Mε μεγάλη επιτυχία, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης αφιερωμένη στην Αλεξάνδρα Αθανασιάδη, με τίτλο Πλάθοντας το άυλο που παρουσιάζει φέτος το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στο υπέροχο Μουσείο της Άνδρου πάνω στη θάλασσα. Οικογένεια, συνεργάτες και αγαπημένοι φίλοι της Αλεξάνδρας, έδωσαν το παρόν να την τιμήσουν στην πιο σημαντική έκθεση της ζωής της.(Επάνω με την Αλεξάνδρα, τη μητέρα της και νονά μου Ελένη Αθανασιάδη και το σύζυγό της Δημήτρη Σωτηρίου, στην “Παρέα” ένα βράδυ πριν τα εγκαίνια)
Οικογενειακή φωτογραφία, η Ελένη, ο Αλέκος Αθανασιάδης, η Μανουέλα, η Αλεξάνδρα και ο Αξελ..
Σε μια περιήγηση που καλύπτει σχεδόν πέντε δεκαετίες δημιουργίας, χωρίς να ακολουθεί χρονολογική σειρά, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει τις πολλαπλές πτυχές της πορείας της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη, από τα πρώιμα παιδικά έργα της έως σήμερα.
Η έκθεση μας ταξιδεύει πρώτα στο εργαστήριο της καλλιτέχνιδας, στο οποίο δημιουργεί εδώ και τριάντα χρόνια. Σε αυτόν το χώρο, που ανοίγει σε έναν καταπράσινο κήπο όπου δεσπόζουν οι δημιουργίες της, η Αλεξάνδρα πλάθει, σχεδιάζει, ζωγραφίζει, φωτογραφίζει, φυλώντας προσεκτικά, εδώ κι εκεί, διάσπαρτα θραύσματα από ξύλο, μέταλλο και χαρτί, που περιμένουν υπομονετικά τη μετουσίωσή τους σε έργα τέχνης.
Από το εργαστήριο μεταφερόμαστε στις ακροθαλασσιές, όπου η Αλεξάνδρα βρίσκει τα περισσότερα υλικά για τις δημιουργίες της. Συνδυάζοντας έργα διαφόρων τεχνικών και εποχών, δημιουργεί μια εγκατάσταση γεμάτη ποίηση και μελαγχολία, που θυμίζει τους στίχους από τη «Θάλασσα του πρωιού» του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Ανακαλύπτουμε στη συνέχεια μια άγνωστη πτυχή της δημιουργικής της πορείας: τον πρωταρχικό ρόλο της αφαίρεσης στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990. Τα περισσότερα έργα της ενότητας, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, αναδεικνύουν τις επιρροές που δέχτηκε η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη από γλύπτες όπως οι Henry Moore και Alberto Giacometti, χωρίς όμως ποτέ να χάνει το δικό της, εντελώς προσωπικό, οξυδερκές βλέμμα.
Ύστερα από ένα άλμα είκοσι πέντε ετών, μεταφερόμαστε σε μια ενότητα αφιερωμένη αποκλειστικά στον Κωνσταντίνο Καβάφη, στην οποία η Αθανασιάδη μας αποκαλύπτει έναν κόσμο απρόσμενο, γεμάτο χρώμα και αισθησιασμό. Εδώ, η καλλιτέχνιδα τιμά την κοινή της αγάπη με τον Καβάφη για το αρμονικό πάντρεμα του αρχαίου με το σύγχρονο· την ανάκληση, γεμάτη λεπτότητα και χάρη, των αισθημάτων του και των ορμών του· τη διεκδίκηση μιας αισθησιακής, ακόμη και ερωτικής προσέγγισης των σωμάτων· τη σπουδαιότητα του παρελθόντος, την εξερεύνησή του, την αφομοίωσή του, την αποδοχή του.
