιούς, γνωστούς για το ταλέντο τους στην υποκριτική, δεν κυριαρχεί στην παράσταση αλλά λειτουργεί επικουρικά, αφήνοντας ουσιαστικό χώρο στην σκηνή στα νέα παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους θεατρικά βήματα. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες ερμηνείες που ξεχωρίζουν όπως του Πάνου Παπαδόπουλου στο ρόλο του μπριόζικου κωμικοτραγικού Τζόκερ και του Στάθη Ψάλτη στο ρόλο της Νένας, που δίνει μια δική του προσωπική εναλλακτική χιουμοριστική ερμηνεία στον κλασικό ρόλο της παραμάνας.
Σκηνογραφικά ο Απόλλων Παπαθεοχάρης στήνει περίτεχνα ένα λιτό λειτουργικό σκηνικό στις αποχρώσεις του γκρι, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική μορφή του πύργου των ευγενών με την industrial αρχιτεκτονική μορφή των σύγχρονων οικοδομικών περιβαλλόντων, ακολουθώντας και ενδυματολογικά παρόμοιο στυλ με αυτό που επέλεξε να αποδώσει σκηνογραφικά, χωρίς ιδιαιτερότητες. Η μουσική επιμέλεια, στην οποία εμπεριέχονται και κομμάτια του κλασικού ρεπερτορίου, αλλά και η μουσική σύνθεση του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου ταυτίζεται με το προφίλ του διασκευασμένου έργου.
Εν κατακλείδι, το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Λιγνάδη αποτελεί μια παράσταση που ακτινοβολεί από τη λάμψη που εκπέμπουν οι νεαροί πρωταγωνιστές και που ακόμα κι αν σκηνοθετικά δείχνει ότι παρεκκλίνει από την αυτούσια μεταφορά του πρωτότυπου έργου, στον πυρήνα της κρατά την κλασσικότητά του.
Σχόλια για αυτό το άρθρο