Τheatrale: Ο γόνος ανθρακωρύχων ΤΑΖ, φοράει τουτού μπαλαρίνας, και ονειρεύεται να γίνει χορευτής, παρακολουθώντας ένα προλεταριακό μουσικοχορευτικό, συναισθηματικά φορτισμένο, «παραμύθι»
Oι Έλληνες έχουν μια περίεργη σχέση με το μιούζικαλ που ξεκινάει όπως όλα, από την άγνοια και την έλλειψη παιδείας. Αν και το σκηνικό άλλαξε την τελευταία δεκαετία, ο μέσος θεατής, θα πήγαινε σε μιούζικαλ μόνο αν αυτό υποστηριζόταν από μια ντίβα λαϊκής απήχησης όπως η Αλίκη και η Μιμή, κυρίως για να χαζέψουν τα φορέματα της πρωταγωνίστριας και το αρχοντοχωριάτικο glamour της παράστασης. Η φράση «μια παράσταση εφάμιλλη του Μπρόντγουεϊ» έγινε «καραμέλα» για παραγωγές της συμφοράς με τα κόντρα πλακέ του σκηνικού να είναι έτοιμα να πέσουν πάνω στους ηθοποιούς, τα κοστούμια να μοιάζουν να έχουν αγοραστεί από μαγαζί με αποκριάτικα και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, χωρίς τα κατάλληλα φωνητικά και χορευτικά εφόδια να ποντάρουν περισσότερο στη ναρκισσιστική επίδειξη της πέντε κρίκοι ένα τάληρο λάμψη τους, παρά στην δημιουργία μιας άρτιας παράστασης.
Το σκηνικό άλλαξε αρκετά, τόσο με τις μετακλήσεις ξένων on tour παραγωγών όσο και με αρκετές εγχώριες προσπάθειες, αν και πάλι οι περισσότεροι θεατές πήγαιναν ψυχαναγκαστικά, επειδή έτσι έπρεπε, επειδή ήταν το talk of the town και έπρεπε να το έχουν δει για να έχουν κάτι να συζητάνε στο κομμωτήριο την ώρα του ντεκαπάζ. Η οικονομική κρίση, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους κρίσης, ευνόησε το μιούζικαλ σαν επιλογή ελαφριάς και οπτικά χορταστικής διασκέδασης. Αυτό είναι το καλό μέρος της υπόθεσης. Το κακό είναι ότι πρώτον ακριβώς λόγο κρίσης, οι περισσότερες πολλά υποσχόμενες παραγωγές πήραν ψαλίδι και άρχισαν να κόβουν χρήματα από σκηνικά, ηθοποιούς, ορχήστρες κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε να κοπεί με αποτέλεσμα τσουρούτικες παραστάσεις της μιζέριας. Δεύτερον, το μιούζικαλ ταυτίστηκε στην κοινή συνείδηση με την ελαφριά όπως έγραψα διασκέδαση, την στιγμή που είναι ένα από τα πιο δύσκολα θεατρικά είδη που σε πολλές περιπτώσεις, αγγίζει σαν «βάρος» την όπερα.
Με βάση τα παραπάνω, η επιλογή του ευτυχώς γεμάτου από ικανοποιημένο κόσμο στο θέατρο Παλλάς, «Μπίλι Έλιοτ», ήταν μεγάλο ρίσκο. Η ταινία του 2000 πάνω στην οποία βασίζεται η παράσταση έχει περάσει στην ιστορία. Η βραβευμένη μιούζικαλ εκδοχή της, από τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο της ταινίας, Στίβεν Ντάλντρι και Λι Χολ αντίστοιχα, έχει επίσης αφήσει το στίγμα της στο West End σαν ένα από τα must see του θεατρικού Λονδίνου εδώ και μια δεκαετία. Που είναι λοιπόν το ρίσκο θα μου πεις. Στο ότι για τη μεγάλη μάζα, αυτή που τρέχει στα «μοδάτα» και εύπεπτα, τύπου «Μamma Mia», το όνομα «Μπίλι Έλιοτ» δε λέει απολύτως τίποτα κι ας είναι μουσικά η καλύτερη δουλειά του Έλτον Τζον εδώ και αιώνες. Άλλο και μεγάλο ρίσκο, το ότι δεν πρόκειται για ένα παιδικό μιούζικαλ που μπορούν να το παρακολουθήσουν και οι ενήλικες αλλά για ένα ενήλικο και πολιτικά φορτισμένο έργο που μπορούν άνετα να το παρακολουθήσουν και να το απολαύσουν και τα παιδιά, ταυτιζόμενα με τον ήρωα. Κάτι ανάμεσα σε προλεταριακή αντιθατσερική διαμαρτυρία, κοινωνική δραματοκωμωδία και εφηβικό παραμύθι επιτυχίας και εκπλήρωσης ονείρων.
