Με την απόσταση ασφαλείας μιας εβδομάδας, ο ΤΑΖ θυμάται την βραδιά της απονομής παρακολουθώντας την κάθε πικραμένη να λέει τον πόνο της με αναλύσεις μάπετ σόου.
Ας το ξεκινήσουμε πολύ απλά με κάτι που μου είχε πει ο Τζορτζ Κλούνεϊ σε μια συνέντευξη. «Τα βραβεία δεν σημαίνουν τίποτα. Είναι απλώς ένα αβανταδόρικο γκλάμουρ έξτρα στην εμπορική προώθηση μιας ταινίας.» Μολονότι ακούγεται λίγο ισοπεδωτικό, κρύβει αρκετή αλήθεια μέσα του και δεν μιλάω μόνο για τα Όσκαρ αλλά για τα κάθε είδους βραβεία. Εκεί έξω υπάρχουν εκατοντάδες ταινίες, πίνακες, ποιήματα, βιβλία, τραγούδια, καλλιτέχνες που δεν πρόκειται να πάρουν ποτέ τους βραβείο, ενίοτε ούτε καν να κάνουν καριέρα, εκδοθούν ή να διαβαστούν από το κοινό που τους αξίζει, τα οποία δυνητικά είναι αριστουργήματα ή πολύ πιο «δυνατά» από αυτά που ξεχωρίζουν και βραβεύονται. Πίσω από κάθε βραβείο υπάρχει μια ολόκληρη διαπλοκή συμφερόντων, εταιριών, εμπόρων και λοιπών. Είναι γνωστό το ότι συγκεκριμένος «πανμέγιστος» Έλληνας σκηνοθέτης, έπαιρνε τηλέφωνο στις Κάνες, απειλώντας ότι αν επιλέξουν τον τάδε Έλληνα σκηνοθέτη, δεν πρόκειται να ξαναπατήσει στο φεστιβάλ. Πολλαπλασίασε το αυτό με τις εταιρείες που συμμετέχουν και κάνουν το ίδιο.
Σου λέει πχ, το Canal Plus, για να σου δώσω το τάδε μου αριστούργημα, θα πάρεις αναγκαστικά και την άλλη την παπαριά. Ούτως ή άλλως, πλέον τα βραβεία και ειδικά τα φεστιβαλικά, μάλλον δυσφημιστικά λειτουργούν ως προς την εμπορικότητα μιας ταινίας παρά διαφημιστικά. Για να έρθουμε λοιπόν στα Όσκαρ. Ας γίνει επιτέλους αντιληπτό ότι στην ουσία πρόκειται για μια μεγάλη, τη μεγαλύτερη ουσιαστικά χολιγουντιανή γιορτή, όπου οι εργαζόμενοι της κινηματογραφικής βιομηχανίας, μαζεύονται για να τιμήσουν όσους ξεχώρισαν με το έργο τους στη χρονιά που πέρασε. Σαφέστατα είναι τα πιο δημοκρατικά βραβεία, εφόσον ψηφίζουν 6.500 και βάλε μέλη της Ακαδημίας, σαφέστατα όπως και τα αποτελέσματα των δημοκρατικών εκλογών, αναδεικνύουν μάλλον το πιο δημοφιλές ή αυτό που έχει το περισσότερο ρεύμα και είναι υποσχόμενο και κάνει ντόρο, παρά το καλύτερο.
Στην περίπτωση των Όσκαρ, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι αυτό αφορά με πολύ ελάχιστες εξαιρέσεις, στην παραγωγή των αγγλόφωνων ταινιών. Επίσης να υπολογιστεί ότι εκ των πραγμάτων, στην καμία δηλαδή, δεν βλέπουν και οι 6.500 ψηφοφόροι όλες τις ταινίες που ψηφίζουν για υποψηφιότητα (αυτό είναι φουλ τάιμ δουλειά εξαμήνου για να τη βγάλεις πέρα) με τον αστικό θρύλο να λέει ότι πολλές φορές δίνουν τα screener στις γυναίκες τους, στις υπηρέτριες τους, μη σου πω και στο σκύλο τους για να τα δει και να αποφασίσει. Ταυτόχρονα, οι περισσότεροι από αυτούς, δουλεύουν ή έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα με συγκεκριμένα στούντιο τα οποία με τη σειρά τους ακολουθούν συγκεκριμένη πολιτική (με πανάκριβες διαφημίσεις στον τύπο) όσον αφορά το ποιες ταινίες από το σύνολο της φετινής παραγωγής τους θα προωθήσουν και το ποιες απέτυχαν και θα τις θάψουν.
Κλασσικότερο παράδειγμα φέτος, οι «Σύμμαχοι» με τη Μαριόν Κοτιγιάρ και τον Μπραντ Πιτ, που γυρίστηκαν τύπου «Καζαμπλάνκα», ξεκάθαρα με το Όσκαρ στο κεφάλι των παραγωγών αλλά όταν προέκυψε μάπα το καρπούζι από κοινό και κριτικούς, το στούντιο τους άφησε στη γωνιά. Για να κλείσουμε με την περιβόητη κουλή διαμάχη των αγράμματων για το “La La Land” και το “Moonlight”. Kατ’ αρχάς προσωπικά θεωρώ ότι η φετινή εννιάδα των υποψηφίων για καλύτερη ταινία ήταν εντελώς αμήχανη ανατανακλώντας τη γενικότερη σύγχιση που υπάρχει στη Χολιγουντιανή βιομηχανία, με εντελώς άκυρες συμμετοχές, όπως το «Lion», το «Hidden Feagures» μη σου πω και το «Hacksaw Ridge» παρ’ όλο που το απήλαυσα και το «Fences» που επίσης είναι μια καλή δουλειά αλλά ως εκεί. Η αγωνία του να δείξουμε προχώ σαν καλλιτεχνική κοινότητα απέναντι στην ξενοφοβική, ναζιστική κυβέρνηση του Τραμπ ήταν παραπάνω από εμφανής, όμως όταν τα καλλιτεχνικά κριτήρια γίνονται πολιτικά, υπάρχει ένα περίεργο μπέρδεμα. Ξεπερνάω τους ηλίθιους που επειδή δεν γουστάρουν και δεν γνωρίζουν το μιούζικαλ, έβριζαν ως επιφανειακό το αγαπημένο «La La Land», (ντάξει μωρή, του χρόνου θα σου γυρίσουμε το «Κεφάλαιο» του Μάρξ σε μυθοπλασία να το χαρείς) και πανηγύρισαν για την επικράτηση της ποιότητας με το επίσης αγαπημένο «Moonlight» σαν νίκη της διαφορετικότητας και του ανεξάρτητου κινηματογράφου για μια ταινία εντελώς χαμηλού προϋπολογισμού για μια ταινία που έχει βγάλει σε εισπράξεις το αρχικό της κόστος επί 30.
Και ναι, εκεί είναι που έγραψα και στην αρχή, ότι τα Όσκαρ δείχνουν τάσεις και μερικές φορές ταρακουνούν τη βιομηχανία του κινηματογράφου σε σχέση με το που πρέπει να κατευθυνθεί όταν το «Moonlight» αναλογικά με το 1,5 εκ. δολάρια του κόστους του προκύπτει μία από τις πιο κερδοφόρες ταινίες της χρονιάς σε σχέση με ξαναζεσταμένα ανέμπνευστα 3D blockbuster των 250 εκ. δολαρίων. Όμως το «Moonlight» δεν ανακαλύφθηκε από τα Όσκαρ. Είχε από την προβολή του σε φεστιβάλ, ένα πρωτοφανές θετικό μπας αποδοχής από όλους σχεδόν και ήταν αδιανόητο να αγνοηθεί. Παρ’ όλα αυτά καλύτερη ταινία της χρονιάς, όσο κι αν με συγκίνησε, δεν μπορώ να το πω σαν κριτικός και θεατής. Αισθάνομαι πως η μισή ταινία χάθηκε στη μονταζιέρα, κάτι που το καταλαβαίνεις στην τελική συζήτηση των δύο ηρώων, ο πολύ σημαντικός χαρακτήρας της Τερέζα εξαφανίζεται στο ένα τρίτο του φιλμ όπως το ίδιο συμβαίνει και στον Χουάν, για το χαρακτήρα του οποίου ο πρώτος μουσουλμάνος ηθοποιός, στην ιστορία του θεσμού, Μαχερσαλά Αλί, κέρδισε το Όσκαρ Β αντρικού ρόλου σε έναν ρόλο που όμως δεν αναπτύσσεται καθόλου μέσα στο έργο. Θεωρώ πολύ πιο ολοκληρωμένη ταινία το «Manchester by the Sea». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία και θέμα χρόνου ως προς τι μένει ως κλασσικό και ορόσημο και τι ως πυροτέχνημα.
Σχόλια για αυτό το άρθρο