Σε ένα προφητικό ποίημα που βρέθηκε ανάμεσα στα χαρτιά του, γράφει: “Προσεύχεσθε καμιά φορά για τους αρρώστους, προσεύχεσθε καμιά φορά για τους γιατρούς – τα άσπρα ράσα – τα γιατρουδάκια, τις νοσοκόμες και τους συγγενείς που τους παραστέκουν. Προσεύχεσθε για τη ζωή πάνω απ΄το χώμα.” Ο Μάνος Ελευθερίου έχει φύγει πριν από δύο χρόνια, όμως έρχεται κάποια στιγμή που, από ένα ραδιόφωνο, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στα ακουστικά του κινητού, παίζει ένα τραγούδι του και τότε τον νιώθω ζωντανό δίπλα μου, να πίνει τσάι και να μου μιλάει για τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα.
Ο Μάνος είναι ένα σοφό παιδί στο σώμα ενός μεγάλου. Το μυαλό του έχει την αθωότητα ενός παιδιού και τη σοφία ενός γέροντα. Καθόμαστε στο Athenee και μου αφηγείται χαμηλόφωνα, σόκιν ανέκδοτα με τον Νίκο Γκάτσο. Οταν τελειώνει σηκώνει το κεφάλι, γουρλώνει τα μάτια και μου λέει αυστηρά “Σε κανέναν δεν θα τα πεις αυτά!”
Τον παρατηρώ όπως πίνει το τσάι του. Κομψός, περιποιημένος, τον βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι είναι ένας άνθρωπος που δεν το βάζει κάτω. Εχει μια φυσική ευγένεια και, επειδή είναι Συριανός, είναι κοσμοπολίτης και βαθειά ελληνικός. Και το χιούμορ του είναι άπαιχτο. Mου λέει το ανέκδοτο με το χάρο : Ο χάρος βγαίνει παγανιά και κυνηγάει ένα γεροντάκι. Το γεροντάκι για να γλιτώσει μπαίνει σε ένα νηπιαγωγείο, παίρνει ένα πιάτο με κρέμα και αρχίζει να την τρώει. “Tι κάνεις εδώ;” τον ρωτάει ο χάρος. “Σέλω να κάνω μαμ! Σέλω να κάνω μαμ!” λέει το γεροντάκι. Και ο Χάρος: “Καλά, κάνε τώρα μαμ και μετά εγώ θα σε πάω άτα!”
Ερχεται η Χριστίνα Πολίτη, κάθεται μαζί μας. Τη ρωτάει, πάντα ευγενικά και διακριτικά, διάφορα πράγματα. Κάποια στιγμή η κουβέντα φτάνει στις ξένες γλώσσες που γνωρίζει ο καθένας. Η Χριστίνα του λέει ότι ξέρει πέντε γλώσσες. Γυρνάει, την κοιτάει με αυτό το παιχνιδιάρικο ματάκι “Πέντε γλώσσες; Πότε πρόλαβες; Οπως λέει και η Ρένα Βλαχοπούλου σε μια ταινία, εμείς για να βγάλουμε το Γυμνάσιο βάλαμε μέσον!”
Ο Μάνος έχει τρομερές γνώσεις για πρόσωπα και πράγματα. Του αρέσει να ψάχνει σε παλιά βιβλία, να μαζεύει παλιές φωτογραφίες και να γράφει μυθιστορηματικές βιογραφίες όπως αυτή για την Ελένη Παπαδάκη, την μεγάλη τραγωδό, που την εκτέλεσαν μετά την Κατοχή σαν συνεργάτη των Γερμανών.”Τελικά η Παπαδάκη ήταν συνεργάτης των Γερμανών;” τον ρωτάω. ” Οχι, αυτή η μεγάλη τραγωδός έπεσε θύμα της ζήλιας των συναδέλφων της” λέει με σιγουριά.
Είναι μια ηλιόλουστη μέρα, με τα πολλά η Χριστίνα τον πείθει να βγούμε και να πάμε να κάτσουμε σε ένα τραπέζι έξω. Σηκώνεται πιάνει δύο σακούλες με βιβλία που έχει κουβαλήσει και κατευθύνεται προς την έξοδο. Μόλις φτάνει στην πόρτα και βλέπει τον κόσμο που πηγαινοέρχεται, κοντοστέκεται, γυρνάει σε εμάς με δραματικό ύφος, “Τραβάτε με κι ας κλαίω!” λέει και γουρλώνει τα μάτια. Γελάμε, τον πιάνουμε από τους ώμους και σχεδόν τον σπρώχνουμε για να βγει.
Καθόμαστε και συνεχίζουμε την κουβέντα μας. Κάποια στιγμή αρχίζω γκρινιάζω για τα ελάχιστα χρήματα που παίρνουν οι στιχουργοί. Κουνάει το κεφάλι του, σκύβει κοντά στο αυτί μου, “Για ένα ολόκληρο δίσκο με τραγούδια μου που μπήκε σε εφημερίδα και πούλησε 75.000 αντίτυπα, πήρα 318 ευρώ και 30 λεπτά” μου λέει συνωμοτικά. “Και τι θα κάνουμε; Πως θα ζήσουμε;” “Εγώ όλη μου τη ζωή έζησα σαν φοιτητής. Αν δεν είχα την τρέλα με τα παλιά βιβλία, τα έξοδά μου θα ήταν ελάχιστα.” μου λέει με γλυκόπικρο χαμόγελο.
Ο Μάνος είναι μέγας στιχουργός. Τα τραγούδια του, ένα μείγμα τρυφερότητας και σκληρού ρεαλισμού, θα μείνουν για πάντα στην συλλογική μνήμη.Κρατάω στα χέρια μου “Τα λόγια και τα χρόνια”, το βιβλίο με τους στίχους που έγραψε. “Το έφερα για να το υπογράψεις” του λέω.”Τι να γράψω;” “Στον μεγάλο στιχουργό Γιώργο Παυριανό, κάτι τέτοιο”. Γελάει. Πιάνει το στυλό, “Στον Γιώργο Παυριανό, πάντα με αγάπη και εκτίμηση” γράφει και μου δίνει το βιβλίο. “Ε, γράψε κάτι πιο θερμό, μην τσιγγουνεύεσαι!” του λέω λιγάκι απογοητευμένος. “Την άλλη φορά θα σου γράψω περισσότερα” μου απαντάει χαμογελώντας.
Μιλάμε λίγη ώρα ακόμα, μου δίνει συμβουλές “σιγά-σιγά όλα γίνονται”, θυμάται δύσκολες στιγμές, “που όμως ξεπεράστηκαν”, πλέκουμε και οι δύο το εγκώμιο του Γιώργου Νταλάρα, κάποια στιγμή αναστενάζει, “Καιρός να φύγω” λέει σχεδόν τραγικά, χαιρετάει τη Χριστίνα, χαιρετάει και εμένα, πάω να τον φιλήσω, τραβιέται, δεν θέλει δημόσια τέτοιες οικειότητες. “Είπαμε, σιγά-σιγά!” παίρνει τις τσάντες του, διασχίζει τη λεωφόρο και χάνεται σκυφτός στο βάθος του δρόμου. Μόνος και Ελευθερίου…
Σχόλια για αυτό το άρθρο