Μετά από πρόσκληση που μου έγινε το καλοκαίρι από τα ανήψια μου να πάω στις Σπέτσες για την Αρμάτα, ξεκίνησα με το ιπτάμενο το απόγευμα της Παρασκευής. Η πυρπόληση του ομοιώματος της τουρκικής ναυαρχίδας κάθε δεύτερο Σάββατο του Σεπτέμβρη σε μια εντυπωσιακή αναπαράσταση του παράτολμου εγχειρήματος των 60 καπεταναίων που είχαν απομείνει να υπερασπιστούν το νησί από ανώτερο αριθμητικά στόλο, αποτελεί το αποκορύφωμα μίας εβδομάδας πολιτιστικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων.
Από τον Άγιο Αιμιλιανό, έβλεπα το νησί και έσφιγγα τα χέρια μου από χαρά και αγωνία. Είχα 20 χρόνια να πάω και φθάνοντας είδα τις Σπέτσες διαφορετικές. Πιο ζωντανές, πιο λουσάτες. Όλος ο κόσμος ήταν περιποιημένος και κομψός. Τα αμαξάκια καθαρά λόγω της επετείου, με ηλεκτρικά φαναράκια, αντί πετρελαίου που είχαν κάποτε και οι αμαξάδες με ένα κινητό στο χέρι. Πάει ο Νικολός, ο Σαράντος, ο Κάουμποϊ. Νέοι αμαξάδες συνεχίζουν την παράδοση, γκομενίζοντας από ψηλά στην άμαξα και φροντίζοντας οι νοστιμούλες να κάθονται δίπλα τους. Η επόμενη γενιά!
Παλιά παραδοσιακά μαγαζιά έχουν κλείσει και στη θέση τους έχουν ανοίξει μπουτίκ. Δυστυχώς, πάει το βιβλιοπωλείο του Τσαπάρα, πάει και ο Ακάσογλου που έβρισκες ότι ήθελες για το σπίτι αλλά και το καϊκι. Πάει το περίπτερο της Σοφίας. Ευτυχώς το ζαχαροπλαστείο του Παλαιολούγκα, υφίσταται και πάει καλά. Και το κρεοπωλείο του Καλογιάννη λειτουργεί, αλλά το καταπληκτικό μανάβικο απέναντι έκλεισε. Γεμάτη κλαμπάκια και μπαράκια η Ντάπια. Η ψαραγορά στη θέση της! Ο Αλεξανδρής έκλεισε τις βενζίνες και τα πετρέλαια και έκτισε ένα άσχημο ξενοδοχείο με μαγαζί στο ισόγειο.
Δυο ντισκοτέκ είχε το ’60…. το Twins και το Blueberry προς του Βρέλλου. Το Αλώνι προς την Αγία Μαρίνα, καταπληκτική ταβέρνα και ο Παράδεισος. Στην Κουνουπίτσα του Πατράλη και στη Ντάπια του Λυράκη. Μακαρονάδα με σάλτσα από ψητό…8 δραχμές. Το θυμάμαι γιατί πήγα μια Μεγάλη Παρασκευή και το έφαγα, κρυφά.
Τα πρωινά όλοι στο Παλιολιμάνι ξεψάριζαν τα δίχτυα και ο Καπελογιάννης από κάτω σέρβιρε καφεδάκι. Ο Χαράλαμπος που έφτιαχνε πεντανόστιμους κεφτέδες με το δυόσμο της αυλής μας που μας είχε τσακίσει και που τηγάνιζε στα πιο βρώμικα τηγάνια που έχω δει. Η Γιολάντα πιο κάτω, η οικογένεια Ζαρίφη, η οικογένεια Tree από τον Kαναδά, ο γλυκύτατος συγγραφέας Μichel Deon, οι Shultzburger που είχαν τη Herald Tribune, η πριγκίπισσα Μαρίνα του Κεντ που με λάτρευε και με τάραζε στις αγκαλιές, οι Κουλουβάτοι, η Καλλιγά, η οικογενεια Wood, οι Λεμπέσηδες και οι Μουστρουφήδες, η Νάτα Μελά, η Μελίνα, η Αλίκη Διπλαράκου, ο Άδωνης Κύρου, ο Νιάρχος στη Σπετσοπουλα απέναντι, μέγας ευεργέτης του νησιού και τόσοι άλλοι και φυσικά… ο Μίκης Μελάς που είναι όλες οι παιδικές μου διακοπές. Μίκης και Σπέτσες είναι ένα και το αυτό!
Ώρες στο νερό, να βουτάμε από μια μισοβουλιαγμένη βάρκα ξανά και ξανά και πάντα αλωνίζαμε ξυπόλητοι. Τα παπούτσια μου τα ξανάδινε η μάνα μου 27 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που παίρναμε το Νεράιδα για να γυρίσουμε γιατί το σχολείο άνοιγε την 1η Οκτωβρίου.
Αυτό δες το, δεν είμαι σίγουρος για τις συγγένεειες.
Ώρες ατελείωτες να παίζω με τον Βαγγελάκη ο γιος του καφετζή του Μπούφη από κάτω με τον αδελφό του το Γκίκα, με τους αγαπημένους μου Ανδρέα και Ντέμη, τον Jason, τα αδέλφια Μανώλη και Σωτήρη που έχουν σήμερα το ‘Μουράγιο’ μέχρι που σκοτείνιαζε και έβγαινε στο μπαλκόνι η μάνα μου και φώναζε:
– Μηναααά, τρώμε.
– Τώρα, έρχομαι.
– Όχι τώρα…ΤΩΡΑ!!
Πέρα δώθε ο παγωτατζής τα απογεύματα, τσουλώντας το άσπρο ψυγείο του, να φωνάζει σαν ντελάλης με την άσπρη ποδιά και το καπελάκι του.
– Παγωτά η ΕΒΓΑAAA..ξυλάκι, πύραυλος και σάααααντουιτς.
Ο γάιδαρος με τα καλάθια γεμάτα φρούτα και οι ψαράδες μας ανέβαζαν ένα σωρό ψάρια, χταπόδια και πίνες. Μια απίστευτη ηρεμία επικρατούσε στο νησί και όλοι λίγο πολύ μετακινούμασταν με ποδήλατα. Με βέσπα, ελάχιστοι… 5-6 βέσπες θυμάμαι και θυμάμαι και ποιοί τις είχαν. Από νωρίς το πρωί άκουγες τα πριόνια και τα σβουράκια στους ταρσανάδες και τον Αντώνακα να βαράει τα σφυριά ενώ στα σιδερουργεία κοπανάγανε στο αμόνι τις λάμες. Τότε ναυπηγούνταν καϊκια συνεχώς. Όλοι αυτοί οι ταρσανάδες έχουν γίνει σούσι εστιατόρια σήμερα. Ο κατήφορος προς την Μπάλτιζα, το παλιό λιμάνι των Σπετσών, μύριζε λάδια και στη στροφή μόλις έμπαινες ήταν οι αντλίες με τα πετρέλαια και τις βενζίνες και ο χωματόδρομος ήταν πάντα μαύρος από τις υπερχειλίσεις.
Μέσα από τα παντζούρια του δωματίου μου, ο ήλιος που αντανακλούσε στη θάλασσα έκανε παιχνίδια στο ταβάνι. Ξυπνούσα κάθε πρωί και το χάζευα. Πολλά καϊκια και πολλές τράτες. Πολύ ψάρι στο νησί και στη γύρω περιοχή.
Σχεδόν μια φορά την εβδομάδα με έπαιρνε η μάνα μου στα πυροφάνια. Το Σεπτέμβριο μετά τη βροχή στα νησάκια δίπλα στη Σπετσοπούλα για σαλιγκάρια, αλλιώς κάθε μέρα ψάρεμα. Συρτή, παραγάδια, καθετή για καλαμάρια (μου ‘χε πιαστεί το χέρι να ανεβοκατεβάζω την πετονιά, αν χαλάρωνα έπεφτε και καμιά φάπα!).
Η νονά μου η Μάγια Καλλιγά με τραβολογούσε για μπάνιο, από δω και από ΄κει με διάφορα σκάφη. Πότε με τον Ανιέλι, πότε με τον Τζέιμς Άιβορι, πότε με το Ζιβανσί και τους Ρότσιλντ και τόσους άλλους απίστευτους ανθρώπους που είμαι πολύ πολύ ευτυχής που γνώρισα με τέτοια νονά που με λάτρευε και μου τους γνώρισε. Θρυλικοί άνθρωποι. Περνούσαν πολύ συχνά από το νησί, ειδικά για να δουν τη Μάγια ή τον πατέρα μου.
Αυτά όλα βέβαια, όταν δεν ήμουν τιμωρία, γιατί θα είχα ανέβει σε καμιά σκεπή. Ή θα με είχαν κάνει μαύρο στο ξύλο επειδή θα είχα πάρει το ποδήλατο και είχα εξαφανιστεί για ώρες. Κλειδωμένος μετά στο δωμάτιο κανα-δυό μέρες.
Η Κόστα απέναντι, άδεια τότε από σπίτια, ήταν συχνός προορισμός, σχεδόν καθημερινός και με το καϊκάκι μας (μιά σταλιά ήταν και μου φαινόταν τεράστιο) πηγαίναμε απέναντι για μπάνιο ή πικ-νικ με τους Deon συνήθως. Μια ώρα κάναμε να φτάσουμε και γυρίζαμε το απόγευμα αργά. Σήμερα είναι όλα κτισμένα εκεί γύρω. Τεράστιες βίλες, άλλες πολύ ωραίες και άλλες βγάζουν μάτι. Εκεί που τρώγαμε στις εκδρομές, κάτω από τις χαρουπιές, σήμερα έχει κτίσει ο Κόβας και έχει μετατρέψει το οικόπεδο σε ένα όνειρο, οφείλω να πω. Μα δεν είναι ο μόνος. Τότε όμως ήταν μόνο ο Αλεξίου που ανεβοκατέβαζε το αεροπλανάκι του και καθόμαστε να το χαζέψουμε.
– Ο Αλεξίου, έλεγε ο πατέρας μου.
Κατόπιν ήρθαν τα ξαδέλφια μου οι Μαυρολέοντες και σιγά σιγά άρχισε να γεμίζει η ακτή όπου σήμερα μένουν και βασιλείς και νεόπλουτοι, ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Ευτυχώς, επί το πλείστον είναι από παλιά τζάκια οι περισσότεροι. Και ευτυχώς επίσης, που τόσο εκεί όσο και γενικά στις Σπετσες τα καινούρια σπίτια που κτίστηκαν και κτίζονται είναι και αυτά πολύ κομψά…με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μάλλον η πολεοδομία κάνει καλύτερα τη δουλειά της εκεί από κάποια άλλα νησιά. Ίσως οι υπάλληλοι εκεί να σκέφτονται περισσότερο το νησί από την τσέπη τους. Στο Παλιολιμάνι και στη Ντάπια γέμισε ο τόπος με θηρία σκάφη που, να τα χαίρονται οι άνθρωποι, η ματαιοδοξία τους δεν έχει όρια.
Τρέχει το μυαλό μου και πάλι στο ’60.
Δύο κότερα ήταν αραγμένα τότε, το ‘Ζήτα’ του θείου μου του Θρασύβουλου Βογιατζίδη και το Μάγια. Όλοι οι άλλοι είχαμε καϊκια ή βάρκες ή κανά ταχύπλοο. Μετά ήρθε και το Μαντιάνα του ξαδέλφου μου και έγιναν τρία. Το θρυλικό Μαντιάνα που μας πήγαινε σε όλες τις ελληνικές θάλασσες κάθε καλοκαίρι. Μικρό σχετικά, αλλά βολικό και φορτωμένο με αξέχαστες αναμνήσεις από πολλά γλέντια. Μα πολλά γλέντια.
Η περιοχή στο φανάρι έχει κτιστεί όλη και η πρόσβαση για μπάνιο είναι σχεδόν αδύνατη για τον κόσμο. Νεόπλουτοι που έχουν κτίσει παντού και δένουν τα τεράστια σκάφη τους κάτω από το σπίτι τους με πισίνες και ελικοδρόμια. Ένα ελικόπτερο θυμάμαι, του Νιάρχου που τον πήγαινε το πρωί στο Σκαραμαγκά και το απόγευμα τον ξανάφερνε και του Αλέξανδρου Ωνάση στο φανάρι, απέναντι μας, όταν είχε νοικιάσει το σπίτι του Deon για ερωτική φωλίτσα με την αγαπημένη του Φιόνα.
Τα θαλάσσια ταξί δε σταματούσαν να πηγαινο-έρχονται. Πρόσφατα, λόγω του περίφημου γάμου του Μαρτίνου, το νησί γέμισε αυτοκίνητα. Ο γάμος ήταν καταπληκτικός, όπως έμαθα από πρώτο χέρι και δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από ένα γάμο στο Μόντε Κάρλο. Πολύ καλός και για το νησί, παρ’ όλες τις απαιτήσεις και απαγορεύσεις των νεονύμφων για να μην πλησιάσει ο κοσμάκης την περιοχή του γάμου. Χάρηκαν οι ντόπιοι γι’ αυτό που γινόταν στο νησί και δε δυσφόρησαν. Αλλά είναι γνωστοί αχάριστοι και ζηλόφθονες οι Σπετσιώτες και έσπευσαν μερικοί χαζοί (μου το ‘παν και εύχομαι να σας λέω ψέματα) να ετοιμάσουν μια γερή μήνυση στους Μαρτίνους, που εύχομαι να μην προχωρήσει, όπως ακριβώς έκαναν και στο βασιλιά με το γάμο του πρίγκιπα Νικόλαου και έτρεχε στα δικαστήρια ο άνθρωπος και πλήρωνε αποζημιώσεις.
Καλό είναι, οι λίγοι ανεγκέφαλοι να εμποδιστούν στο μέλλον για να μη γίνουν ομαδικά ρεζίλι. Οι Σπέτσες ήταν ανέκαθεν κοσμοπολίτικο νησί, παλιότερα όμως ήταν πιο ήρεμα τα πράγματα, πιο κομψά. Υπήρχε φινέτσα ενώ το χρήμα υπήρχε και τότε. Σήμερα βλέπεις τη χλιδή και απίστευτο πλούτο αλλά όχι ιδιαίτερη φινέτσα.
Η Ζωγεριά πάντα καταπράσινη αφού όλα εκεί γύρω ανήκουν ευτυχώς στον Ρότσιλντ και στο Νιάρχο και κάποια στην (Αναργύρειο-Κοργιαλένειο) Σχολή των Σπετσών. Ο γιος της Λούλας, που έχει τη μοναδική ταβέρνα, μαγειρεύει την απίστευτη μακαρονάδα της μάνας του με κοτόπουλο, αλλά από φρέσκα κοτόπουλα εισαγωγής πλέον. Η Λούλα είχε δικές της κότες, οι οποίες σεργιάνιζαν κάτω από τα τραπέζια και κανα-δυό κατσίκες πίσω από το μαγαζί για το γάλα και το τυρί.
Μια βόλτα προς την Ξυλοκέριζα (που σήμερα λέγεται ‘πισίνα’) και βουτιές στα απίστευτα νερά, όλη μέρα. Αχ, τι ωραία μέρα ήταν αυτή. Ευτυχώς τα ανήψια μου είναι τρομερά καλοπεράσακηδες και μερακλήδες και είχαν ετοιμάσει δυο νοστιμότατα μεζεδάκια και με δυο bloody Mary, ήρθε και έδεσε με τον ήλιο να βαράει και την υπέροχη τυρκουάζ θάλασσα. Περνώντας ανοικτά από το κτήμα του πατέρα μου στις Αγριόπετρες, είδα ότι είναι χωρισμένο πια σε δυο-τρία κομμάτια και ο εξυπνότερος έχει πάρει την παραλία και έχει κτίσει ένα απίστευτο σπίτι…ή σπίτια και έχει δέσει στο μώλο το μοναδικό perrini ιστιοπλοϊκό του.
Το παλιό εργοστάσιο του Δασκαλάκη, έχει γίνει ξενοδοχείο ‘Τα νησιά’…πολύ Μαϊάμι κατάσταση. Ωραίο και το μοναδικό Ποσειδώνειο που στέκει αγέρωχο και περήφανο (και ανακαινισμένο). Μπράβο στους καινούριους ιδιοκτήτες. Σα να ‘ναι χθες και να βλέπω την Ουρανία Βουράκη με τα δυο άσπρα πουντλ σκυλάκια της στη βεράντα του ξενοδοχείου να μου φωνάζει:
– Είναι ‘δω η μάνα σου; Πες της ότι θα ‘ρθουμε αύριο το βράδυ να τη δούμε.
Μαθαίνω ότι όλη αυτή η «καινούρια τάξη πραγμάτων» έχει μεν ανεβάσει και αλλάξει προς το καλύτερο το νησί αλλά έχει και πολλές απαιτήσεις. Μέχρι σήμερα βασιλιάς στην περιοχή παραμένει ο Νιάρχος. Αυτός δεν είχε ποτέ απαιτήσεις και πάντοτε έβγαζε πολλά λεφτά για το νησί χωρίς αντάλλαγμα. Όσοι και να έρθουν στις Σπέτσες ή στο Πόρτο Χέλι ο απόλυτος άρχοντας θα είναι ο Νιάρχος με την υπέροχη Σπετσοπούλα και όλοι οι άλλοι θα ακολουθούν καταϊδρωμένοι από μακριά. Ακόμη θυμάμαι τη θαλαμηγό του, την ‘Κρεολή’ (επιτομή της κομψότητας) αλλά και το ‘Μαρία’ που πηγαινόφερνε τους εργάτες του. Το οικόπεδο του Κούτση, το τεράστιο αυτό οικόπεδο που ήταν γεμάτο ελιές και μοσχάρια, καθόμουν και τα χάζευα και τα χάιδευα, σήμερα έχει κτιστεί σχεδόν όλο και ονομάζεται ‘οικισμός Πιτιούσα’. Με λύπη μου επίσης είδα στο νεκροταφείο του μοναστηριού των Αγίων Πάντων πόσοι έχουν πεθάνει…Είχα πολλά χρόνια να πάω στον πατέρα μου και κάθησα κάτω από ένα κυπαρρίσι για ώρα χαζεύοντας τον τάφο του. Το πατρικό μου ήταν σε διαφορετική κατάσταση από όταν ζούσα εκεί. Τώρα το έχει αλλάξει η αδελφή μου και ελάχιστα πλέον μου θυμίζει το παλιό. Μια συρταριέρα, ένα κουτί από πούρα πεταμένο στην αποθήκη με το γραφικό χαρακτήρα του πατέρα μου..’ρουλεμαν για κομπλερ βιντζιου’, λίγοι φελλοί από δίχτυα δεμένοι όλοι μαζί και κρεμασμένοι σε ένα καρφί, η βρύση που πλέναμε τα σκυλιά, οι ζωγραφιές στο ταβάνι και τα παλιά κομοδίνα με το ντουλαπάκι στο κάτω μέρος που βάζαμε το καθίκι… Όλα τα άλλα αλλαγμένα. Γύρισα την πλάτη μου και έφυγα, μην υποφέροντας άλλες αναμνήσεις και λυπημένος για το πόσο έρημο είναι πια αυτό το σπίτι, μια και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί η αδελφή μου να πηγαινοέρχεται από τη Νέα Υόρκη κάθε τρεις και λίγο, όπως κάναμε εμείς από την Αθήνα, σχεδόν κάθε ΠΣΚ.
Η Αρμάτα ήταν μια μεγαλοπρεπής γιορτή, που ανεβάζει το νησί πολύ. Λαός…πολύς λαός! Το νησί ήταν πολύ ζωντανό και οι άπειρες παρέες κράτησαν το κέφι ως το πρωί. Άσχετα αν με ζαλίζει όλο αυτό πια και ζω στην ήσυχη Άνδρο που θυμίζει τις Σπέτσεςτου ’60, η φασαρία δε με ενόχλησε καθόλου γιατί έτσι ζούσαμε και τότε, όλο το βράδυ, με τους μεθυσμένους και τα αμαξάκια να πηγαινοέρχονται μπροστά από το σπίτι μου. Οι Σπέτσες για μένα θα είναι πάντα η αγαπημένη μου πατρίδα, η ζωή μου η ίδια, η ιστορία μου και περιμένω πότε θα ξανακαθήσω με την αδελφή μου στη βεράντα μας και θα ξαναθυμηθούμε τα παλιά. Στα πυροτεχνήματα κατασυγκινήθηκα γιατί θυμήθηκα τον πατέρα μου, που μας άβαζε στη βάρκα μας, τον ‘Γιαννάκη’ και σιγά σιγά φτάναμε κοντά στην αρμάτα και παρακολουθούσαμε τα μπαμ μπουμ από κοντά. Συνάντησα πολύ κόσμο που χάρηκε πολύ που με είδε, εγώ σίγουρα. Μια πολύ ευχάριστη συνάντηση ήταν με το Θανάση και την Αγγελική. Λυπημένοι με το γιο τους που προ ημερών μπαρκάρησε στα βαπόρια, τους είδα για λίγο. Χρόνια εργαζόμενοι στο σπίτι του καθηγητή Γιάννη Γιωργάκη, πρώην διευθυντή της Ολυμπιακής και προσωπικού φίλου του Ωνάση, συνεχίζουν και προσέχουν το σπίτι παρ’ όλα τα προβλήματα υγείας του Θανάση. Άλλοι άνθρωποι, που δεν το βάζουν κάτω γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν. Με εντυπωσίασαν με το σεβασμό με τον οποίο μιλούσαν για τον εργοδότη τους και την αγάπη που του είχαν. Τι μεγαλείο να έχεις πιστούς εργαζομένους στη δούλεψη σου. Αυτόματα είναι και καλοί, μα και πιστοί βεβαίως φίλοι σου. Ζήτησα να δω το σπίτι και με πολύ ευλάβεια (κυριολεκτώ), με πήγαν γύρω γύρω, εξηγώντας μου το ένα και το άλλο χαμηλόφωνα. Ήταν το πιο κομψό σπίτι που έχω δει στο νησί αλλά και στη ζωή μου, μικρό, τριώροφο, με έπιπλα και αντικείμενα μοναδικά. Απίστευτες ανέκδοτες φωτογραφίες και αφιερώσεις από βασιλιάδες, τον Τσώρτσιλ, τον πατριάρχη Αθηναγόρα, τον Ωνάση κλπ κλπ. Τους ευχαριστησα γιατί έπρεπε να κατηφορήσω για τη Ντάπια. Ήταν ώρα για την επιστροφή.
Το ηλιοβασίλεμα ήταν υπέροχο και καθόμουν μέχρι να έρθει το πλοίο, χαζεύοντας γύρω γύρω τα πάντα, ώστε να χορτάσω το κάθε τι, που ποιος ξέρει πότε θα ξαναδώ. Ο κόσμος είχε φύγει και το νησί είχε αδειάσει από τα σκάφη. Σιγά σιγά μάζευαν τις σημαίες και τα στολίδια. The party was over. Οι τρεις αυτές μέρες μου γέμισαν τις μπαταρίες λίγο. Είκοσι χρόνια είναι πολλά, για να τις γεμίσουν τελείως.
Oι Σπέτσες για μένα είναι ένα σωρό πράγματα. Το σπίτι μου, μια εκδρομή στον Προφήτη Ηλία, οι άνθρωποι που ήταν μαζί μας τόσα χρόνια, όπως ο Γιάννης μας, ο ‘πουνέντης’ όπως τον λέγαμε, ήταν η Μαίρη Κατσώρη, ο θείος μου ο Βασίλης ο δήμαρχος ο θεόκουφος, η αδελφή μου βέβαια, οι Ντεον και η Μάγια, το κόκκινο ποδήλατο μου, ο Λουκάς Μπαρδάκος, οι Σχολές (όπως την λένε την Αναργύρειο), ο καθηγητής μου Σταματίου και η γυναίκα του Ματίνα, η οδοντίατρος. Το Νεράιδα, το Εξπρές, το Καμέλια και ο Πορτοκαλής Ήλιος, το φανάρι απέναντι από το σπίτι μου, η Λιλέτ Μποτάση, το Φιγκαρό, ο Θοδωρής ο Κουλουβάτος, η Τόνια Λεμπέση και ο πάντα ‘αδελφός’ στην κυριολεξία Μανώλης Μαυράκης, που έφυγε νωρίς ο γλυκός μου…μα πάνω απ’ όλους ο πατέρας μου. Εκείνος ήταν όλες οι Σπέτσες μαζί. Ένα και το αυτό. Ήταν η μεγάλη του αγάπη. Ωφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους καταπληκτικούς οικοδεσπότες μου, τον Κωνσταντίνο και τη Μίνα, αλλά και την παρέα του καταπληκτικού και αγαπητού μου Παναγιώτη που μας έπνιξε με τα πούρα του.
Μπράβο Σπετσιώτες…είστε καταπληκτικοί. Και του χρόνου!!!
Σχόλια για αυτό το άρθρο