Η ξάγρυπνη πόλη είναι το νέο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα και φωτογράφου, Bill Hayes, που ήταν ο τελευταίος σύντροφος του διακεκριμένου νευροεπιστήμονα Ολιβερ Σακς που έφυγε από τη ζωή το 2015. Η Ξάγρυπνη Πόλη κυκλοφόρησε, σε μετάφραση του πεζογράφου Βαγγέλη Προβιά, από τις εκδόσεις Ροπή, στις αρχές Μαρτίου – μόλις έναν μήνα από την έκδοση του βιβλίου στις ΗΠΑ.
Ο Bill Hayes, σε αυτό το σπαρακτικό χρονικό της ερωτικής του σχέσης με τον σπουδαίο επιστήμονα, της ασθένειας του Σακς και των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αποτίει τιμή στον ιδιοφυή, χαρισματικό και βασανισμένο σύντροφό του. Ταυτόχρονα αποδίδει τιμή στη Νέα Υόρκη, στη δύναμη του ανθρώπου να αντέχει απώλειες και να ανακαλύπτει την ομορφιά, και στη γοητεία του διαφορετικού, του ξένου. Εν μέρει ημερολόγιο επιβίωσης, εν μέρει ερωτική επιστολή προς την πρωτεύουσα του κόσμου, και εν μέρει ωδή στην ανεκτικότητα ως μηχανισμό επιβίωσης, η “Ξάγρυπνη πόλη” και οι χαρακτήρες της (ο Σακς, η Bjork, η Λώρην Χάτον, μα και ανώνυμοι ποιητές, σκέητερζ και γιάπηδες) μας θυμίζουν πόσο υπέροχο είναι να ζεις.
Σε μια μικρή επιλογή από αποσπάσματα και φωτογραφίες από το βιβλίο του Ξάγρυπνη Πόλη, ο συγγραφέας και φωτογράφος Bill Hayes ανακαλεί, μέσα από κάποιες τρυφερές, γεμάτες χιούμορ ή και δράμα στιγμές, την ιδιαίτερη ερωτική σχέση του με τον σπουδαίο νευροεπιστήμονα (όλες οι φωτογραφίες είναι του συγγραφέα)
Μου έγραψε ένα γράμμα. Έτσι γνωριστήκαμε. Είχε διαβάσει το δοκίμιο του βιβλίου μου The Anatomist και του άρεσε. («Ήθελα να γράψω ένα μικρό κείμενο για το εξώφυλλο», αλλά «με απασχόλησαν άλλα και ξεχάστηκα» – μια ομολογία του που βρήκα χαριτωμένη.) Αυτό συνέβη όταν ήμουν ακόμα στο Σαν Φρανσίσκο – στις αρχές του 2008. Αυτό συνέβη όταν ακόμα οι άνθρωποι έγραφαν τακτικά γράμματα (κάτι που δεν συνέβαινε και τόσο παλιά), τότε που όταν κάποιος έπαιρνε ένα γράμμα, καθόταν κάτω και έγραφε την απάντηση, ένα γράμμα.
«Αγαπητέ κύριε Hayes – »
«– Αγαπητέ κύριε Sacks…»
Και έτσι ξεκίνησε αλληλογραφία μεταξύ εμού και του Ο.
Έναν μήνα αργότερα, έτυχε να βρίσκομαι στην Νέα Υόρκη και μετά από πρόσκληση του Όλιβερ, πήγα να τον δω. Φάγαμε μαζί σε ένα καφέ απέναντι από το γραφείο του: μύδια, πατάτες τηγανητές και μερικούς γύρους Βελγική μαύρη μπύρα. Καθίσαμε πολλή ώρα στο τραπέζι, κουβεντιάζοντας, μέχρι αργά το απόγευμα. Ανακαλύψαμε πως είχαμε και κάτι άλλο κοινό εκτός από το γράψιμο: είχε και αυτός αϋπνίες, όλη τη ζωή του – μάλιστα από αϋπνία βασανιζόταν όλη η οικογένειά του. («Είχαμε μάθει από μικρά ότι δεν ήταν δυνατόν να κοιμηθεί κανείς χωρίς υπνωτικά,» μου είχε πει με πικρία.)
Δεν ήξερα τότε – δεν μου είχε περάσει από το μυαλό καν, από όσο θυμάμαι – αν ήταν ετεροφυλόφιλος ή ομοφυλόφιλος, μόνος ή σε κάποια σχέση. Μέχρι το τέλος του φαγητού μας, δεν είχα καταλήξει με σιγουριά για κανένα από τα δύο ζητήματα, καθώς ήταν και πολύ ντροπαλός αλλά και πολύ τυπικά ευγενικός – ιδιότητες που εγώ δεν διαθέτω. Αυτό που ήξερα όμως ήταν ότι με είχε εντυπωσιάσει και με είχε γοητεύσει. Πως θα μπορούσα να μην γοητευθώ; Ήταν πανέξυπνος, γλυκός, σεμνός, όμορφος, και είχε την τάση να ξεσπά σε ξαφνικές, έντονες εκρήξεις αγορίστικου ενθουσιασμού. Θυμάμαι πώς παρασύρθηκε μιλώντας για την ιατρική βιβλιογραφία του δεκάτου ενάτου αιώνα, «για τις μυθιστορηματικές της ιδιότητες» – ακόμα ένας ενθουσιασμός που μοιραζόμασταν.
Μείναμε σε επαφή. Του έστελνα φωτογραφίες από γυμνά κλαδιά δέντρων, που είχα τραβήξει στο Central Park. Μου θύμιζαν τριχοειδή αγγεία. Εκείνος, με το μάτι του νευρολόγου, είχε την άποψη πως έμοιαζαν με νευρώνες.
«Μου φέρνουν στο μυαλό πως ο Ναμπόκοφ συνέκρινε τα δέντρα τον χειμώνα με το νευρικό σύστημα γιγάντων» μου απάντησε στο γράμμα του.
Πρέπει να το παραδεχτώ, είχα κάπως ερωτοχτυπηθεί. Αλλά ακόμα και έτσι, αυτό ήταν όλο – για τότε. Υπήρχε μια ολόκληρη χώρα ανάμεσά μας, για να μην αναφερθώ και στα τριάντα χρόνια διαφοράς στην ηλικία. Η απόφασή μου να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη, περισσότερο από έναν χρόνο μετά, δεν είχε καμία σχέση με τον Όλιβερ, και σίγουρα δεν είχα στο μυαλό μου το ενδεχόμενο σχέσης μαζί του. Απλά, είχα φτάσει σε ένα σημείο στην ζωή μου όπου έπρεπε να φύγω από το Σαν Φρανσίσκο – και όλα όσα μου θύμιζε – και να ξεκινήσω από την αρχή. Αλλά όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, ο Ο και εγώ αρχίσαμε να περνάμε χρόνο μαζί και να γνωριζόμαστε όλο και καλύτερα.
12 Μαΐου 2009:
Έφερα ένα μπουκάλι κρασί και ανεβήκαμε στην ταράτσα του Ο.
Επέτειος. Είμαι ένα μήνα στη Νέα Υόρκη:
«Να φέρω ποτήρια;» ρώτησε ο Ο, ταραγμένος.
«Όχι, δεν χρειάζεται.»
Πίναμε με μεγάλες γουλιές από το μπουκάλι, πότε ο ένας, πότε ο άλλος.
25 Ιουνίου 2009: Περίμενα στο φανάρι της γωνίας Νότιας Εβδόμης Λεωφόρου και Greenwich όταν άκουσα την είδηση. Κάποιος, σαν να ήταν ο τελάλης της πόλης, το φώναξε δυνατά, καθώς διέσχιζε με κόκκινο τον δρόμο. «O ΜΑΪΚΛ ΠΕΘΑΝΕ! Ο ΜΑΪΚΛ ΠΕΘΑΝΕ! Ο ΜΑΪΚΛ ΠΕΘΑΝΕ!»
Ο Όλιβερ δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Michael Jackson. «Τι είναι Michael Jackson;» με ρώτησε την ημέρα μετά τον θάνατό του – όχι ποιος, αλλά τι είναι – κάτι που έμοιαζε ταυτόχρονα πολύ περίεργος αλλά και εύστοχος τρόπος να το θέσεις, αν σκεφτεί κανείς πώς και πόσο πολύ ο μεγαλοφυής τραγουδιστής είχε μεταλλαχθεί από ανθρώπινο πλάσμα σε εξωγήινο. Ο Ο έλεγε συχνά πως δεν είχε καμία γνώση της pop κουλτούρας από το 1955 και μετά, και αυτό δεν ήταν υπερβολή. Δεν ήξερε από pop μουσική, ποτέ δεν είχε δει τίποτε στην τηλεόραση εκτός από τις ειδήσεις, δεν του άρεσε η σύγχρονη λογοτεχνία, και έδειχνε μηδαμινό ενδιαφέρον για τις διασημότητες ή την φήμη (συμπεριλαμβανομένης και της δικής του). Δεν είχε υπολογιστή, δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ e-mail και δεν είχε στείλει γραπτό μήνυμα. Έγραφε με πένα. Αυτό δεν ήταν επιτήδευση, ούτε μανιερισμός. Δεν επρόκειτο για κάτι που τον έκανε υπερήφανο. Στην πραγματικότητα, αυτή η αίσθηση ότι «είμαι εκτός του κόσμου» χειροτέρευε την ακραία του συστολή. Αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τα γούστα του, οι συνήθειές του, οι τρόποι του – ήταν όλα, αναπότρεπτα και σταθερά, εκτός της εποχής μας.
«Μοιάζω σαν να έρχομαι από κάποιον άλλο αιώνα;» με ρωτούσε πότε-πότε, με μεγάλη αγωνία. «Μοιάζω σαν να έρχομαι από κάποιαν άλλη εποχή;»
30 Σεπτεμβρίου 2009: Αστείο: Μου αρέσει, πότε πότε, να λέω καμία κουβέντα παραπάνω στο κρεβάτι, αλλά διαπιστώνω πως αυτό δεν έχει κανένα αποτέλεσμα όταν κάνεις έρωτα με κάποιον ο οποίος είναι σχεδόν εντελώς κουφός:
«Τι ήταν αυτό; Είπες κάτι;» ρωτάει ο Ο στην πιο παθιασμένη στιγμή, με πολλή ειλικρίνεια και με ενδιαφέρον.
«Όλιβερ! Μη με κάνεις να το ξαναπώ!»
Ξεσπάμε σε γέλια.
«Κουφό σεξ» το ονομάζουμε, τρυφερά.
26 Δεκεμβρίου 2009: Ο Ο, στο τηλέφωνο από την Νέα Υόρκη, τραυλίζει καθώς μιλάει:
«Το ξέρω πως βάζω κάθε είδους απαγορεύσεις. Όρια. Πως ήμουν απρόθυμος να κυκλοφορώ μαζί σου δημόσια. Αλλά τώρα θέλω να πω ότι σε αγαπάω και εγώ, και ότι θα πήγαινα οπουδήποτε μαζί σου και θα ήμουν ευτυχισμένος.»
Στην άλλη άκρη της χώρας, χαμογελώ πλατιά.
«Και εγώ με σένα, νεαρέ» λέω.
1 Φεβρουαρίου 2010: Είναι μια νωθρή, αποχαυνωτική Κυριακή, το απόγευμα γίνεται βράδυ, το βράδυ νύχτα, η νύχτα πρωινό.
«Θέλω μόνο να απολαύσω την εγγύτητα και την οικειότητα μαζί σου,» λέει ο Ο.
Βάζει το αυτί του στο στέρνο μου, ακούει την καρδιά μου, μετρά τους παλμούς της.
«Εξήντα δύο,» λέει χαμογελώντας ικανοποιημένος και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε περισσότερο ζεστό και οικείο.
13 Φεβρουαρίου 2011:
Ο: «Μπορεί κάποιος να χαίρεται δύο απολαύσεις την ίδια στιγμή;»
Εγώ: «Σαν ποιές; Παράδειγμα;»
Ο: «Η γεύση του μπρόκολου και η αίσθηση που μου αφήνει ο μηρός σου κάτω από το δερμάτινο παντελόνι.»
