Δεν είμαι φανατικός θαυμαστής του Σάκη Ρουβά. Είχα γράψει, μάλιστα, στο παρελθόν ότι η υπερβολική κινησιολογία του επί πίστας με είχε αποτρέψει να τον δω για χρόνια. Στις «Βάκχες», όμως, –που ευτυχώς δεν τον έχασα– ήταν εξαιρετικός και δικαίως βραβεύτηκε.
Έχει προκληθεί θύελλα αντιδράσεων για το ότι ο τελευταίος… αποδέχτηκε την πρόσκληση του Δήμου Νέας Σμύρνης και του διεθνούς φήμης μαέστρου Θεόδωρου Ορφανίδη για να ερμηνεύσει το «Άξιον Εστί», σε συναυλία αφιερωμένη στα 90 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη. Κατ’ αρχάς, είναι προφανές ότι ο μέγας Μίκης, αν ήθελε, θα μπορούσε να θέσει βέτο για το Ρουβά, ώστε να μην ερμηνεύσει τα τραγούδια του. Επομένως, είχε περισσότερους λόγους να συναινέσει παρά να αντιταχθεί, έστω και σε μια ειλημμένη απόφαση
«Τι να σκεφτώ βλέποντας όλους αυτούς τους ανέκαθεν απόντες να ξυπνούν μόνο στην περίπτωση Ρουβά και να ξεσπαθώνουν λάβροι, απαιτώντας από μένα να απαγορεύσω τη συμμετοχή του;» αναρωτιέται στην ανακοίνωσή του ο μέγιστος των εν ζωή μουσικοσυνθετών. Και εγώ αναρωτιέμαι με τη σειρά μου: Αφού Εκείνος τούς έβαλε στη θέση τους, όλους αυτούς που τώρα θυμήθηκαν να υπερασπιστούν το έργο του, ως αυτόκλητοι εκπρόσωποί του, ποιος ο λόγος να επιχειρηματολογήσω εγώ για τον ίδιο σκοπό;
«Η κριτική από την κακοήθεια έχει πολύ μεγάλη απόσταση» (δείτε εδώ αναλυτικά) ανέφερε η διεθνούς φήμης ελληνίδα σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, καταθέτοντας ότι στην Ευρώπη έχουν παρουσιαστεί κλασικά έργα από ποπ τραγουδιστές, χωρίς να «σηκωθεί καμιά πέτρα να τους χτυπήσει»! Προφανώς, στην Ελλάδα ή έχουμε περισσότερες «πέτρες» ή περισσότερα χέρια έτοιμα να τις σηκώσουν!
Στην ίδια συνέντευξη Τύπου ο Σάκης εξέπληξε ευχάριστα… Πραγματικά, δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο το τρακαρισμένο αγόρι της δεκαετίας του ’90, που χαμογελούσε αμήχανα μπροστά στην κάμερα, με εμφανή δυσκολία να εκφέρει έναν ολοκληρωμένο λόγο. Ήταν τόσο άνετος και ήρεμος, καθώς υπερασπιζόταν ο ίδιος με τις live απαντήσεις του την πολυσυζητημένη επιλογή του… Ας ακούσουμε, λοιπόν, πρώτα το Σάκη Ρουβά! Μετά έχουμε χρόνο να τον κρίνουμε και να τον καταδικάσουμε. Αν αποτύχει, φυσικά! Η αποτυχία του δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Αν και το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο…
Το «Άξιον Εστί» είναι ένα εμβληματικό έργο της ελληνικής δισκογραφίας. Ένας από τους δύο νομπελίστες ποιητές μας (Οδυσσέας Ελύτης), ένας από τους δύο μεγαλύτερους έντεχνους μουσικοσυνθέτες που γέννησε αυτός ο τόπος (Μίκης Θεοδωράκης) και μία ατόφια λαϊκή φωνή (Γρηγόρης Μπιθικώτσης) κατάφεραν το φαινομενικά ακατόρθωτο: να γεφυροποιήσουν το χάσμα μεταξύ ποίησης και πλατιάς μάζας ακροατών. Δεν ξέρω αν ο Σάκης Ρουβάς έχει το ηχόχρωμα φωνής που απαιτεί αυτό το λαϊκό ορατόριο. Δεν αποκλείεται, όμως, ο κατά κόσμον Σάκης να διαψεύσει πάλι τις Κασσάνδρες, όπως και στη “συνάντησή” του με τον Ευριπίδη! Το λυπηρό στην όλη ιστορία είναι ότι η συζήτηση δεν γίνεται γι’ αυτό! Αλλά για το παρελθόν του Ρουβά και –υπόρρητα– για το πολιτιστικό και μορφωτικό του επίπεδο… Σε αυτήν την τεράστια μπούρδα πρέπει κάποιος να απαντήσει στα διαπλεκόμενα, σοβαροφανή αλλά όχι σοβαρά ΜΜΕ!
