Ηθοποιός; Αυτό το ψίχουλο ηθοποιός; Σκέφτηκε η Μαρίκα Κοτοπούλη όταν πρωτοείδε στη νεοσύστατη δραματική της σχολή το δεκατεσσάρων χρόνων κοριτσάκι, συνεσταλμένο, απλό, σχεδόν ατημέλητο με ένα παλτουδάκι κι από μέσα την μπλε ποδιά του σχολείου, με συμπαθητικό, σχεδόν φοβισμένο πρόσωπο. Πώς είναι το όνομά σου; την ρώτησε η Κοτοπούλη. Έλλη Λ… , πριν προλάβει να συμπληρώσει «Λούκου» που ήταν το επίθετό της, την προλαβαίνει ο θείος της που την συνόδευε. Λαμπέτη, Έλλη Λαμπέτη από τα Βίλλια. Ένα όνομα που έμελλε να το κάνει ένδοξο. Ηθοποιός αυτό το ψίχουλο; Το μάτι όμως της Κοτοπούλη είχε μια καταπληκτική ικανότητα να συνθέτει με τα στοιχεία του παρόντος, την εικόνα του μέλλοντος.
Ήταν η δεύτερη απόπειρα να γραφτεί σε δραματική σχολή και ευτυχώς επιτυχημένη. Η προηγούμενη παρουσία της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δεν έγινε δεκτή. Την απόρριψή της ακολούθησε η φράση: σιγά μην χάσουμε την πρωταγωνίστρια. Όχι μόνο δεν την έχασαν, αλλά λίγα χρόνια μετά θα την προσλάβουν ως βασική πρωταγωνίστρια. Επιστροφή όμως πίσω, στη Σχολή της Κοτοπούλη. Η Έλλη Λαμπέτη μέσα σε ελάχιστους μήνες ξεχώρισε στο μάθημα της υποκριτικής και σε ένα χρόνο προσελήφθη στο θίασο της Κοτοπούλη. Έτσι, από το 1942, αρχίζει η καλλιτεχνική σταδιοδρομία της Έλλης Λαμπέτη με το ονειρόδραμα σε δύο μέρη «Η Χάνελε πάει στον παράδεισο» του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Η απόφαση αυτή της Κοτοπούλη, προκάλεσε θύελλα από τις αντιζηλίες των «καθιερωμένων» πρωταγωνιστριών του θιάσου, που έβλεπαν να βγαίνει μια επικίνδυνη αντίπαλος, έστω και 15 χρονών. Αντιζηλίες καθόλου αδικαιολόγητες. Από την ώρα που βγήκε η Λαμπέτη, αυτές έσβησαν για πάντα, σήμερα δεν τις θυμάται κανείς! Η πρώτη εκείνη πρεμιέρα της Έλλης στο μεγαλύτερο θέατρο της Αθήνας, στο Ρεξ, έγινε μπροστά σε μια κατάμεστη αίθουσα που την αποθέωσε. Την άλλη μέρα το όνομά της ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Όλες οι εφημερίδες μιλούσαν για το «Λαμπετάκι» το μικρό κορίτσι με το μεγάλο ταλέντο. Από τις λίγες περιπτώσεις που ένας ηθοποιός επιβάλλεται με την πρώτη.
Η σκληρή μοίρα που αγρυπνούσε πάνω της, δεν την άφησε να γευθεί ακέραιο εκείνο το θρίαμβο. Λίγο πριν το τέλος της Κατοχής, μια «αδέσποτη» σφαίρα περνά τα παντζούρια του σπιτιού της και σκοτώνει την μητέρα της. Όσο πιο ψηλά προχωρούσε για την κορυφή, τόσο την χτυπούσε αλύπητη η μοίρα της. Το 1946 μεταπηδά στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, ως βασικό πια στέλεχος. Μέσα σε τρία χρόνια η καριέρα της στάθηκε αρκετή για να καθιερωθεί στη θεατρική συνείδηση. Το 1948 συνεργάζεται με την Κατερίνα, το 1949 προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο και από το 1949 ως το 1952 είναι η πρωταγωνίστρια στο θίασο του Κώστα Μουσούρη. Από το 1952 ως το 1955 γίνεται συνθιασάρχης με τον Γιώργο Παππά και τον Τάκη Χορν και το 1955 ιδρύει με τον Χορν δικό της θίασο. Ξαναγυρίζει για ένα διάστημα στο Εθνικό, και από το 1964, 38 χρονών, είναι επικεφαλής του δικού προσωπικού θιάσου.
