Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, οι σειρήνες και οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαναν τον πόλεμο και για τη χώρα μας. Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος που έμενε με την αδελφή του και την ανιψιά του στην Αθήνα, είχε ξεκινήσει μια ωραία πορεία στο Εθνικό Θέατρο και ήταν 28 χρονών. Εκείνο το πρωϊνό, κοιμόταν και ροχάλιζε του καλού καιρού, επειδή είχε ξενυχτίσει μελετώντας το προηγούμενο βράδυ. Ξαφνικά, πετάχτηκε από το κρεβάτι του και άνοιξε το ραδιόφωνο.
–Πάει και το Εθνικό, πάει και η καριέρα, σκέφτηκε. Την ίδια μέρα ήρθε και το χαρτί της επιστράτευσης. Παρουσιάστηκε στο 6ο σύνταγμα στην Κόρινθο, φόρεσε το τιμημένο χακί και έφυγε για τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Στη Χειμάρρα παίρνει το βαθμό του λοχία. Εκεί μαθαίνει για το θάνατο του πατέρα του από εγκεφαλικό που τον ταλαιπωρούσε χρόνια. Η σκέψη του είναι στη μάνα του.
Στον πόλεμο του ΄4ο, ο στρατός μας δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους Ιταλούς αλλά και τις …ψείρες. Όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στο βιβλίο “Ο πρίγκιπας της ελληνικής κωμωδίας” του Κάρολου Μωραϊτη, είχαν ψείρες ακόμα και στα τσίνορα. Άσε τα γένια, που από σκληρά και κατάμαυρα είχαν γίνει κάτασπρα από τις ψείρες. Μέχρι και στις τρύπες της ζώνης είχαν φωλιάσει. Για να μην πούμε τι γινόταν μέσα τους…
Λίγο πριν τελειώσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γίνεται έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ο ίδιος διηγείται: Ήθελα να τραυματιστώ κι εγώ, όπως τόσοι και τόσοι συμπολεμιστές μου για να καταλάβω τι θα πει πόλεμος. Μα οι Ιταλοί ήταν κακοί σκοπευτές. Και μου στέρησαν αυτή τη χαρά, αν και βρεθήκαμε πολλές φορές σε απόσταση λίγων βημάτων. Μα και ΄γώ δεν θυμάμαι να σκότωσα ανθρώπους. Πάνω από όλα, πολεμούσα για την Ελλάδα.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος είχε εκτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του προς την πατρίδα. Και ήταν περήφανος γι’ αυτό…
Σχόλια για αυτό το άρθρο