Με τον απέραντο σεβασμό που νιώθω για τους μεγαλύτερους λαϊκούς τραγουδιστές της χώρας, οφείλω να αναφέρω για τις ανάγκες της “συζήτησης” ότι δεν είχαν κάνει μεταπτυχιακά και διδακτορικά. Ούτε –από όσο ξέρουμε– είχαν τελειώσει πανεπιστήμια. Ή, ακόμα κι αν είχαν τελειώσει, δεν διαφήμιζαν τη μόρφωσή τους… Γιατί καταλάβαιναν ότι δεν ήταν εκείνη που τους έκανε να ξεχωρίζουν! Αλλά το χαρισματικό τους λαρύγγι και η “ψυχή” που έβγαζαν πάνω στο μικρόφωνο. Πιο συγκεκριμένα, ο Μπιθικώτσης ήταν υδραυλικός. Οι δύο αξεπέραστοι μύθοι του λαϊκού τραγουδιού, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Στράτος Διονυσίου, έκαναν χειρωνακτικές δουλειές για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, πριν η μοίρα τούς επιφυλάξει να συναντηθούν με το πεπρωμένο τους. Αμφότεροι ήταν κάτι παραπάνω από χαρισματικοί, όταν τραγουδούσαν. Αυτό καταγράφηκε στα βινύλια και έτσι πέρασαν στην αθανασία και για τις νεότερες γενιές.
Για ποια μόρφωση μιλάμε, δεν ξέρω! Δεν κατάλαβα ποτέ! Αν έπαιζε κάποιο ρόλο η μόρφωση στην ενασχόληση με το τραγούδι, θα αφορούσε μόνο τη στιχουργική, για τη γνώση της Ελληνικής Γλώσσας. Αυτό που είχαν ο Καζαντζίδης και ο Διονυσίου –και ο Μπιθικώτσης, φυσικά, ως γεφυροποιός μεταξύ Ελύτη και απλού εργάτη– ήταν μια μόρφωση που δεν διδάσκεται στα σχολεία και στα πανεπιστήμια! Πώς να διδαχθεί κάποιος να ερμηνεύει με τρόπο ώστε να σε πείθει ότι έχει ζήσει τα λόγια του και να σου μεταδίδει το νόημα τους!
Οι φερόμενοι ως αστοί συνεχίζουν να αμφισβητούν το ταλέντο ορισμένων ανθρώπων, με το φόβο μήπως στιγματιστούν ότι συγχρωτίζονται με το λαϊκό αισθητήριο και ακολουθούν το συρμό… Όταν θα υποχρεωθούν σε αναγνώριση, θα τον έχουν ακολουθήσει, με πολλά χρόνια καθυστέρηση όμως – όπως πάντα! Τότε ποιος θα είναι άξιος χλευασμού; Επιστρέφοντας στο Σάκη, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι είναι πλέον 43 ετών και έχει κάθε δικαίωμα να εξελιχθεί, να ωριμάσει καλλιτεχνικά, να πάει μερικά σκαλιά πιο πάνω – τουλάχιστον να προσπαθήσει! Ξέρω τι θα μου πουν… Ότι δεν προέκυψε από παρθενογένεση, ότι ήταν μέρος του lifestyle και της εποχής της “αστακομακαρονάδας”. Σίγουρα, ήταν μέρος, αλλά δεν ήταν συνδημιουργός. Guest star, ίσως. Δεν δημιούργησε εκείνος το σύστημα που χρεοκόπησε, ώστε να έχει και την υποχρέωση να το υπερασπιστεί. Το σύστημα τον εκμεταλλεύτηκε, καλώς ή κακώς, ως μια από τις χρυσοτόκες όρνιθες. Αν εκείνος εξακολουθεί να έχει κάτι από εκείνο το “χρυσάφι”, χωρίς το χρεοκοπημένο σύστημα, μένει να το αποδείξει… Σίγουρα, έχει κάθε δικαίωμα να προσπαθήσει!
Εξάλλου, αν θέλουμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, γιατί να σταματήσουμε το ρολόι εκεί; Ο Ρουβάς δεν γεννήθηκε στην Εκάλη και δεν ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έπιασε δουλειά για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, καθώς και την μητέρα του που ζούσε μόνη της, μετά από ένα χωρισμό. Δεν ήταν για εκείνον όλα ρόδινα. Και ούτε σήμερα είναι, γιατί κάθε σταρ του παρελθόντος καλείται να αποδείξει πλέον την καλλιτεχνική του αξία. Οι «Βάκχες» ήταν ένα πολύ δύσκολο αλλά επιτυχημένο άλμα. Στους αγώνες, όταν περνάς τον πήχη, δεν αποκλείεσαι. Έχεις δικαίωμα να συνεχίσεις, τοποθετώντας τον πήχη πιο ψηλά! Έτσι, μπορεί κι εκείνος να πάει ένα βήμα παραπάνω και στον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας σε μια ταινία, όπως το “Chevalier”, συντελεστών με διεθνείς διακρίσεις (όπως η σκηνοθέτις Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη και ο σεναριογράφος Ευθύμης Φιλίππου).
Εν κατακλείδι, αν ο Ρουβάς αποτύχει στο «Άξιον Εστί», δεν θα είναι από τις κακοπροαίρετες κριτικές κάποιων που τον καταδίκασαν πριν καν πιάσει το μικρόφωνο. Αλλά από το χειροκρότημα του απλού δημότη της Νέας Σμύρνης, αν είναι χλιαρό ή ανύπαρκτο! Μένει να το δούμε…
Σχόλια για αυτό το άρθρο