Η ποίηση του Καβάφη υπό το πρίσμα της Αθανασιάδη μας επιτρέπει μια φυσική μετάβαση προς τον κόσμο των αλόγων, βασικό θέμα στις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις. Είτε από μέταλλο είτε από χαρτί, τα άλογα εκφράζουν αυτό που η ίδια περιγράφει ως «δύο κομμάτια του εαυτού [της]. Το κομμάτι που βάζει το κεφάλι κάτω και προχωρά και κάνει αυτά που πρέπει, και το κομμάτι που είναι ατίθασο και δεν δέχεται».
Η έκθεση ολοκληρώνεται με την ενότητα που αποτελεί τον κεντρικό άξονα της τέχνης της Αθανασιάδη: το ανθρώπινο σώμα. Γυναικείες και ανδρικές φιγούρες, από ξύλο, μέταλλο και χαρτί, εμπνευσμένες από τη μυθολογία, την ίδια, τον πατέρα της ή τον σύζυγό της, συνυπάρχουν σε αυτόν τον χώρο, εκφράζοντας όλες τις πλευρές, ακόμα και τις πιο σκοτεινές, του έργου της. Εδώ, το βίωμά της διαπερνά την ύλη και μας αγγίζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, που χαρακτηρίζεται όμως πάντα από ευαισθησία και λεπτότητα.
Η έκθεση Αλεξάνδρα Αθανασιάδη – Πλάθοντας το άυλο αποτελεί μια ενιαία εικαστική εγκατάσταση, με τις ενότητες να διαχέονται η μία μέσα στην άλλη. Για τη δόμηση αυτής της αφήγησης, καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος της ίδιας της καλλιτέχνιδας, με τη βοήθεια των έμπιστων συνεργατών του Ιδρύματος Παρασκευής Γερολυμάτου και Ανδρέα Γεωργιάδη. Η έκθεση συνοδεύεται από δίγλωσσο κατάλογο (ελληνικά και αγγλικά), που ετοίμασε η επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau και εκδίδεται από το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, σε επιμέλεια της Μικρής Άρκτου.Ήταν μία ωραία ευκαιρία να επισκεφτούμε την αρχοντική Άνδρο.
Αλεξάνδρα Αθανασιάδη
Η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε στο Franklin College του Λουγκάνο και στη συνέχεια αποφοίτησε με διάκριση από το Ruskin School of Drawing and Fine Art του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Κατέχει επίσης Master of Fine Arts στη γλυπτική από το Columbia University της Νέας Υόρκης.
Αρχικά ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία, πριν στραφεί στη γλυπτική. Έχει παρουσιάσει έργα της σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα, στους Δελφούς, στην Αρχαία Μεσσήνη, στον Πόρο, στη Λάρισα, στη Θεσσαλονίκη, στο Ηράκλειο, στην Πάτμο, στα Ιωάννινα, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Κονέκτικατ, στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο και στο Μόντε Κάρλο, όπου το 1995 έλαβε το Princess Grace Foundation Award. Έργα της βρίσκονται σε σημαντικές συλλογές ανά τον κόσμο.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
Κωνσταντίνος Καβάφης, «Θάλασσα του πρωιού»[i]
Η κίνηση είναι ακριβής, αποφασιστική. Με εμφανή κάποια ένταση, η οποία μαρτυρά την απόλυτη συγκέντρωση, και μαζί μια ρευστότητα, σημάδι ενός εντελώς χαλαρού σώματος, έτοιμου να χορέψει με τα υλικά. Το βλέμμα, μισοκρυμμένο από τα μαλλιά, δεν αποστρέφεται ποτέ από το έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Εκτός από αυτά τα λίγα κομμάτια ξύλου, μετάλλου και χαρτιού, δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Θραύσματα μαζεμένα από δω κι από κει, συνήθως από κάποια παραλία, που προορισμός τους ήταν, έως πρόσφατα, η αργή φθορά, μακριά από τα βλέμματα. Στα χέρια της, όσα μέχρι πριν λίγο καιρό αποτελούσαν αντικείμενα που βρέθηκαν τυχαία ή απλώς απορρίμματα, ανθίζουν, αποκτούν μορφή και, υπερβαίνοντας τη μοίρα τους, γίνονται δημιουργία. Μια δημιουργία που πάλλεται, δονείται, που μοιάζει έτοιμη να εγκαταλείψει το βάθρο της, τόσο φορτωμένη είναι με «μια δική της ζωτικότητα», όπως την όριζε ο Henry Moore[ii].
Τούτη η αναδυόμενη μορφή, όπως η Αφροδίτη από τον αφρό της θάλασσας, έχει βαθιές ρίζες στο ελληνικό χώμα. Άλογο ή σιλουέτα, θώρακας, πρόσωπο ή γραπτό, είναι κομψή, φίνα, ισορροπημένη. Όμως πάντα υπάρχει μια ρωγμή. Ένα ρήγμα, πάντα. Η οδύνη πάντα καιροφυλακτεί. Εδώ, τα λόγια του Igor Mitoraj ταιριάζουν απόλυτα: «Η δουλειά μου είναι μια παραπλάνηση. Η αναφορά στον κλασικισμό είναι ένα διανοητικό σήμα, όπως ένας οδοδείκτης που μας προτρέπει να εξερευνήσουμε αυτή την κατεύθυνση αντί της άλλης»[iii]. Οι κανόνες του αρχαίου κάλλους γίνονται μέσον διαφυγής και συνάμα κλοιός, καταφύγιο και φενάκη, αναφορά για να την ακολουθήσεις ή, αντίθετα, να την αποφύγεις. Εκείνες οι σάρκες από κρύο μάρμαρο, με όλη την αινιγματική λάμψη τους, δεν αφήνουν καμία θέση στη φθορά, στη ραγισματιά, στην ατέλεια. Αλλά ακριβώς αυτά αποτελούν κεντρικό άξονα στη δουλειά της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη.
Με την αγαπημένη μου Αλεξάνδρα Αθανασίαδη, μπροστά στα έργα της.
Ο Jean Genet, αναφερόμενος στην τέχνη του φίλου του Alberto Giacometti, έγραφε: «Δεν υπάρχει για το ωραίο άλλη προέλευση από την πληγή, μοναδική, διαφορετική για τον καθένα, κρυφή ή φανερή, που κάθε άνθρωπος κρατάει μέσα του, που τη διατηρεί και στην οποία αποσύρεται όποτε θέλει ν’ αφήσει τον κόσμο για μια παροδική αλλά βαθιά μοναξιά»[iv]. Από τη μεριά της, η Louise Bourgeois διαπιστώνει: «Δεν μπορούμε να σταματήσουμε το παρόν. Κάθε μέρα πρέπει να μαθαίνουμε να εγκαταλείπουμε το παρελθόν μας. Και να το αποδεχόμαστε. Αν δεν μπορούμε να το αποδεχτούμε, πρέπει να κάνουμε γλυπτική. Αν αρνιόμαστε να εγκαταλείψουμε το παρελθόν, πρέπει να το ξαναδημιουργήσουμε»[v]. Η Αθανασιάδη γνωρίζει πολύ καλά αυτή την πληγή και τη μοναξιά που επιβάλλει. Παλεύει σκληρά με ένα παρελθόν που πρέπει να το αναμασά, να το μεταβολίζει και να το μεταρσιώνει.
Στα τραχιά χέρια της, ζυμωμένα από τη δουλειά και την πάλη –που εκπλήσσουν όταν αντικρίζουμε για πρώτη φορά την ψηλόλιγνη σιλουέτα της και το αρμονικό προφίλ της– το υλικό, ατίθασο στην αρχή, αφήνεται σιγά σιγά να δαμαστεί, μέχρι να υποταχθεί πλήρως στη θέλησή τους. Από αυτή την άποψη, η καλλιτέχνιδα μοιάζει με εκπαιδευτή αλόγων, ζώων με τα οποία ταυτίζεται ευχαρίστως και περιγράφει σαν «δύο κομμάτια του εαυτού μου. Το κομμάτι που βάζει το κεφάλι κάτω και προχωρά και κάνει αυτά που πρέπει, και το κομμάτι που είναι ατίθασο και δεν δέχεται»[vi]. Αυτή η αντίφαση γίνεται ολοφάνερη κυρίως στη διάρκεια της δουλειάς. Βλέποντάς τη να πηγαινοέρχεται ακούραστα, να καρφώνει το ένα καρφί μετά το άλλο με ακρίβεια τεχνίτη, να χειρίζεται με την ίδια άνεση τη συγκόλληση τόξου, την κοπή με πριόνι, το γυάλισμα με ηλεκτρικό τριβείο, δεν μπορούμε να μη διαπιστώσουμε ότι η πειθαρχία είναι για εκείνη κυρίαρχη, γιατί μόνο αυτή εγγυάται την ελευθερία.
