Δεν είναι τυχαίο που εδώ και 30 χρόνια παραμένει στην κορυφή. Είναι τολμηρός, περίεργος για κάθε καινούργιο, εργατικός και επίμονος. Εχει μια φυσική ευγένεια, ανθρωπισμό, κοινωνική ευαισθησία. Από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα κατάλαβα τη μοναδικότητά του. Και επειδή ήμουν αυτός που τον έβγαλε στο τραγούδι, αισθάνομαι και λίγο σαν καλλιτεχνικός πατέρας του ή σαν νονός του ή σαν θεία Παύρη, όπως με έλεγε! Εχω μεγάλες προσδοκίες για τον Σάκη Ρουβά. Πιστεύω ότι αξίζει να πάει όχι μόνο στο Ηρώδειο αλλά και στην Ηρώδου του Αττικού. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, γυρίζω τον χρόνο πίσω και επιστρέφω στο καλοκαίρι του 1991. Τότε που ξεκίνησαν όλα…
Μια δυνατή μπόρα είχε ξεσπάσει από το απόγευμα και δεν έλεγε να σταματήσει μέχρι αργά το βράδυ. Αστραπές σκίζουν τον σκοτεινό ουρανό και τα μπουμπουνητά τραντάζουν συθέμελα την αίθουσα του Show Center. Χειμώνας του 1991. Είμαι εδώ μαζί με τον παραγωγό Νίκο Καραγιάννη. Στη σκηνή, ένα πανέμορφο αγόρι 19 χρονών. Φοράει ένα μαύρο κολλητό τζιν και ένα πουκάμισο με άσπρες και μαύρες ρίγες. Τραγουδάει το Man in the Mirror του Μάικλ Τζάκσον: “If you want to make the world a better place take a look at yourself and then make a change…” Μου κάνει εντύπωση που διάλεξε αυτό το τραγούδι, αλλά ξαφνικά η μουσική αλλάζει και αρχίζει να τραγουδάει το Βad και να χορεύει καταπληκτικά. Ο κόσμος που παρακολουθούσε μέχρι τώρα λίγο αδιάφορα, ζωντανεύει, παρακολουθεί με ενδιαφέρον και στο τέλος χειροκροτεί με ενθουσιασμό. “Πώς είπες ότι λέγεται ο μικρός;” ρωτάω τον Καραγιάννη. “Ρουβάς. Σάκης Ρουβάς. Σου αρέσει;” “Μα θέλει και ρώτημα; Αυτό το παιδί είναι αστέρι!”
Ερχεται και κάθεται στο τραπέζι μας ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος, ο επιχειρηματίας του Show Center. “Πώς σου φαίνεται ο Σάκης;” με ρωτάει χαμογελαστός. “Είναι καταπληκτικός! Θέλω να κάνω δουλειά μαζί του!” απαντάω αυθόρμητα. Το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη του, πετάγεται όρθιος, βουτάει ένα μαχαίρι και με γουρλωμένα μάτια ετοιμάζεται να μου το χώσει στο λαιμό. “Τι λες ρε πούστη; Ηρθες εδώ για να μου πάρεις το παιδί; Θα σε σφάξω!” “Ηρέμησε ρε Αργύρη! Στιχουργός είναι ο άνθρωπος δεν είναι μαγαζάτορας!” επεμβαίνει ο Καραγιάννης. “Οταν λέει δουλειά, εννοεί να του γράψει τραγούδια, δεν θέλει να τον πάρει από το μαγαζί σου! Κάτσε κάτω να πιούμε ένα ουίσκι να ηρεμήσουμε.”. Με τα πολλά κάθεται κάτω, πίνει ένα ουίσκι, ηρεμεί, το χαμόγελο ξαναγυρίζει στο πρόσωπό του και στέλνει ένα γκαρσόνι να φωνάξει τον Σάκη.
“Είσαι υπέροχος! Θέλω να σου γράψω στίχους!” λέω στον Σάκη όταν έρχεται και κάθεται στο τραπέζι μας. Από κοντά είναι ακόμα πιο γοητευτικός, τα μάτια του έχουν μια αδιόρατη μελαγχολία που έρχεται σε αντίθεση με το πλατύ χαμόγελό του.”Θα κάνουμε καταπληκτικά τραγούδια!” “Μα εγώ δεν έχω ούτε συνθέτη, ούτε εταιρεία”. “Αυτό άστο πάνω μου” του λέει ο Καραγιάννης “Σύντομα θα έχεις και συνθέτη και εταιρεία. Κανονίστε να βρεθείτε και να γνωριστείτε καλύτερα κι εγώ θα μιλήσω στην εταιρεία για να υπογράψεις συμβόλαιο”. Μου δίνει το τηλέφωνό του διστακτικά, παίρνει το δικό μου, μας χαιρετάει ευγενικά, σηκώνεται και φεύγει. “Αν τον πας σε άλλο μαγαζί, θα σε σφάξω με τα ίδια μου τα χέρια!” συνεχίζει το τροπάρι του ο Παπαργυρόπουλος. Τον καληνυχτίζουμε και μετά σηκωνόμαστε και φεύγουμε. Εξω η βροχή έχει σταματήσει και οι δρόμοι λάμπουν, φωτισμένοι και καθαροί.
Σύσκεψη στο περιοδικό ΚΛΙΚ. Δεν θέλεις να ξέρεις! Το περιοδικό σκίζει, πουλάει πανελλαδικά γύρω στα 200.000 αντίτυπα, όμως ο “θείος”, ο Πέτρος Κωστόπουλος, δεν είναι ευχαριστημένος. Θέλει ιδέες και άλλες ιδέες, θέλει να έχουμε το μάτι του τίγρη, θέλει να έχουμε λαγού περπατησιά, αητού γρηγοροσύνη. Πηγαινοέρχεται μέσα στο γραφείο του σαν το λιοντάρι στο κλουβί, ενώ οι συντάκτες, κάθονται σε καρέκλες, σε στοίβες από περιοδικά, στο πάτωμα και λένε ιδέες, καπνίζουν, πέφτουν σε κατάθλιψη, κρυφογελάνε, κόβουν τις φλέβες τους, βρίζουν, κουτσομπολεύουν, φωνάζουν. “Εχει έρθει ένας Αμερικάνος φωτογράφος, ο Stephan Lupino” λέει ο Γιάννης Νένες, αρχισυντάκτης του περιοδικού. “Να κάνουμε ένα θέμα με 10 γνωστούς Αθηναίους;” “Και ποιους να βάλουμε;” “Την Βάνα Μπάρμπα, την Μαλβίνα Κάραλη, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον Βλάσση Μπονάτσο…” “Να βάλουμε και τον Σάκη Ρουβά!” πετιέμαι εγώ. “Ποιος είναι αυτός;” “Είναι ένας κούκλος τραγουδιστής από την Κέρκυρα!” Ο Κωστόπουλος χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο. “Ρε μαλάκα, θα με τρελάνεις; Εδώ λέμε να βάλουμε 10 Αθηναίους κι εσύ μου προτείνεις ένα Κερκυραίο;” “Ναι αλλά σε λίγο όλη η Αθήνα θα μιλάει γι΄αυτόν!” λέω με σιγουριά. Οι συντάκτες χειροκροτούν, ο Πέτρος ξεσπάει στα γέλια και ο Σάκης μπαίνει στους 10 γνωστούς Αθηναίους, πριν ακόμα γίνει γνωστός και Αθηναίος!
Φεύγω και πάω στα γραφεία της Polygram. Περιμένουν να έρθει ο Σάκης και επικρατεί ενθουσιασμός. Ο Καραγιάννης τους έχει πει τα νέα και όλοι έχουν να πουν μια καλή κουβέντα. “Δόξα σοι ο Θεός! Ενας νέος καλλιτέχνης σε αυτή την εταιρεία! Είχαμε αραχνιάσει με τις γριές εδώ μέσα!” φωνάζει ο υπεύθυνος του ξένου ρεπερτορίου Νίκος Μουρατίδης. Η Ελίνα Δελαλοπούλου που έχει βρει μια φωτογραφία του χειροκροτεί χαρούμενη. “Μπράβο! Μπράβο! Επιτέλους μια λάτσα τραγουδιστής!” Η υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων Μανουέλλα Παυλίδου με ρωτάει αν είναι τόσο όμορφος όσο λένε. “Τώρα που θα έρθει, θα τον δεις από κοντά και θα καταλάβεις”. λέω με σιγουριά. Μέχρι και ο παραγωγός Γιώργος Μακράκης με ρωτάει ξινά: “Είναι όμως καλός τραγουδιστής;” “Γιώργο μου, ο Χατζιδάκις λέει ότι δεν χρειαζόμαστε καλούς τραγουδιστές, χρειαζόμαστε όμορφους τραγουδιστές”. “Ε, τα λέει κάτι τέτοια ο Μάνος. Πάμε τώρα στο meeting γιατί ο Βίκο έχει αντιρρήσεις για το όνομά του, δεν μπορεί ένας τραγουδιστής να λέγεται Σάκης”.
