Η πολυβραβευμένη και με περγαμηνές εξωτερικού σκηνοθέτις, Αργυρώ Χιώτη, ξεχωρίζει πασίδηλα για τον ιδιόμορφο τρόπο που προσεγγίζει τα έργα που πρόκειται να ανεβάσει. Αναζητά σκηνικές φόρμες που στρέφονται προς την ποίηση, με έντονη χορικότητα και σωματικότητα, δημιουργώντας συχνά μουσικές χορογραφίες σε παρόντα χρόνο, με θέμα τον άνθρωπο και τον τρόπο που υπάρχει μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Το 2005 συνίδρυσε τη θεατρική ομάδα VASISTAS. Έχει τιμηθεί για το καλλιτεχνικό της έργο -επάξια βέβαια- ενώ έχουν ανέβει παραστάσεις της σε σπουδαίους χώρους πολιτισμού, ενδεικτικά αναφέρω τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση , το Θέατρο της Επιδαύρου και άλλους, οι οποίες σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και έτυχαν διθυραμβικών κριτικών. Μεταξύ άλλων, στη σκηνοθετική της ματιά, πάντα πρωτεύοντα ρόλο παίζει η πρωτοτυπία! Τη φετινή σεζόν, συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στο έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου ”Ερωτόκριτος” που παίζεται στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών- μία δική της σύλληψη- στο οποίο έχει προσδώσει μια φρέσκια ματιά και προσέγγιση με τον τρόπο που εκείνη αντιμετωπίζει τα έργα και είναι μοναδικός… Η χαρισματική σκηνοθέτις Αργυρώ Χιώτη σε αποκλειστική συνέντευξη.
– Τι ήταν εκείνο που σε έκανε να θέλεις να ασχοληθείς με τη σκηνοθεσία;
Νομίζω πως δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια στην ερώτηση. Δεν το θέλησα κάποια συγκεκριμένη στιγμή, δεν το αποφάσισα πραγματικά. Συνέβη. Με πήγαν οι συγκυρίες, οι στιγμές, οι άνθρωποι που συνάντησα και κάποιες μου επιλογές, όπως η επιθυμία να συνεχίσω πανεπιστημιακές σπουδές στη Γαλλία – κάτι που σήμερα θα ήταν σχεδόν αδύνατο με το δίπλωμα μου αδιαβάθμητο όπως τείνει να διατηρήσει τα διπλώματα των δραματικών σχολών μια πολιτεία που δεν ενσκήπτει στο πρόβλημα, δεν εκτιμά και δεν στηρίζει τους καλλιτέχνες. Ίσως – μπορώ να πω εκ των υστέρων – πως έπαιξε ρόλο κι ένα «ανικανοποίητο» που είχα βγαίνοντας από τη σχολή σε σχέση με το θέατρο: κάτι δεν μου άρεσε, αναζητούσα κάτι άλλο – ως προς την αισθητική αλλά και ως προς τον τρόπο που έβλεπα να συμβαίνουν τα πράγματα. Δεν χωρούσα στο χώρο τότε, δεν μπορούσα να μετέχω στο υπάρχον σύστημα, όπως το αντιλαμβανόμουν. Ήμουν ταυτόχρονα αρκετά συνεσταλμένη και αρκετά υπερήφανη για να αντέξω π.χ. μια οντισιόν (στην πράξη αλλά και στη φιλοσοφία της). Επίσης πάντα πίστευα στη δύναμη της ομάδας, πάντα αναζητούσα κίνητρο για δημιουργία μέσα από τις σχέσεις. Και δεν φοβόμουν τις ευθύνες. Η κοινή εμπειρία ήταν πάντα πιο ισχυρή και νικούσε τις δυσκολίες.
– Ποιος ήταν ο λόγος που αποφάσισες να συνεργαστείς με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος;
Συνεργάζομαι για πρώτη φορά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος μετά από πρόσκληση του Χρήστου Σουγάρη που διαμόρφωσε τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό και του νέου Διευθυντή του Αστέρη Πελτέκη. Η προσπάθεια τους να δημιουργήσουν ένα θέατρο πολυσυλλεκτικό, τολμηρό, πρωτοπόρο και ποιοτικό, καλώντας τους θεατές της Θεσσαλονίκης να γνωρίσουν παραστάσεις που συνομιλούν με άλλες τάσεις στο θέατρο, προσκαλώντας νέους σκηνοθέτες να συνεργαστούν με το ensemble των ηθοποιών του Κρατικού σε διαφορετικές σκηνικές γλώσσες, τολμώντας την ανανέωση και την πολυφωνία, μου φάνηκε η πλέον κατάλληλη συνθήκη για να τολμήσω μια συνεργασία. Να γίνω μέρος και εγώ του οράματος τους.
– Γιατί επέλεξες το Βιτσέντζο Κορνάρο και συγκεκριμένα το διαχρονικό έργο του ”Ερωτόκριτος”; Ποια ήταν η σκηνοθετική σου ματιά;
Επέλεξα πρώτα τον «Ερωτόκριτο» και μετά τον Κορνάρο. Είναι ένα έργο κλασικό, γνωστό λίγο έως πολύ για τη δυνατή και πάντα επίκαιρη ιστορία του, πλούσιο σε υλικά, με πολύ ιδιαίτερη μουσικότητα στο λόγο, και δυνατή προφορική παράδοση. Τα στοιχεία αυτά είναι που το καθιστούν και ανοιχτό σε σκηνικές αποδώσεις. Είναι υποχρεωμένος όποιος το διαχειρίζεται να το διασκευάσει με κάποιο δικό του τρόπο, να κάνει ορισμένες επιλογές. Επίσης, διατηρώ και μια προσωπική σχέση με τον «Ερωτόκριτο» γιατί όταν φοιτούσα στη Δραματική Σχολή «Μορφές» του Θεάτρου Εμπρός, 19 χρονών τότε, ο αγαπημένος μου δάσκαλος Τάσος Μπαντής μας τον είχε διδάξει, με επιμονή και πάθος θα έλεγα. Το χρώσταγα, μ’ έναν τρόπο, στον εαυτό μου και στον Τάσο.
Νομίζω πως η παράσταση μιλά πιο εύγλωττα από τα λόγια για τη σκηνοθετική μου ματιά. Είδαμε -με τον συνεργάτη μου Ευθύμη Θέου που υπέγραψε την διασκευή του έργου- την ιστορία, από τη ματιά της Αρετούσας, η οποία τολμά με σθένος και χωρίς φόβο να ξεπεράσει τα κοινωνικά δεσμά και να διεκδικήσει μέχρι τέλους τις επιθυμίες της καρδιάς της. Σταθήκαμε αρκετά στη λειτουργία της αφήγησης, της μουσικής, της ποίησης και της προσωπικής εμπλοκής κάθε συνεργάτη στην πορεία της δημιουργίας αυτής από όποιο πόστο και αν δούλεψε. Είναι ένα προσωπικό έργο, ένα πολιτικό έργο. Βουτά στην πολιτική του έρωτα.
– Οι νεωτερισμοί είναι απαραίτητοι- και για ποιο λόγο- στο ανέβασμα οποιουδήποτε έργου;
Τι είναι νεωτερισμός στο θέατρο; Δεν γνωρίζω… από τη μία σκέφτομαι πως αν μιλάμε για νέες φόρμες ή τεχνοτροπίες, εκτός από κάποια νέα μέσα που έρχονται, για παράδειγμα από την τεχνολογία και ίσως είναι σχετικά καινούρια, ή πράγματα πρακτικά όπως για παράδειγμα η χρήση ρομποτικών στους φωτισμούς, όλα τα άλλα νομίζω, λίγο έως πολύ, έχουν γίνει εδώ και δεκαετίες, σε ένα ευρύ φάσμα σκηνικής δράσης, από την performance μέχρι την όπερα ή μεγάλα θεάματα πολλών ειδών…. Από την άλλη, ο «νεωτερισμός» μάλλον αφορά μια εκ των υστέρων κριτική σε κάτι, πρόκειται για ένα βλέμμα «απ’ έξω» που χαρακτηρίζει ένα αποτέλεσμα κατατάσσοντας το σε ένα ρεύμα ή μια αισθητική. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ένας δημιουργός ξεκινά ένα έργο με την πρόθεση να κάνει νεωτερισμούς.
Αυτό που θα έλεγα ότι είναι απαραίτητο σε κάθε καλλιτεχνικό έργο, θεατρικό ή μη, είναι η προσωπική σύνδεση και ματιά, εκφρασμένη με ελευθερία. Αυτό μόνο νομίζω έχει αξία στο ανέβασμα ενός έργου. Η προσωπική ματιά κάνει ένα έργο να φαίνεται έτσι ή να φαίνεται αλλιώς. Η προσωπική ματιά είναι αυτή που δίνει ταυτότητα σε ένα έργο.