Ο κινηματογράφος δεν άφηνε αδιάφορη την Έλλη Λαμπέτη. Πρώτη ταινία το 1946, οι Αδούλωτοι Σκλάβοι, ενώ το 1951 προβλήθηκε η πρώτη αξιόλογη ταινία της, τα Ματωμένα Χριστούγεννα. Ο Μιχάλης Κακογιάννης αξιοποιεί πρώτος τις υποκριτικές της δυνατότητες στην οθόνη, με το Κυριακάτικο Ξύπνημα, το 1954. Ακολουθεί η Κάλπικη λίρα, που συγκεντρώνει όλη την αφρόκρεμα της τότε θεατρικής σκηνής. Το γνωστό ψεύδισμα της φωνής της Έλλης, που η ίδια το μετέτρεψε σε προτέρημα, χαρακτηρίστηκε σαν η ¨πιο ερωτική φωνή που πέρασε από την ελληνική οθόνη» και το σ΄αγαπώ της έμεινε κλασικό. Η επόμενη ταινία ήταν Το κορίτσι με τα μαύρα (τρίτη και τελευταία ταινία με παρτενέρ τον Χορν). Το φιλμ προβλήθηκε επίσημα στο Φεστιβάλ των Καννών αποσπώντας ευνοϊκές διεθνείς κριτικές. Το τελευταίο ψέμα, ήταν η μοναδική ταινία που γύρισε η Λαμπέτη για τη Φίνος Φιλμ, σε σενάριο και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το φιλμ έκανε καριέρα στο εξωτερικό με τον τίτλο Ζήτημα αξιοπρέπειας. Το 1961 η Έλλη Λαμπέτη τιμήθηκε με το Αριστείον Κινηματογραφικής Αξίας μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Μελίνα Μερκούρη για την ως τότε προσφορά τους στον κινηματογράφο. Θα ακολουθήσουν δύο ταινίες, το Χαμένο κορμί και το Μια μέρα ο πατέρας μου. Συνολικά η Έλλη Λαμπέτη γύρισε δέκα ταινίες.
Το χαρακτηριστικό της Έλλης Λαμπέτη είναι ότι δεν αντέγραψε, ούτε ακολούθησε προηγούμενα πρότυπα ή και συγκαιρινά της. Την συνέκριναν πότε με την Σάρα Μπερνάρ και πότε με την Γκρέτα Γκάρμπο. Κι όμως η Έλλη ήταν πάντα η μία και μοναδική Λαμπέτη χωρίς αντίγραφο. Αποτελεί ξεχωριστή και ιδιότυπη προσωπικότητα στο θεατρικό στερέωμα. Κάτω από τη συστολή, έκρυβε μια ατσαλένια θέληση. Πλασμένη για ρόλους ρομαντικούς, αποκάλυψη όμως σε τραγικούς, δραματικούς και με το κωμικό στοιχείο σε απίθανη έξαρση. Ερμηνεύτρια όχι μόνο υψηλής στάθμης αλλά μοναδική. Η απλότητα, η λεπτότητα, η ευαισθησία και το πάθος της ήταν αυτά που μάγευαν πάνω στη σκηνή και μέσα στη ζωή.
Μόνο επάνω στη σκηνή ένιωθε ζωντανή. Και πάντα είχε το παράπονο πως δεν πρόλαβε να παίξει αυτά που ήθελε, ότι «σπατάλησε» το ταλέντο της. Η αλήθεια είναι ότι σπατάλησε τη ζωή της, τη χάρισε στους άλλους και δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό της για να κάνει όλους τους άλλους, εμάς, πλούσιους από ομορφιά, από χαρά και από την παρουσία μιας γοητευτικής ύπαρξης που ξανά δεν θα δούμε ανάμεσά μας. Η τέχνη της ήταν τόσο μαγική, που ακόμα και έργα ασήμαντα, έπαιρναν άλλη χάρη επειδή εκείνη τα άγγιξε.
Μια από τις συγκλονιστικότερες επιτυχίες της ήταν το Λεωφορείο ο πόθος το 1965. Λίγα χρόνια αργότερα, άρρωστη και συνεχώς κεραυνοβολημένη με το εύθραυστο κορμί της να ταλαντεύεται, δίνει μερικές τεράστιες δημιουργίες: Γλυκιά Ίρμα, Μικρές Αλεπούδες, Μια λαίδη στο σφυρί, Τυφλόμυγα, Βυσσινόκηπος, Δεσποινίς Μαργαρίτα, Φθινοπωρινή ιστορία, Ντόλι. Έπαιζε εγχειρισμένη με σωληνάκια στα τραύματα που έσταζαν ακόμα. Με την Σάρα κάνει την τελευταία της εμφάνιση. Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που πέρασε ποτέ από το ελληνικό θέατρο, από κάθε ίσως θέατρο, της λέει ο Μάνος Χατζιδάκις. Έχει φτάσει στο τέλος της εξάντλησης όλων των δυνάμεών της. Πέρα από τα προσωπικά της δράματα, η υιοθεσία ενός ξένου παιδιού, την φόρτωσε με άγχος και τρομερή ψυχική κόπωση, που την κατέβαλε. Από κει τα’ παθα όλα, έλεγε.
Ένα παιδί , η Λίζα, γεμίζει τη ζωή της. Ένα παιδί που δεν είναι δικό της, που προσωρινά σαν φύλακας άγγελος δέχεται να το προστατέψει και που αργότερα της το παίρνουν οι φυσικοί του γονείς δικαστικά. Το θέμα της Λίζας πήρε τεράστιες διαστάσεις κι έγινε αφορμή να βρεθεί στο επίκεντρο μιας σκληρής επικαιρότητας. Μετά το δημοσιογραφικό θόρυβο, την πίκρα και την απογοήτευση, εγκατέλειψε το «ερημητήριό» της, το εξοχικό της σπίτι στον Αϊ-Γιάννη στο Πήλιο και επέστρεψε στο δικό της χώρο, το θέατρο.
“Το ότι αγαπήθηκα πολύ, είναι κάτι. Επίσης, το ότι αγάπησα τόσο. Έδωσα και πήρα, τίμιο παιχνίδι. Δεν αγαπήθηκα χωρίς λόγο, έδωσα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Θυμάμαι, όταν στις παραστάσεις μου χειροκροτούσαν και χαλούσε ο κόσμος κάτω στην πλατεία, άκουγα «μπράβο, καταπληκτική». Και το έλεγαν σαν να το έβρισκαν το φυσικότερο των πραγμάτων. Αλίμονο, τέτοια παράσταση που τους έκανα. Ήταν δίκαιο που ενθουσιάζονταν, είχα βάλει αίμα σ΄εκείνες τις δύο ώρες και είχα κάνει εξαιρετική δουλειά. Όταν σου κάνω το τραπέζι και σου δίνω ένα φαϊ εξαιρετικό, δείξε μου ότι το εκτίμησες. Πήρα ναι. Αλλά πήρα γιατί έδωσα.”
Θρηνούσε τη μάνα της κι έπαιζε στο Μουσούρη και συνεργαζόταν με τον Πλωρίτη. ΄Εχανε την αδελφή της και τον πατέρα της και εγκαινίαζε θίασο και ερωτευόταν τον Χορν. Κάπως έτσι έζησε μια ζωή. Με τον δίδυμο αδελφό της πρώτα, την μητέρα της κατόπιν, τον πατέρα της, τις τρεις αδελφές και τον αδελφό της να χάνονται. Ερωτικές σχέσεις και ρόλους που άφησαν εποχή. Και πάνω από όλα ρόλους. Αθάνατους ρόλους που τους σημάδεψε με την ερμηνεία της. Ποτέ ξανά και καμιά σαν αυτή.
Η ιδιωτική ζωή μιας γυναίκας με το δικό της πάθος, δεν μπορούσε να είναι ακύμαντη. Παντρεμένη σε πρώτο γάμο με τον Μάριο Πλωρίτη, κατόπιν ένας μεγάλος έρωτας με τον Δημήτρη Χορν και στη συνέχεια δεύτερος γάμος με τον Αμερικάνο συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν (1959-1976). Ταλαιπωρημένη από αρρώστιες σε όλη της τη ζωή, υπέμεινε επτά οικογενειακούς θανάτους, πάλεψε 14 χρόνια με τον καρκίνο, δύο διαζύγιο, θυελλώδεις έρωτες και η συγκλονιστική αφοσίωσή της σε ένα παιδί, την Λίζα, σφράγισαν τη ζωή της. ” Αν ήθελα ένα παιδί θα μπορούσα να έχω ένα δικό μου. Δεν ήθελα όμως γιατί αγαπούσα τόσο πολύ το θέατρο και με απασχολούσε εκείνο, ώστε ήξερα ότι δεν θα προφταίνω να έχω και παιδί. Την Λίζα την πήρα για να την προστατεύσω προσωρινά, όχι για να την υιοθετήσω. Δεν το μετάνιωσα, αν ήξερα ότι θα μπορούσε να μου συμβεί η ίδια περιπέτεια, θα την αποτολμούσα και πάλι, αρκεί να μπορούσα να προστατεύσω το παιδί”.
“Τώρα λοιπόν θέλω να ετοιμαστώ, να μην αφήσω πράγματα μισά. Να είμαι έτοιμη ως συνήθως, για την τελευταία παράσταση, για την τελευταία πρεμιέρα”.
Λίγο καιρό πριν από το τέλος, είχε χάσει το στήθος της, τα μαλλιά της και την υπέροχη μελωδική φωνή της. Δεν είχε χάσει όμως το κουράγιο της. Το μοναδικό σπίτι που απόκτησε σε μια ζωή θριάμβου, το πουλά για να κάνει θεραπεία στην Αμερική. Από εκεί δεν θα γυρίσει ζωντανή… 3 Σεπτεμβρίου 1983, 7.30 ώρα Νέας Υόρκης, η αυλαία πέφτει οριστικά, με την τελευταία αδελφή της δίπλα της, να της κρατά το χέρι και να της ψιθυρίζει : Αντιγόνη, είμαστε παιδιά ενός κατώτερου θεού…
Αυτό το αέρινο πλάσμα που ακτινοβολούσε στη σκηνή ποιητική ευαισθησία και χάρισε φως ζωής σε τόσα θεατρικά πρόσωπα και μαγεία σε χιλιάδες θεατές, περνά στην αιωνιότητα. Η δική μας Λαμπέτη, η «Έλλη, καρδούλα μας» πήγε στον παράδεισο. Όπως η Χάνελε στο ονειρόδραμα του Χάουπτμαν.
Η Έλλη Λαμπέτη γίνεται μύθος και περνά στις επόμενες γενιές. Η σκιά της πλανιέται πάνω σε όλο το ελληνικό θέατρο. Πολυσυζητημένο πρόσωπο μιας ολόκληρης εποχής, συναρπαστική γυναίκα με λάμψη, ηθοποιός με φανατικό κοινό, η Έλλη Λαμπέτη ήταν μία από τις χαρισματικές μορφές για τη σκηνή μας και το θεατρικό μας πολιτισμό.
-Ο αριθμός των θεάτρων δεν σας ενοχλεί;
–Όχι γιατί να με ενοχλήσει; Από τη στιγμή που κανείς δεν υποχρεώνει κανένα να πάει, ας υπάρχουν κι εκατό. Ποιος σας αναγκάζει εσάς να τα δείτε όλα. Ίσα ίσα που μπορείτε να κάνετε κι επιλογές. Τώρα, αν στο δικό μας επάγγελμα κάνει κακό διασκορπίζοντας τις δυνάμεις, αυτό είναι άλλο πρόβλημα (απόσπασμα συνέντευξης 1970)
Η δεσποινίς Μαργαρίτα σημαδεύει για μια ακόμα φορά τη θεατρική της ζωή. Ένα βράδυ ένιωσα ότι το κρανίο μου ήταν έτοιμο να εκραγεί. Δεν έκανα πίσω όμως. Είπα μέσα μου ότι για ένα τέτοιο κοινό χαλάλι.
Η Έλλη Λαμπέτη βραβεύεται με το Έπαθλο Κοτοπούλη από την ίδια την Κοτοπούλη, για τις ερμηνείες της στα έργα Πεγκ καρδούλα μου και Κληρονόμος
Αύγουστος 1950 η Έλλη Λαμπέτη παντρεύεται με τον Μάριο Πλωρίτη. Χώρισαν το 1953
Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν: ένας μεγάλος έρωτας (1953-1959)
Κάλπικη λίρα (ι955) Σ’ αγαπώ
-Η λίρα που ορκιστήκαμε στην αγάπη μας να μην χαλάσουμε ποτέ ήταν κάλπικη
-Η αγάπη μας όμως ήταν αληθινή Παύλο…
Χαμένο κορμί (1961)
Λεωφορείο ο πόθος (1965)
Μια μέρα ο πατέρας μου (1968) με τον Αρτέμη Μάτσα
Σαράντα καράτια (1968) με τον Γιώργο Μοσχίδη
Μικρές αλεπούδες (1973) Κάτια Δανδουλάκη, Κατερίνα, Έλλη Λαμπέτη, Γιώργος Μούτσιος
Σάρα, τα παιδιά ενός κατώτερου θεού (1981)
Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλια Αττικής και άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Σεπτεμβρίου 1983
https://cosmopoliti.com/ellilabetihexromiteleftaitainia/
Σχόλια για αυτό το άρθρο