Το διαφημιστικό σλόγκαν για την ελληνική παραγωγή, υπόσχεται πως η παράσταση είναι «το καλύτερο show που είδατε ποτέ» τοποθετώντας τον πήχη των προσδοκιών πολύ ψηλά αν και αυτό είναι υποκειμενικό. Στα δικά μου μάτια, σίγουρα δεν είναι το καλύτερο show που είδα ποτέ, αλλά αυτό έχει να κάνει με το ότι αυτή τη στιγμή χρωστάω τρία δάνεια και άλλες τόσες πιστωτικές στις τράπεζες επειδή για μια δεκαετία δεν έκανα τίποτα άλλο από το να βλέπω παραστάσεις στο εξωτερικό. Υπάρχουν πολλοί θεατές όμως, που θα βγουν και θα πουν ότι «ναι, είναι το καλύτερο που είδα ποτέ», τουλάχιστον όσον αφορά την οικογενειακή ψυχαγωγία. Η παραγωγή είναι άψογη, έχουν πέσει χρήματα και το καταλαβαίνεις. Σκηνικά, φωτισμοί, ατμόσφαιρα, πρώτης κλάσεως. Η εννιαμελής ορχήστρα, το ίδιο.Συνεπής, ακριβής, πεντακάθαρη. Πολλες φορές αισθανόμουν ότι ακούω το αγγλικό cd της παράστασης. Σημαντικότερο από όλα τα παραπάνω, το συναίσθημα. Γιατί ο «Μπίλι Έλιοτ» είναι ένα από τα πιο έντονα συναισθηματικά μουσικοθεατρικά ταξίδια των τελευταίων ετών, μέσα από τη φαινομενικά απλή, αλλά ουσιαστικά πολυσύνθετη ιστορία του. Κι αποτυχημένος σκηνοθέτης να είσαι, το συναίσθημα της ιστορίας αποκλείεται να μη σε αγγίξει. Πόσο μάλλον αν είσαι ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος σοφά αναπαράγει ουσιαστικά την σκηνοθεσία και τους ρυθμούς του πρωτότυπου χωρίς να μπαίνει σε αμφίβολου αποτελέσματος, πειραματισμούς.
Αγγλία στη δεκαετία του 80, με τη Θάτσερ να έχει εξοντώσει την εργατική τάξη και τους ανθρακωρύχους να απεργούν μέχρι τέλους. Σε μια τέτοια επαρχιακή πόλη ανθρακωρύχων, μεγαλώνει με τον πατέρα, τον αδερφό και τη γιαγιά του ο Μπίλι Έλιοτ που στα όνειρά του τον επισκέπτεται η μητέρα του. Κατά τύχη ο μικρός Μπίλι θα βρεθεί σε ένα μάθημα μπαλέτου κάτω από την εποπτεία μιας επιφανειακά αδιάφορης, τσαλακωμένης από τη ζωή και ξεπεσμένης δασκάλας που καπνίζει συνέχεια. Αυτή είναι που θα αναγνωρίσει στον Μπίλι ένα έμφυτο ταλέντο για χορό, αυτή είναι που θα τον πείσει να περάσει από οντισιόν για σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Μπαλέτου του Λονδίνο. Κάτι που θα εξοργίσει τον πατέρα του και τον αδελφό του, οι οποίοι πιστεύουν ότι μπαλέτο κάνουν μόνο οι «αδελφές», απαγορεύοντας στον Μπίλι να συνεχίσει. ενώ παράλληλα, οι εργάτες απεργοί συγκρούονται με τους αστυνομικούς. Ταυτόχρονα, στο φόντο, με κομψότητα, συνέπεια και ευγένεια, «πέφτουν στο τραπέζι» με χιούμορ, σοβαρά θέματα όπως η διαφορετικότητα, με αφορμή τον κολλητό του Μπίλι που του αρέσει να ντύνεται γυναικεία και να βάζει κραγιόν.
Ο Ντάλντρι, και ο Χολ, με την απολαυστική μουσική του Έλτον Τζον, έχουν στήσει εντυπωσιακές όσον αφορά το συναισθηματικό τους αντίκτυπο, σκηνές αντίστιξης, τόσο όσον αφορά τη μουσική αλλά και τη δράση. Απεργοί και αστυνομικοί συγκρούονται τραγουδώντας, ταυτόχρονα με τα μαθήματα χορού στο ίδιο σκηνικό, με τις φωνές και τους στίχους να μπλέκονται χορωδιακά, σε μια φορτισμένη στρατόσφαιρα ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα και την παιδική αθωότητα. Με καπιτάλε σκηνή, αυτήν στην οποία ο Μπίλι, μετά την απαγόρευση του πατέρα του, κυριολεκτικά χτυπιέται στο πάτωμα εκφράζοντας σωματικά την οργή του, ενώ ταυτόχρονα, φαντασιακά, αντιμετωπίζει μια μονάδα ΜΑΤατζήδων, ορμώντας με μανια πάνω στις ασπίδες τους. Δύσκολο το έργο του Λιγνάδη να καθοδηγήσει τα τρία διαφορετικά (λόγω σχολικών υποχρεώσεων και ηλικίας) πιτσιρίκια που επωμίζονται τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ειδικά σε μια χώρα που δεν υπάρχει η ανάλογη εκπαιδευτική υποδομή για ανήλικα ταλέντα. Το αποτέλεσμα ειδικά σε αυτή τη σκηνή, έχοντας δει την παράσταση δύο φορές, είναι εκ των πραγμάτων άνισο. Ένα πιτσιρίκι με ενθουσίασε, ένα άλλο με απογοήτευσε, αφαιρόντας με την ανεπάρκεια του όλη τη δυναμική και της συγκεκριμένης σκηνής και πολλών άλλων. Χορογραφικά, ο Δημήτρης Παπάζογλου, που κι αυτός στηρίζεται στην πρωτότυπη χορογραφία της αγγλικής παραγωγής από τον Πίτερ Ντάρλινγκ, είναι επαγγελματίας και συνεπής αλλά τόσο όσο. Που το τόσο όσο υπολογίζεται και με βάση τις ικανότητες των συμμετεχόντων. Υπάρχουν στιγμές απογείωσης, υπάρχουν όμως και στιγμές αμηχανίας και υποτονικότητας.
Περισσότερο έργο συνόλου παρά πρωταγωνιστών με εξαίρεση τον μικρό ήρωα, ο «Μπίλι Έλιοτ», βάζει σε δεύτερη μοίρα τους ενήλικους ρόλους, κυρίως αυτόν του Αποστόλη Τότσικα αλλά και του Αιμίλιου Χειλάκη. Έμπειροι και οι δύο τους, αξιοποιούν παρ’ όλα αυτά τις «παρεμβάσεις» τους, με πιο δυναμικό και ανθρώπινο όσον αφορά τις αντιφάσεις του τον Χειλάκη. Η Τιτίκα Στασινοπούλου κάνει μια ευπρόσδεκτη επιστροφή στη σκηνή στο ρόλο της γιαγιάς, όμως το κύριο βάρος πέφτει πάνω στην Αθηνά Μαξίμου. Υποδύεται τη δασκάλα με μια ιδιαίτερη και εύκολα παρεξηγήσιμη μη φυσικότητα που αρχικά μπορεί να ξενίσει αλλά ταιριάζει με τον ρόλο της, χαρίζοντας του μια ιδιόμορφη ποιότητα, καλής νεράιδας με μπουζουξίδικη συμπεριφορά. Λειτουργικοί όλοι τους σαν σύνολο, με κάποιους όμως να χάνουν φάλτσα φωνητικούς πόντους στα σόλο τους, παρά την αποδεδειγμένη σε άλλες παραστάσεις επάρκεια της Λίας Βίσση στην φωνητική καθοδήγηση. Δεν θα επεκταθώ σε αυτό γιατί ανοίγει ένα άλλο μεγάλο και πονεμένο κεφάλαιο όσον αφορά το μιούζικαλ αλά ελληνικά που έχει να κάνει με τη σνομπαρία της θεατρικής κοινότητας απέναντι στους τραγουδιστές. Σε απλά ελληνικά, είναι πιο εύκολο για έναν τραγουδιστή να μάθει να παίζει (το έχει αποδείξει η Άννα Βίσση αλλά και η Έλενα Παπαρίζου από ότι ακούω φέτος στο «9»), από ότι έναν ηθοποιός να μάθει να τραγουδάει, τουλάχιστονόσον αφορά το μιούζικαλ. Η παραφωνία στο μουσικό θέατρο κάνει μπαμ από μακριά.
Παρά τις επιμέρους παρατηρήσεις και λάθη, σημασία στο φινάλε έχει μόνο ένα. Αυτό που αποκομίζεις τόσο κατά τη διάρκεια της παράστασης, όσο και μετά το τέλος της, κουβαλώντας το μαζί σου. Μια τίμια, τολμηρή, πρωτόγνωρη, γλυκιά, απελευθερωτική αίσθηση ρεαλιστικού παραμυθιού με γέλιο και συγκίνηση που λειτουργεί τόσο στους ενήλικους όσο και στα παιδιά. Τίμια, γιατί αν και ξεκάθαρα με το μέρος της εργατικής τάξης, δεν της «χαρίζει κάστανα» ούτε την εξωραϊζει όσον αφορά τον μπρουτάλ συντηρητισμό και τις προκαταλήψεις της. Τολμηρή για το μήνυμα της δαφορετικότητας. Πρωτόγνορη γιατί αποδεικνύει ότι το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα παραμύθια δεν είναι απαραίτητα από νεραϊδόσκονη αλλά μπορεί να είναι κι από τη σκόνη του μόχθου, του δρόμου και της αντίστασης. Σε μια παράσταση που δε σε κοροϊδεύει, σέβεται την πρωτότυπη παραγωγή, και σου χαρίζει ένα περίεργο χαμόγελο ανθρωπιάς, ελπίδας και ονείρου μετά από μια βραδιά στο θέατρο.
***Aκολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο