Ο ΤΑΖ αναρωτιέται ξανά αν η καλοσύνη δεν είναι τίποτα άλλο από μια αλαζονική έκφραση ποινής παρακολουθώντας μια από τις αγαπημένες του ταινίες στην δουλεμένη νέα θεατρική της προσαρμογή.
Μόνο και μόνο το να οραματιστείς και να μεταφέρεις θεατρικά μια 3ωρη ταινία ορόσημο που γύρισε 12 χρόνια πριν ο “πειραγμένος” Λαρς Φον Τρίερ σε παράσταση 1 ώρας και 20 λεπτών, δηλώνει μια τρέλα συγγενική με τη δική του. Με διαχωριστική γραμμή το χειρισμό του χρόνου σε θεατρική μετάφραση. Ο χώρος και τα τεκταινόμενα είναι εκεί, πώς όμως εσύ τα κάνεις μίνι θέατρο διατηρώντας την αλήθεια τους και ξεφεύγοντας από την παγίδα της αναπαραγωγής;
Την οδηγία την έδωσε πρώτος ο ίδιος ο Τρίερ μετατρέποντας ένα αχανές άδειο κινηματογραφικό πλατό σε σκηνή θεάτρου με τα σπίτια σχηματισμένα από κιμωλίες στο πάτωμα. Η αισθητική ενός έργου, απόλυτα συμβατή με την ιδεολογία του. Τη σχετικότητα των ορίων οικείας καλοσύνης και αποστροφής. Τον οικιακό μας βίο σαν μια κακοραμμένη μετά από εγχείριση, μήτρα της σκοτεινιάς της ανθρώπινης φύσης. Η Έφη Γούση, πατώντας στη θεατρική διασκευή του έργου από τον Christian Lolike, συμπυκνώνει το αχανές πλατό του Τρίερ σε έναν κύβο από πλέξιγκλας του οποίου οι εγκλωβισμένοι ήρωες του έργου καθαρίζουν συνέχεια τα τζάμια και σφουγγαρίζουν τα πατώματα. Αν στο έργο του Τρίερ τα σπίτια από κιμωλίες προσδιόριζαν χώρους, εδώ οι σφουγγαρίστρες εγκλωβίζουν στην ασταμάτητη μέχρι το τέλος του έργου μηχανική κίνηση καθαρισμού τους, το περιεχόμενο των κατοίκων αυτής της “Σκυλοπόλης” όπως μεταφράζεται στα ελληνικά ο τίτλος.
Με μια χωριάτικα μετακαστροφικά ρετρό ομογενοποιημένη ενδυματολογία, μηχανικές κινήσεις και φανερά λογοκριμένες εκφράσεις. Εγκλωβισμένοι σε μια ατσούμπαλη χορογραφία επαναλαμβανόμενων κινήσεων, από χαρακτήρες που λόγω άγνοιας, δεν αντιλαμβάνονται ότι προσπαθούν να τετραγωνήσουν με βρώμικα νύχια τον κύκλο έχοντας ως άλλοθι την “καλή και αγνή τους καρδιά”. Υπάρχει ο κύκλος της αρμονίας κι ο κύκλος του εγκλωβισμού και της βασανιστικής επανάληψης. Οι άνθρωποι του Dogville θα έχουν μια και μοναδική ευκαιρία να καταλάβουν τη διαφορά (αλλά δεν θα την καταλάβουν) με τον ερχομό στην πόλη τους, της καταδιωκόμενης και μυστηριώδους Γκρέις.
“Ανέκαθεν στηριζόμουν στην καλοσύνη των ξένων” λέει κάποια στιγμή η Μπλανς Ντιμπουά στο “Λεωφορείο ο Πόθος”. Το ίδιο θα κάνει και η Γκρέις που την υποδύεται με αγαπημένη τραγική συγκράτηση στον πανζουρλισμό που συμβαίνει γύρω της, η Γιούλικα Σκαφιδά. Η καλοσύνη της Γκρέις (στα ελληνικά “Χάρη”) θα αφυπνίσει τη βιομηχανική καθημερινότητα των γύρω της. Αλλά μάλλον όχι ως προς το καλό. Ποτέ δεν ξέρεις η αφύπνιση και το φως που θα σε πάνε. Στον ήλιο ή στη λάβα ενός ορυχείου που λάμπει εξ’ ίσου; Η Γκρέις κάνει ότι μπορεί για να γίνει αγαπητή. Όσο πιο πολύ το προσπαθεί, τόσο περισσότερο γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, ως και πολλαπλού βιασμού. Οι άνθρωποι της “Σκυλόπολης” έγιναν επιτέλους άνθρωποι, με όποια ερμηνεία δίνεις σε αυτό.
Αναμενόμενο το ίδιο να συμβεί και στην Γκρέις. Για να επαναφέρει την ανθρωπιά της θα απευθυνθεί για λύτρωση στα σκοτάδια από τα οποία θέλει να γλυτώσει. Ένας κύκλος θα κλείσει κι άλλος ένας θα ανοίξει. Κανένας όμως δεν θα έχει τη δύναμη να διαρρήξει τα όρια του πλέξιγκλας που επιβάλλονται από το σκηνικό. Ειδικά αυτός που μιλάει σαν ραδιοφωνική εκπομπή σε μικρόφωνο έξω από το πλέξιγκλας, αναζητώντας την.