Εγώ: «Μα μπρόκολο; Αυτό είναι το παράδειγμά σου; »
Ο: «Αυτό είναι συν-πρόσληψη, έτσι δεν είναι; Συγχωνεύονται, κατά κάποιο τρόπο, τα ερεθίσματα, αλλά δεν χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους…»
30 Απριλίου 2013:
Τυχαίες σκέψεις και εικόνες:
O Ο που γκρινιάζει καθώς πλένει τα πιάτα στον νεροχύτη: «Μακάρι τα πιάτα με έναν μαγικό τρόπο να σηκώνονταν και να καθαρίζονταν μόνα τους…»
Πώς, κατά την διάρκεια ενός συνεδρίου με συζητήσεις και παραστάσεις σχετικές με το έργο του Ο που διήρκησε μια ολόκληρη μέρα, άνοιγε κάθε λίγο και λιγάκι ένα κουτάκι και μου πρόσφερε μια μέντα, πριν βάλει μια και στο στόμα του.
Πώς, όταν είχαμε ακόμα μόλις γνωριστεί, δεν είχε ιδέα πώς να μοιράζεται με τους άλλους (και δεν ήξερε καν ότι μπορεί να γίνει αυτό το μοίρασμα). Δεν είχε μοιραστεί ποτέ την ζωή του στο παρελθόν, τελικά.
Πώς, μια μέρα τις προάλλες που δεν αισθανόμουν πολύ καλά και έκανα ένα μακρύ μπάνιο, μου έφερε μια φέτα ψωμί του τοστ με μια φέτα τυρί επάνω της. Όταν πήγα στο κρεβάτι, μου έφερε ακόμα μια.
Πώς άκουγα τα πόδια του να σέρνονται στο χαλί. Και πώς μου αρέσει αυτός ο ήχος.
1 Φεβρουαρίου 2014:
Πέρασα από του Ο στις 4 το απόγευμα να δω αν ήθελε να έρθει μαζί μου στο γυμναστήριο και τον βρήκα κουλουριασμένο στο κρεβάτι, κάτω από την μπλε κουβέρτα, να κοιμάται ήσυχα, γλυκά. Περίμενα μερικά λεπτά, μήπως και ξυπνούσε. Καθάρισα τον λαιμό μου κάμποσες φορές, μα ούτε που κουνήθηκε. Φαινόταν τόσο γαλήνιος· Αισθάνθηκα μια τεράστια πλημμύρα από αγάπη και – δεν ξέρω γιατί – λύπη. Σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα. Του άφησα ένα σημείωμα και έφυγα για το γυμναστήριο. Αργότερα, αφού είχα τελειώσει τη γιόγκα μου, τον είδα στον δεύτερο όροφο του γυμναστηρίου – έμοιαζε τόσο αναζωογονημένος. Μου είπε πως είχε κοιμηθεί για καμία ώρα. «Σε ευχαριστώ για το γλυκό σημείωμά σου,» χαμογέλασε.
21 Δεκεμβρίου 2014:
Κυριακή, μια πολύ κρύα και γκρίζα Κυριακή:
Ο Ο είχε τα κέφια του. Ολοκλήρωσε τις τελευταίες διορθώσεις στο βιβλίο του, την αυτοβιογραφία του· το έστειλε στον εκδοτικό οίκο Knopf· και νομίζω πως αισθάνεται ότι απαλλάχθηκε από ένα μεγάλο βάρος. Σε αυτό το βιβλίο, για πρώτη φορά στη ζωή του, μιλά για τη σεξουαλικότητά του και για την προσωπική του ζωή, αναφέροντας και τη σχέση μας. Τα κατάφερε να το κάνει! Η απόδειξη βρίσκεται πάνω στο γραφείο του: ένας σωρός χειρόγραφων τουλάχιστον είκοσι πόντους ύψος – Η ζωή μου, θέλει να το τιτλοφορήσει. «Αντιπροσωπεύει όλη σου τη ζωή», είπα αυθόρμητα. «Ένα κομμάτι της ζωής μου αντιπροσωπεύει», με διόρθωσε προσεκτικά ο Όλιβερ, τονίζοντας το ένα «και, αν και έχει παραλείψεις, είναι η αλήθεια.»
15 Ιανουαρίου 2015:
Τηλεφώνησε ο γιατρός του Ο: «περίεργα ευρήματα,» στην αξονική τομογραφία εχτές. Έτσι: Τον πηγαίνω να τον εξετάσει ένας ακτινολόγος στο νοσοκομείο Sloan Kettering. Θέλουν να τον δουν σήμερα το απόγευμα.
Σημείωση χωρίς ημερομηνία – Φεβρουάριος 2015:
Είμαστε πολύ, πολύ ευτυχισμένοι που βρισκόμαστε ξανά στο κολυμβητήριο.
Ο Ο, κολυμπώντας, μου λέει στο τέλος της διαδρομής: «Ας το απολαύσουμε λίγο ακόμα.»
Εγώ: «Ναι!»
Πόσο καλά περιγράφουν αυτές οι λίγες λέξεις τη ζωή μας αυτήν τη στιγμή: Ας το απολαύσουμε λίγο ακόμα.
8 Ιουλίου 2015:
Την ημέρα πριν τα ογδοηκοστά δεύτερα γενέθλια του Ο, τα νέα από την τελευταία του αξονική είναι κακά – πολύ κακά – πολύ χειρότερα από ότι περιμέναμε:
Όχι μόνο οι όγκοι μεγάλωσαν πάλι, αλλά ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί: νεφρά, πνευμόνια, δέρμα. Το ενδεχόμενο ενός ακόμη εμβολισμού είναι εκτός συζήτησης… Οι γιατροί συμβουλεύουν ενέσεις Pembro – μια ανοσοθεραπεία που ακόμα βρίσκεται σε στάδιο κλινικών δοκιμών.
Τρομαγμένοι.
Ο Ο δεν θέλει να αναβάλει το πάρτι των γενεθλίων του, ούτε να πούμε σε κανέναν για την κατάστασή του. «Ο Ωντέν έλεγε πάντα ότι πρέπει να γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας,» λέει.
10 Αυγούστου 2015:
O O γράφει ένα καινούργιο κομμάτι: «Σάμπαθ.» Πότε πότε, μου ζητά μια μικρή χάρη, πάντα διατυπωμένη με μεγάλη ευγένεια: «Θα είχες την καλοσύνη: Ψάξε να μου βρεις κάτι στο μικρό κουτάκι σου!»
«Μικρό κουτάκι» είναι η έκφρασή του για το iPhone, όνομα το οποίο βρίσκει πολύ άσχημο για να το προφέρει, να το πει – «Δεν είναι καν λέξη,» σημειώνει, «είναι μάρκα.» Μερικές φορές αποκαλεί το τηλέφωνό μου ο «επικοινωνητής,» σαν να είναι μια συσκευή από το Star Trek.
22 Αυγούστου 2015:
O O σήμερα το πρωί: «Μπορείς να πετάξεις όλα τα πράγματα που έχω για την κολύμβηση, αφού κρατήσεις ό,τι νομίζεις ότι θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις.»
29 Αυγούστου 2015:
Υποφέρω αλλά είμαι ήρεμος.
Χτες το βράδυ, πριν πέσω για λίγο ύπνο, ήρθα να δω αν χρειαζόταν κάτι. Τον σκέπασα και τον φίλησα στο μέτωπο.
«Ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπώ;»
«Όχι.» Τα μάτια του ήταν κλειστά. Χαμογελούσε, σαν να έβλεπε κάτι πολύ όμορφο.
«Πάρα πολύ.»
«Ωραία,» είπε, «πολύ ωραία.»
«Όνειρα γλυκά.»
(Ο Όλιβερ Σακς πέθανε την επόμενη μέρα, στις 30 Αυγούστου 2015.)
Σχόλια για αυτό το άρθρο