Πορτοκαλάδα θέτε; Από πορτοκάλια; Και μόνο αυτή η ατάκα από την ταινία Τα κίτρινα γάντια, ήταν αρκετή για να περάσει ο Γιάννης Γκιωνάκης στην αιωνιότητα και στο πάνθεον με τους μεγάλους μας ηθοποιούς. Ήταν δε, τόση μεγάλη η επιτυχία του στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, στο ρόλο του Μπρίλη, ώστε τυπώθηκαν νέες αφίσσες με το όνομα του Γιάννη Γκιωνάκη δεύτερο μετά του Νίκου Σταυρίδη και ξαναβγήκε καινούργια διανομή στις αίθουσες. Μπορεί στην εποχή της (1960) η ταινία να μην είχε εισπρακτική επιτυχία (αργότερα θα ανακαλυφθεί εκ νέου από τις επόμενες γενιές) όμως η επιτυχία του Μπρίλη ήταν τεράστια. Η καριέρα του Γιάννη Γκιωνάκη απογειώθηκε, έκανε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες στην επιθεώρηση -την οποία υπηρέτησε πιστά- και αργότερα έπαιξε όλα τα σπουδαία έργα του Δημήτρη Ψαθά (εκτός από τα: Φον Δημητράκης και Φωνάζει ο κλέφτης) και τιμήθηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για τις εξαιρετικές ερμηνείες στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Γεννήθηκε 18 Σεπτεμβρίου 1922. Μέχρι τα είκοσι του χρόνια, ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι θα γίνει ηθοποιός. Από δεκαπέντε χρονών πήγαινε στο ιατρείο του πατέρα του και τα σχέδιά του ήταν να σπουδάσει γιατρός και να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Η Αγριόπαπια του Ίψεν που έτυχε να παρακολουθήσει στο «Θέατρο Τέχνης» το 1943, στάθηκε η αφορμή να εγκαταλείψει τις σπουδές του στην ιατρική και να φοιτήσει στην Δραματική Σχολή του Καρόλου Κούν και στο Εθνικό Ωδείο. Σε ηλικία τριάντα ετών πήρε πτυχίο και από την Πάντειο Ανωτάτη Σχολή, υλοποιώντας την υπόσχεση του προς τον πατέρα του για ανώτερες σπουδές.
Ήταν άριστος στις μιμήσεις (έκανε τον Χορν, τον Κουν, τον Μάνο Φιλιππίδη, τον Κοκκίνη, τον Νέζερ κ.α.), έπαιζε πιάνο χωρίς να έχει σπουδάσει, χόρευε κλακέτες που έμαθε μόνος του και είχε εκρηκτικό ταπεραμέντο. Συνήθιζε να λέει: Μόλις πατήσεις στη σκηνή, τελείωσε. Το θέατρο είναι το δυνατότερο ναρκωτικό που υπάρχει και δεν γίνεται κι αποτοξίνωση.
Οι υποκριτικές του ικανότητες ήταν τεράστιες, λάτρευε την επιθεώρηση που την θεωρούσε το δυσκολότερο είδος θεάτρου, είχε θεατρόφιλο κοινό το οποίο τον ακολουθούσε πιστά ακόμα και στις τελευταίες του θεατρικές δουλειές και άφησε παρακαταθήκη μελέτης και πολιτισμού σημαντικές ερμηνείες σε 117 ταινίες, χωρίς να είναι όλες αριστουργήματα, ενώ στο διάστημα 1985 -1992 έπαιξε σε περισσότερες από 30 βιντεοταινίες, τότε που το είδος ήταν ανάρπαστο. Η παρουσία του και οι χαρακτηριστικοί τύποι που έπαιξε, τον κατατάσουν στους μεγάλους μας Έλληνες κωμικούς.
Το 1957 παντρεύεται έπειτα από μεγάλο έρωτα και αποκτά δύο κόρες, την Ρενάτα και την Πολίνα, η οποία ακολουθεί τα βήματα του πατέρα της και γίνεται ηθοποιός, η γνωστή Πολίνα Γκιωνάκη. Με το πέρασμα των χρόνων, ο γάμος αντιμετωπίζει προβλήματα ώσπου τον Οκτώβριο του 1984, μια είδηση συγκλονίζει τον καλλιτεχνικό κόσμο και την κοινή γνώμη, όταν πυροβόλησε για ερωτικούς λόγους, τη σύντροφό του Αφροδίτη Κοζανιτά, μέσα στο σπίτι της, στο Καστρί. Σύμφωνα με την Κοζανιτά, αυτή του ζήτησε να χωρίσουν και το ζευγάρι λογομάχησε. Κατά τη διάρκεια του καυγά, ο Γκιωνάκης έβγαλε το πιστόλι που είχε πάντα μαζί του, την πυροβόλησε και έφυγε από το σπίτι. Το θύμα, αν κα τραυματισμένο, κατάφερε να ειδοποιήσει την αστυνομία, που τη μετέφερε στο νοσοκομείο ΚΑΤ. Τότε αρχίζει μία ιστορία, με σύλληψη του ηθοποιού, δίκες, καταθέσεις, ακροαματικές διαδικασίες, που απασχολούν την επικαιρότητα της εποχής για δυόμιση χρόνια. Στο τέλος της κατάθεσής της η Κοζανιτά, εξέπληξε τους δικαστές και το ακροατήριο, αθωώνοντας με τα λόγια της τον Γκιωνάκη: «Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ήρθε με πρόθεση να με δολοφονήσει. Αν ήθελε να με σκοτώσει, θα τα είχε καταφέρει. Σίγουρα είχε ελαττώματα, αλλά δεν ήταν εγκληματική φυσιογνωμία»
Το 1998 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και ακολούθησαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του η υγεία του παρουσίασε σοβαρή επιδείνωση. Πέθανε στις 25 Αυγούστου 2002 το απόγευμα, στο νοσοκομείο “Λευκός Σταυρός” από μόλυνση του αναπνευστικού.
Θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας ως Αχόρταγος, Αγαθιάρης, Ξεροκέφαλος, Βλακόμουτρο, Τρελλός της πλατείας αγάμων, Στραβόξυλο… Και κάθε φορά που θα πηγαίνουμε στο εξοχικό ταβερνάκι στους Αγίους Θεοδώρους, θα μας ρωτάει: μια μου λέτε λεμονάδα, μια πορτοκαλάδα, μια σόδα…Τι θέτε;
Σχόλια για αυτό το άρθρο