Ο ΤΑΖ απολαμβάνει την πιο θεαματική, ανεξέλεγκτη, εκτός των νόμων της βαρύτητας φάρσα που έχει δει εδώ και χρόνια.
Η Στέγη εμπιστεύτηκε τον Έκτορα Λυγίζο κι αυτός της το ανταπόδωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κάνοντάς μας να ανυπομονούμε για την επόμενη δουλειά του. Ατόφια απόλαυση με μια παράσταση που διχάζει με τους μισούς και παραπάνω θεατές στην κατάμεστη αίθουσα να την αποθεώνουν με τρελό χειροκρότημα και γέλιο και μια μερίδα από ξινούς αδαείς από τη φυλή των αγέλαστων ανθρώπων να σχολιάζουν αρνητικά την επί σκηνής ευρηματική υστερία. Γιατί όταν ξέρεις να χειριστείς την υστερία την καθιστάς εύρημα. Τους λέω αδαείς γιατί προφανώς δεν ξέρουν τι σημαίνει φάρσα όπως είναι το συγκεκριμένο έργο – σύγχρονο ορόσημο του είδους που έγραψε ο Μάικλ Φρέι το 1982 και σκηνοθέτησε με καρτουνίστικη φρενίτιδα, στιλιζάρισμα και μπουφονισμό του παραλόγου ο Έκτορας Λυγίζος.
Σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά σκηνικά που έχω δει τα τελευταία χρόνια σε Ελληνική παράσταση. Ένας περίεργος, φαινομενικά αυστηρός αλλά τελικά απόλυτα εύκαμπτος και λειτουργικός εντυπωσιακός λαβύρινθος από σκαλοπάτια και πόρτες, σε τέσσερα επίπεδα, με διπλή όψη, που αποκαλύπτεται από περιστρεφόμενα τμήματα του σκηνικού προκειμένου στο δεύτερο μέρος να δούμε τα παρασκήνια της θεατρικής παράστασης που υποτίθεται πως ανέβασαν, για να καταλήξει στο τέλος τόσο το σκηνικό όσο και η παράσταση σε ένα συνειδητά ασυνάρτητο σύμπλεγμα καταστροφής. Και οι 9 πρωταγωνιστές (και το τονίζω αυτό, πως και οι 9 είναι πρωταγωνιστές) της παράστασης κάνουν πραγματικό άθλο ανεβοκατεβαίνοντας για διόμισι ώρες συνέχεια αυτό το περίεργο σκηνικό κατασκεύασμα της Κλειώς Μπομπότη που της αξίζει ένα μεγάλο μπράβο για τον τρόπο με τον οποίο αξιοποίησε διάφορες επιρροές και μετέτρεψε το φόντο μιας φάρσας σε γεωμετρικό παραλήρημα με τα πάνω κάτω κυριολεκτικά.
Μπράβο και στον Έκτορα Λυγίζο, το σκηνοθέτη της παράστασης που όχι μόνο δεν φοβήθηκε την υπερβολή αλλά την τράβηξε στα άκρα σαν μανιακό, ντελιριακό κουκλοθέατρο με τον ίδιο να κινεί σπαστικά με τα αόρατα σκοινιά του τους ηθοποιούς μαριονέτες αφού πρώτα τους έχει ποτίσει με LSD. Το λογικό παραδίδεται απόλυτα στο παράλογο στην υπόθεση με μια ομάδα ηθοποιών να κάνει πρόβες για το ανέβασμα μιας παράστασης, που από μόνες τους οι πρόβες είναι μια παράσταση (με μας θεατές) και μετά να τους βλέπουμε στα παρασκήνια την ώρα που το θεατρικό παίζεται με αξιοθρήνητα αποτελέσματα, να σκοτώνονται μεταξύ τους (με μας πάλι θεατές του χαμού στα παρασκήνια αυτή τη φορά) ακούγοντας κι όχι βλέποντας την τελική παράσταση. Κάποια στιγμή αρχίζεις να μην ξέρεις που σταματάει το έργο και που αρχίζει το έργο μέσα στο έργο με τους ηθοποιούς να κυνηγιούνται και να ξεχνάνε ατάκες, πόρτες να γκρεμίζονται, τα κοστούμια να σκίζονται, ένα πιάτο με σαρδέλες να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται μαζί με το τηλέφωνο κι ένα μπουκέτο λουλούδια τις πιο άκυρες στιγμές. Η πρωταγωνιστική ενιάδα είναι αποφασισμένοι να γκρεμίσουν τα πάντα με έναν ανατριχιαστικό συντονισμό στον οποίο χωράει ο αυτοσχεδιασμός τον οποίο και αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και τις ευλογίες του Λυγίζου. Το αποτέλεσμα είναι ένας χαλασμένος κύβος του Ρούμπικ, ένα εσωτερικό, ψυχικό αλλά και εξωτερικό, κινησιολογικό και εκφραστικό χάος μιας τεθλασμένης γεωμετρίας, που αντικατοπτρίζεται στο σκηνικό.
Προσωπικά, γράφοντας σαν εκπαιδευμένος θεατής και όχι σαν θεατρολόγος καταθέτω ότι έχω να διασκεδάσω σε παράσταση τόσο πολύ εδώ και χρόνια. Σαν παιδάκι που παίζει με σφηνοτουβλάκια βγήκα από την παράσταση. Μοναδικό ίσως λάθος το ότι μέσα στο γενικό χαμό χάνονται κάποιες πολύ έξυπνες ατάκες που δίνουν μια άλλη, αλληγορική διάσταση βαρύτητας στην επιφανειακή ελαφρότητα όπως αυτή που δικαιολογεί και το σκηνικό (αναφέρω τόσο συχνά το σκηνικό γιατί είναι άρρηκτα δεμένο με την προσέγγιση του Λυγίζου σαν πρωταγωνιστής κι αυτό): “Μπαίνουμε από τις πόρτες, βγαίνουμε από τις πόρτες. Γιατί; Τι είναι η φάρσα; Αυτό. Και η ζωή δηλαδή τι είναι; Αυτό».
(Λόγω της μεγάλης επιτυχίας η παράσταση πήρε παράταση ως τις 27 Οκτωβρίου).
Σχόλια για αυτό το άρθρο