“Γεννήθηκα στην Πάτρα, στα Ψηλά Αλώνια, στις 28 Οκτωβρίου 1940, την ημέρα του Όχι. Ο μπαμπάς μου ήταν εργολάβος και είχε καλή φωνή. Μάλλον από αυτόν πήρα. Εκείνος έλεγε δημοτικά, εμένα μ΄άρεσαν τα λαϊκά. Από 6 χρονών έπαιρνα ένα κουτί για μικρόφωνο κι έκανα πως τραγουδάω. Με ανακαλύπτει ο Μπιθικώτσης σε ένα διαγωνισμό, 12 χρονών ήμουν, πείθει τη μητέρα μου να έρθουμε Αθήνα για να γίνω τραγουδίστρια και μένουμε 6 μήνες στο σπίτι του. Ο πατέρας μου είχε αντιρρήσεις, χώρισε τη μητέρα μου για ένα χρόνο επειδή συμφώνησε να βγω στο τραγούδι, και μετά ήρθαν όλοι στην Αθήνα, μαζί με τα αδέλφια μου και πιάσαμε σπίτι στον Κολωνό. Είναι αλήθεια ότι μου ήρθαν ρόδινα στην καριέρα μου. Δεν έκανα επιτυχία με το πρώτο τραγούδι που είπα, το Πήρα τη στράτα την κακιά, έκανα όμως με το δεύτερο, το Να πας να πεις της μάνας μου του Ζαμπέτα. Η μάνα μου ήταν κάθε βράδυ, μέχρι τα 19 μου, κοντά. Η παρουσία της μ΄έκανε να νιώθω ότι βαδίζω πιο σταθερά. Μόλις τακτοποιηθήκαμε με την εταιρία, άρχισα να δουλεύω και σε μαγαζί. Δεν μπορώ να πω ότι δεν είδα καβγάδες και τέτοια στη νύχτα. Στην αρχή σαν παιδί φοβήθηκα, μετά συνήθισα και σιγά σιγά ξεπεράστηκαν όλα αυτά.
Γενικά είμαι πράος άνθρωπος, δεν αρπάζομαι εύκολα. Άμα ένας άνθρωπος μου λέει ψέματα ή κρύβει κάτι πίσω μου, ενώ είμαι Σκορπιός και πρέπει να είμαι δυναμική, εκεί πέφτω. Πολύ ψέμα υπάρχει και στο επάγγελμα. Είναι η δουλειά τέτοια. Αλλά το ψέμα στην προσωπική ζωή, είναι χειρότερο. Στη δουλειά μου ποτέ δεν ένιωσα ανασφαλής. Ό,τι έγινε, έγινε από ανασφάλεια των άλλων.
Αν ήταν να διαλέξω μόνο ένα στίχο από όσους έχω πει, θα ήταν το Κάνε λιγάκι υπομονή του Τσιτσάνη. Μην απελπίζεσαι και δεν θα αργήσει. Πάντα το πίστευα αυτό, ήμουν αισιόδοξη και ο Θεός μου τα΄φερνε ευνοϊκά στο τέλος. Από τον κόσμο δεν έχω άσχημες εμπειρίες, δεν έχω νιώσει πικρία. Μ΄αγαπούσε και εκδήλωνε την αγάπη του πάντα. Παναγία του λαϊκού τραγουδιού με έλεγαν. Εγώ ποτέ δεν χόρεψα πάνω στην πίστα. Οι κινήσεις μου ήταν πάντα κυριλέ και λίγες. Ήμουν κυρία, αλλά πάντα είχα επαφή με τον πελάτη. Το θέμα είναι να ξέρεις να πουλάς το τραγουδι στον πελάτη. Να το σερβίρεις, να το συζητάς μαζί του. Δούλευα πολύ με τα μάτια και τους μετέδιδα αυτό που πίστευα, αυτό που τραγουδούσα. Μπορώ να πω ότι είχα πιο πολύ συμπάθεια από τις γυναίκες που, συνήθως, ζηλεύουν τις τραγουδίστριες.
Ήρθε η εποχή που το μίνι ήταν της μόδας, το βάλαμε κι αυτό αναγκαστικά αλλά συντηρητικά, λίγο πάνω από το γόνατο. Ευτυχώς γρήγορα ξανάρθε το πιο κλασικό ντύσιμο, που μου αρέσει περισσότερο. Κάποια πράγματα βέβαια, επιβάλλονται στην πίστα. Τα φώτα που πέφτουν, χρειάζονται το φανταχτερό. Οι πούλιες γράφουν καλά στην πίστα, όσο κι αν δεν τις φόρεσα ποτέ. Να υπάρχει θηλυκότητα, αλλά να υπάρχει και μια σοβαρότητα.
Το γιο μου τον απέκτησα σε μεγάλη ηλικία. Σαράντα και…Έκανα τέσσερις αποβολές πιο πριν. Ατυχία. Έπρεπε να μείνω σε ακινησία και τότε με το επάγγελμα και τα συμβόλαια, δεν μας άφηναν. Κακώς, αλλά δεν πειράζει. Ο Θεός μου το χάρισε λίγο αργά. Θα το έχω πιο πολύ κοντά μου. Την εποχή που ήρθε, εξαιτίας των προβλημάτων, δεν πίστευα ότι μπορεί να … Και ξέρεις ποιό είναι το αστείο; Δεν έμεινα καθόλου ακίνητη όταν ήμουν έγκυος στο Βαγγέλη μου, γιατί δεν το΄ξερα. Και του έδωσα το όνομα της αδελφής μου, που την είχα χάσει τότε.
Μου αρέσι να κάθομαι στο σπίτι και να κάνω δουλειές. Αν δω πουθενά σκόνη, με πιάνει αλλεργία. Μανιακή. Μου αρέσει να αστράφτει το σπίτι. Και μαγειρεύω και πολύ καλά. Ήταν πολύ καλή μαγείρισσα η μητέρα μου και χωρίς να μου δείξει, την παρακολουθούσα. Να σου φτιάξω εγώ μουσακά να τρελαθείς. Δεν τρώω πολύ όμως, γιατί είναι παχυντικός κι εγώ συνήθως είμαι σε δίαιτα. Απλά, επειδή μαγειρεύω νόστιμα, δοκιμάζω.
Το 1968, ο Μίμης Πλέσσας και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, μου δίνουν το τραγούδι Τι σου΄κανα και πίνεις για την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Όλγα αγάπη μου. Το γύρισμα γίνεται στην Κατακόμβη, μια μπουάτ στην Πλάκα, που σημείωνε μεγάλη επιτυχία, αλλά διακόπηκε απότομα. Τη βραδιά του γυρίσματος, 13 Δεκεμβρίου 1967, έγινε το αντικήνημα του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου ενάντια στη χούντα.
Πραγματικά χάλασε ο κόσμος. Τα τραγούδια τα σημερινά δεν αντέχουν, όπως τα παλιά. Μην κρυβόμαστε… Είναι εποχιακά τραγούδια. Δεν γρλαφονται πια τραγούδια που να αφήνουν τη σφραγίδα τους στο χρόνο. Δεν είμαι αντίθετη στην εποχή, κάθε εποχή είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Η νεολαία θέλει μια αλλαγή. Αλλά κι εγώ, δεν μπορώ να ξεφύγω τώρα από το είδος μου.
Θέλω να γεράσω φυσιολογικά. Δεν θα με πείραζε να δω το μαλλί μου άσπρο, ούτε θα κάνω λίφτινγκ. Όχι ότι κατηγορώ κανέναν, απλά πιστεύω ότι δεν είναι για μένα αυτά. Η δουλειά μας το επιβάλλει βέβαια, αλλά νομίζω ότι θα έχω αποσυρθεί πια από αυτή τότε. Φωνητικά μπορεί να αντέξει κανείς μέχρι τα 70 του και να είναι πιο μεστωμένος, αλλά νομίζω ότι πρέπει να αποσύρεται νωρίτερα. Τουλάχιστον από την καθημερινή δουλειά. Να κάνει ένα δίσκο ή μια έκτακτη εμφάνιση εντάξει. Αλλά από εκεί και πέρα να΄χει άλλα ενδιαφέροντα. Κουράζεσαι, όπως και να το κάνεις. Η πολλή βαβούρα με κουράζει. Πάω σε μαγαζιά, κάθομαι λίγο γιατί πρέπει και φεύγω γιατί η ένταση δεν μου είναι ευχάριστη. Μπορώ να ακούσω ακόμα και όπερα, αρκεί να είναι στη σωστή ένταση. Κι από τα μαγαζιά, όταν δεν δουλεύω, προτιμώ ένα πιάνο μπαρ, ή ένα ήσυχο εστιατόριο που ια πάμε να φάμε και να τα πούμε. Ή και το σπίτι μου…”
Με τη Σωτηρία Μπέλλου
Μελαχρινή, με τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα
Με το Μιχάλη Μενιδιάτη
Με το Βασίλη Τσιτσάνη και τη Ρία Κούρτη
Με το Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Πάνο Γαβαλά και το Γρηγόρη Μπιθικώτση
Με το Στράτο Διονυσίου
Μ ε το Νίκο Σταυρίδη
Με τον Κώστα Χατζηχρήστο
Με τον Πάνο Γαβαλά
Με Διονυσίου και Καραμπεσίνη
Με τη Ρένα Βλαχοπούλου και το Γιάννη Βογιατζή
Τηλεοπτική εμφάνιση στην Έκθεση Θεσσαλονίκης
Με τους: Δ. Μητροπάνο, Σ. Κόκκοτα, Γ. Ρίτσο και Μ. Θεοδωράκη
Από το γάμο της με το Στέλιο Πελαγίδη
Το 1980 στο Λονδίνο, με τη μητέρα της
Σχόλια για αυτό το άρθρο