Ένα απο τα πιό αγαπητά δώρα της μάνας Γης που τόσα και τόσα έχουν γραφεί γι’ αυτό. Για πολλούς αιώνες το κρασί συνοδεύει τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε καθημερινή βάση. Είναι ο καταλύτης που ενώνει τις χαρές και αμβλύνει τις λύπες στις σχέσεις μας. Είναι ένα προϊόν που δείχνει το μεγαλείο της ανθρώπινης διάνοιας πάνω σ’ ένα καρπό. Όλα ξεκίνησαν πρίν από 5000 χρόνα κάπου στη Μεσοποταμία, σημερινό Ιράκ. Η λέξη κρασί προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα λόγω της μίξης που έκαναν με νερό. Από τότε «κύλησε πολύ κρασί κάτω από τη γέφυρα» όπως θα έλεγε και ο Φρανκ Σινάτρα. Σήμερα το κρασί είναι το αγαπημένο ποτό των περισσοτέρων ανθρώπων στον κόσμο, πλήν αυτών που η θρησκεία τους απαγορεύει την κατανάλωση αλκοόλ. Κάτι θα ήξεραν οι προφήτες τους και τους το απαγόρευσαν.
Όχι βέβαια πως το τηρούν όλοι. Έχω δεί πολλούς Άραβες και Μωαμεθανούς σε πολλές πόλεις της Ευρώπης να σέρνονται από την υπερβολική κατανάλωση. Όμως η πειθαρχία και ο έλεγχος στην κατανάλωσή του είναι και μέρος της φιλοσοφίας του. Δηλαδή, το κρασί έχει μεν το αλκοόλ για το οποίο όλοι γνωρίζουμε τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει αλλά σε αντίθεση με τη πλειοψηφία των άλλων αλκοολούχων ποτών το κρασί είναι και πολλά άλλα.Υπάρχουν χιλιάδες ποικιλίες σταφυλιού για την παραγωγή κρασιού και ακόμα περισσότερα διαφορετικά εδάφη για τη καλλιέργειά του. Προσθέστε σ’ αυτά και τη προσωπικότητα του αμπελουργού και του οινοποιού για να δείτε πόσα διαφορετικά κρασιά μπορούν να παραχθούν πάνω στη γη. Σε αντίθεση, όλα τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά, συνήθως αποστάγματα, μπύρες κλπ. δεν διαθέτουν τέτοιας έκτασης διαφοροποίηση και μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Σε πολλά απ’ αυτά τηρούν με ευλαβικό τρόπο τη «μυστική» συνταγή για να είναι πάντα το ίδιο.
Το κρασί λοιπόν και ο λόγος που έχει τόσους εραστές, είναι αφενός η αστείρευτη ποικιλία που προσφέρει αλλά ίσως, κατ’ επέκταση, το πιό σημαντικό προσόν του είναι οτι σε μία γουλιά του μπορεί κανείς να «γευθεί» τον τόπο που το παρήγαγε, το κλίμα που το ανέπτυξε και το πρόσωπο που το φρόντισε. Φυσικό δεν είναι, ένα τόσο φίνο και «χειροποίητο» προϊόν, να έχει κληρονομήσει όλες αυτές τις ιδιότητες από τους παράγοντες που το δημιούργησαν; Θα μου πείτε, ωραία όλα αυτά αλλά στην πράξη πώς θα τα καταλάβουμε και πώς θα τα αναγνωρίσουμε; Πρώτα απ’ όλα θα σας πώ ότι το κρασί είναι ένα προϊόν που έχει τους δικούς του χρόνους. Ένα αμπέλι που θα καλλιεργήσουμε τώρα, θέλει 3-4 χρόνια για να δώσει τους πρώτους του καρπούς. Για να φτάσει να δίνει υψηλής ποιότητας πρώτη ύλη για οινοποίηση θέλει 30 με 40 χρόνια. Το κρασί που θα δώσει τότε, αν οινοποιηθεί από έμπειρο και ταλαντούχο οινοποιό, θα χρειασθεί άλλα 10 με 15 χρόνια για να ωριμάσει σωστά, πρώτα στο βαρέλι και μετά στη φιάλη, για να δώσει έναν υπέροχο οίνο. Αυτό και μόνο δείχνει τους κόπους και την υπομονή αλλά και το κόστος που απαιτεί η παραγωγή ενός καλού κρασιού. Ε; δεν νομίζετε ότι ένα τέτοιο κρασί αξίζει σεβασμό και προσοχή; Άν αποφασίσετε να ασχοληθείτε με μία τέτοια φιάλη, θα ανακαλύψετε έναν ολόκληρο κόσμο.
Θα διαβάσετε στην ετικέτα του τα βασικά «δημογραφικά» του. Τη χώρα και το χρόνο που γεννήθηκε, τον παραγωγό του, ίσως, ανάλογα με την κατηγορία του, την ποικιλία/ες που χρησιμοποιήθηκαν για την οινοποίησή του, τους αλκοολικούς βαθμούς που περιέχει και πιθανόν κάποια άλλα στοιχεία που ο παραγωγός θεωρεί σημαντικά. Μόλις όμως ανοίξετε τη φιάλη θα διαπιστώσετε με χαρά τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων στη μαγική αυτή περιπλάνηση. Απο εκεί και πέρα, εναπόκειται στον καθένα να ανακαλύψει αυτά που είναι κρυμμένα μέσα του. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των μεγάλων κρασιών, (grand vins) είναι οτι όσο πιό καλό είναι το κρασί τόσο λιγώτερο θέλουμε να πιούμε. Όταν τα αρώματα και η γεύση είναι πυκνά και σπάνια αρκεί μιά μικρή γουλιά για να κρατάει το στόμα και τις αισθήσεις μας ικανοποιημένες για αρκετή ώρα. Αντίθετα, ένα μέτριο κρασί επειδή μας αφήνει ανικανοποίητους, τότε πίνουμε περισσότερο. Ας μην υποτιμούμε αυτή την ιδιότητα των εξαιρετικών κρασιών.
Μιά φορά είμασταν έξι άτομα σ’ ενα τραπέζι και ανοίξαμε μία φιάλη Chateau Petrus 1982. Στην αρχή είμασταν σκεπτικοί και λέγαμε πως μάλλον δεν θα φτάσει μία φιάλη για την παρέα. Σας πληροφορώ ότι έφτασε μιά χαρά. Η αφοπλιστική γεύση της κάθε μιάς πολύτιμης σταγόνας του πολλαπλασίασε την ικανοποίση που προσέφερε. Σαν να ήταν πολλή μεγαλύτερη ποσότητα συμπυκνωμένη σε μία φιάλη.
Στο σημείο αυτό θα σας περιγράψω μία ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία. Πριν από 10 περίπου χρόνια, ένας φίλος για να με ευχαριστήσει για τα πολλά και εκλεκτά δείπνα που κάναμε τότε στο σπίτι μου, μου χάρισε μία φιάλη Dom Perignon του 1970. Σήμερα αν βρεί κανείς μία τέτοια φιάλη θα πρέπει να πληρώσει πάνω από €1500. Την έβαλα στην κάβα μου ώσπου ένα βράδυ μετά από ένα-δυό χρόνια, ήθελα να πιώ κάτι εκλεκτό και αποφάσισα να την ανοίξω. Με μεγάλη προσοχή και ακόμη μεγαλύτερη προσδοκία, να μην ακουστεί ο παραμικρός ήχος, (έτσι πρέπει να ανοίγονται οι σαμπάνιες, σε αντίθεση με το τί πιστεύει ο περισσότερος κόσμος και στους διαγωνισμούς των sommelier βραβεύεται αυτός που θα ανοίξει μία σαμπάνια εντελώς αθόρυβα, πληρώνουμε τόσα χρήματα γι’ αυτές τις φυσαλίδες να τις καταστρέφουμε;), την άνοιξα και έβαλα λίγη στο κρυστάλλινο Riedel. Το χρώμα της σκούρο, όπως ακριβώς στη φωτογραφία. Λίγες στροφές στο ποτήρι για να αερισθεί, εισπνοή και ….. ούπς, μία βαθειά απογοήτευση στο πρόσωπό μου. Η σαμπάνια μου μύριζε κάτι σαν παιδικός εμετός. Πολύ δυσάρεστο. Έβρεξα τα χείλη μου και με μισή καρδιά την τάπωσα με το ειδικό πώμα για τις σαμπάνιες και την ξαναέβαλα στην κάβα. «Θα φτιάξω αύριο ένα ριζότο με γαρίδες Μηχανιώνας και θα τη χρησιμοποιήσω, να μη πάει χαμένη σκέφθηκα». Και όντως την άλλη μέρα ήρθε η παραγγελιά με τις ζωντανές γάμπαρες και επί τω έργω. Βγάζω και τη σαμπάνια απο τη κάβα, να μην είναι κρύα για το μαγείρεμα, αλλά δεν μου πήγαινε και πολύ να βάλω μιά τέτοια vintage champagne σ’ ένα φαγητό και λέω, «ας δοκιμάσω λίγο να δώ τι έγινε μ ́αυτήν», βάζω λοιπόν μιά γουλιά και χωρίς πολλά πολλά την πίνω. Και ξαφνικά, άκουσα όλες τις καμπάνες του Big Ben, της Notre Dame και του Αγίου Παύλου μαζί, τί ήταν αυτό; Δεν είχα πιεί ποτέ μου τέτοιο νέκταρ. Ήταν το απόγειο της οινοφιλικής μου πορείας. Πλούσια στο στόμα και πυκνή, μπορούσα σχεδόν να τη μασήσω. Υπέροχη μύτη με ίχνη τσακμακόπετρας και λευκά αποξηραμένα φρούτα. Στο στόμα, καραμέλα, butterscotcη και βερύκοκο με λίγο μπαχάρι. Μυριάδες μικροσκοπικές φυσσαλίδες να μου χαιδεύουν το στόμα και τον ουρανίσκο. Έχασαν οι γαρίδες που έγιναν με ένα Σαντορινιό Ασσύρτικο και κέρδισα εγώ που συνόδευσα την εκπληκτική σαμπάνια με το εξαίσιο ριζότο. Από τότε, μυρωδιές και γεύση έχουν «στοιχειώσει» μέσα μου. Γιατί όπως γνωρίζετε, οι δυό αυτές αισθήσεις έχουν μνήμη φοβερή. Τί είχε συμβεί όμως και έγινε η τεράστια αυτή αλλαγή; Λοιπόν, όλοι γνωρίζουμε οτι το κρασί αρκετά συχνά χρειάζεται να αναπνεύσει. Είναι η διαδικασία του decanting, όταν δηλαδή μεταφέρουμε το κρασί σε μία καράφα για να οξυγονωθεί και να «στρογγυλέψει» η γεύση του. Στη περίπτωσή μου, μετά από 30+ χρόνια κλεισμένη ερμειτικά σε μία φιάλη, η σαμπάνια μου ήθελε το χρόνο της για να αναπνεύσει και να εναρμονισθεί με το περιβάλλον. Εγώ, ο αδαής στις vintage σαμπάνιες, τη δοκίμασα μόλις την άνοιξα ενώ αυτή μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ήταν «κλειστή και δύστροπη». Μόλις πήρε τις ανάσες της και εγκλιματίστηκε, της πήρε 24 ώρες αλλά μιλάμε και για σοβαρή κυρία, έδειξε τα προσόντα της. Ίσως άν την άφηνα χωρίς πώμα να ήθελε λιγότερο χρόνο, στην περίπτωσή μου όμως συγχρονίστηκε με το πρόγραμμά μου. Χρειάζεται χρόνος, μεράκι και συνεχής γευσιγνωσία για να αρχίσετε να αποκτάτε την, έμφυτη πιά, ικανότητα να χαρακτηρίζετε ένα κρασί. Όμως, σας διαβεβαιώ, αξίζει τον χρόνο και το χρήμα. Γιατί σίγουρα δεν είναι μία ενασχόληση ούτε για βιαστικούς και επιφανειακούς τύπους, ούτε για βιοπαλαιστές. Και βέβαια τόση ώρα μιλάμε για κάτι λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας παραγωγής οίνου. Το υπόλοιπο 99% είναι σήμερα ένα ακόμα βιομηχανικό προϊόν που απευθύνεται στις μάζες της παγκόσμιας κοινότητας και δεν έχει πολλές διαφορές από ένα αναψυκτικό με αλκοόλ. Απ’ αυτό το 1% θα βρείτε φιάλες που κοστίζουν από €15 έως πάνω από €10.000. Όμως, τα κρασιά που αξίζουν τα λεφτά τους θα τα βρείτε σε τιμές από €25-30 έως €150-200. Από εκεί και πάνω, βεβαίως και τα περισσότερα κρασιά είναι εξαιρετικά αλλά η σχέση τιμής ποιότητας αυξάνεται δραματικά. Δηλαδή για να πιείτε ένα κρασί που είναι 10% καλύτερο θα πρέπει να πληρώσετε δυσανάλογα περισσότερα χρήματα. Πιό πολύ πληρώνετε το όνομα και την σπανιότητά του.
Στην Ελλάδα, τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει φιλότιμες προσπάθειες από ανθρώπους ταγμένους στην οινοποιία και γεννήθηκαν μερικά αξιόλογα κρασιά σε προσιτές τιμές, €10-20. Αρχίσαμε σιγά σιγά, να αποβάλουμε το στίγμα και την ταύτιση με την κακιά ρετσίνα, που είχε ο υπόλοιπος κόσμος για εμάς. Όπως είπαμε πιό πάνω, ο δρόμος είναι μακρύς και χρειάζεται χρόνος. Στην υγειά σας.
Σχόλια για αυτό το άρθρο