Ο ΤΑΖ αποχαιρετά (προσωρινά;) ακόμα έναν αγαπημένο σκηνοθέτη που εδώ και πολλά χρόνια εξαργυρώνει το θρυλικό του όνομα σε μια κατηφορική πορεία. Τα “Μεγάλα Μάτια” του Τιμ Μπάρτον, μάλλον παραέγιναν μικρά.
Κουράστηκε; Μεγάλωσε; Έχασε το μαγικό του άγγιγμα όπως συμβαίνει σε πολλούς δημιουργούς που έγραψαν ιστορία για να καταλήξουν σταδιακά προς το φινάλε της καριέρας τους, να μη θυμίζουν τίποτα από αυτήν; Δύσκολο πράγμα να κρίνεις ένα μεγάλο δημιουργό σε μια από τις πιο αμήχανες στιγμές της καριέρας του. Εκτός κι αν τελικά δεν υπήρξε τόσο μεγάλος όσο μας έκανε να πιστέψουμε. Εκτός κι αν απλά ήταν ένας μάγος του παραδόξου που κατάφερε με μια ιδιαίτερη γοτθική αισθητική (κάτι που δεν χρεώνεται πάντα στο σκηνοθέτη αλλά και στους συνεργάτες του) και μια τεθλασμένη ευαισθησία απέναντι στο περιθώριο των παραμυθιών και τους απόκληρους ήρωες που καλούνται να πάρουν το ρόλο του πρωταγωνιστή, να μας γοητεύσει. Όπως και να έχει κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Μπάρτον άνοιξε δρόμους παίζοντας με το Χολιγουντιανό mainstream, τολμώντας πράγματα που δύσκολα κάποιος θα πετύχαινε μέσα στα στενά όρια των στούντιο. Και χαρίζοντας μας ένα φορτηγό με παραμύθια για “πειραγμένα” παιδιά με αλλόκοτες ευαισθησίες. Με τέχνη, τεχνική και μια ψυχαναλυτική διεισδυτικότητα, που ποτέ όμως δεν βάραινε με τη σοβαροφάνεια της το παστέλ ειρωνικό περιτύλιγμα. Και τη μαγεία.
Στο σημείο αυτό ξέχνα όλα τα παραπάνω που έγραψα, γιατί στα “Μεγάλα Μάτια” δε θα συναντήσεις σχεδόν τίποτα από αυτά. Ίσως το πιο χαμηλό σκαλοπάτι της καριέρας του Μπάρτον, σε μια πορεία που ήδη κατηφορίζει τα τελευταία χρόνια, από τη συνεργασία του με τη Disney για την “Αλίκη” μέχρι το αμήχανο “Dark Shadows” . Παρ’ όλα αυτά και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, υπήρχε η σπίθα της τρέλας του και η εικονοκλαστική του ικανότητα. Ενώ εδώ υπάρχει απλά και μόνο μια βιογραφική τηλεταινία που αν στους τίτλους δεν έγραφε το όνομά του θα μπορούσε να την είχε γυρίσει οποιοσδήποτε άλλος. Πως λέμε “Εντ Γουντ” που επίσης ήταν βιογραφία; Καμία σχέση. Και είναι περίεργο γιατί η αληθινή ιστορία που αφηγείται στα “Μεγάλα Μάτια” έχει τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τον κάνουν να μεγαλουργήσει. Με πρωταγωνιστές την Μάργκαρετ Ούλμπριτζ (Έιμι Άνταμς), μια θρήσκα, χωρισμένη ερασιτέχνη ζωγράφο που ξαφνικά στη δεκαετία του 50 γνωρίζει την αναγνώριση μέσα από μια σειρά έργων στα οποία πρωταγωνιστούν παιδιά, με αφύσικα μεγάλα θλιμμένα μάτια. Κάπου στο σημείο που το κιτς συναντά τη μεγάλη τέχνη χωρίς να είσαι σίγουρος για τι από τα δύο πρόκειται (όπως και με ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς του Μπάρτον). Δυστυχώς τα ίδια τα έργα της Ούλμπριτζ είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα και κοντινά στο σύμπαν του Μπάρτον από την ταινία του. Σε σημείο που να μην μπορείς να καταλάβεις πως, ενώ σαφέστατα εμπνεύστηκε από την περίπτωση της, δεν προσπάθησε να διεισδύσει μέσα σε αυτά τα μάτια. Πιθανότα γιατί το ενδιαφέρον του εστιάστηκε αλλού κι εκεί έχασε τη μπάλα. Στη σχέση της Ούλμπριτζ και τον γάμο της με τον κοσμοπολίτη Γουόλτερ Κιν (Κριστόφ Βαλτς. Τον άνθρωπο που βοήθησε το έργο της να βγει από την αφάνεια, αλλά οικειοποιήθηκε την “πατρότητα” του. Καταλήγοντας μαζί στα δικαστήρια. Υπάρχουν μπαρτονικές πινελιές στη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων. Ανάμεσα στο σαρκασμό και τον τρόμο που εκπέμπει το βλέμμα και όχι μόνο του Κιν. Την αποδόμηση της οικογένειας στην υπέρτατη εκμεταλευτική της έκφραση, το παστέλ περιτύλιγμα της δεκαετίας, και την ερώτηση του τι είναι τελικά τέχνη. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η βουτιά στον κόσμο της ηρωίδας του. Στο όραμά της και την ψυχολογία της. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η ιχνηλάτηση των γραμμών στην ανισσοροπία της σχέσης αυτών των δύο ανθρώπων. Κι αυτό που μένει είναι μια γραφική αφήγηση γεγονότων σαν τηλεταινία, που θα ήταν κινηματογραφικά πραγματικά βαρετή αν δεν είχε ζουμί το θέμα, κι αν ο Μπάρτον σε κάποια μικρά σημεία ευτυχώς θυμάται το παλιό μεγάλο του βλέμμα. Μένει η πάντα έξοχη Έιμι Άνταμς να προσπαθεί να δώσει βάθος σε έναν πολύπλοκο χαρακτήρα που σεναριακά είναι ορφανός. Και ο αγαπημένος Κριστόφ Βαλτς, εκκεντρικά σατανικός, που κι αυτός όμως, χωρίς να έχει φρένο στην ερμηνεία του παρασύρεται από την υπερβολή στην επίδειξη του ταλέντου, καταλήγοντας φιγούρα από κόμικ. Σε μια ταινία που θα ήταν πολύ πιο τίμια, αν είχε πάρει το νήμα της υπερβολής από την αρχή, αλλά αποδεικνύεται χωρίς κέντρο βάρους και με σύγχιση προθέσεων, εφ’ όσον προσπαθεί να το παίξει straight και σοβαρά. Αφήνοντας σου την αίσθηση, ότι ο Μπάρτον σκηνοθετεί, έχοντας κάποιον από πάνω του, να του ελέγχει ευνουχιστικά σχεδόν την κάθε του κίνηση, ξεφεύγοντας από αυτό τον έλεγχο μόνο όταν αυτός ο κάποιος δεν τον παρακολουθεί. Πολύ φοβάμαι ότι αυτός ο κάποιος είναι ο ίδιος του ο εαυτός.
ΜΕΓΑΛΑ ΜΑΤΙΑ / BIG EYES
Βαθμολογία: 4 / 10
Σχόλια για αυτό το άρθρο