Επίσημη πρεμιέρα για την παράσταση Αναφορά στον Γκρέκο με τον Τάκη Χρυσικάκο, στο θέατρο Ιλίσια. Πρόκειται για το τελευταίο έργο του μεγάλου συγγραφέα, ένα είδος πνευματικής αυτοβιογραφίας ή, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Καζαντζάκης, μια «αναφορά» με τη στρατιωτική έννοια του όρου, σχετικά με τους στόχους του και τις προσπάθειές του. Ο Τάκης Χρυσικάκος, ερμηνεύει τον Νίκο Καζαντζάκη και πρόσωπα του έργου του, η Γεωργία Νταγάκη με τη λύρα και το τραγούδι της συνομιλεί με τους πρωταγωνιστές του, τον Καπετάν Μιχάλη, τον Αλέξη Ζορμπά, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και την ωραία Ελένη του Ομήρου και συμμετέχει ο μουσικός Μανόλης Ανδρουλιδάκης, παίζοντας κλασική κιθάρα.
Την επίσημη πρεμιέρα τίμησαν με την παρουσία τους ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Δημήτρης Κουτσούμπας (φωτό επάνω), ο Γιώργος Κιμούλης, ο Ντίνος Καρύδης, η Χριστίνα Αλεξανιάν, ο Δημήτρης Παπάζογλου, ο Κώστας Ευριπιώτης κ.α.
Ο Γιώργος Κιμούλης έγραψε την παρακάτω ωδή στην προσωπική του σελίδα στο Facebook και ξετρελάθηκε με τη νεαρή μουσικό που τραγουδάει και παίζει λύρα Γεωργία Νταγάκη
ΠΡΟΦΤΑΣΑ ΚΑΙ ΧΟΡΕΨΑ ΚΑΙ ΠΙΑ ΔΕ Σ’ ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ! …“πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;”, γράφει ο Καζαντζάκης στην “Αναφορά στον Γκρέκο”. Και χθες το βράδυ, τη φράση αυτή, την άκουσα απ’ το στόμα του Τάκη Χρυσικάκου, στην παράσταση “Αναφορά στον Γκρέκο”, που παρουσιάζει στο Θέατρο Ιλίσια… την άκουσα να ηχεί τόσο προσωπικά, που τρόμαξα! Είναι γνωστό πως η τέχνη δεν αποδίδει το ορατό, αλλά καθιστά κάτι ορατό. Και πάνω απ’ όλα αυτό που καθιστά ορατό, είναι η αξία των προσωπικών στιγμών κάποιου ανθρώπου, όταν αυτή, μέσω της τέχνης μας, γίνεται δημόσια ορατή – κάτι σα διαρκή δημόσια εξομολόγηση – ώστε το προσωπικό και το συλλογικό να παραμένουν συνεχώς άρρηκτα συνδεδεμένα… λες και αυτός είναι ο βασικός κανόνας της ανθρώπινης ζωής: μια μόνιμη δημόσια μαρτυρία. Όταν ξεκίνησε λοιπόν η παράσταση και ο Τάκης σηκώθηκε από την καρέκλα, με ασταθή γεροντικό, αλλά περήφανο βηματισμό, πλησίασε στο προσκήνιο, ψηλόλιγνος, κουρασμένος, με το μαύρο σκελετό των γυαλιών του να κρύβουν το βλέμμα του και να το βαθαίνουν ακόμη πιο πολύ μέσα στις κόγχες του, (λες και τα μάτια κοίταζαν μονάχα προς τα μέσα), και άρχισε να μιλάει, πίστεψα πως έβλεπα τον ίδιο τον Καζαντζάκη… σαν να έχει ξεκολλήσει από τη φωτογραφία που φαινόταν στο βάθος. Εντυπωσιάστηκα απ’ την υποκριτική αυτή δεινότητα. Όμως από κάποια στιγμή κι έπειτα, μέσα από κάποιες αδιόρατες κινήσεις του, ανακάλυπτα πως πίσω από το πρόσωπο (persona) ήταν συνεχώς παρών ο ηθοποιός (performer)… μου άρεσε αυτό το παιχνίδι που έβλεπα και το χάζευα αθώα… αυτό όμως το διπλό είδωλο κράτησε μόνο για πέντε ή έξη λεπτά. Μετά, τα δύο πρόσωπα αυτά έγιναν ένα – δε σ’ ενδιέφερε, αν άκουγες τον Καζαντζάκη ή τον Τάκη ή κάποιον άνθρωπο, που υμνούσε τον προσωπικό του – τον εντελώς προσωπικό του – ανήφορο… που κατέθετε τη δική του αναφορά… και τότε, χάθηκα και παρακολουθούσα με ένταση και κάποιο φόβο αυτό που συνέβαινε μπροστά μου, λες κι ήμουν ο μοναδικός μάρτυρας μιας κατάθεσης, που δεν έπρεπε με τίποτα να χαθεί… Γιατί ναι, τι είναι άλλωστε ακριβώς η “Αναφορά στον Γκρέκο”; Αυτό το έργο που άρχισε να γράφεται ακριβώς την εποχή που γεννιόμουν (Φθινόπωρο του 1956); … Τι άλλο είναι πέρα από ένα είδος εξομολόγησης, ένα είδος απολογισμού, όχι αυτοβιογραφία, αλλά ένας απολογισμός ζωής, που εκθέτει όλην την κοσμοθεωρία του Καζαντζάκη, τη βιοθεωρία του, όπως ο ίδιος ο επέμενε να λέει. Ούτως ή άλλως οποιαδήποτε αναφορά – ακόμη κι η πιο αυστηρά “στρατιωτική” – , όσο προσωπική κι αν είναι, παραμένει να αναπτύσσεται πάντα σε σχέση με τον άλλον… κι ο Άλλος όχι ως λακανική επιθυμία, αλλά ως βασικός ντεριντιανός μάρτυρας. Όσο παρακολουθούμε την προσωπική περιπέτεια του ομιλούντος που δίνει αναφορά, περπατάμε πάνω στα χνάρια των προσώπων μέσω των οποίων διαμορφώθηκε ο λόγος του (δεν ξέρω τα πρόσωπα στα οποία ο Τάκης αναφερόταν – αυτός μόνο τα ξέρει – εγώ όμως έβλεπα, πως μιλώντας σ’ εμένα/σ’ εμάς, μιλούσε σ’ εκείνους). Αυτό ακριβώς είναι που καθιστά το προσωπικό άξιο δημόσιας έκθεσης… κι αυτή είναι η μεγαλοσύνη κάθε άξιου ηθοποιού: όχι να γίνεται κάποιος Άλλος, αλλά να εμφανίζει με δύναμη και θάρρος, όλα τα πρόσωπα του εαυτού του… πρόσωπα που δημιούργησαν εντός του όλοι οι άλλοι άνθρωποι, που τον ακούμπησαν και που περπάτησαν μαζί του… Η ελαφρότητα που έδωσε στον Καζαντζάκη η σκέψη του Μπερξόν – ο Μπέρξονας, όπως τον αποκαλούσε -, τον απελευθέρωσε και τον οδήγησε μ’ αυτήν τη ζωική ορμή του (élan vital), στην κατανόηση της πιο σημαντικής νιτσεϊκής φιγούρας των ελληνικών γραμμάτων, του Αλέξη Ζορμπά, που όλη του η ζωή κινήθηκε στις συνεχείς μεταμορφώσεις, πετώντας από πάνω του το αναίτιο βάρος που κουβαλάει μια καμήλα, έγινε λιοντάρι, για να πεθάνει σαν παιδί, σκάβοντας βαθιά τη γη μέχρι το τέλος, μήπως και βρει αυτό το πολύτιμο που κρύβει μέσα της βαθιά. Σε όλο το κείμενο της “Αναφοράς στον Γκρέκο” “ακούγεται” συνεχώς ψιθυριστά η φράση του Νίτσε: “θα πίστευα μόνο σε έναν Θεό που ξέρει να χορεύει”… κι ο Καζαντζάκης κάπου στην “Αναφορά” του γράφει: “Τα ζώα , τα πουλιά , οι άνθρωποι, σε κάθε στροβίλισμα του χορού πετούν τις εφήμερες μάσκες τους, και ξεσκεπάζεται, πίσω απ’ όλες τις μάσκες, το ίδιο πάντα, το αιώνιο πρόσωπο του έρωτα”, απαντώντας στο amor fati του μυστακοφόρου σοφού, που κάποιος/α(;) κάποτε του είπε πως του μοιάζει…“πόσο χαμένη πήγε η μέρα που δεν χορέψαμε ούτε μία φορά”, έλεγε εκείνος ο σοφός και είναι αλήθεια γιατί (πιο καβαφικά) “όταν χορεύεις, γράφεις στη γη αυτά που θέλει να πει η ψυχή σου”… Αυτό που έβλεπα λοιπόν μπροστά μου σ’ όλην την παράσταση ήταν ένα “χορευτή” ηθοποιό που μιλούσε για ένα “χορευτή” συγγραφέα, ο οποίος με τη σειρά του μιλούσε για ένα “χορευτή” άνθρωπο, τον Ζορμπά, αυτή την νιτσεϊκή φιγούρα, που υμνούσε τον “χορευτή” Θεό του: τον αγωνιζόμενο Θεό. Σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ο Τάκης ισορροπούσε επικίνδυνα υμνώντας τον ανήφορο ενός ανθρώπου. Ισορροπούσε πάνω στην προσωπική του κόκκινη γραμμή διακυβεύοντας κάθε δευτερόλεπτο την πτώση του. Έβλεπες ένα σώμα ν’ ανηφορίζει, παρ’ ότι περπατούσε πάνω στην ίσια σκηνή, έβλεπες ένα σώμα να προσπαθεί να ισορροπήσει, κάτω από τον ήχο των Χαΐνιδων, σαν ακροβάτης, που ούτε ζαλίζεται, αλλά ούτε και φοβάται αυτήν την πτώση. Γιατί ξέρει, πως μετά από αυτή, πάλι θα σηκωθεί… “Χόρευε” και “τραγουδούσε” το τραγούδι του Καζαντζάκη. Ένα τραγούδι που περιέγραφε το αδιέξοδο του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου απέναντι στο κυρίαρχο δυτικό. Ο Καζαντζάκης μια ζωή επέμενε να κατοικεί εμμονικά στην αντίληψη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: σ’ εκείνη την αντίληψη της ενότητας του ανθρώπου με τη φύση και τις ζωικές αξίες, που δεν αφήνει περιθώρια διάκρισης ή αντιδιαστολής του Κοινωνικού από το Φυσικό. Έγραφε κάπου στον Ζορμπά: «ας είναι καλά τούτο το μικρό κόνισμα του χριστιανού αγίου με τα εφηβικά σγουρά μαλλιά, που κρέμονται γύρω από το μέτωπό του σα μαύρα τσαμπιά. Έλληνας Διόνυσος και άγιος Βάκχος έσμιγαν, είχαν το ίδιο πρόσωπο· κάτω από τ’ αμπελόφυλλα και τα ράσα τρικύμιζε το ίδιο λαχταριστό ηλιοκαμένο κορμί – η Ελλάδα». Αυτό το τραγούδι τραγουδούσε ο Τάκης χθες… ένα τραγούδι, που το είχε κάνει τόσο προσωπικό, που νόμιζες πως το είχε γράψει ο ίδιος (ή μήπως το ‘χε γράψει; ή μήπως το ΄χε ζήσει; Πραγματικά; Φαντασιακά; Μόνον εκείνος ξέρει). Τραγουδούσε αυτό το “ φωτεινό πέρασμα” , που λέγεται ζωή, απ’ το μηδέν στο άλλο μηδέν… κι από τη μία σκοτείνη άβυσσο στην άλλη σκοτεινή… “Εγώ κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δε φοβούμαι, όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν υπογράφω!” …και το τραγουδούσε σαν γνήσιος κρητικός: περήφανος στην αυθορμησία του και θυμωμένος όταν δεν είναι λεύτερος… “Μα κι ο θεός είν’ άδικος κι εγώ θα τ’αποδείξω· τα νιάτα που μας έδωκε γιάντα τα παίρνει πίσω;” Πόσο τυχερός μπορεί να είναι κάποιος (αλλά και πόση δύναμη χρειάζεται), όταν τολμά να καταθέσει δημοσίως – με τον πιο τρυφερά ποιητικό τρόπο – τη δική του “αναφορά”, τον δικό του απολογισμό ζωής… Γιατί αυτό που είδα χθες, από τον Τάκη, ήταν ένας απολογισμός της δικής του ζωής… Ο Τάκης χθες κατέθετε τον δικό του απολογισμό, τη δική του απολογία, τη δική του αναφορά στον δικό του Γκρέκο… Με την “Αναφορά στον Γκρέκο” ο Τάκης βρήκε τον τόπο, μέσα στον οποίο θα μπορούσε να κατοικήσει η δική του η ζωή… το δικό του βλέμμα για τη ζωή… να βρει τοπίο η δική του ανηφόρα… κι αυτή κατέθεσε χθες το βράδυ… Αν λοιπόν η εργασία του ηθοποιού είναι τελικά, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, να καταστήσει το προσωπικό, άξιο δημόσιας θέασης, ο Τάκης όχι απλώς το κατόρθωσε, αλλά μπόρεσε και μας έκανε να υποκλιθούμε εμείς σ’ αυτόν… και να υποκλιθούμε σε όλη τη διάρκεια της δικής του υπόκλισης, η οποία, σημειωτέον, ποτέ της, λόγω ουσιαστικής σεμνότητας, δε σήκωσε το βλέμμα της σ’ εμάς… Δίπλα του είχε μία σπουδαία μουσικό, τη Γεωργία Ντεγάκη. Μαζί της, παίζοντας κιθάρα – εν είδει λαούτου – μία από τις πιο ακραία σεμνές σκηνικές παρουσίες, που έχω δει στη ζωή μου: ο Μανώλης Ανδρουλιδάκης. Η Γεωργία Νταγάκη είναι ένα κοντράλτο πλάσμα, που πέρα από όλα τ’ άλλα, κάνει κάτι ζηλευτό: χωρίς να χάσει ίχνος από την αμεσότητά της, τραγουδά σαν να απευθύνεται σε κάποιον ή κάποιους, που δεν είναι παρόντες. Σε κάποιον ή κάποιους που βρίσκονται μακριά. Αυτό την κάνει ιδιαίτερα συγγενή σκηνικά με την προσωπική κατάθεση του Τάκη. Η Γεωργία Νταγάκη είναι ένα ολόκληρο/ολοκληρωμένο “σκηνικό σύστημα”, το οποίο, επαναλαμβάνω, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την παροντική της παρουσία, “συνομιλεί” μ’ ένα θεατή/ακροατή, που είναι αθέατος, που βρίσκεται πραγματικά αλλού ή που βρίσκεται μόνο στη φαντασία της. Τραγουδά στο “τώρα” απευθυνόμενη σε κάτι “πριν” ή σε κάτι που θα έρθει “μετά”. Η πλήρης διάσπαση χώρου και χρόνου. Αυτό δίνει και σ’ εσένα τη δυνατότητα, να χαθείς και να χάσεις με τη σειρά σου, την αίσθηση της δικής σου παρουσίας. Να αφεθείς, ακούγοντάς την, σ’ ένα δικό σου τόπο, δικής σου δημιουργικής φαντασίας. Σε εμπνέει να δημιουργείς κι εσύ μαζί της. Φεύγεις και παίρνεις μέσα σου τον ήχο της και την άλλη μέρα, άθελά σου, τολμάς να επαναλάβεις τον ποιητή, που λέει: “Χθες βράδυ στον ύπνο μου ε ί δ α τη φωνή σου”. …ο Τάκης το 1975 (νεαρός τότε) υπήρξε δάσκαλός μου στη δραματική σχολή του Λεωνίδα Τριβιζά… γι’ αυτό και η “επί προσωπικού” κατάθεση του Τάκη, έγινε ακόμη πιο προσωπική για μένα …περήφανος γ’ αυτό που είδα χθες… Τάκη… Φιλώ τό Χέρι σου, Φιλώ τόν Ωμο τό δεξό σου, φιλώ τόν ώμο τό ζερβό σου, και… καλώς σε (ξανα) βρήκα! …τι καλά έκανες, που με προσκάλεσες να σε δω.
Γιώργος Κιμούλης
Τάκης Χρυσικάκος, Κώστας Ευριπιώτης
Ντίνος Καρύδης
Χριστίνα Αλεξανιάν
Τάκης Χρυσικάκος, Γιώργος Κιμούλης
Γιώργος Κιμούλης, Δημήτρης Παπάζογλου
Γεωργία Νταγάκη, Μανόλης Ανδρουλιδάκης
Ντίνος Καρύδης, Γεωργία Νταγάκη, Γιώργος Κιμούλης
Η παράσταση, που γίνεται σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Καζαντζάκη, θα συνεχίσει τις παραστάσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και θα ταξιδέψει σε πανεπιστήμια και πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και την συνεργασία του ΕΟΤ, για την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό.
Θεατρική προσαρμογή – σκηνοθεσία: Τάκης Χρυσικάκος
Συνεργάτης – σκηνοθέτης: Εμμανουέλα Αλεξίου
Επιλογές τραγουδιών: Χαϊνης Δημήτρης Αποστολάκης – Γεωργία Νταγάκη
Θέατρο ΙΛΙΣΙΑ
Παπαδιαμαντοπούλου 4 & Βασιλίσσης Σοφίας
(μετρό Μέγαρο Μουσικής)
Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια: 85’
Εισιτήρια: 12 ευρώ και 10 ευρώ (μειωμένο)
Κρατήσεις: 210 7210045 & 210 7216317 (10:00 – 21:00)
πηγή φωτογραφιών: Diaskedasi.info
Σχόλια για αυτό το άρθρο