Μπαίνουμε στο γραφείο του Βίκο Αντύπα, του διευθυντή της εταιρείας. Μετά από λίγο ακούγεται ένα σούσουρο στους διαδρόμους και εμφανίζεται ο Σάκης με μαύρο κολλητό τζιν, λευκό t-shirt, μπότες και μπουφάν Perfecto. “Υπερθέαμα!” ψιθυρίζει ο Μουρατίδης. Πάμε και καθόμαστε όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι των συσκέψεων. “Σάκη έχουμε ακούσει πολύ καλά λόγια για σένα και σε καλέσαμε σήμερα για να υπογράψεις συμβόλαιο. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Το όνομά σου. Σάκης Ρουβάς δεν είναι όνομα για τραγουδιστή. Θα πρέπει να το αλλάξουμε”. του λέει ο Βίκο. “Να τον βγάλουμε Ρωμανό!” πετάγεται ο Μακράκης. “Μα τι είναι; Ψάλτης;” αντιδρώ εγώ. ” Γιατί δεν τον βγάζουμε Μέγα Αλέξανδρο, που είναι και πιο εντυπωσιακό;” σαρκάζει ο Μουρατίδης. “Μήπως να τον βγάλουμε Σεβαστιανό και να τον φωτογραφίσουμε γυμνό με τα βέλη;” προτείνει ο γραφίστας Πέτρος Παράσχης. Τα ονόματα πέφτουν βροχή. Προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι ένας νέος ποπ τραγουδιστής δεν χρειάζεται ένα εντυπωσιακό όνομα, το Σάκης Ρουβάς είναι οκ, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο, είναι μια χαρά. “Εσύ Σάκη τι λες;” τον ρωτάει η Μανουέλλα. “Εγώ λέω ότι θα υπογράψω συμβόλαιο και θα κάνω δίσκο σαν Σάκης Ρουβάς! Δεν θέλω να αλλάξω το όνομά μου!”. Και ως δια μαγείας, όλοι συμφώνησαν πως τελικά το Σάκης Ρουβάς είναι το τέλειο όνομα, μια σκέψη έκαναν για αλλαγή, αλλά τώρα είναι σίγουροι πως δεν χρειάζεται. Φέρνουν τα συμβόλαια για υπογραφή, τελειώνει το meeting.
“Είδες; Υπέγραψες συμβόλαιο ! Τι άλλο θέλεις;” του λέω στο γραφείο του Καραγιάννη. Δεν δείχνει ευχαριστημένος “Ναι, αλλά μου έχουν πει πως υπογράφεις συμβόλαιο και μετά σε κρατάνε δεσμευμένο για πολλά χρόνια, χωρίς να κάνεις δίσκο”. “Μη σε νοιάζει και έχω βρει ένα νέο συνθέτη καταπληκτικό! Λέγεται Νίκος Τερζής και έχει πολύ ταλέντο. Παύρη, αυτά είναι για σένα.” μου λέει ο Καραγιάννης και μου δίνει μια στοίβα κασέτες. “Τι είναι;” “Μουσικές του Νίκου Τερζή. Θέλω να τις ακούσεις όλες και να διαλέξεις 10 τραγούδια για το δίσκο του Σάκη”. “Και γιατί δεν τα διάλεξε αυτός;” “Δεν ξέρει τι μπορεί να σου αρέσει, δεν χαίρεσαι που έχεις ποικιλία να διαλέξεις;” ” Οκ έχεις δίκιο. Πάμε;” ρωτάω τον Σάκη. Παίρνουμε το ίδιο ταξί. “Αύριο θα περάσω να σε πάρω να κάνουμε μια φωτογράφιση για το ΚΛΙΚ” “Για το ΚΛΙΚ; Ποιος το κανόνισε;” “Ποιος το κανόνισε; Η θεία Παύρη!” “Ποια είναι αυτή;” “Εγώ! Ετσι θα με λες από δω και πέρα: θεία Παύρη!”.”Και τι ώρα θα περάσεις να με πάρεις από το σπίτι;” “Στις 5. Να είσαι έτοιμος.” Φτάσαμε στο σπίτι που έμενε, βγήκε, έσκυψε στο παράθυρο του ταξί. ” Λοιπόν, αύριο στις 5;” “Αύριο στις 5”. “Θα είμαι έτοιμος και θα σε περιμένω… Καληνύχτα…θεία Παύρη!” και για πρώτη φορά ένα υπέροχο χαμόγελο φώτισε το όμορφο πρόσωπό του.
Το σπίτι του ήταν στη Δάφνη. Είχε νοικιάσει ένα δυάρι επιπλωμένο, στο ισόγειο. Μπροστά ήταν το σαλόνι με ένα γυάλινο τραπέζι και κάτι καφετιές δερμάτινες πολυθρόνες και πίσω ήταν η κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο και η κουζίνα. Πέρασα να τον πάρω την επομένη. “Τι; Δεν έχεις αυτοκίνητο;” με ρώτησε έκπληκτος. “Ελα μωρέ, σιγά το πράγμα, θα βγούμε στη Βουλιαγμένης και θα βρούμε ένα ταξί. Στο μέλλον θα έχεις όσες λιμουζίνες θέλεις και τότε δεν θα μπορείς να περπατάς άγνωστος ανάμεσα στους αγνώστους”. “Και ποιος σου είπε ότι θέλω να περπατάω άγνωστος ανάμεσα στους αγνώστους;” “Καλά Σάκη μου, θα έρχομαι να σε παίρνω εγώ με ένα ταξί, σιγά το πράγμα, εμένα δεν μου κάνει καθόλου κόπο.” Κάποια στιγμή βρήκαμε ένα ταξί, μπήκαμε μέσα, στο δρόμο μου έφαγε τα αυτιά: “Kαι να το ξέρεις! Εγώ δεν κάνω γυμνή φωτογράφιση! Αν μου πει ο φωτογράφος να γδυθώ, θα σηκωθώ να φύγω!” “Εντάξει, εντάξει, με έσκασες, ανάθεμα την ώρα που κανόνισα τη φωτογράφιση!” Φτάνουμε στο στούντιο. “Take off your clothes” του λέει ο Lupino, Ο Σάκης με κοιτάει και πριν προλάβω να πω κουβέντα, κάνει έτσι, τα βγάζει όλα και μένει ολόγυμνος! Δεν είπα τίποτα, μου κόπηκε η ανάσα, έκατσα σε μια γωνιά και χάζευα το “υπερθέαμα”. Το πιο αστείο ήταν πως όταν τελείωσε η φωτογράφιση, ντύθηκε και ήρθε κοντά μου ” Ελπίζω να τις καταστρέψεις όλες αυτές τις γυμνές φωτογραφίες που με ανάγκασες να βγάλω.” μου λέει με σοβαρό ύφος!
Αρχισα να δουλεύω τους στίχους του δίσκου. Είχα ήδη κάνει την επιλογή της μουσικής από τις κασέτες του Τερζή, είχα επιλέξει τα τραγούδια και τώρα έπρεπε να μπουν τα λόγια. Τα χρειάστηκα. Τι γράφεις για ένα 19χρονο, που έχει μέσα του τη χαρά της ζωής και απευθύνεται σε συνομηλίκους του; Κουράστηκα πολύ να βρω τα θέματα. Πρώτο βγήκε το “Πάρ΄τα!”, το κάναμε ένα πρόχειρο demo, το πήγαμε στην εταιρεία και αποφασίστηκε να πάρουμε μέρος με αυτό το τραγούδι στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Επρεπε όμως να έχουμε και τον υπόλοιπο δίσκο έτοιμο, ώστε να κυκλοφορήσει αμέσως μετά.
