Το 1931 προβάλλεται στους κινηματογράφους η βουβή ταινία «Δάφνις και Χλόη», μια ιστορία αγάπης, σε σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου. «Στη Λέσβο με τα καταπράσινα λιβάδια, τα γραφικά ασπρογιάλια και τις σκιερές βουνοπλαγιές, εκεί που ο Τραγοπόδαρος ο Παν την καλαμένια σύριγγα σφυρίζει, το αρχαίο τούτο βουκολικό ειδύλλιο ξετυλίγεται».
Αυτή είναι η πρώτη περιγραφή της ταινίας, η αφήγηση της οποίας ξεκινάει από τη στιγμή που η έφηβη Χλόη αισθάνεται τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα βλέποντας τον συνομήλικο της Δάφνι να κάνει μπάνιο γυμνός.
Η ταινία εκείνη την εποχή ήταν πρωτοποριακή για την ποιητικότητα της αλλά και για τα γυμνά σώματα που κατέγραψε στην οθόνη, με αποτέλεσμα να περάσει στην ιστορία ως η πρώτη ταινία που έδειξε γυμνά σώματα στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Παρόλο που οι γυμνές σκηνές της ταινίας έμοιαζαν βγαλμένες από πίνακες ζωγραφικής και ήταν εντελώς αθώες, υπήρξαν αρκετοί που σκανδαλίστηκαν χαρακτηρίζοντας την ως «πορνογράφημα». Σήμερα θεωρείται μια από τις πιο καλλιτεχνικές ταινίες του προπολεμικού παγκόσμιου κινηματογράφου.
Εξερευνώντας το κλίμα εκείνης της εποχής θα σταθούμε σε ένα γεγονός που συνέβη το 1935.
Όταν προβλήθηκε η ταινία «Έκσταση», που πρόβαλε γυμνή την Χέντι Λαμάρ, οι θεατές έσπασαν την τζαμαρία του κινηματογράφου Παλλάς!
Το μυθιστόρημα που ενέπνευσε καλλιτέχνες και βασίστηκε το σενάριο της ταινίας
Ο Έλληνας Λόγγος ήταν αρχαίος συγγραφέας και ένας από τους πρώτους μυθιστοριογράφους του κόσμου. Έζησε στη Ρωμαϊκή εποχή στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Για τη ζωή του δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Πιθανολογείται ότι καταγόταν από το νησί της Λέσβου και δεν είναι το πραγματικό του όνομα αυτό
αλλά προήλθε από παρερμηνεία της τελευταίας φράσης του χειρόγραφου βιβλίου του «Λεσβιακῶν ἐρωτικῶν λόγοι». Το βουκολικό μυθιστόρημά του «Δάφνις και Χλόη», που αναφέρεται και με τον τίτλο «Λόγγου ποιμενικών περί Δάφνιν και Χλόην», είναι το μοναδικό σωζόμενο έργο του, είναι σε πλήρη μορφή και αποτελείται από τέσσερις τόμους.
Στο μυθιστόρημα, η φύση, οι ήρωές του και ο ταπεινός κόσμος των αγροτών και των δούλων που τους περιβάλλει, εξιδανικεύονται από τον συγγραφέα. Το ύφος του έργου είναι μοναδικό για την εκλεπτυσμένη περιγραφή του έρωτα και της φύσης. Τίποτα δεν καλύπτεται με πέπλο και όμως το κάθε τι είναι γεμάτο μυστήριο. Το βουκολικό μυθιστόρημα του Λόγγου, ήταν γνωστό στην κεντρική Ευρώπη από την εποχή της Αναγέννησης. Ενέπνευσε και επηρέασε ζωγράφους ανάμεσα τους οι Μπουρντόν, Ζεράρ, Μαρκ Σαγκάλ και γλύπτες όπως τους Νταλού και Κορτό, που ζωγράφισαν πίνακες και φιλοτέχνησαν αγάλματα με τη μορφή των νεαρών βοσκών, και σήμερα κοσμούν την Πινακοθήκη του Λονδίνου και το Μουσείο του Λούβρου. Ο μεγαλύτερος χορευτής όλων των εποχών, Βάτσλαβ Νιζίνσκι, χόρεψε την ομώνυμη χορογραφική συμφωνία που συνέθεσε ο Μορίς Ραβέλ. Ο Ζακ Όφενμπαχ έγραψε μια μονόπρακτη όπερα με τίτλο τα ονόματα των δύο εραστών. Ο ποιητής Γκαίτε θεωρούσε πως «Πρέπει να γράψει κανείς ολόκληρο βιβλίο για να δείξει όλες τις αρετές του έργου. Καλό θα ήταν να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο. Πάντα θα έχουμε να μάθουμε ή να νιώσουμε κάτι από τη δροσιά της σπάνιας ομορφιάς του». Είναι εντυπωσιακό ότι τόσους αιώνες μετά από τη συγγραφή του έργου ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να δίνει έμπνευση στους καλλιτέχνες και να σαγηνεύει τους αναγνώστες.
Το σενάριο της ταινίας, που το έγραψε ο ίδιος ο Λάσκος, είναι βασισμένο στη μετάφραση του πρωτότυπου από τον Ηλία Βουτιερίδη και παραμένει πιστό στο αρχαίο κείμενο. Ο Δάφνις και η Χλόη μεγαλώνουν μαζί, περιφέρονται στα βουνά και στις παραλίες του νησιού, βοσκώντας μαζί τα κοπάδια τους. Περνώντας το κατώφλι της εφηβείας νιώθουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Με την Χλόη, όμως, είναι ερωτευμένος και ο Δόρκων, ο οποίος της ζητάει να διαλέξει ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Δάφνι φιλώντας τον εκλεκτό της καρδιάς της. Η Χλόη τους βάζει μια δοκιμασία, να περιγράψει ο καθένας τα πλεονεκτήματά του και τελικά επιλέγει τον Δάφνι. Του δίνει ένα φιλί κι αυτό αποτέλεσε τη σπίθα, που άναψε τη φλόγα του έρωτα μέσα στην καρδιά του.
Ακολουθεί η περίφημη σκηνή της σπηλιάς, όπου οι νύμφες τραγουδούν το τραγούδι του έρωτα κάτω
από το φεγγαρόφωτο. Όμως η ευτυχία των δύο νέων γρήγορα διακόπτεται, όταν στο χωριό καταφθάνει ο
άρχοντας Διονυσιοφάνης με την σύζυγό του Κλεαρέτη, τον γιο τους Άστυλο και την ακολουθία του. Ο Άστυλος προσπαθεί να βιάσει την Χλόη, ο Δάφνις την σώζει χτυπώντας τον και εκείνος ορκίζεται εκδίκηση.
Οι άνδρες της ακολουθίας του αιχμαλωτίζουν τον Δάφνι κι αρχίζουν να τον μαστιγώνουν.
Ο Λάμων, ο θετός πατέρας του Δάφνι, που τον είχε βρει πριν πολλά χρόνια μέσα στο δάσος να βυζαίνει
μια γίδα, εμφάνισε στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ο βιολογικός πατέρας του ήταν ο Διονυσιοφάνης, ο
οποίος είχε παρατήσει το πρώτο του παιδί, επειδή εκείνη την εποχή ήταν φτωχός. Έτσι ο Δάφνις γλιτώνει το
θάνατο, γίνεται φίλος με τον αδερφό του Άστυλο, ενώ επανενώνεται με την αγαπημένη του Χλόη.
Οι δυο νέοι, που είναι άμαθοι στον έρωτα, δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτό που αισθάνονται ούτε
πώς να το εξωτερικεύσουν. Την ευκαιρία εκμεταλλεύεται η Λυκαίνιω, η θερμή γυναίκα της πόλης που ποθεί
τον Δάφνι και παρακολουθεί τις κινήσεις του. Ξεμοναχιάζει το νεαρό άντρα και τον μυεί στα μυστικά του
έρωτα, όμως τον προειδοποιεί να μη μυήσει στα ίδια «μυστικά» την Χλόη, αν πρώτα δεν έχουν παντρευτεί.
Ο Διονυσιοφάνης αρνείται ν’ αποδεχτεί το γάμο του γιου του μ’ ένα κορίτσι ταπεινής καταγωγής,
μεγαλωμένο από βοσκό που την είχε βρει εγκαταλελειμμένη στο δάσος να βυζαίνει μια προβατίνα. Έτσι
ο Δάφνις και η Χλόη χωρίζουν, μέχρι που αποκαλύπτεται ότι η Χλόη ήταν στην πραγματικότητα κόρη του
Μεγακλή, του άρχοντα της Μυτιλήνης, οπότε δεν υπάρχουν πλέον εμπόδια για τους δύο ερωτευμένους.
Οι δύο ήρωες, παρά το γεγονός ότι τώρα έχουν πλούτη και κοινωνική θέση, θα προτιμήσουν να ζήσουν στο απλό ποιμενικό περιβάλλον, όπου μεγάλωσαν και θα συνεχίσουν να λατρεύουν τις Νύμφες, τον Πάνα και τον Έρωτα, τις θεότητες στις οποίες είναι αφιερωμένο το μυθιστόρημα.
Τα γυρίσματα
Ο Ορέστης Λάσκος στις αρχές του 193Ο είχε δημιουργήσει, μαζί με τον Τάσο Μελετόπουλο και άλλους νέους, την εταιρία Άστρο Φιλμ.Ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση με σκοπό την παραγωγή ελληνικών ταινιών αλλά και την εκμετάλλευση ξένων ταινιών. Είχε προηγηθεί η ενασχόληση του ως ηθοποιού και σεναριογράφου ενώ η καλλιτεχνική του φλέβα είχε φανερωθεί από την ηλικία των 13 ετών, μέσω της συγγραφής ποιημάτων.
Η ταινία «Δάφνις και Χλόη» είναι η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε σε ηλικία μόλις 23 ετών! Εκείνα τα χρόνια υπήρξε έντονο ενδιαφέρον για θέματα που αφορούσαν την αρχαιότητα. Το 1927 στο Παναθηναϊκό στάδιο η Μαρίκα Κοτοπούλη αποθεώνεται ως Εκάβη, παραστάσεις αρχαίου δράματος ανεβαίνουν από τον Βασίλη Ρώτα και άλλους συλλόγους, η εποχή των Σικελιανών είναι έντονη με την επιτυχημένη οργάνωση των Δελφικών χορών του 1927 και 193Ο. Στους κύκλους των διανοούμενων και των καλλιτεχνών αυτή η θεματολογία συζητιέται διαρκώς και αναπόφευκτα ο Λάσκος και οι συνεργάτες του αποφασίζουν
να ασχοληθούν με αυτό το θέμα στην πρώτη τους ταινία.
Μια αφορμή να επιλέξουν το μυθιστόρημα του Λόγγου υπήρξε η δημοσίευση του «Δάφνις και Χλόη» σε συνέχειες στην εφημερίδα Ταχυδρόμος της Μυτιλήνης, το 1929, που διαφημίστηκε ως εξής:
«Ένα ερωτικό μυθιστόρημα Λεσβιακής υποθέσεως, γραμμένο πριν από 1700 χρόνια. Ένα έργο περιεργότατο. Ένα αριστούργημα των αιώνων που είναι ντροπή να υπάρχει κάτοικος της Λέσβου που να μην το ξέρει και να μην το χάρηκε». Το καλοκαίρι οι δημοσιεύσεις στον τύπο έγραφαν πως η προετοιμασία για την ταινία έχει ξεκινήσει με το κόστος της παραγωγής να ανέρχεται στις 500.000 δραχμές με στόχο τα γυρίσματα να διαρκέσουν 15 ημέρες. Στις 5 Οκτωβρίου το συνεργείο και οι ηθοποιοί φτάνοντας στη Μυτιλήνη, αναζητούν αμέσως το κατάλληλο μέρος για τα γυρίσματα. Καταλήγουν στην Αγιάσσο, όπου εκεί, η ταινία γυρίζεται με φυσικό ντεκόρ τα ονειρώδη τοπία της. Από τον περίφημο Άι Δημήτρη, την κατάφυτη από καστανιές και δέντρα τοποθεσία «Καδή Βρύση», τα βουνά του χωριού Μπουρό, τις χαράδρες της Μεγάλης Λίμνης, την Καρήνη, τον καταπράσινο κάμπο Ίππειους, μέχρι τις γύρω τοποθεσίες του κόλπου Γέρας.
Την ημέρα γυρίζουν τις σκηνές ενώ τη νύχτα ξεφαντώνουν στην ταβέρνα του ξενοδοχείου. Οι άντρες του χωριού είναι κατενθουσιασμένοι με την παρουσία του θιάσου σε αντίθεση με τις γυναίκες του χωριού
που συζητούν σοκαρισμένες για τις θεατρίνες που τριγυρνούσαν βαμμένες και ελαφρά ντυμένες, φοβούμενες ότι θα ξελογιάσουν τους άντρες. Δεν έλειψαν και κάποιες δυσκολίες και απρόοπτα, ενδεικτικά της πρωτόγονης εκείνης φάσης του ελληνικού σινεμά. Σε μια σκηνή φλας μπακ ο βοσκός βρίσκει το εγκαταλελειμμένο μωρό Δάφνι να βυζαίνει μια γίδα. Πώς θα βυζαίνει όμως τη γίδα ακίνδυνα στο γύρισμα ένα μωρό; Με χίλιες δυο δυσκολίες και χωρίς κοντινή λήψη, έδεσαν σχοινιά στα πόδια της γίδας, τα οποία δύο
άνδρες εκτός πλάνου, τραβούσαν πανικόβλητοι προκειμένου η γίδα να μην ποδοπατήσει το αληθινό μωρό που είχαν τοποθετήσει από κάτω της.
Την ημέρα που γυρίστηκε το γυμνό της Ματλή, άγνωστο πώς, το έμαθαν όλοι οι άντρες της Αγιάσου και ανέβηκαν στα γύρω υψώματα και πίσω από θάμνους για να παρακολουθήσουν το γύρισμα. Στην προσπάθεια τους να έρθουν όλο και πιο κοντά κατρακυλούσαν πέτρες που έκαναν θόρυβο και κατέληγαν στα πόδια του συνεργείου που βρισκόταν κοντά στον καταρράκτη. Ο Λάσκος σε έξαλλη κατάσταση έβριζε τους ντόπιους και προέτρεπε τους οπερατέρ να γυρίσουν γρήγορα τη σκηνή που πραγματοποιήθηκε τελικά με μια μοναδική λήψη. Στις 23 Οκτωβρίου, μια ημέρα πριν αναχωρήσουν από το νησί, παρουσιάζουν μια παράσταση στο χειμερινό κινηματογράφο Πάνθεον της Μυτιλήνης. Ο Λάσκος διαβάζει ποιήματα, η Λούση Ματλή χορεύει τσιγγάνικους και σπανιόλικους χορούς, η Κορίνα Χατζημιχαλάκη τραγουδά ταγκό, ο Κίμων Σπαθόπουλος
ο «Έλληνας Σαρλώ» εμφανίζεται σε κωμικά νούμερα και στο τέλος παρουσιάζουν μια σκηνή από την ταινία. Οι τοπικές εφημερίδες διαφήμιζαν το γεγονός και παρότρυναν τον κόσμο να δει την παράσταση των συντελεστών της ταινίας, που θα αποτελέσει την καλύτερη διαφήμιση για το νησί τους.
Όμως στις 25 Οκτωβρίου, οι εφημερίδες σε άρθρα τους με τίτλο «ο κατακαημένος ο Λόγγος!» έκριναν πολύ αυστηρά και σχολίασαν με τα χειρότερα λόγια, τόσο την παράσταση όσο και τη γενικότερη παρουσία τους στο νησί. Θεωρούσαν ότι έστησαν μια παράσταση «αρπαχτή», για να καλύψουν κάποια έξοδα τους, και πως τα ήθη των Αθηναίων ήταν περισσότερο προκλητικά από όσο άντεχαν οι κάτοικοι των χωριών του νησιού. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν μέσα Νοεμβρίου με τη μοναδική σκηνή που γυρίστηκε εκτός Λέσβου και πραγματοποιήθηκε στη Λίμνη της Βουλιαγμένης. Πρόκειται για τη σκηνή με τις νύμφες. Και εκεί όμως δεν έλειψαν τα απρόοπτα. Σε άρθρο της η εφημερίδα «Βραδυνή» χαρακτηρίζει ως «Κινηματογραφική ψυχρολουσία» την είδηση πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στη Βουλιαγμένη, οι Λάσκος, Μελετόπουλος και Μεραβίδης έπεσαν κατά λάθος στο νερό με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι λήψεις.
Ο Λάσκος έχει κάποιες πρωτιές με την ταινία αυτή. Κινεί το φακό κατά τη λήψη, όταν συνηθιζόταν να μένει σταθερός την εποχή εκείνη. Χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μέσω του Δημήτρη Μεραβίδη που έχει τη διεύθυνση φωτογραφίας, το παγχρωματικό φιλμ, το οποίο δίνει πολλές αποχρώσεις του γκρίζου, σε αντίθεση με το ορθοχρωματικό που έδινε απόχρωση άσπρο-μαύρο σκέτο. Επίσης για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν ερασιτέχνες για να παίξουν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Απόλλων Μαρσύας και η Λούση Ματλή παρουσιάστηκαν από την παραγωγή ως «νέοι αρχαιοελληνικής κατατομής».
Οι πρωταγωνιστές
Ο Λάσκος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, μελέτησε την έκφραση του κάλλους στην αρχαιότητα μέσα από βιβλιογραφία και έψαξε πολύ για να βρει τα κατάλληλα πρόσωπα. Η επιλογή έγινε σύμφωνα με ό,τι θεωρούνταν πως ήταν κοντά στα αρχαία πρότυπα ομορφιάς. Τον Δάφνι τον βρήκε στο πρόσωπο του Έντισον Βήχου, ανακαλύπτοντας τον χωμένο στα καθίσματα στη «Μάντρα του Αττίκ». Ήταν γεννημένος το 1912 στη Νέα Υόρκη, ελληνοαμερικανός, ψηλός, με μαύρα μάτια και σγουρά μαύρα μαλλιά, φοιτητής του Πολυτεχνείου και γόνος καλής οικογενείας. Ο Λάσκος μετονόμασε τον Έντισον Βήχο σε Απόλλων Μαρσύα, επινοώντας το ψευδώνυμο αυτό για να δώσει μια μυθολογική υπόσταση στον ηθοποιό, αντίστοιχη του μυθιστορήματος. Στο μυθιστόρημα η παρουσία της μουσικής είναι έντονη. Σε πολλά επεισόδια το αντικείμενο-κλειδί είναι η φλογέρα. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Σάτυρος Μαρσύας ήταν τόσο επιδέξιος στη φλογέρα που καυχιόταν πως ξεπερνούσε τον Απόλλωνα και έτσι κάλεσε τον θεό σε αγώνα. Η μουσική και η φλογέρα είναι το αγαπημένο καταφύγιο του Δάφνι πριν ανακαλύψει τον έρωτα του για τη Χλόη. Το ψευδώνυμο του πρωταγωνιστή παραπέμπει σε αυτό το μυθολογικό επεισόδιο και αποτυπώνει και την πολυδιαφημιζόμενη ομορφιά του Βήχου. Το άβολο όνομα και επίθετο αντικαθιστώνται από ένα πολύ εύηχο και συμβολικό ψευδώνυμο που λειτούργησε πολύ επιτυχημένα. Ο Λάσκος είχε τη συνήθεια να βρίσκει ψευδώνυμα και ξαναβάφτισε αργότερα πολλούς ανθρώπους του θεάματος. Ο Βήχος έλειψε για τα γυρίσματα στην Λέσβο λέγοντας στους γονείς του πως πάει εκδρομή με τους προσκόπους. Το ανακάλυψαν μια εβδομάδα πριν την προβολή της ταινίας όταν ξεκίνησε η διαφήμιση για την προώθηση της. Τότε ο πατέρας έσπασε την τζαμαρία του κινηματογράφου Αττικόν και κατέβασε τις φωτογραφίες του γιου του φωνάζοντας
στον σκηνοθέτη πως ρεζίλεψε και κατέστρεψε τον γιο του.
Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Λάσκος με τον πατέρα του Βήχου, περιέγραψε σε βιβλίο του ο Γιώργος Λαζαρίδης, με βάση τις διηγήσεις του φίλου του Ορέστη: «Ο πατέρας του Βήχου, που ήταν ρολογάς, για μεγάλο διάστημα κυνηγούσε τον Λάσκο με ένα δίκανο για να τον σκοτώσει». Κάποια στιγμή ο εξαγριωμένος πατέρας στρίμωξε κάπου τον Λάσκο και του είπε «Διαφθορέα του γιου μου ήρθε η ώρα σου». Ο Ορέστης κράτησε την ψυχραιμία του και δικαιολογήθηκε λέγοντας του: «Γιατί τα βάλατε μαζί μου κύριε Βήχο αφού εσείς μόνος σας προβλέψατε το μέλλον του γιου σας, βαφτίζοντάς τον με το όνομα του πρώτου εφευρέτη των κινούμενων εικόνων, του Έντισον. Πώς ήταν δυνατό να αποφύγει τη μοίρα του»; Δεν είναι βέβαιο πως συμφώνησε με αυτή την άποψη ο πατέρας του Βήχου και σταμάτησε να αποτρέπει τον γιο του να ασχοληθεί με την υποκριτική. Αν και στην πορεία κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις του πατέρας του, πιθανολογείται πως σε αυτόν οφείλεται η απόφαση του Έντισον να μην ασχοληθεί με την υποκριτική, παρά τις προτάσεις που δέχτηκε μετά την παρθενική του εμφάνιση. Την επόμενη χρονιά γύρισε με τον Λάσκο την ταινία «Ο Πρίγκιψ των αλητών» αλλά δεν προβλήθηκε ποτέ στον κινηματογράφο. Ο ίδιος παρουσιαζόταν ως ζωγράφος και γενικά λίγα στοιχεία γνωρίζουμε για τη ζωή του. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘5Ο άνοιξε κατάστημα σε ένα νεοκλασικό κτίριο της οδού Πατησίων, απέναντι από τον Άγιο Παύλο και εμπορευόταν πίνακες ζωγραφικής και κορνίζες. Πέθανε στις 4 Ιουλίου του 1994, σε ηλικία 82 χρόνων.
Η Λούση (Λουκία) Ματλή γεννήθηκε στο Σικάγο το 1914 και ήταν κόρη του γενικού πρόξενου της Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 1925 θα έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ήταν ξανθιά, με γαλανά μάτια και κανονικό ύψος. Σπούδασε χορεύτρια αρχαϊκών χορών και το 1929 κάνει την πρώτη της δημόσια εμφάνιση χορεύοντας στη γιορτή στα Ελευσίνεια μυστήρια. Εκεί την είδε ο Λάσκος και όταν γνωρίστηκαν της ανέφερε πως θα την έχει υπόψιν του για κάποια ταινία. Πέρασαν λίγοι μήνες, όταν η Ματλή κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, την σταμάτησε ο Λάσκος που έτρωγε σε ένα εστιατόριο έξω στον δρόμο και της ζήτησε να παίξει στην ταινία του. Εκείνη αφού πήρε την έγκριση από τους γονείς της αποδέχτηκε την πρόταση και χρίστηκε πρωταγωνίστρια. Η Ματλή είχε λάβει μέρος σε τραγωδίες και είχε χορέψει σε φιλανθρωπικές παραστάσεις, γεγονός που της έδωσε μια εμπειρία που εκτιμήθηκε από τους κριτικούς που έγραψαν πως έδωσε στην Χλόη την απαραίτητη χάρη που χρειαζόταν.
Λαμβάνει μέρος στα καλλιστεία του 1930 και παρά της εμφάνιση της, η επιτροπή της στερεί τον τίτλο θεωρώντας πως δεν είναι γνήσια Ελληνίδα, λόγω της Ελληνοαμερικάνκης καταγωγής της. Ο Λάσκος, που την είχε ερωτευθεί με την πρώτη ματιά, έγραψε μερικά από τα ωραιότερα ποιήματά του. Οι δυο τους έζησαν ένα θυελλώδη έρωτα και οι τσακωμοί τους δημιούργησαν προβλήματα και καθυστερήσεις στα γυρίσματα της ταινίας. Η απαράμιλλη ομορφιά της Λούση ήταν η αιτία που έτρωγε δωρεάν όλο το συνεργείο στο νησί της Λέσβου καθώς ένας ταβερνιάρης είχε τρελαθεί μαζί της και ήθελε να την ευχαριστεί. Την επόμενη χρονιά η Λούση παίρνει την απόφαση και επιστρέφει στην Αμερική αφήνοντας τον Ορέστη μόνο του και έκτοτε δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για το τι απέγινε η μούσα του.