Είναι η συγχώρεση αλαζονική προετοιμασία μιας μεγαλύτερης ποινής; Είναι η σχέση της Γκρέις, της Χάρις, με τον πατέρα της, μια προβολή της σχέσης μας με τον Επουράνιο Πατέρα; Είναι η καλοσύνη τελικά μόνο μια εφεύρεση, ενίοτε πιο σκληρή και κίβδηλη από το ριζωμένο μέσα μας σκοτάδι; Μπορεί κάποιος ή έχει νόημα, να το ξεριζώσει; Παρακολουθώντας τους ηθοποιούς της παράστασης, να σφουγγαρίζουν και να πλένουν τα τζάμια ξανά και ξανά, αισθάνθηκα εγκλωβισμένος στο πλέξιγκλας της ζωής μας. Πρωταγωνιστές που σκηνοθετικά καθοδηγημένοι, έπαιζαν σαν κομπάρσοι. Εξαργύρωναν το μεταφυσικό τους ρεαλισμό με τον πιο φτηνό θεατρινισμό κάθε φορά που κάτι αναστάτωνε τη ρομποτική συνοχή τους, όπως η πραγματικότηα . Συναίσθημα κανένα, εξαφανισμένο δια νόμου. Παιχνίδι του “έχουμε μια χειροβομβίδα, ποιος θα την απασφαλίσει πρώτος;” όλο αυτό με τη σιγουριά ότι κανείς δεν πρόκειται. Και μπαμ, η Γκρέις.
Η θεατρική μεταφορά του έργου στο σκηνικό που έγραψα παραπάνω, είναι ιδιοφυής. Καθαρίστριες όλοι των ακάθαρτων της ρουτίνας μας. Με μια σφουγγαρίστρα να βαπτίζεται εργαλείο πνευματικής καθήλωσης την ώρα που το πήγαινε για εργαλείο πνευματικής αποκαθήλωσης. Ασφυκτικά κλεισμένοι όλοι σε κάτι που είναι τόσο εύκολο να σπάσει, να ξεφύγεις από αυτό, η Γούση σου δείχνει εξόδους αλλά κανείς δε θέλει να φύγει από αυτό. Γιατί δε θέλει; Γιατί δεν μπορεί, νιώθει απώθηση να μπει στη ντουσιέρα. 80 θεατρικά λεπτά λοιπόν πάνω σε μια τρίωρη ταινία ορόσημο. Τι μένει; Τι χάνεται;
Μένει η ουσία του έργου πάνω στην ανθρώπινη φύση, η μισανθρωπική αλλά στην ουσία αγαπησιάρικη ματιά πάνω της. Μένει μια πανέξυπνη και καθ’ όλου κουραστική θεατρική διασκευή με ένα εύρημα που δικαιολογεί το μεταμοντερνισμό του σε συνδυασμό με τον ολοκάθαρο θεατρικό λόγο των συμμετεχόντων. Όσο στάζουν τα νερά από τα παράθυρα που σφουγγαρίζουν οι κάτοικοι της “Σκυλοπόλης” τόσο πιο πολύ βλέπεις την αγωνία των κατοίκων της να μην αφήσουν λεπτομέρεια ακαθάριστη, κατά το θέλημα του Θεού. Μένει το βλέμμα της Γιούλικας Σκαφιδά,σε διαβαθίσεις. Από την απόγνωση στην ευγνωμοσύνη, στην αμφισβήτηση και την απόφαση μοναχικότητας με εκδικητικό γνώμονα δομημένο πάνω στη δική της επιβίωση. Εξαιρετικός ο χειρισμός της Γιούλικας πάνω σε έναν χαρακτήρα που η μόνη του διέξοδος από τη σύγχιση είναι η φονικά προσωρινή (;) μιας άλλης.
Τι χάνεται; Εκ των πραγμάτων η επική αίσθηση του ανορθόδοξου έπους του Τρίερ. Η ανάπτυξη των χαρακτήρων που μοιάζουν απλά σαν φορείς δύο τριών προτάσεων για να εξελιχθεί η υπόθεση. Yπέροχοι διάλογοι χάνονται ή γίνονται συννεφάκια από καρτούν. Το συναίσθημα αρχαίας τραγωδίας. Βασικά αυτό δε χάνεται ακριβώς, καπελώνεται όμως από τις ταχύτητες και το στήσιμο το οποίο από μια άλλη πλευρά αν είσαι καλοπροαίρετος, σου δείχνει έναν γεωμετρικό τρόπο αναψηλάφησης της τραγωδίας, “κουτί για 5”. Η βία μαλακώνει, σωματική και ψυχική, μέσα από την στιλιζαρισμένη επιλογή της αναπαραγωγής της. Ο υπόλοιπος θίασος που στα 80 λεπτά έργου ψάχνει να βρει τη θέση του κι εκεί που τη βρίσκει τη χάνει. Κι άλλα ειδικά για κάποιον που δεν έχει δει το αυθεντικό “Dogville”.
Εκτός κι αν το δεις είτε σαν εισαγωγή πριν δεις την ταινία ή σαν παραισθησιογόνα σύνοψη αφού την έχεις δει που νομίζω πως κι αυτός ήταν τελικά ο στόχος της Γούση. Παρά τις (πολλές) διαφωνίες μου, η παράσταση στο θέατρο Ακροπόλ είναι παράδειγμα πλαγιομετωπικής εφευρετικότητας και συνέπειας και δραματουργικής οικονομίας, μη σου πω και άθλος πετυχημένος και συνεπής αν αναλογιστείς το υλικό με το οποίο αναμετριέται.
***Ακολουθείστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο