Αλεξάνδρα Λαδικού, η μεγάλη θεατρίνα, η grande dame της ελληνικής σκηνής, μας μιλά για ”μία μικρή πόλη” φέρνοντας στο νου της θύμησες και αναμνήσεις. Αναφέρεται πώς ανέβαιναν την εποχή εκείνη οι παραστάσεις, σκιαγραφεί το πορτρέτο του άξιου και αείμνηστου Μίνου Βολανάκη, περιγράφει κωμικά περιστατικά κατά τη διάρκεια των προβών, αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του σπουδαίου θεατρανθρώπου Γιώργου Λεμπέση και εκμυστηρεύεται αποκλειστικά στο Cosmopoliti γιατί εγκατέλειψε το θέατρο.
Όλα αυτά, με αφορμή την αριστουργηματική παράσταση του Thornton Wilder ”Η μικρή μας πόλη” σε μετάφραση και σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Πρόκειται για ένα έργο από τα πιο σημαντικά και τεράστια της αμερικανικής δραματουργίας- σ.σ της παγκόσμιας θα έλεγα εγώ- του μεσοπολέμου που πρωτοανέβηκε στην Αμερική το 1938 και κέρδισε το βραβείο Pulitzer. Η παράσταση, που είναι αφιερωμένη στον Γιώργο Λεμπέση, ακροβατεί ανάμεσα στο μεταφυσικό και στην πραγματικότητα, είναι πολύ δύσκολη γιατί στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό και απαιτεί ευθύβολες ερμηνείες από τους ηθοποιούς, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν, εκτός των άλλων, εκτόπισμα, τεχνική και σπουδαία εκφραστικά μέσα, όπως ακριβώς o θίασος της παράστασης που ανέβηκε στο θέατρο Λαμπέτη το 1992! Μπορείτε να την παρακολουθήσετε σε διαδικτυακή προβολή με αυτόν τον ονειρεμένο θίασο που κατόρθωσε με τις έξοχες ερμηνείες του να κάνει την παράσταση να θριαμβεύσει και να αφήσει εποχή, γράφοντας ιστορία! Θα προβληθεί από τις 29 Απριλίου ως τις 9 Μαΐου, μην την χάσετε, πρόκειται για ένα συγκλονιστικό θεατρικό αριστούργημα, ένα διαμάντι αμύθητης αξίας!
-Τι αναμνήσεις σου έρχονται στο νου από την παράσταση- σταθμό στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι” Η μικρή μας πόλη” του Thornton Wilder σε σκηνοθεσία του αείμνηστου Μίνου Βολανάκη;
Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ο τρόπος που σκηνοθετούσε ο Μίνως. Ήταν ένας σκηνοθέτης που δούλευε χωρίς να έχεις τη βεβαιότητα της παρουσίας ενός δύσκολου σκηνοθέτη, ήταν και αυτός ένα μέλος της παράστασης , οι υποδείξεις που έκανε γίνονταν με έναν τρόπο σαν να ήταν ένας διευθυντής ορχήστρας και εσύ να ήσουν το όργανο που ακολουθούσε τον μαέστρο του, αλλά σαν ένα μαγικό όργανο, χωρίς υπόσταση… Ήταν πραγματικά μία μαγική εμπειρία! Στις πρόβες έκλαιγε και, προπάντων, τα μάτια του ήταν βουρκωμένα στην τέταρτη πράξη του νεκροταφείου. Γενικά αυτή η πράξη είναι φορτισμένη με το μεταφυσικό της στοιχείο και, ίσως , να την συνέδεε με πρόσωπα του αγαπημένα που είχε χάσει ή και με τον δικό του επερχόμενο θάνατο. Πάρα πολύ του αρέσαμε η Θέμις Μπαζάκα και εγώ. Και θυμάμαι ότι μας έλεγε: ”Οι δύο κυρίες” ! Ο Βολανάκης χρησιμοποιούσε τη μαγεία στις σκηνοθεσίες του, ο Κουν είχε έναν άλλον τρόπο δουλειάς αυτόν της επιβολής αλλά δεν ήταν ποτέ αγενής, χειριστικός και δεν χρησιμοποιούσε άσχημο λεξιλόγιο. Άνθρωποι τέτοιου βεληνεκούς και εκτοπίσματος δεν είχαν ανάγκη να κάνουν χρήση βίας. Όταν έχεις μία μπαγκέτα μαγική και τον ηθοποιό τον κάνεις ό,τι θέλεις και το αποτέλεσμα αυτό που επιθυμείς θα βγει, δεν θα πας να τον δείρεις. Δυστυχώς, δεν έχουμε ταλαντούχους σκηνοθέτες σήμερα και οι ηθοποιοί είναι σαν ανδρείκελα γιατί δεν πιστεύουν στον σκηνοθέτη τους. Μπαίνεις άδειος για να γεμίσεις σε μία παράσταση, και άδειος φεύγεις, θα έλεγα φεύγεις πιο άδειος από ότι μπαίνεις..
– Ποιος ήταν ο ρόλος σου;
Της κυρίας Gibbs, της γυναίκας του γιατρού. Ήταν πολύ γλυκός ρόλος! Ήμουν μία γυναίκα μεσοαστικής τάξης, εκείνης της εποχής, που ήταν ταμένη αποκλειστικά στην οικογένειά της, στο ρόλο της τέλειας μάνας και της τέλειας συζύγου, στυλοβάτης του κοινωνικού οικοδομήματος που λέγεται οικογένεια και τώρα δεν υπάρχει. Ο ρόλος ήταν τόσο τρυφερός, τόσο ήπιος, τόσο μαλακός, που δεν μπορούσες να μην του δοθείς.
– Πώς ήταν ο Μίνως Βολανάκης ως σκηνοθέτης ;
Εκείνο που εισέπραττες από αυτόν ήταν η λατρεία που είχε για κάθε ηθοποιό και αυτό το ένιωθες σαν ένα κύμα που έρχονταν από την πλατεία, όπου κάθονταν για να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς, κατευθείαν επάνω στη σκηνή και την πλημμύριζε. Το λεγόμενο κλίμα μαγείας που σου είπα. Βέβαια , αν ήθελες να κάνεις παρέα εκτός πρόβας, γίνονταν λίγο απρόσιτος. Όλα τα παραπάνω συνέβαιναν μόνο όταν δίδασκε, εκεί υπήρχε μία άλλη σχέση, ήσουν ένα άλλο πρόσωπο επί σκηνής…
– Τι έχει χαραχτεί στην καρδιά σου από αυτήν την παράσταση;
Η πολύ ωραία ατμόσφαιρα που ήταν διάχυτη σε όλο το θίασο, δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Ήμασταν όλοι αποφασισμένοι να βγει μία ωραία παράσταση και αυτό το εισπράξαμε μετά! Η παράσταση παίχτηκε επί δύο συνεχείς σεζόν και θα ακολουθούσε και τρίτη, αλλά κάποιοι ηθοποιοί είχαν ανειλημμένες υποχρεώσεις .
–Τι θυμάστε έντονα από τη συνεργασία σας με τους άλλους συναδέλφους σας;
Θα σου πω ένα κωμικό στιγμιότυπο σε ένα διάλογο που είχα με τον άντρα μου που τον υποδυόταν ο Στέφανος Κυριακίδης .Επειδή το έργο στηριζόταν στον αυτοσχεδιασμό τη στιγμή που μιλούσαμε έπρεπε εγώ να σιδερώνω τα ρούχα της οικογένειας που δεν υπήρχαν, φυσικά, και επειδή βαριόμουν να κάνω τον αυτοσχεδιασμό έπαιρνα το σίδερο από το σύρμα και το κουνούσα σαν σβούρα στον αέρα και ο Κυριακίδης αποσβολωμένος με κοιτούσε περίεργα σαν να έλεγε:” Τι κάνει τώρα αυτή η τρελή;” Βέβαια, για αυτό ήταν ενήμερος ο Βολονάκης, γιατί στο έργο εννοείται ότι θα το έκανα κανονικά.
– Πώς θα χαρακτηρίζες την παράσταση με δυο λόγια;
Μαγική, ήταν από τις πιο ωραίες δουλειές που έχω κάνει! Θυμάμαι, ιδιαίτερα, την τέταρτη σκηνή του νεκροταφείου, όπου έμπαινε η Πέμη Ζούνη νεκρή πια, που της έδωσα μία συμβουλή και την κράτησε γιατί ήταν έξυπνη, της είχα πει: ” Θα μπαίνεις στη σκηνή σαν να είσαι επάνω σε πατίνια, σαν να τσουλάς” και το έκανε. Παρόλο που αυτή η πράξη ήταν μέσα στην κατήφεια, στο σκοτάδι και με χαμηλό φωτισμό, εγώ δεν έβλεπα αυτό το σκοτάδι, αλλά έβλεπα χρώματα. Τη δεύτερη χρονιά ρώτησα τους συναδέλφους μου, αν ήταν οι προβολείς που δημιουργούσαν αυτά τα χρώματα και τι έβλεπαν αυτοί, όλοι μου είπαν ότι έβλεπαν μαύρο και τίποτα άλλο. Ήμουν, ίσως, πολύ επηρεασμένη από την ατμόσφαιρα και για αυτό έβλεπα χρώματα, είχε μία μεταφυσική ερμηνεία για εμένα, αλλά το έλυσα το κεφάλαιο αυτό και δεν ασχολήθηκα το τι και πώς συνέβαινε…
– Πώς ήταν ο Γιώργος Λεμπέσης ως επιχειρηματίας και ως άνθρωπος ;
Ο Λεμπέσης ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος που έχω συνεργαστεί ποτέ στο θέατρο, δεν είχες την αίσθηση ότι ήταν εργοδότης σου αλλά ήταν ο πατέρας σου ! Αγαπούσε τόσο πολύ τους ηθοποιούς, ήταν ωραίος και ήρεμος, ήταν σαν μία μεγάλη αγκαλιά, μπορούσες να του πεις τα προβλήματά σου ή τις δυσκολίες που αντιμετώπιζες και θα σε βοηθούσε οπωσδήποτε. Ήταν , πάνω από όλα άνθρωπος, με όλα τα γράμματα κεφαλαία! Δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά ποτέ, αλλά το καλό θέατρο! Ήθελε να ζει σε ένα χώρο θριάμβου με τις παραστάσεις που έκανε και αυτό το πετύχαινε σε όλες τις παραστάσεις του!
– Γιατί εγκατέλειψες το θέατρο;
Επειδή το θέατρο το έχω αγαπήσει με έναν τρόπο , όσο λίγοι το έχουν αγαπήσει, γιατί πρώτα ήταν το θέατρο για εμένα και ύστερα εγώ, όταν διαπίστωσα ότι αυτό το θέατρο που ήθελα να υπηρετήσω δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που με έκαναν να το υπηρετώ, το άφησα… Όπως εγκαταλείπεις έναν εραστή που τον έχεις αγαπήσει βαθιά για τα προσόντα του , την ομορφιά του , τον ερωτισμό του, αλλά έρχεται ο χρόνος που του αφαιρεί τα πάντα και και σε κάνει στο τέλος να μην είσαι πια ερωτευμένη μαζί του. Άρα παίρνεις τα μπαγκάζια σου και φεύγεις… Όλα έχουν μία αρχή και ένα τέλος, δεν πρέπει να αφήνεις το τέλος να έχει αυτό το προβάδισμα, πρέπει εσύ να το δίνεις, να το προλαβαίνεις…
Σχόλια για αυτό το άρθρο