– Μήπως δεν είναι εύληπτοι από το μη μυημένο κοινό;
Ο,τιδήποτε είναι προσωπικό και ειλικρινές πιστεύω μπορεί να αγγίξει λίγους ή περισσότερους ανθρώπους χωρίς αυτοί να πρέπει αναγκαστικά να είναι μυημένοι σε ένα κώδικα. Και χωρίς να πρέπει να προσλαμβάνεται απαραίτητα με τη λογική. Συχνά οι αισθήσεις μας μας εκπλήσσουν στο πόσο πιο ικανές είναι να αντιληφθούν πράγματα εκεί που ο νους βάζει εμπόδια. Μπορεί οι μυημένοι θεατές να είναι πιο δύσκολοι, γιατί περιμένουν κάτι ήδη διαμορφωμένο στο κεφάλι τους, κάτι που ξέρουν κι αν δεν το δουν, αντιδρούν. Ενώ οι «αμύητοι» μπορεί να είναι πιο ανοιχτοί, πιο διαθέσιμοι. Μπορεί και όχι.
– Τι είναι το θέατρο για εσένα, εν γένει η Τέχνη;
Ο φίλος μου ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Παναγιωτόπουλος μου είχε πει κάποτε, όταν δουλεύαμε τη Θεία Κωμωδία, πως «ο,τιδήποτε δεν έχει μεταφυσική διάσταση, πεθαίνει πολύ γρήγορα». Αυτό είναι για εμένα το θέατρο και εν γένει η Τέχνη. Μια άλλη διάσταση που είναι απαραίτητη σε όλους για να μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε. Μια ζωτικής σημασίας συνδιαλλαγή του μέσα με το έξω. Μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη.
– Πότε κάποιος είναι σε θέση να απολαύσει την πραγματική Τέχνη;
Δεν γνωρίζω. Εκεί που δεν το περιμένει κανείς, θα πω αυθόρμητα. Μια απρόσμενη στιγμή που μπορεί να τον κάνει να σταθεί για λίγο και να δώσει χώρο μέσα του κάτι να δει, ή κάτι να ακούσει…
– Πώς κρίνεις το θέατρο εν έτει 2023;
Πολυσυλλεκτικό και πληθωρικό και εξωστρεφές να το πω; Μια τέτοια αίσθηση έχω, αλλά δεν είμαι στην κατάλληλη θέση για να κρίνω συνολικά το θέατρο. Λίγα πράγματα μου κινούν συνήθως το ενδιαφέρον, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει αυτό κάτι για τα ίδια τα πράγματα.
– Ταλαντούχους ηθοποιούς έχουμε; Τι λείπει από το θέατρο σήμερα;
Φυσικά και έχουμε ταλαντούχους ηθοποιούς, και όχι απλώς ηθοποιούς, έχουμε ταλαντούχους ερμηνευτές, ανθρώπους δηλαδή που κάνουν πολλά και διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα, συνδυάζοντας τεχνικές ικανότητες και προσεγγίσεις από πολλές Τέχνες (μουσική, χορό, θέατρο κτλ…), έχω μεγάλη ανάγκη στις δουλειές μου τελευταία από τέτοιους ικανούς πολυτάλαντους ανθρώπους.
Το σημαντικό είναι αυτοί οι ταλαντούχοι ηθοποιοί να μην βγαίνουν από τις Σχολές ήδη κουρασμένοι και απογοητευμένοι. Να μην κυνηγούν την ευκολία και να μην μπαίνουν εύκολα σε καλούπια. Αλλά να παραμένουν ενεργοί, να δουλεύουν, να ασκούν αδιαλείπτως νου και σώμα, να καλλιεργούν το ταλέντο τους με πείσμα και ελπίδα.
Δεν ξέρω αν λείπει κάτι από το θέατρο σήμερα, αλλά σίγουρα θα με γοήτευε μια πιο προσωπική ματιά στα πράγματα με τόλμη και ελευθερία. Και άνθρωποι (παραγωγοί, φορείς) που να στηρίζουν και να χρηματοδοτούν περισσότερο την έρευνα και την τόλμη αυτή, να στηρίζουν τους δημιουργούς ουσιαστικά και να ρισκάρουν μαζί τους. Για το καλλιτεχνικό έργο, όχι μόνο για τα εισιτήρια και την προσέλευση του κόσμου.
– Τι καινούριο ετοιμάζεις;
Ετοιμάζω ένα νέο έργο με τον Ευθύμη Φιλίππου για την Ελευσίνα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2023, το «Μεγάλα και Μικρά Πλοία». Αρχές Σεπτέμβρη.
Σχόλια για αυτό το άρθρο