Με την Αλεξάνδρα, τον γκαλερίστα της στο Παρίσι Jean-Jacques Dutko και την Ελένη Αθανασιάδη.
Η Αθανασιάδη, όπως οι Camille Claudel, Barbara Hepworth, Germaine Richier, Louise Bourgeois και άλλες, δείχνει να επέλεξε τη γλυπτική ακριβώς επειδή αποτελεί έναν από τους πιο απαιτητικούς τρόπους έκφρασης, διανοητικά όσο και σωματικά. Και όμοια με τις επιφανείς προγόνους της, σίγουρα θα εξανίστατο εναντίον όσων θα έβλεπαν το φύλο της σαν εμπόδιο, σύμφωνα με το στερεότυπο που θέλει τη δύναμη και τη σκληρή δουλειά να είναι αποκλειστικά ανδρικά χαρακτηριστικά. Αλλά αυτή ακριβώς η σκληρή δουλειά, από τους ατελείωτους περιπάτους σε παραλίες προς αναζήτηση κατάλληλων υλικών μέχρι τη μετωπική και εξαντλητική αναμέτρηση με το ξύλο και το μέταλλο, δεν δείχνει ότι η καλλιτέχνιδα προσπαθεί διαρκώς να υπερβεί τα όριά της; Να αποδείξει, στον εαυτό της πρωτίστως και μετά στους άλλους, ότι είναι ικανή να ανακαλύπτει την αισθητική πλευρά κάθε φθαρμένου, απαξιωμένου, παραμελημένου στοιχείου; Να διεκδικεί, χωρίς φλυαρίες και τυμπανοκρουσίες, τη θέση της ως ατιθάσευτη και αδιάφθορη καλλιτέχνιδα; Στην αφετηρία όλων αυτών, μοιράζεται ίσως με τις συναδέλφους της την ίδια «ανησυχία», που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά με τη δουλειά, και την οποία η Richier περιγράφει ως εξής: «Η φύση μου δεν μου επιτρέπει την ηρεμία, είμαστε αυτό που είμαστε, κι η ηλικία δεν με κάνει γλυκιά και γαλήνια, όχι ότι μάχομαι, είναι όμως μέσα σ’ εμένα, μαζί μ’ εμένα»[vii].
Είναι προφανές ότι αυτή η άρνηση γαληνέματος κρύβει έναν υπόκωφο θυμό, μια παλιά πληγή, μια ενστικτώδη απόρριψη της ωμότητας και της μετριότητας. Συγχρόνως όμως φανερώνει και μια βαθιά αγάπη για την ανθρωπότητα με ό,τι πιο απλό, ουσιαστικό και γενναιόδωρο έχει. Και όπως είναι φυσικό, η ίδια προδιάθεση επεκτείνεται και στη φύση και στην ύλη. Για να το διαπιστώσουμε, αρκεί να δούμε την Αθανασιάδη να περιφέρεται στον κήπο της και στο ατελιέ της. Ενώ μιλάει, δεν σταματά να ακουμπά τα χέρια της πάνω σε όσα βρίσκονται γύρω της, αγγίζοντας, ψαύοντας, χαϊδεύοντας σχεδόν τόσο τα έργα στα οποία αναφέρεται όσο και τα έπιπλα, τα βάθρα και κυρίως τα κομμάτια ξύλου που στέκουν εδώ κι εκεί, περιμένοντας τη μεταρσίωσή τους. Η στοργή της γι’ αυτά δεν μπορεί να μη μας θυμίσει τη στοργή που έδειχνε η Hepworth για τα επιβλητικά κομμάτια από μάρμαρο που έφερνε από την Ιταλία ή την Ελλάδα, τα οποία δέσποζαν ήσυχα στον κήπο της και στα οποία είχε δώσει το τρυφερό παρωνύμιο «το μικρό κοπάδι μου από πρόβατα»[viii]. Και όταν το χέρι αγγίζει, δεν αργούμε να παρατηρήσουμε ότι δεν ψάχνει μόνο το λείο και απαλό. Ψάχνει και την αντίσταση, την τραχύτητα, το ελάττωμα.
Με το Μηνά Γκούμα, που με ξενάγησε μοναδικά στην Άνδρο, που επέλεξε πια για μόνιμη κατοικία του.
Πολλά έργα της Αθανασιάδη μένουν έξω όλο τον χρόνο. Συνυπάρχουν αθόρυβα με τη βλάστηση, τα δέντρα και τις πέτρες. Οι αλλοιώσεις που μπορεί να προκαλέσουν ο ήλιος, η βροχή και ο αέρας όχι μόνο είναι ευπρόσδεκτες, αλλά αντιμετωπίζονται ως σωτήριες. Γιατί το κλίμα έρχεται να συμπληρώσει τη δουλειά της καλλιτέχνιδας: εμπλουτίζει την πατίνα, λειαίνει τα εξογκώματα, διαμορφώνει τα χρώματα, καθιστώντας έτσι τα έργα ακόμη πιο αρμονικά με τη φύση που τα περιβάλλει. Εδώ, η σκουριά, οι λεκέδες, η φθορά δεν αντιμετωπίζονται σαν εχθροί. Με τρόπο απροσδόκητο, εξευγενίζουν το έργο που, ακριβώς όπως το ανθρώπινο σώμα, δεν μπορεί παρά να φέρει προοδευτικά τα σημάδια του χρόνου.
Το ίδιο ισχύει για τα έργα σε χαρτί, που η Αθανασιάδη διατηρεί στο ατελιέ της. Στη δική τους περίπτωση, το γέρασμα των φύλλων το προκαλεί η ίδια, χρησιμοποιώντας συνήθως φυσικά διαλυτικά για να τα φθείρει. Σχίζει τα περιθώριά τους με μεγάλη σχολαστικότητα, τρίβει με τα δάχτυλα τα ίχνη του μαλακού μολυβιού της για να τα απλώσει, δίνοντας έτσι στο σύνολο ένα κυρίαρχο θαμπό χρώμα, παρόμοιο με της σκουριάς. Η καταστροφή γίνεται δημιουργία, η αλλοίωση κόσμημα.
