Cinetroll: Ένα εντυπωσιακό trailer έκανε τον ΤΑΖ να περιμένει μια πραγματικά απολαυστική εγχώρια κινηματογραφική έκπληξη. Το τι συνέβη όμως όταν αυτή η αναμονή τελείωσε, είναι μια εντελώς άλλη ιστορία.
Oυφφφφφ…. Δύσκολο και άγριο πράγμα να «κόβεις» τα φτερά ενός παιδιού που έχει φιλοδοξίες φανερή όρεξη και οπτικό τουλάχιστον ταλέντο, στην πρώτη του μεγάλου μήκους κινηματογραφική προσπάθεια. Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο για τον Παντελή Καλατζή πέρα από το να ευχηθώ, να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία για να αξιοποιήσει αυτό του το ταλέντο. Μια δεύτερη ευκαιρία στην οποία η φιλοδοξία του θα έχει φιλτραριστεί ώστε να μην είναι υπερφίαλη και θα μπει στον κόπο να συνυπογράψει ή να συμμαζέψει ένα σενάριο με μια στοιχειώδη λογική.
Δυστυχώς, οι «Μαριονέτες» του είναι ίσως η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της χρονιάς, όσον αφορά αυτό που συνέχεια λέω ότι χρειάζεται ο ελληνικός κινηματογράφος. Ένα εμπορικό σινεμά με καλλιτεχνικές αισθητικά αξιώσεις που να απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Ο Καλατζής είχε όλα τα υλικά και τη διάθεση και το ταλέντο στα χέρια του για κάτι τέτοιο. Το πως κατάφερε να τα ανακατέψει με καταστροφικό τρόπο, συγκρίνεται μόνο με τους επίδοξους μάγειρες στο «Κάτι Ψήνεται», που στην προσπάθεια τους να εντυπωσιάσουν, αντιγράφουν με κακό τρόπο λίγο από αυτά που έχουν δει στις εκπομπές μαγειρικής, λίγο από τις συνταγές της μαμάς τους κι άλλο λίγο από ότι τους κατέβει σαν μοντερνιά εκείνη τη στιγμή στο κεφάλι, τύπου σουφλέ τέσσερα τυριά με τραχανά και σος από ακτινίδια.
Ένας δημοσιογράφος (Αλέξανδρος Γεωργούλης) που έφτασε στο παρά πέντε να αποκαλύψει ένα μεγάλο σκάνδαλο γύρω από τον μεγιστάνα Αλέξανδρο Λινάρδο (Γιώργος Κιμούλης), έχει αποσυρθεί όταν η υπόθεση του κατέληξε σε φιάσκο, με τον βασικό του συνεργάτη (Γιώργος Χρανιώτης) να μην καταθέτει στο δικαστήριο τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Αρκετά χρόνια μετά, ο Χρανιώτης αρχιζει να του στέλνει e mail που σχετίζονται με εκείνη την παλιά υπόθεση αλλά για ένα άγνωστο λόγο ο Γεωργούλης δεν τα ανοίγει. Ο δημοσιογράφος θα βρεθεί κυνηγημένος στο στόχαστρο δολοφόνων που σχετίζονται με αυτήν την υπόθεση. Προσπαθώντας να αποκτήσει επαφή με τον συνεργάτη του θα μάθει από την σύντροφό του (Γιούλικα Σκαφιδά) ότι έχει εξαφανιστεί. Η Σκαφιδά έχει σαν προστάτη έναν καθολικό ιερέα (Άκη Σακελλαρίου) με το απίστευτο όνομα πάτερ Αβέρκιος, στο άκουσμα του οποίου σείεται όλη η αίθουσα από τα γέλια. Ο Αβέρκιος διευθύνει ένα ορφανοτροφείο, αλλά είναι και κομματάκι παιδεραστής όπως υποννοεί το σενάριο, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει σε μια τύπου μασονική στοά, που λέγεται «Πύλη».
Στην κορυφή της ιεραρχείας της «Πύλης» βρίσκεται ο Λινάρδος, ενώ οι συγκεντρώσεις τους είναι κάτι ανάμεσα στη Λίμνη των Κύκνων, τη σκηνή της παρτούζας από το «Eyes Wide Shut» και σε διαφήμιση για σερβιέτες που το μοντέλο χοροπηδάει σε slow motion για να μας δείξει πόσο άνετα αισθάνεται ακόμα και στις «δύσκολες μέρες» του. Όλοι φοράνε μανδύες και μάσκες, μετά πετάνε τα ρούχα τους και αρχίζουν να απαυτώνονται σε αργή κίνηση με μουσική υπόκρουση. Στην υπόθεση εμπλέκονται επίσης κι άλλοι χαρακτήρες που δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς ρόλο παίζουν ή τι σχέση έχουν με όλο αυτό αλλά είναι μια ευκαιρία για να εμφανιστούν η Ναταλία Δραγούμη, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, η Σόφη Ζανίνου, ο Μάνος Βακούσης, ο Τάσος Νούσιας κι ένα μπουρδέλο που μοιάζει μερισσότερο με λουσάτο spa με πισίνες, μέσα στο οποίο επίσης πηδιούνται σε αργή κίνηση.
Όλα τα παραπάνω υποτίθεται πως είναι νεονουάρ μυστηρίου με τον Γεωργούλη στο ρόλο του ήρωα που πέφτει θύμα σκευωρίας, να κάνει voice over αφήγηση και να προσπαθεί να αποκτήσει το βλέμμα του καταραμένου – κυνηγημένου, που όμως μοιάζει περισσότερο με το βλέμμα κάποιου που τον έχει πιάσει κόψιμο κι αγωνιά επειδή δεν υπάρχει τουαλέτα εκεί κοντά. Οι διάλογοι κι ακόμα περισσότερο ο πομπώδης τρόπος με τον οποίο λένε τα λόγια τους οι ηθοποιοί ολοκληρώνουν την κατά λάθος σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, τύπου ο Λιντς να σκηνοθετεί τον Ταμτάκο ως Εκάβη στην Επίδαυρο. Σε ένα παρασάνδαλο, ασύνδετο σύνολο ιδεών, που γίνεται ακόμα πιο αστείο όταν συνειδητοποιείς πως η πρόθεση του Καλατζή έχει και συμβολικό δεύτερο επίπεδο αλληγορικής ανάγνωσης ως προς τη σύγχρονη πραγματικότητα και το ότι όλοι μας είμαστε μαριονέτες του συστήματος. Πώς να πάω στο δεύτερο επίπεδο καρδιά μου όταν από το πρώτο επίπεδο, έχω ήδη πάθει γαστρεντερίτιδα;
Η χαριστική βολή έρχεται κατακούτελα με το φινάλε – ανατροπή, που δεν έχει καμία λογική και ακυρώνει όλα όσα έχουν προηγηθεί, εφ’ όσον η λύση και οι εξηγήσεις που δίνονται ως προς το στήσιμο της πλεκτάνης, θα μπορούσαν να έχουν τακτοποιηθεί με μια απλή κίνηση απο την αρχή της ιστορίας, χωρίς ο κακός που αποκαλύπτεται ότι κρύβεται πίσω από το μπάχαλο να μπει σε όλο αυτόν τον κόπο. Εκεί είναι που ο εγκέφαλος χάνει πραγματικά κάθε επαφή με τη λογική, εκεί είναι και η στιγμή που πραγματικά αισθάνεσαι ότι θα ήθελες να είσαι μπροστά όταν οι σεναριογράφοι έστηναν την ιστορία για να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι ακριβώς είχαν στο μυαλό τους και σε ποια εξωτική γλώσσα κατάφεραν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Κρίμα κρίμα και πάλι κρίμα, το ξαναλέω. Γιατί ο Καλατζής έχει ευρωπαϊκό, ψαγμένο αισθητικά «μάτι» όσον αφορά τις γωνίες λήψεις του, την «απλωσιά» της κάμερας του, και την ατμόσφαιρα των κάδρων του, που θυμίζουν το σινεμά του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. Με ένα άλλο υλικό στα χέρια του, ή σε μια άλλη, πιο ώριμη φάση της ζωής του, θα μπορούσε να κάνει παπάδες, δυστυχώς όμως εδώ, προσπαθεί μάταια να γεμίσει με εμφιαλωμένο νερό, τρύπιους κουβάδες.
Βαθμολογία: 3 / 10
*Κυκλοφορεί από την Πέμπτη 29 Οκτωβρίου στις αίθουσες.
*Aκολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο