Για όσους δεν έχουν πάει, πρέπει να πω ότι η Σπονδή στεγάζεται σε ένα υπέροχο, παλιό, νεοκλασσικό σπίτι, με πέτρινους τοίχους, απαλό φωτισμό από τους πολυελαίους που κρέμονται από την οροφή και μια ατμόσφαιρα που θα τη χαρακτηρίζαμε “πολιτισμένη”. Είναι σίγουρο ότι κανείς δεν έρχεται εδώ μόνο για να φάει, αλλά και για να απολαύσει τη διακριτική πολυτέλεια στο χώρο, στα σερβίτσια, στην παρουσίαση των φαγητών. Στην είσοδο με υποδέχεται ένας φίλος από τα παλιά, ο Ευριπίδης Αποστολίδης που χρόνια ασχολείται δημιουργικά με την εστίαση. Θυμόμαστε ιστορίες από το παρελθόν, λέμε για το “νόστιμο” που βγαίνει από το “νόστο”, την επιστροφή δηλαδή στις γεύσεις του σπιτιού, με οδηγεί στο τραπέζι μας, έρχεται η Χριστίνα, το ταξίδι μας στη χώρα του γκουρμέ ξεκινάει με ένα κονσομέ με νιόκι και παντζάρι…
Λέω συχνά ένα στιχάκι: “Μην το πίνεις το Merlot, σου τρελαίνει το μυαλό, αλλά και με Chardonnay θα μεθύσεις Παυριανέ”. Έτσι, μετά τον υπέροχη αφρώδη “Παράγκα” του κυρ-Γιάννη που δοκιμάσαμε στην αρχή, ήρθε το δεύτερο πιάτο, σολομός ψημένος στο αλάτι, και ο σερβιτόρος προτείνει ένα Chardonnay του 2013 από το κτήμα Γεροβασιλείου. Απαγγέλλω το στιχάκι στη Χριστίνα και την παρακαλώ να αλλάξουμε κρασί γιατί θα γίνω λιώμα με το πρώτο ποτήρι. “Έλα καλέ, μια χαρά θα είσαι, εγώ είμαι εδώ” μου απαντάει με τη γνωστή σιγουριά της. Κι ενώ έχουμε τελειώσει το τρίτο πιάτο, πουρέ πατάτας με τρούφα, καραμελωμένο κρεμμύδι, ψιλοκομμένο μπέικον και ένα ωμό αβγό στη μέση, ένα πιάτο τόσο μοντέρνο και τόσο μαμαδίστικο μαζί, έρχεται το Chardonnay. Ένα μοναδικό κρασί, που όμως καταλαβαίνω από την πρώτη ρουφηξιά πως θα με στείλει αδιάβαστο…
Την τούρτα λαγού με φουαγκρά, σάλτσα Grand Veneur και λαχανικά του χειμώνα, τη θυμάμαι. Θυμάμαι επίσης ότι είχε τελειώσει η πρώτη φιάλη και εν ευθυμία παράγγειλα δεύτερη. Από εδώ και πέρα δεν περιγράφω! Η Χριστίνα λέει πως άρχισα να αγορεύω μεγαλόφωνα και μετά, όταν ήρθε το πέμπτο πιάτο, ένα τυρί Vacherin Mt D’ Or, με καρύδι και βαλεριάνα, άρχισα να το τρώω σαν κυνηγημένος. Όταν τέλειωσε και η δεύτερη φιάλη ήθελα και τρίτη, ευτυχώς δεν μου έφέραν και τελικά πάνω στο έκτο πιάτο, μια σοκολάτα με μαρέγκα, λεμόνι και τζίντζερ, άρχισα να κουτουλάω από τη νύστα, κάλεσε ταξί, με πήρε και φύγαμε…
Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Η Σπονδή δεν έχει φτιαχτεί για να κορέσει μόνο την πείνα μας. Τουλάχιστον την πείνα του στομαχιού. Η Σπονδή είναι ένα εστιατόριο που η γεύση, η αισθητική, η πρωτοτυπία, η πολυτέλεια, ενώνονται για να παρουσιάσουν ένα αποτέλεσμα που απευθύνεται σε χορτασμένους ανθρώπους που ψάχνουν, εκτός από την τροφή, και κάτι άλλο. Κι εδώ πρέπει να πω, πως η παρουσίαση των φαγητών ήταν σαν πίνακες, πολλές φορές δεν ήθελα να φάω για να μη χαλάσω την σύνθεση των πιάτων. Ας όψεται το Chardonnay που με οδήγησε σε παρασπονδίες, και δεν με άφησε να τα απολαύσω μέχρι το τέλος. Νομίζω ότι στο στιχάκι για τα κρασιά θα προσθέσω και αυτό: “Κι όταν τρως μες στη Σπονδή, να είσαι ήσυχο παιδί”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο