O TAZ μένει με το στόμα ανοιχτό μπροστά σε ένα αριστούργημα
O Σκορσέζε επισκέπτεται ξανά τον κόσμο των «Καλών Παιδιών», αυτή τη φορά με μια φανερή θρηνητική, επικήδεια διάθεση, σαν να πρόκειται για το τέλος μιας εποχής ή το επικό επιστέγασμα διάρκειας 3μισι ωρών της καριέρας του. Η συνάντηση του Αλ Πατσίνο με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο αρκεί για να κάνει την ταινία αριστούργημα όσο κι αν οι ρυθμοί της είναι εξαντλητικοί και ο Μάρτιν συνειδητά αποφασίζει να αφήσει τα παιχνίδια του με την κάμερα, αγκιστρωμένος πάνω στους ηθοποιούς του και την ιστορία. Μια μυθοπλασία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, που σου θυμίζει τα ρυάκια από το νερό στο πεζοδρόμια και την κατάληξη τους στον υπόνομο. Μια βροχερή αριστουργηματική ταινία που λάμπει μέσα στο σκοτάδι της, σαν πετράδι σε ορυχείο.
Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είναι ο Φρανκ, ο Ιρλανδός που μετά τη συνεργασία του με τον Νονό της Πενσιλβάνια, Ράσελ Μπαφαλίνο (ένας εξαιρετικός Τζο Πέσι) φτάνει να γίνει το δεξί χέρι κι ο εκτελεστής του Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο), του ηγέτη του συνδικάτου των οδηγών φορτηγών που συνδέεται άμεσα με τη Μαφία. Τα «Καλά Παιδιά» κοιτάζουν πλέον την άβυσσο κι η άβυσσος τους ανταποδίδει αδυσώπητα το βλέμμα, σε μια ταινία που δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την οικονομική συνεισφορά του Netflix από το οποίο και θα το δείτε από τις 27 Νοεμβρίου με υπότιτλους. Για να επιτευχθεί η απεικόνιση των πρωταγωνιστών σε διαφορετικές ηλικίες χρησιμοποιήθηκε ψηφιακή τεχνολογία στα πρόσωπά τους όμως το βλέμμα είναι εκεί, σαρωτικό κι αδίστακτο. Οι διάλογοι των Ντε Νίρο – Πατσίνο, είναι συναρπαστικοί και η συνύπαρξη τους συγκινητική και εκρηκτική όπως και γενικότερα η μελετημένη ερμηνεία τους που ξεκινάει από τη στάση του σώματος. Το τελικό αποτέλεσμα είναι διαποτισμένο από μια μελαγχολία (ακόμα και μόνο που βλέπεις μαζί τους δύο παππούδες πλέον πρωταγωνιστές) που σε πιάνει στα σωθικά γνωρίζοντας τον αδιέξοδο λαβύρινθο μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωες, με το μοντάζ της Θέλμα Σκουνμέικερ να κάνει χαρτοκοπτική και τον Ροντρίγκο Πιέτρο στη φωτογραφία να αποδίδει τους τόνους της τραγωδίας. Η παράδοση στην ανίκητη πλέον μαφία, η διαφθορά, τα πολιτικά σκάνδαλα και το ξεφτισμένο γήρας.
Γιατί περί τραγωδίας πρόκειται, χωρίς κάθαρση αλλά με χρονόμετρο ματαιότητας. Κάτι που το καταλαβαίνεις από την πρώτη σκηνή, με την κάμερα να περιπλανιέται στους διαδρόμους ενός γηροκομείου με διαλυμένους τρόφιμους για να καταλήξει στο γερασμένο πρόσωπο του Ντε Νίρο πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι που αφηγείται την ιστορία. Έχω την υποψία, πως μετά τη «Σιωπή» του, ο Μάρτιν μπήκε σε μια φάση ενός πιο εσωτερικού κινηματογράφου, σαν θρησκευτική λειτουργία, χωρίς τις συνήθεις του χαριτωμενιές. Ένας κινηματογράφος εξιλέωσης και εσωτερικού βασανισμού. Σίγουρα πρόκειται για έπος και για μεγάλη ταινία, με την αίσθηση της φάκας να σε περιμένει σε κάθε βήμα.
Μια ταινία που στην ουσία δεν βλέπεται αλλά διαβάζεται σαν πολυσέλιδο βιβλίο, γεμάτο χαρακτήρες και ατμόσφαιρα εποχής, μελετημένη σε αξονικό τομογράφο από το σενάριο του Στίβεν Ζαίλιαν. Σε αυτόν τον κόσμο δεν χωράνε συναισθήματα για αυτό και ο Σκορσέζε σε αφήνει αποστασιοποιημένο από αυτά. Ένα θλιβερό αναμνηστικό υπεροψίας και μεγαλομανίας με αναμενόμενο τέλος σε μια ταινία που παρά τη διάρκειά της θες να την απολαύσεις ξανά και ξανά. Να νιώσεις τον ιδρώτα, το ημίφως και την ψεύτικη γκλαμουριά δίπλα σε ένα πτώμα τυλιγμένο σε σακούλες. Μια ύπουλη κατάβαση στον Άδη της ανθρώπινης ηθικής με τον Μάρτιν να μην προσπαθεί να εξωραϊσει με τις γνωστές του πλάκες το σύνολο. Ένα σύγχρονο πολυδάπανο έπος που κάνει τους ηθοποιούς να αναπνέουν στο σβέρκο σου. Το χρήμα και η μνήμη όταν το πάρτι τελειώσει. Σε αυτόν τον άξονα κινείται ο Μάρτιν προσφέροντας μας σκηνές ανθολογίας κυνισμού, σε έναν κόσμο που η διαφθορά θα κυριαρχεί για πάντα κι εσύ αναπόφευκτα θα είσαι μέλος της.
Λουσάτη και τρομερά δουλεμένη σε επίπεδο παραγωγής με προσεγμένη την παραμικρή λεπτομέρεια, είναι σίγουρα μια ταινία που πρέπει να ξαναδώ για να την επανεκτιμήσω και μια ταινία που, οφείλεις να την ξαναδείς κι εσύ έστω για τους πρωταγωνιστές της που μετά από μια δεκαετία και βάλε μέτριων ως κακών ταινιών, ξαναβρίσκουν εδώ το λιονταρίσιο βρυχηθμό τους σε σκηνές που όταν συνυπάρχουν βάζουν φωτιά στην οθόνη με τον Πέσι από δίπλα σε ρόλο νυφίτσας. Μια μοναδική κινηματογραφική εμπειρία, που αν και ενδιάμεσα λόγω χρόνου χάνεται σε επίπεδο μίνι σειράς, σε κάνει να αδημονείς για τα επόμενα βήματα της “Αγίας Τριάδας”, που κάθε άλλο παρά γερασμένη είναι. Μια αντανάκλαση του εαυτού σου σε μια ιλουστρασιόν, πανάκριβη κάσα γραφείου κηδειών που οφείλεις να την αντέξεις αφού εκεί θα καταλήξεις. Ή τσιμεντωμένος στο βάθος της θάλασσας.
Βαθμολογία: Α
Σχόλια για αυτό το άρθρο