Το καλοκαίρι του 1991 θα μου μείνει αλησμόνητο. Ημουν νέος, είχα δίπλα μου αυτό το παιδί που ξεχείλιζε ενέργεια και την μετέδιδε, έγραφα τραγούδια, ήμουν υγιής, τι άλλο ήθελα; Το συγκρίνω με τα τωρινά καλοκαίρια και κλαίω όταν σκέφτομαι πως ήταν η ζωή μου και πως έγινε. Τι να πεις; Τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Ούτε ο έμπνευση, ούτε τα νιάτα, ούτε η υγεία. Τώρα που το σκέφτομαι, το μόνο που κρατάει και αντέχει στο χρόνο είναι τα τραγούδια. Αλλά για να βγουν αυτά τα τραγούδια, έπρεπε να εργαστώ σκληρά και να κάνω ένα αυστηρό πρόγραμμα. Ξυπνούσα το πρωί, δούλευα μέχρι το μεσημέρι, έβγαινα στη Βουλιαγμένης, έψαχνα μέσα στη ζέστη για ένα ταξί, πήγαινα στη Δάφνη και από εκεί έπαιρνα τον Σάκη, ο οποίος, πρέπει να το ομολογήσω, ήταν πάντα έτοιμος, πηγαίναμε στο Studio 111, στην Καλλιθέα, όλη τη μέρα ηχογραφούσαμε ορχήστρες και φωνές, δουλεύαμε μέχρι να νυχτώσει και μετά έπαιρνα άλλο ταξί, άφηνα τον Σάκη στο σπίτι του, συνέχιζα στο δικό μου και μέχρι να με πάρει ο ύπνος έγραφα, διόρθωνα, σημείωνα…
Ομως και ο Σάκης ήταν ιδανικός συνεργάτης. Πάντα διαβασμένος, ήξερε τα λόγια απ΄έξω, ήταν σωστός τονικά, άκουγε με προσοχή τις παρατηρήσεις και διόρθωνε αμέσως τα λάθη του. Τα λέω όλα αυτά, γιατί έχω περάσει με τραγουδιστή ημέρα ολόκληρη, για να διορθώσει μια λέξη! Με τον Νίκο Τερζή η συνεργασία ήταν άψογη, είχε ιδέες και άποψη και ένα διαβολικό χιούμορ. Εγινε φίλος με τον Σάκη και μια μέρα μου σκάρωσαν μια φάρσα που την θυμάμαι ακόμα. Ηταν ένα τραγούδι που στο ρεφρέν του έλεγε: “Κλάψε, κλάψε, κοριτσάκι κλάψε”. Μπαίνει μέσα ο Σάκης και ακούω να λέει: “Kλάσε, κλάσε, κοριτσάκι κλάσε.” Ανοίγω το μικρόφωνο και του λέω: “Σάκη, το “κλάψε” που λες ακούγεται σαν “κλάσε”. Πες το πιο καθαρά”. Το ξαναλέει, πάλι ακούω “Κλάσε, κλάσε, κοριτσάκι κλάσε.”. Γυρνάω στον Τερζή και στον ηχολήπτη, τον Τάκη Αργυρίου. “Ρε παιδιά; “Κλάψε” ή “Κλάσε” είπε;” “Κλάψε!” μου λένε και οι δύο με μια φωνή. “Βάλτε να το ακούσω ξανά!” Βάζουν την ηχογράφηση, ακούω πεντακάθαρα το “Κλάσε”. “Τώρα τι λέτε;” τους ρωτάω θριαμβευτικά. ” Οτι πρέπει να πας σε έναν ωριλά να κοιτάξεις τα αυτιά σου. “Κλάψε” λέει ο άνθρωπος”. Κοντεύω να τρελαθώ, εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα στο στούντιο ο Νίκος Καραγιάννης. “Ελα εδώ Νίκο μου. Ακου αυτή την ηχογράφηση και πες μου τι λέει;” “Κλάψε, κλάψε, κοριτσάκι κλάψε!” μου απαντάει σοβαρά ο Νίκος, που ήταν κι αυτός στο κόλπο. Ευτυχώς που ο Σάκης από μέσα από το στούντιο άρχισε να γελάει και τους πρόδωσε, αλλιώς δεν θα το είχα γλιτώσει το εγκεφαλικό!
