Ο ΤΑΖ καρφώνει τα μάτια του στην οθόνη και η οθόνη του επιτίθεται.
Ο πολυβραβευμένος Σαμ Μέντες (“American Beuty”, “Skyfall”) γνωστός και ως καλό παιδί για όλες τις δουλειές, ξεκινάει ένα αντιπολεμικό έπος, με την ψευδαίσθηση της μια λήψης που κι ο ίδιος το δηλώνει ότι είναι κλεψιά. Μοντάζ υπάρχει σε στιγμές που δεν σου φαίνονται στο μάτι, όμως ο Μέντες εκβιάζει την επικοινωνία του θεατή με τα συμβάντα που υποτίθεται, με ένα διάλειμμα, ότι συμβαίνουν σε κανονικό χρόνο, όσο εσύ δηλαδή βλέπεις την ταινία. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα το 1917, δύο στρατιώτες της Αγγλικής φρουράς, καλούνται μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο και διασχίζοντας τα εδάφη των Γερμανών, να μεταφέρουν σε ένα άλλο τάγμα σημείωμα που τους προειδοποιεί ότι η επίθεση είναι παγίδα και πρέπει να ακυρωθεί. Για δύο μονταρισμένες σαν να φαίνονται συνεχείς ώρες, παρατηρούμε τον αγώνα τους μέσα από τοπία που μοιάζουν να έχουν βγει από την Αποκάλυψη και αποδεικνύουν τον Σαμ Μέντες αλλά και τον διευθυντή φωτογραφίας του, Ρότζερ Ντίνκινς, μέγιστους. Σε τρομερά σκηνικά, φόντα και σεκάνς και αποχρώσεις.
Οχυρώματα, ποτάμια, νεκρά άλογα, διαλυμένα συρματοπλέγματα, γάλα και κολύμπι σε ποτάμι πατώντας στους πεθαμένους στρατιώτες με τη γλώσσα μοβ έξω από τα χείλη τους. Όμως αυτό που σε ξενίζει είναι η επιθυμία του σκηνοθέτη (ο οποίος αφηγείται ιστορίες του παππού του στον οποίο είναι και αφιερωμένη η ταινία) να αποδείξει το πόσο μεγάλη την έχει. Ναι, όπως και στις ντουζιέρες του γυμνασίου. Και κάπου εκεί χάνει το συναίσθημα και την επαφή μας με τους χαρακτήρες και χάνει την αληθοφάνεια που επιθυμεί να έχει. Αν δεν την επιθυμούσε, κανένα πρόβλημα. Αλλά την επιθυμεί και δεν την έχει. Παρ’ όλα αυτά, το σύνολο είναι τεχνικά εντυπωσιακό σε σημείο θαύματος, θριλερικό ως προς το σασπένς του και γαλαζοαίματο ως προς το στήσιμο του, πάει σφαιράτο στα Όσκαρ, αλλά το ερώτημα είναι τι σου αφήνει αφού το έχεις δει. Σε μένα λίγα, τεχνικά κυρίως πράγματα.
Μέσα στη μεγαλομανία του ξεχνάει να σου πει το πώς, πότε, γιατί και τι είναι αυτοί οι δύο χαρακτήρες στην ουσία τους. Ακολουθεί την τεχνική ενός video game (δεν το λέω ως κακό) τύπου θα καταφέρει ο ήρωας να ξεφύγει σε κάθε πίστα από τη νέα παγίδα με λίγο μελό και αυτοθαυμάζεται ως ταινία με τι κατάφερα να κάνω πάλι ο άρχοντας. Μπιχλιμπίδια που ενθουσιάζουν τα μέλη της Ακαδημίας για αυτό και αποκλείεται να λείπει από τα βραβεία της. Έχει ήδη πάρει Χρυσή Σφαίρα καλύτερου Δράματος και Καλύτερης σκηνοθεσίας. Όσο για μένα, σαν καθαρό κι όχι κλεμμένο μονοπλάνο, επιτρέψτε μου να θαυμάζω το άγριο αστυνομικό Γερμανικό Victoria του 2015 που διαρκεί δυόμισι ώρες και γυρίστηκε τρεις φορές σε μονοπλάνο ακριβώς πάνω στη διάρκεια των τεκταινομένων για να επιλεχθεί το καλύτερο.
Βαθμολογία: B (Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι και ο μοντέρ δεν το αλλάζει)
Σχόλια για αυτό το άρθρο