Πώς όμως ο σκηνοθέτης έπεισε τους ηθοποιούς να γδυθούν μπροστά στο φακό;
«Στην Λούση ανέφερα πως οι αρχαίοι το γυμνό το είχαν για ομορφιά, δεν είχε καμία χυδαιότητα η προστυχιά. Άλλωστε όλα τα αγάλματα είναι γυμνά. Ένα φραπ θα κάνεις και θα μείνεις γυμνή τίποτε δεν είναι. Είχε βέβαια και το ψώνιο μέσα της λόγω και του ότι ήταν χορεύτρια κλασικού χορού, είχε το κορμί δηλαδή.
Για 15 ολόκληρες μέρες την έψηνα γα να γδυθεί και τελικά το κατάφερα».
Τον Βήχο τον έπεισε λέγοντας του «Καλά εδώ το έκανε η γυναίκα και εσύ δεν μπορείς να πετάξεις τα ρούχα σου; Κανείς δεν θα πει τίποτε θα γυρίσεις στο πλάι και θα φανεί το καλλίγραμμο κορμί σου. Τελικά γύρισε μπροστά στο φακό και κράτησα τη σκηνή».
Την «Λυκαίνιω» υποδύθηκε η Κορίνα Χατζημιχελάκη, που επιλέχθηκε από τον σκηνοθέτη έπειτα από μια τυχαία συνάντηση που είχαν στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου. Οι αντιρρήσεις των γονιών της κάμφθηκαν μετά από δημοσίευση εφημερίδας που ανέλυε πως ο κινηματογράφος είναι πολιτισμός και αναφέροντας την Κορίνα ως την Ελληνίδα Μπρίγκιτε Χέλμε, μια «μοιραία γυναίκα» με κάτι το «σατανικό και θυελλώδες». Παρά την εντυπωσιακή εμφάνιση της, τις θερμές κριτικές και τις δηλώσεις της πως την ενδιαφέρει ο κινηματογράφος, μετά το δυναμικό ξεκίνημα της δεν είχε την ανάλογη πορεία.
Η ταινία και ο απόηχός της
Η ταινία παραμένει πιστή στο αρχαίο κείμενο. Το βουκολικό τοπίο αναπαρίσταται με λυρικές εικόνες και οι ήρωες είναι αρχαιοπρεπώς ντυμένοι. Tα κοστούμια ήταν τα ίδια με αυτά που είχαν χρησιμοποιηθεί στους Δελφούς στις «Δελφικές Εορτές» το 1930 και παραχωρήθηκαν από την Εύα Σικελιανού. Με βάση την πλοκή του μυθιστορήματος, δεν γυρίστηκαν λόγω του υψηλού κόστους, η περιγραφή της επιδρομής των ληστών και των Μηθυμναίων. Ολόκληρη η ταινία είναι γυρισμένη σε εξωτερικούς χώρους. Δεν υπάρχει κανένα πλάνο σε στούντιο. Δεν υπάρχουν πληροφορίες αν γυρίστηκαν τέτοια πλάνα, αν πετάχτηκαν επειδή θεωρήθηκαν αποτυχημένα ή αν υπήρχαν στις κόπιες και χάθηκαν στη συνέχεια. Γεγονός είναι πως πρόθεση του Λάσκου ήταν να γυρίσει τα τρία τέταρτα της ταινίας σε εξωτερικό χώρο και το ένα τέταρτο σε εσωτερικό.
Επιλέγοντας τη Λέσβο, ο Λάσκος παρέμεινε πιστός στον τόπο του κειμένου, εξασφαλίζοντας τοπία αρκαδικής έμπνευσης και ωραιότητας, δείχνοντας και το σεβασμό με τον οποίο προσέγγισε το κείμενο. Όπως τονίστηκε και στη διαφήμιση της ταινίας ο θεατής πείθεται ότι πρόκειται για τα ίδια μέρη στα οποία ο Λόγγος τοποθέτησε τους ήρωες του.
Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 1931 στον κινηματογράφο Αττικόν. Πριν από την προβολή της ταινίας η Λουκία Ματλή, εμφανίστηκε στη σκηνή και χόρεψε αρχαίους ελληνικούς χορούς κάτι που επανέλαβε και στα διαλείμματα των πρώτων προβολών της ταινίας στο «Αττικόν». Η πρεμιέρα είχε επιτυχία και μια καταχώριση την επόμενη ημέρα σε εφημερίδα συμβούλευε το κοινό να προσέρχεται νωρίτερα προς αποφυγή συνωστισμού. Παράλληλα με την προβολή της ταινίας κυκλοφόρησε και το βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Ζηκάκη. Τη μια και μοναδική εβδομάδα που προβλήθηκε στο Αττικόν έκοψε περίπου 25.000 εισιτήρια.
Οι απόψεις των κριτικών στις εφημερίδες διίστανται. Κάποιες χαρακτήριζαν την ταινία αριστούργημα και κάποιες άλλες κρατούσαν τη στάση «ναι, αλλά γινόταν και καλύτερα». Όλοι όμως εξύμνησαν την ομορφιά των δυο πρωταγωνιστών. Ας σταθούμε για παράδειγμα σε δυο διαφορετικές κριτικές.
Στην εφημερίδα Ελληνική ο κριτικός γράφει για τον Βήχο: «Ομορφιά αληθινά ελληνική. Κατατομή άριστη. Φωτογένεια καταπληκτική. Αληθινό εύρημα. Αλλά παιδί αδίδακτο. Άπειρος, που όμως με τη διδασκαλία τριών, τεσσάρων μηνών θα έκανε αληθινά θαύματα». Για την Λουκία Ματλή αναφέρει πως «είναι ωραιοτάτη και μεταλλική, αλλά δυστυχώς είναι ψυχρή. Και όχι μόνο αυτό. Δεν παίζει. Μόνο σε ελάχιστες στιγμές αποκτά ηθοποιία και αισθάνεται, ενώ τις άλλες στιγμές είναι εντελώς έξω από το ρόλο της».
Για τη φωτογραφία «σε πολλά ήταν ασυγχωρήτως κακή, αλλά αυτό δεν εμποδίζει να υπάρχουν στιγμές αριστουργηματικές». Το μόνο που άρεσε στον κριτικό της Ελληνικής, εκτός από την Κορίνα Χατζημιχαλάκη, που το παίξιμό της άρεσε και στους μεν και στους δε, ήταν ότι «επιτέλους γυρίστηκε μια ελληνική ταινία χωρίς Ακρόπολη και φουστανέλες».
Η γνώμη της εφημερίδας Βραδυνή ήταν πολύ κοντά σε αυτά που θεωρούμε σήμερα για την ταινία
«Παρ’ όλο που μερικοί προσπάθησαν να την κατατάξουν στη δεύτερη σειρά ελληνικών κινηματογραφικών έργων, είναι ένα από τα αρτιότερα, ίσως το πρώτο ελληνικό φιλμ που παρουσιάζεται από ελληνική κινηματογραφική εταιρεία τόσο τέλειο» και συμπληρώνει «Σενάριο τεχνικό, πλούσιο, που δείχνει όλη τη δεξιοτεχνία του γνωστού και από άλλα ελληνικά σενάρια, Ορέστη Λάσκου, παρμένο από το αρχαίο βουκολικό ειδύλλιο του Λόγγου, πλουτισμένο με πολλές πρωτοτυπίες και κινηματογραφικά τρικ χωρίς να ξεφεύγει καθόλου από το αρχαίο κείμενο του ειδυλλίου». «Φωτισμός απολύτως τέλειος. Φωτογραφία εξαιρετικά επιτυχής και γύρισμα άψογο, που δείχνει μια φορά ακόμη, ότι ο μοναδικός οπερατέρ καλλιτέχνης Δημήτρης Μεραβίδης μπορεί αξιόλογα να συγκριθεί με τους καλύτερους ξένους συναδέλφους του».
Αξίζει να σημειωθεί πως η ταινία προβλήθηκε σε μια ιστορική συγκυρία για τον κινηματογράφο παγκοσμίως, καθώς μόλις τότε είχαν ξεκινήσει να προβάλλονται οι πρώτες ομιλούσες ταινίες.
Ο Δημήτρης Σκούρας που είχε τον κινηματογράφο Αττικόν, τον είχε πλήρως ανακαινίσει και είχε μόλις εγκαταστήσει ηχητικά μηχανήματα προβολής για ομιλούσες ταινίες. Ενώ η ταινία «Δάφνις και Χλόη» ήταν βουβή και ανάμεσα στις σκηνές έπεφταν κάρτες με μεσότιτλους.
Προτού η ταινία ξεκινήσει να προβάλλεται στην επαρχία ο Λάσκος, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στους Μυτιληνιούς, έστειλε την κόπια στο νησί για δυο προβολές στις 16 Φεβρουαρίου στον κινηματογράφο Πάνθεον. Και πάλι ενώ ο τοπικός τύπος ενθαρρύνει τους θεατές να πάνε να δουν την ταινία, μετά την προβολής της επιτίθεται με σκληρά λόγια για το τελικό αποτέλεσμα.
Η ταινία αμέσως μετά θα ξεκινήσει την πορεία της προβολής της σε ολόκληρη την χώρα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στην Καβάλα, η ταινία κρίθηκε «ακατάλληλος διά δεσποινίδας και παιδιά», επειδή περιείχε κάποιες «ελευθεριάζουσες σκηνές». Στην Τρίπολη μια μαθήτρια βούτηξε μια αφίσα του Απόλλωνα Μαρσύα και την έκρυψε στο τετράδιό της! Στα Χανιά, διαφημίστηκε ιδιαίτερα η συμμετοχή της χανιώτισσας Κορίνας Χατζημιχελάκη
Η αναγνώριση και η επιτυχία της ταινίας θα έρθει αργότερα αλλά και από το εξωτερικό. Αν και βωβή, η ταινία είχε προβληθεί με μεγάλη επιτυχία στις χώρες Πολωνία, Ρουμανία, Γερμανία και Αμερική. Δυο χρόνια μετά τον πόλεμο ο Λάσκος θα προσθέσει ήχο και θα κυκλοφορήσει και μια ομιλούσα εκδοχή της ταινίας.
Το Νοέμβριο του 1976, ο Φρέντυ Γερμανός, στην εκπομπή του «Το πορτραίτο της Πέμπτης», έκανε ένα αφιέρωμα στο ντοκιμαντέρ «Τον παλιό εκείνο τον καιρό» με καλεσμένο τον παραγωγό της ταινίας Κλέαρχο Κονιτσιώτη. Ο ίδιος ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης κατέβαλε σημαντικές πολυετείς προσπάθειες για να εντοπίσει και να διασώσει τις χαμένες ταινίες, κάποιες κόπιες από τις οποίες βρέθηκαν στο εξωτερικό, σε άσχημη κατάσταση. Αποσπάσματα από αυτές τις ταινίες προβλήθηκαν το 1964 στο ντοκιμαντέρ του «Τον παλιό εκείνο τον καιρό». Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η «Δάφνις και Χλόη». Στο στούντιο παρευρέθηκε και ο Ορέστης Λάσκος, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στα γυρίσματα της ταινίας. Στην ίδια εκπομπή, εμφανίστηκε σε μία ολιγόλεπτη συνέντευξη και ο Έντισον Βήχος.
Στην εκπομπή αυτή ο Ορέστης Λάσκος αποκάλυψε πως το 1966 σκόπευε να γυρίσει ένα ριμέικ της ταινίας με παραγωγό τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη. Πρωταγωνίστρια είχε επιλεγεί να είναι η Νόρα Βαλσάμη, η οποία μάλιστα είχε γυρίσει ένα δοκιμαστικό φορώντας κοστούμι στο ύφος της ταινίας. Το ντοκουμέντο αυτό είχε στο αρχείο του ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης ενώ παραμένουν άγνωστοι οι λόγοι που δεν υλοποιήθηκε η συνεργασία αυτή.
Τελικά ο Λάσκος σκηνοθέτησε το ριμέικ της ταινίας του το 1968, με παραγωγό τον Αθανάσιο Σύλια και πρωταγωνιστές την Χαρά Αγγελούση, τον Ντίνο Θεοδωρέλο και την Γκιζέλα Ντάλι.
Δύο χρόνια πριν, το 1966 η Μίκα Ζαχαροπούλου γύρισε την ταινία “Δάφνις και Χλόη ’66”, μεταφέροντας το μύθο του Λόγγου στη σύγχρονη εποχή με πρωταγωνιστές τους Αλεξάνδρα Λαδικού , Τέλη Ζώτο , Θάνο Παππάς και Elisabeth Wiener.
Το 1992 η τεχνική υπηρεσία της Ταινιοθήκης της Ελλάδος ολοκλήρωσε την αποκατάσταση της ταινίας του 1931, με την επίβλεψη και τη συνεργασία του ίδιου του Ορέστη Λάσκου που προσπάθησε να «θυμηθεί» την ταινία καρέ-καρέ, αλλά και να ανασυνθέσει τους αυθεντικούς μεσότιτλους, αντικαθιστώντας έτσι τα ηχητικά μέρη με ομιλία. Το έργο ήταν δύσκολο καθώς τα πρωτότυπα αρνητικά της βωβής ταινίας είχαν καεί. Από τα σκόρπια φιλμ που διασώθηκαν ο Λάσκος έφτιαξε στην περίοδο της κατοχής ένα ενδιάμεσο αρνητικό με καινούργιο μοντάζ από το οποίο τύπωνε κόπιες ομιλούσες. Στην κατοχή της Ταινιοθήκης βρίσκονταν δύο από αυτές τις ομιλούσες κόπιες της ταινίας, η μία με αγγλικούς υπότιτλους, τις οποίες ο Λάσκος είχε παραχωρήσει στην αείμνηστη Αγλαϊα Μητροπούλου, ιδρύτρια της Ταινιοθήκης. Ωστόσο, η Ταινιοθήκη θεώρησε σημαντικό να διασώσει και να αποκαταστήσει την πρωτότυπη βωβή εκδοχή της ταινίας.
Την ίδια χρονιά που ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση της πιο εμβληματικής του ταινίας, ο Ορέστης Λάσκος, πέρασε στην αιωνιότητα…
Βιβλιογραφία-πηγές :
Δελβερούδη Ελίζα-Άννα: «Ορέστη Λάσκου, Δάφνις και Χλόη: μια κινηματογραφική διασκευή του Μεσοπολέμου», Γιώργος Λαζαρίδης «Φλας μπακ μια ζωή σινεμά», Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Εφημερίδα Βραδυνή, Σινεφίλια, «Εκπομπές που αγάπησα» από το αρχείο της ΕΡΤ.
Η φωτογραφία από τα γυρίσματα στην τοποθεσία Καδή Βρύση Αγιάσσου είναι των Αδερφών Χουδαίου.
Σχόλια για αυτό το άρθρο