O TAZ σηκώνει χέρια και πόδια ψηλά, ανακαλύπτοντας κυριολεκτικά στο δρόμο, το πτώμα μιας πόρνης σε κάδο σκουπιδιών στη Λαγουμιτζή. Μην χάσεις την απόλυτη εμπειρία – υπερπαραγωγή του «αλλού» όπως το εννοεί καθένας.
Φέτος τα Χριστούγεννα στη Στέγη, δεν το γλιτώνεις το εγκεφαλικό (για καλό ή για κακό). Μετά την τρίωρη παράσταση – θατρικό δρώμενο των Σύλλα Τζουμέρκα και Γιούλας Μπούνταλη, βασισμένη σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Εντ ΜακΜπέιν που το έκανε ταινία ο Ακίρα Κουροσάβα με τον τίτλο «High and Low» το 1963, παραπατούσα και μιλούσα ακατάληπτα για πολύ ώρα. Δεν παραπατούσα μόνο από την κούραση εφόσον μετά την πρώτη ώρα εγκαταλείπεις την αίθουσα και αφού περιπλανηθείς μέσα στο κτίριο της Στέγης, αρχίζεις και τρέχεις στους δρόμους γύρω γύρω, και τα στενά της Συγγρού. Μπαίνεις σε εγκαταλελειμμένα γκαράζ και κλαμπ βιζιτάδικα, ενώ γύρω σου τραβεστί χορεύουν ντίσκο και χτυπάνε τον πισινό τους κάνοντας ότι αφοδεύουν ή απευθύνοντας σου πρόσκληση και η πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας περπατάει στο δρόμο με pet ένα τεράστιο Πόκεμον. Ξαφνικά σε παράθυρά κτιρίων από πάνω σου, ανάβουν φώτα και βλέπεις εμπόρους ηρωίνης να δολοφονούν, πόρνες ντυμένες αγγελάκια βρίσκονται πεταγμένες σε κάδους σκουπιδιών, μια μικρή Ολλανδέζα στέκεται ακίνητη με σπάθα σαμουράι την ώρα που ένας αστυνομικός μοικάνα πανκ παίζει καράτε με έναν ύποπτο, γύρω σου τρέχουν περιπολικά και οι αστυνομικοί ντετέκτιβ σε παρασύρουν στην έρευνα του δολοφόνου, ενώ ο πατέρας του απαχθέντος γιου μοιράζει βιογραφικά του για εργασία στον κόσμο (κανονικά γραμμένα με πτυχίο Β γυμνασίου) και οι ταξιθέτριες της «Στέγης» μοιράζουν αδιάβροχα στο κοινό σε περίπτωση βροχής. Όλα αυτά όχι ακριβώς με αυτή τη σειρά αλλά η σειρά είναι νομίζω το τελευταίο πράγμα που έχει σημασία, ειδικά αν είσαι τυχαίος περαστικός από τη Συγγρού την ημέρα των Χριστουγέννων που ξεκινάει μέχρι τις 8 Ιανουαρίου που θα διαρκέσει αυτή η παραγωγή που ξεπερνά τις έννοιες πληθωρικό, εξτραβαγκάντ, πειραματικό, δεν ξέρω κι εγώ, διαγαλαξιακό πες και δες 200 – 300 τρελούς θεατές, να ακολουθούν άλλους 25 που είναι οι συντελεστές της παράστασης σε ένα πραγματικό όργιο με κάθε καλή ή κακή έννοια, ντανταϊσμού, που σου στραβώνει από εγκεφαλικό το στόμα.
Αν είσαι περαστικός και το ζήσεις αυτό πας και κλειδώνεσαι στο σπίτι από φόβο του τι συμβαίνει στη γειτονιά σου και την ψυχική σου υγεία όσον αφορά το ενδεχόμενο να έχεις παραισθήσεις. Και θεατής να είσαι μπορείς να το πάθεις, δεν κάνω πλάκα, παραπατούσα σαν μαστουρωμένος για μια ώρα μετά και είχα σοβαρό πρόβλημα άρθρωσης, προσανατολισμού και νοητικής σύγχυσης. Αν αυτός ήταν ο στόχος του αγαπημένου και υπερταλαντούχου κινηματογραφικού σκηνοθέτη Σύλλα Τζουμέρκα (Χώρα Προέλευσης) και της Γιούλας Μπούνταλη που συνυπογράφουν το δρώμενο, τότε πραγματικά έχουν πετύχει 100%. Και υποπτεύομαι πως αυτός ήταν, γιατί ο Σύλλας κυκλοφορεί συνέχεια ανάμεσα μας σε όλη την performance κρατώντας έναν φακό και ντυμένος στα μαύρα με βάτα τα φτερά της Dana International κι ένα απίστευτα σατανικό μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του όσον αφορά τις αντιδράσεις μας στη γενική που έγινε την Παρασκευή. Είναι εντελώς σίγουρο κι επίσης μάλλον στόχος των δημιουργών πως κάποιοι θεατές θα μείνουν κόκαλο και θα βρίζουν, ίσως όχι αδίκως. Κάποιοι άλλοι θα μείνουν κόκκαλο απλώς με στραβωμένο στόμα και θα χρειαστούν άμεση νοσηλεία και κάποιοι θα το διασκεδάσουν αφάνταστα.
Νομίζω πως το στοίχημα είναι αρχικά να φρικάρεις κυριολεκτικά από το ψυχεδελικά ακαταλόγιστο και μετά να συνειδητοποιήσεις το πόσο διασκέδασες που φρίκαρες. Καλύτεροι θεατές ήταν αυτοί που χασκογελούσαν με ότι έβρισκαν γελοίο και πέταγαν κακίες ανέκδοτα, παρά οι σκληροπυρηνικοί σοβαροφανείς που παρακολουθούσαν και καλά τέχνη με το γνωστό δυσκοίλιο ύφος της φυλής τους (κάτι ψωνισμένα χιπστεράκια φτου). Το θέμα είναι πως το παιχνίδι της πρόκλησης για την πρόκληση και του «εύκολου» εντυπωσιασμού για το οποίο σίγουρα θα γραφτούν πολλά, είναι από μόνο του μια καλλιτεχνική και ιδεολογική θέση και στάση όσον αφορά τις ηλεκτρικές εκκενώσεις του τετραγωνισμένου σου εγκεφάλου απέναντι σε κάτι που φαινομενικά δεν έχει λογική. Το ερώτημα είναι πότε αυτή η κόντρα στην αστική μας κατεστημένη αντίληψη όσον αφορά το τι είναι τέχνη πέφτει θύμα του ανεξέλεγκτου ενθουσιασμού των δημιουργών του και μετατρέπεται τελικά σε κλισαρισμένο εστέτ κατεστημένο από μόνο του που επιβάλλεται να το χειροκροτήσεις γιατί είναι προχώ. Δεν έχω απάντηση. Ούτε στο αν μου άρεσε η παράσταση έχω απάντηση κι αν είναι η πίπα του αιώνα ή το κάτι άλλο. Στο πως πέρασα, έχω. Κα – τα – πλη –κτι –κά.
Αντί για το γιο ενός βιομηχάνου, κατά λάθος οι απαγωγείς παίρνουν το γιο του υπηρέτη του, ζητώντας ένα εξωφρενικό ποσό για λύτρα προκειμένου να μην τον δολοφονήσουν. Ο βιομήχανος που έχει επενδύσει αυτά τα χρήματα προκειμένου να εξαγοράσει μετοχές της εταιρείας από τους διεφθαρμένους συνεργάτες μπαίνει σε ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα εφόσον το παιδί δεν είναι δικό του. Η πρώτη ώρα μέσα στο θέατρο, είναι σκηνοθετημένη με εξαιρετική ατμοσφαιρική και χρωματική ακρίβεια σαν τα ιαπωνικά φιλμ του ’60 κι έναν υπόγειο αυτοσαρκασμό που σιγά σιγά, γίνεται όχι απλά υπέργειος αλλά αερόστατο. Με αφετηρία την ταινία του Κουροσάβα και την αμερικάνικη pulp λογοτεχνία μεταφερόμαστε κυριολεκτικά από τα ψηλά της Στέγης στα χαμηλά, σε έναν κόσμο που μοιάζει με b movie, το μισό γυρισμένο στα σκηνικά του Blade Runner και το άλλο μισό στην Αλαμάνα. Σαν παραγωγή, δεν υπάρχει αυτός ο άψογος συντονισμός, η σκηνογραφική επιλογή τόσων χώρων, η ακρίβεια του timing, (με τη βοήθεια ενός στρατού συνεργατών που δημιουργούν κατά κάποιο τρόπο το δικό τους θέατρο) και η σκηνοθετική ευρηματικότητα.
Το κείμενο από επιλογή ή όχι είναι ένα μη κείμενο, κείμενο no, όπως λέμε θέατρο No. Oι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που αναφέρονται στο πρόγραμμα όσον αφορά τους διαφορετικούς κόσμους και την αναζήτηση της αλήθειας στον καθένα, αντιληπτοί αλλά εξαφανισμένοι μέσα στον πυροβολισμό της αρνητικής ή θετική έκπληξης του όλου εγχειρήματος. Ο Σύλλας και η Γιούλα παίζουν ζαβολιά παιχνίδι με τον θεατή στη βάση του ποιος γίνεται πιο ρεζίλι; Εμείς με τα καμώματά μας ή εσύ που συμμετέχεις; Εν προκειμένω εγώ, ειδικά όταν η τραβεστί χόρευε Dead or Alive, πέταξα το μπουφάν μου στον αέρα και φορώντας (τυχαία το ορκίζομαι, μπλούζα “Μιss Saigon”) άρχισα να χορεύω μαζί της. Φαντάζομαι κι ελπίζω στις κανονικές παραστάσεις η αλληλεπίδραση του κόσμου να είναι αυτή που επιδιώκουν οι δημιουργοί και όχι η κρυοκωλίαση των δημοσιογράφων στην πλειοψηφία τους που παρακολουθήσαμε την generale.
Πιθανότατα η πιο απολαυστικά παρασάνδαλη στα όρια των αντοχών σου και της ύβρις, αριστουργηματικά κακή, πολυδιάστατα μονοδιάστατη τρικυμία εν κρανίω που έχω ζήσει ποτέ στη ζωή μου, είναι σίγουρα μια απόλυτη εμπειρία που δεν γίνεται να χάσεις και να ξεχάσεις. Σαν να βουτάς τους κουραμπιέδες σου σε LSD (ίσως γι ‘αυτό η πρεμιέρα είναι προγραμματισμένη ανήμερα Χριστούγεννα που τέτοια Χριστούγεννα δεν θα ξαναζήσεις . Στην τελική ας μην ξεχνάμε πως το θέατρο είναι μια τέχνη που πριν πάθει ασφυξία σε λουδοβίκειες σκηνές ή υπόγεια παραπήγματα τέχνης, γεννήθηκε εντελώς λαϊκά και φτηνά στο δρόμο, όποιος το ξεχνάει αυτό πάει από λάθος δρόμο και σίγουρα ο Σύλλας και η Γιούλα το έχουν κατανοήσει απόλυτα.
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ –Μικρή Σκηνή & Εκτός Στέγης
Φωτογραφίες από της πρόβες: Κική Παπαδοπούλου
Σχόλια για αυτό το άρθρο