Ανήμερα της Παναγίας ο δίσκος ήταν έτοιμος. Πήρα το τελικό remix στα χέρια μου και τηλεφώνησα στον Σάκη. “Να έρθω στο σπίτι σου να το ακούσουμε;” “Ελα σε μια ώρα” μου λέει και χασκογέλαγε. Δεν έδωσα σημασία, μετά από μια ώρα, παίρνω ένα ταξί και πάω στη Δάφνη. Χτυπάω το κουδούνι, αργεί να μου απαντήσει, κάποια στιγμή ανοίγει την πόρτα. “Ελα μέσα θεία Παύρη” μου λέει με μυστηριώδες χαμόγελο.
Μπαίνω, καθόμαστε στο σαλόνι, στις καφετιές πολυθρόνες. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, αυτός φρέσκος-φρέσκος, φοράει μόνο ένα λευκό μποξεράκι και συνεχίζει να χαμογελάει. “Εχω το τελικό remix του δίσκου, θες να το ακούσουμε;” Από την κρεβατοκάμαρα ακούγεται θόρυβος, σαν κάποιος να μετακινεί έπιπλα. “Είναι κανένας εδώ;” “Οχι,όχι, μόνος μου είμαι. Πάμε στην κρεβατοκάμαρα που έχω το stereo, να ακούσουμε τον δίσκο”. Σηκώνεται, πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα και κάθεται στο κρεβάτι. ” Βάλε το δίσκο κι έλα κάτσε εδώ κοντά μου!” και μου κάνει χώρο στο κρεβάτι. “Κάποιο λάκκο έχει η φάβα” σκέφτομαι, αλλά τι να κάνω; βάζω το δίσκο στο πικάπ και μετά πάω και ξαπλώνω δίπλα του. Απέναντί μας είναι μια μεγάλη τρίφυλλη ντουλάπα. Την παρατηρώ, αρχίζουν να ακούγονται οι πρώτες νότες από το “Πάρ΄τα!”. Κλείνω τα μάτια, νιώθω την ανάσα του Σάκη δίπλα μου, ακούω το τραγούδι μας και βρίσκομαι στον έβδομο ουρανό. Και την ώρα που το τραγούδι φτάνει στο ρεφρέν, “Πάρ΄τα! Την καρδιά και το μυαλό μου πάρ΄τα! ότι έχω και δεν έχω πάρ΄τα!” ανοίγει με πάταγο η πόρτα της ντουλάπας, εμφανίζεται ο Ηλίας Ψινάκης και με μουτζώνει: “Πάρ΄τα μωρή ηλίθια, πάρ΄τα να μη στα χρωστάω!”
Ο Σάκης έχει διπλωθεί στα δυο από τα γέλια. Ο Ψινάκης βγαίνει από την ντουλάπα και αρχίζει να χοροπηδάει γύρω-γύρω από το κρεβάτι. “Μωρή σε έπιασα στο κρεβάτι με τον Ρουβά! Θα το πω σε όλη την Αθήνα!” λέει και ξαναλέει με τη γλυκιά φωνούλα του. Εχω μείνει στήλη άλατος. “Μα πως.. που… πότε έχετε γνωριστεί;” “Καλέ τον Σάκη τον ξέρω από την Κέρκυρα! Είναι φίλος μου! Δεν στο έχει πει;” “Οχι, δεν μου το έχει πει.” “Αιγόκερως αγάπη μου, τι περιμένεις; Βάλε μωρή να ακούσουμε το δίσκο, καταπληκτική δουλειά, θα σκίσει!” είπε ο προφήτης Ηλίας. Κι εκεί, πάνω στο κρεβάτι του Σάκη, ακούγοντας το δίσκο του, τέλειωσε το υπέροχο καλοκαίρι του 1991. Πήρε μαζί του, τα νιάτα, την υγεία, τη δύναμη, την αγάπη, τα γέλια και τα τραγούδια μιας εποχής και τώρα προσπαθώ να την αναστήσω, μπας και με πάρει, έστω και για λίγο, μακριά από το φετινό καλοκαίρι….
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο