Η Ρένα Βλαχοπούλου είναι από τις λίγες περιπτώσεις πολυτάλαντων καλλιτεχνών. Αξεπέραστη κωμικός, εξαιρετική τραγουδίστρια και απολαυστική «show woman», αγαπήθηκε από τον κόσμο όσο λίγοι ηθοποιοί. Στις καρδιές μας θα είναι πάντα Η θεία μας η χίπισσα, μανιώδης Χαρτοπαίχτρα που ζητάει επειγόντως γαμπρό, θα γίνεται Παριζιάνα, άλλες φορές ζηλιάρα και άλλες θα φτάνει μέχρι…χαρέμι, τραβώντας μαλλί, μας δίνει πάντα Ραντεβού στον αέρα, παραμένει αιώνια Κόμισσα της Κέρκυρας και δεν είναι ποτέ Οφ Σάιντ!
Γεννήθηκε 20 Φεβρουαρίου στην Κέρκυρα, όπου και σπούδασε στο Ωδείο του Δραματικού Συλλόγου. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Το 1938 πρώτο-τραγούδησε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Κέρκυρας και τότε γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους.
Το 1939 έκανε τα πρώτα καλλιτεχνικά της βήματα στην Αθήνα, τραγουδώντας σε αναψυκτήρια και καφενεία. Εκεί την ανακάλυψε ο Μίμης Τραϊφόρος και την παρουσίασε ως νέο ταλέντο σε ένα πρόγραμμα βαριετέ που είχε ανεβάσει στο κέντρο «Όαση» του Ζαππείου. Την ίδια χρονιά, ο θεατράρχης Μακέδος την προώθησε στο θέατρο, όπου και εμφανίστηκε στην σκηνή του «Μουντιάλ», τραγουδώντας ντουέτο με τη Σοφία Βέμπο. Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο και έζησαν μαζί μέχρι το 1946 που χώρισαν.
Το 1942 επίσης, γνώρισε το μεγάλο Έλληνα πιανίστα της τζαζ, Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Πάνθεον». Το 1946, αφού είχε ήδη αναδειχθεί σε «βασίλισσα της Τζαζ», ακολούθησε τον Σπάρτακο σε περιοδεία που ξεκίνησε από την Κύπρο, και κατέληξε στην Αμερική. Κατά την περιοδεία της, προσκλήθηκε από την αυλή του Σάχη της Περσίας, όπου και τραγούδησε, ενθουσιάζοντας το κοινό.
Το 1953, ενώ έχει ήδη παρουσιαστεί σε πολλές επιθεωρήσεις των καλύτερων θιάσων σαν τραγουδίστρια, συνεργάζεται με τον Αλ. Λειβαδίτη, τη Μαρίκα Κρεββατά, τη Ρένα Ντορ και το Γιώργο Γαβριηλίδη, συγκροτώντας δικό τους θίασο, και περιοδεύουν στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη. Το «βάπτισμα του πυρός» σαν ηθοποιός, το πήρε δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη το 1954 στην επιθεώρηση «Σουσουράδα». Από τότε καθιερώνεται σαν ηθοποιός, και κάνει λαμπρή καριέρα, συμμετέχοντας τα επόμενα χρόνια σε πάνω από 160 θεατρικές παραστάσεις.
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της γίνεται στη δεύτερη έγχρωμη ελληνική ταινία που γυρίστηκε στην Ελλάδα, «Πρωτευουσιάνικες Περιπέτειες» του Γιάννη Πετρουλάκη. Ο Γιάννης Δαλιανίδης εντυπωσιάζεται το 1962, από την παρουσία της στη θεατρική παράσταση, «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκι, και της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» – πρώτο μιούζικαλ που σκηνοθέτησε στη Φίνος Φιλμ.
Το καλοκαίρι του 1962 έπαιξε στην Οδό ονείρων, που ανέβηκε στο θέατρο Μετροπόλιταν σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνογραφία Μίνωος Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Στην παράσταση εκείνη, η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια από τις περίφημες «αδελφές Τατά», μαζί με την Ζωή Φυτούση, την Νίκη Λεμπέση και την Μάρω Κοντού. Στο νούμερο Όνειρο της Οθόνης εμφανίστηκε με τουαλέτα και σατίριζε τις ταινίες – μελό. Στο νούμερο αυτό προβλήθηκε και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: “Αμάρτησα για το αρνί μου”. Στο πλευρό της εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιάς.
Από τότε καθιερώνεται και σαν σταρ του κινηματογράφου, πρωταγωνιστώντας στα επόμενα μιούζικαλ που γυρίζει ο Δαλιανίδης στη Φίνος Φιλμ, που σπάνε κυριολεκτικά τα ταμεία: «Κάτι να Καίει», «Κορίτσια για Φίλημα», και «Ραντεβού στον Αέρα». Το 1965 της έγινε η πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, Μία τρελλή τρελλή οικογένεια και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους αξέχαστους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη. Αρνήθηκε διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης –εντάξει να κάνω τις θείες και τις ξαδέλφες, αλλά όχι και τη μάνα της Καρέζη!– και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως το θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά.
Το 1966, έφυγε από τη Φίνος Φιλμ και πήγε στην εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Η συμφωνία προέβλεπε διπλάσια αμοιβή για την Ρένα και ποσοστά στα κέρδη. Τη χρονιά αυτή γύρισε τη Βουλευτίνα και το 1967 το Βίβα Ρένα υποδυόμενη σε διπλό ρόλο την άπορη και άσημη λαϊκή τραγουδίστρια «Ρένα Παπαλιού» και τη διεθνούς φήμης Ιταλίδα τραγουδίστρια «Πεπίτα Ντι Κορφού». Το 1968 υποδύθηκε τη “Ζηλιάρα” στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, το σύζυγο της. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με συμπρωταγωνιστή και κινηματογραφικό «θύμα σύζυγο» το Νίκο Σταυρίδη που, για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, αποχώρησε και ολοκληρώθηκαν με τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Και στις τρεις ταινίες της σ’ αυτήν εταιρία, σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Καραγιάννης ενώ τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Κατσαρός
Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία Παριζιάνα που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες Μια τρελή σαραντάρα και Η θεία μου η χίπισσα, το 1971 οι Μια Ελληνίδα στο χαρέμι και Ζητείται επειγόντως γαμπρός (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) και το 1972 η Κόμισσα της Κέρκυρας και η Η Ρένα είναι οφσάιντ του Αλέκου Σακελλάριου. Στις ταινίες τής άρεσε, παραβιάζοντας το σενάριο, να αυτοσχεδιάζει. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.
Το 1976 δοκίμασε τις υποκριτικές της ικανότητες για πρώτη φορά στην μικρή οθόνη της ΕΡΤ ως πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική σειρά Μία Αθηναία στην Αθήνα (σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) που ολοκληρώθηκε σε 25 45λεπτα επεισόδια. Ήταν μία επαγγελματική εμπειρία η οποία δεν την ικανοποίησε. Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις “Φανταρίνες” του Ντίμη Δαδήρα. Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκεύασε σε μουσική κωμωδία με τίτλο Λυσιστράτη ’79 τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Ακολούθησαν οι ταινίες: το 1980 Ρένα να η ευκαιρία, το 1981, Της πολιτσμάνας το κάγκελο, το 1982, Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος , το 1983, Η σιδηρά κυρία. Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου του 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες η Βλαχοπούλου ερμήνευσε διάφορες επιτυχίες, χειροκροτούμενη θερμά. Το 1985 πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία Ρένα τα ρέστα σου (σκην. Α. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες, από το 1986 ως το 1990.
Την περίοδο (1992-1993) έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο Για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Είπε “αντίο” στο θέατρο, την περίοδο (1993-94]) με τη Xαρτοπαίχτρα του Ψαθά που ανέβηκε στο θέατρο Μπροντγουέι της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα και για την ερμηνεία της βραβεύτηκε το 1995 με το αναμνηστικό μετάλλιο «Δημήτρης Ψαθάς». Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις “Άγκυρα” με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.
Γενναιόδωρη με τους νέους ηθοποιούς, αγαπούσε τα ζώα, ήταν μανιώδης καπνίστρια και το χόμπι της ήταν το ψάρεμα και η μαγειρική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της την ταλαιπωρούσε το ζάχαρο. Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του ζαχάρου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το Σάββατο 31 Ιουλίου του 2004 η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας “Μάντζαρος” που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
Σχόλια για αυτό το άρθρο