Αντίθετα με ό,τι θα μας έκαναν να υποθέσουμε αυτές οι τελευταίες φράσεις, ο κόσμος της Αθανασιάδη δεν είναι μόνο οδύνη, πόνος και πληγή. Το χρώμα, η αγάπη, ο αισθησιασμός, ακόμη και η χαρά αναβλύζουν και από την πιο μικρή χαραμάδα, από ειρωνική αψηφισιά προς εκείνους που της πήραν τόσο νωρίς τον πατέρα της. Σαν κομψή και ευφυής απάντηση σε όσους θα ήθελαν να την περιορίσουν αποκλειστικά στο ψυχικό τραύμα της. Και βέβαια η ζωή είναι εύθραυστη, εφήμερη, αλλά ο ουσιαστικότερος ρόλος της τέχνης μήπως δεν είναι ακριβώς να αφήνει ένα ίχνος από όλα αυτά τα μικρά και ασήμαντα που συνιστούν το μεγαλείο της;
Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η ευεργετική σκιά του Κωνσταντίνου Καβάφη. Αποφασίζοντας να εντάξει στην τέχνη της τα χειρόγραφα του ποιητή, η Αθανασιάδη αποτίει φόρο τιμής σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Τιμά την κοινή τους αγάπη για το αρμονικό πάντρεμα του αρχαίου με το σύγχρονο· την ανάκληση, γεμάτη λεπτότητα και χάρη, των αισθημάτων και των ορμών του· τη διεκδίκηση μιας αισθησιακής, ακόμη και ερωτικής προσέγγισης των σωμάτων· τη σπουδαιότητα του παρελθόντος, την εξερεύνησή του, την αφομοίωσή του, την αποδοχή του. Αλλά η Αθανασιάδη δεν γράφει, δημιουργεί με αφετηρία τη γραφή. Και αυτό γίνεται στα χέρια της βιβλίο, γκράφιτι, ακόμη και γλυπτό. Η απεικόνιση, στην οποία μένει πάντα λιγότερο ή περισσότερο πιστή, κάνει τις λέξεις απτές. Σαν τον Giacometti, απομακρύνεται από το πραγματικό μόνο για να το αποδώσει καλύτερα ή, όπως εύστοχα σημείωνε ο τελευταίος: «Μπορεί κανείς να φαντάζεται ότι ο ρεαλισμός συνίσταται στην αντιγραφή …ενός ποτηριού έτσι όπως είναι πάνω στο τραπέζι. Στην πραγματικότητα, δεν αντιγράφουμε παρά την εικόνα που μένει από αυτό κάθε στιγμή και η οποία γίνεται συνειδητή… Δεν αντιγράφετε ποτέ το ποτήρι πάνω στο τραπέζι· αντιγράφετε αυτό που έχει μείνει από μια εικόνα»[ix].
Υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο, κυρίαρχο στην ποίηση του Καβάφη, ουσιαστικό και για την Αθανασιάδη: η ενατένιση. Αυτό ακριβώς συνθέτει τέλεια το ποίημα «Θάλασσα του πρωιού». Αντίκρυ στη μεγαλοπρέπεια της φύσης, ο άνθρωπος κατακλύζεται από ένα τέτοιο αίσθημα που η ομορφιά του τοπίου υποχωρεί στο πίσω μέρος του μυαλού του, αφήνοντας χώρο σε ένα ηδονικό και απροσδιόριστο κράμα αναμνήσεων και επιθυμιών, που προκαλούν έναν στοχασμό, αποσπασματικό και παράλογο ίσως, ο οποίος όμως γίνεται γρήγορα πρόσφορος για δημιουργία. Ίσως για αυτόν τον λόγο η μοναξιά είναι τόσο σημαντική για την Αθανασιάδη, ο μόνος τρόπος που μπορεί να εξασφαλίζει αυτή την εφήμερη σύνδεση. Και πιθανότατα για τον ίδιο λόγο επιστρέφει, με διαρκώς ανανεούμενο ενθουσιασμό και επιδεξιότητα, στις οικείες φιγούρες του αλόγου, του ανδρικού κορμιού, του γυναικείου κορμιού και του δικού της προσώπου. Οι παραλλαγές των συγκεκριμένων θεματικών δεν είναι ατέρμονες επαναλήψεις. Το αντίθετο. Αποκαλύπτουν την ανάγκη να αποτυπωθεί στο υλικό ένα χνάρι αυτής της φευγαλέας ομορφιάς, αυτής της κίνησης, της αέναα επαναλαμβανόμενης, που καθίσταται αμετάβλητη.
