Με τον Μάκβεθ του Τζουζέππε Βέρντι εγκαινίασε η Εθνική Λυρική Σκηνή τη μεταστέγασή της στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος του ΚΠΙΣΝ. Μπορεί να μην πρόκειται για νέα παραγωγή (καθώς η εν λόγω όπερα παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 2014 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), όμως η επιλογή του συγκεκριμένου οπερατικού έργου υπήρξε ιδανική, γιατί είναι μία από τις αρτιότερες παραστάσεις που παρουσίασε η Λυρική Σκηνή κατά τα τελευταία χρόνια, καθώς και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία γνωριμίας με το νέο κτήριο δια χειρός Ρέντσο Πιάνο και τις νέες συνθήκες θέασης της όπερας (για παράδειγμα, δεν υπάρχουν πλέον υπέρτιτλοι επί σκηνής, αλλά οθόνες που τους προβάλλουν στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος της κάθε θέσης, και μάλιστα με επιλογή γλώσσας).
Η τετράπρακτη όπερα του Βέρντι βασίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η υπόθεσή της αναφέρεται στην αναρρίχηση του στρατηγού Μάκβεθ (Τάσης Χριστογιαννόπουλος) στο θρόνο της Σκωτίας, αλλά και στις μάγισσες που διαμορφώνουν και κατευθύνουν τους πρωταγωνιστές, ωθώντας τους στο μονοπάτι της φιλοδοξίας, του φόνου και του θανάτου. Ο Μάκβεθ πρώτα φονεύει τον βασιλιά Ντάνκαν και τον στρατηγό Μπάνκο (Πέτρος Μαγουλάς). Συνεργό και υποκινητή των εγκληματικών ενεργειών του έχει την σύζυγό του, Λαίδη Μάκβεθ (Δήμητρα Θεοδοσίου). Εκείνη τελικά αυτοκτονεί υπό το βάρος των τύψεων κι εκείνος εκτελείται από τον ευγενή Μακντάφ (Δημήτρης Πακσόγλου), ο οποίος υπερασπίζεται τα δικαιώματα του Μάλκολμ (Φίλιππος Δελλατόλας), γιου του Ντάνκαν.
Ο ιταλικής καταγωγής αμερικανός σκηνοθέτης Λορέντσο Μαριάνι έχει στήσει μια μοντέρνα παράσταση με γρήγορους ρυθμούς, χρησιμοποιώντας ευρήματα που δικαιολογούνται από το λιμπρέτο της όπερας και υπογραμμίζουν ακόμη περισσότερο τη μουσική του Βέρντι. Αξιοποιώντας ευφάνταστα την τεχνική του «κύκλου» με τις τρεις μάγισσες/χορεύτριες (Αθηνά Βρούβα, Ελένη Κλάδου και Δέσποινα Μπισμπίκη), ο Μαριάνι στήριξε στην εικόνα τους ολόκληρη τη σκηνοθετική του γραμμή: έναν Μάκβεθ-σπουδή στο αναπόδραστο της Μοίρας, την κατάδυση της ανθρώπινης ύπαρξης στην ατομική και συλλογική κόλασή της, τη συλλογική ευθύνη. Οι μάγισσες βουβές, αλλά πανταχού παρούσες, ακολουθούν τα βήματα των ηρώων και κινούν τα νήματα ήδη από την εισαγωγική σκηνή, όπου ο θρόνος καταβυθίζεται μαζί με τον νεκρό Μάκβεθ (αφού πρώτα του έχουν αφαιρεθεί τα βασιλικά σύμβολα εκτός του στέμματος), μέχρι και το τέλος, όπου επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή με τον Μάκβεθ να εξαφανίζεται αυτή τη φορά στο άγνωστο, αφού οι μάγισσες του αφαιρέσουν πλέον και το στέμμα, το τελευταίο γνώρισμα της εξουσίας. Και στη σκηνή της δολοφονίας του Ντάνκαν, ωστόσο, όλοι οι χορωδοί αποκαλύπτουν τα ματωμένα λευκά μπλουζάκια τους, υπογραμμίζοντας ότι το βάρος μιας δολοφονίας βαραίνει τους πάντες. Στην κόλαση δεν βρίσκονται κάποιοι ξένοι, αλλά εμείς οι ίδιοι.
Ο ιταλός σκηνογράφος Μαουρίτσιο Μπάλο σχεδίασε ένα σκηνικό από λαμαρίνα που αποκαλύφθηκε όταν σηκώθηκε η μεταλλική αυλαία με τα αίματα. Στο μόνιμο αυτό σκηνικό προσθαφαιρούνταν σε κάθε σκηνή στοιχεία (από ένα βαγόνι τρένου μέχρι το καζάνι των μαγισσών), ενώ τμήματά του αποσπάστηκαν με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο στη σκηνή του δάσους του Μπέρναμ. Με το κόκκινο του αίματος, που κυριάρχησε απόλυτα στην παράσταση (τρένο, θρόνοι κ.λπ.), συμπορεύτηκαν και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της επίσης Ιταλίδας Σίλβια Αϋμονίνο. Ιδίως στα μαύρα-γκρι κοστούμια των μαγισσών/χορωδών, οι κόκκινες λεπτομέρειες (γάντια, κάλτσες) λειτουργούσαν δραστικά. Στη συνολική εφιαλτική ατμόσφαιρα του έργου συνετέλεσαν καταλυτικά και οι φωτισμοί του Σουηδού Λίνους Φέλμπουμ, με σκιές πάνω στις λαμαρίνες, που αποτύπωναν την παρασκηνιακή δράση των ηρώων, αλλά και με κάθετους φωτισμούς που εστίαζαν σε συγκεκριμένες δράσεις, ρίχνοντας φως στην πλοκή.
Αντάξιοι του μεγέθους των φωνητικών και υποκριτικών απαιτήσεων των ρόλων τους υπήρξαν όλοι οι μονωδοί, με προεξάρχοντες τον Τάση Χριστογιαννόπουλο και τη Δήμητρα Θεοδοσίου. Ισότιμα πλάι τους στάθηκε ο Δημήτρης Πακσόγλου, του οποίου η πορεία είναι σταθερά ανοδική τα τελευταία χρόνια. Η μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού ήταν καθηλωτική, ενώ η διεύθυνση της χορωδίας από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη στην επιμέρους διδασκαλία της γυναικείας και της αντρικής χορωδίας, αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στο τέλος της Α΄ Πράξης, το τραγουδιστικό σύνολο των δύο χορωδιών ακουγόταν περισσότερο ως φασαρία.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων
Σχόλια για αυτό το άρθρο