Η Αθανασιάδη, που σχεδιάζει και σμιλεύει από τα παιδικά της χρόνια, μπήκε πριν λίγο καιρό στην έβδομη δεκαετία δημιουργικότητας. Το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή της αφιερώνει μια αναδρομική έκθεση η οποία ακολουθεί όλη την εξέλιξή της, από τα πρώτα της βήματα, που αν και πρόωρα αναγνωρίστηκαν πολύ γρήγορα, μέχρι σήμερα. Όλες οι θεματικές και οι επιρροές που σημάδεψαν τη διαδρομή της παρουσιάζονται και διαλέγονται μεταξύ τους, χωρίς χρονολογική σειρά. Από αυτή τη συγκέντρωση έργων της Αθανασιάδη στον ίδιο χώρο, προκύπτει μια εντυπωσιακή διαπίστωση: σε αυτήν, καθετί σμιλεμένο ή σχεδιασμένο είναι εξίσου εύγλωττο, εξίσου δυνατό με τους χώρους που έχουν μείνει κενοί, τις κοιλότητες που συμπληρώνουν τη μορφή, τις λεπτομέρειες χάρη στις οποίες «στέκεται» το σύνολο. Το άπιαστο, το άυλο, το υποσυνείδητο αποτυπώνονται ζωντανά, παραδίδονται στην αιωνιότητα. Έτσι, γεννούν ένα έργο πρόσφορο στην παρατήρηση, τον στοχασμό και, κυρίως, την ενατένιση. Η Αθανασιάδη, πλάθοντας το άυλο, μας αφήνει να διακρίνουμε τον ορίζοντα.
Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau
Υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Επιμελήτρια της έκθεσης «Πλάθοντας το άυλο»
[i] Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα, τόμ. Α΄ (1897-1918), επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα: Ίκαρος, 1963.
[ii] «Για μένα, ένα έργο πρέπει να έχει μια δική του ζωτικότητα. Δεν εννοώ μια αντανάκλαση της δύναμης για ζωή, της κίνησης, της σωματικής δραστηριότητας, μορφών που χοροπηδάνε, χορεύουν και ούτω καθεξής, αλλά ότι ένα έργο μπορεί να κλείνει μέσα του μια συσσωρευμένη ενέργεια, μια έντονη δική του ζωή, ανεξάρτητα από το αντικείμενο που αναπαριστά. Όταν ένα έργο διαθέτει αυτή την πανίσχυρη ζωτικότητα, δεν συνδέουμε με αυτό τη λέξη ωραίο». H. Moore, «Statement for Unit One», στο Herbert Read (επιμ.), Unit One: The Modern Movement in English Architecture, Λονδίνο: Cassell & Co., 1934, σσ. 29-30.
[iii] Myriam Meuwly, «Igor Mitoraj, la beauté de la blessure», Le Temps, 11 Νοεμβρίου 1999.
[iv] J. Genet, L’Atelier d’Alberto Giacometti, Παρίσι: L’Arbalète, επανέκδ. 1986, σ. 33.
[v] Louise Bourgeois, Album, Νέα Υόρκη: Peter Blum, 1994, αρ. 69.
[vi] Συνέντευξη στη Μαριάννα Οικονόμου, για το ντοκιμαντέρ Θραύσματα – Αλεξάνδρα Αθανασιάδη, παραγωγής Marni Films και Doc 3, 2018, 6ο λεπτό.
[vii] Από επιστολή της Germaine Richier στον Otto Bänninger, αχρονολόγητη, εκτιμούμενη πάντως μεταξύ 1950-1956, στο Germaine Richier, 1904[sic]-1959, Παρίσι: Galerie Creuzevault, 1966, χ.σ.
[viii] Λόγια σταχυολογημένα από τη Sophie Bowness, «The late marble carvings of Barbara Hepworth», στο Barbara Hepworth. Stone Sculpture, Νέα Υόρκη: Pace Wildenstein Gallery, 2001, χ.σ.
[ix] Συνέντευξη στον André Parinaud», Ιούνιος 1962, στο Alberto Giacometti, Écrits, Παρίσι: Hermann 1990, σ. 242.
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Χώρα, Άνδρος 84500
Τ: 22820 22444
andros@goulandris.gr
Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Ερατοσθένους 13, Αθήνα 11635
Τ: 210 725 2895
visit@goulandris.gr | goulandris.gr
Διάρκεια έκθεσης:
3 Ιουλίου-2 Οκτωβρίου 2022
Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 11.00-15.00 και 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00
Δευτέρα απόγευμα και Τρίτη: κλειστά
Σχόλια για αυτό το άρθρο