“H Σωτηρία Μπέλλου τραγουδάει τον “Επιτάφιο” του Μίκη Θεοδωράκη! Πολύ ωραία ιδέα!” λέει ο Μάνος Χατζιδάκις και πίνει μια γουλιά από τον εσπρέσο του. Είναι αργά το βράδυ, άνοιξη του 1979, στο “Μαγεμένο Αυλό”. Ο Χατζιδάκις ετοιμάζει εδώ, το πρόγραμμα της Μεγάλης Εβδομάδας, για το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου της ΕΡΤ. Είμαι εδώ, μαζί με τον συνθέτη Δημήτρη Λέκκα και την Ρηνιώ Παπανικόλα, την μυθική βραχνή φωνή του ραδιοφώνου, για να του προτείνουμε αυτή την ιδέα. Ο Γιάννης Ρίτσος θα απαγγέλει το ποίημα και όταν φτάνει στα μέρη που έχουν μελοποιηθεί θα τραγουδάει η Μπέλλου. Εγώ θα σκηνοθετήσω, ο Λέκκας θα κάνει τις ενορχηστρώσεις και η Ρηνιώ, εκτός από τη μουσική επιμέλεια, θα μας φέρει σε επαφή με τον Ρίτσο, τον Θεοδωράκη και την Μπέλλου που τους ξέρει από παλιά, είναι φίλοι της. “Αριστούργημα!” μας λέει ο Χατζιδάκις. “Να το κάνετε αμέσως!”.
“Mην απελπίζεσαι και δεν θα αργήσει, κοντά σου θα ΄ρθει μια χαραυγή” τραγουδάει η Μπέλλου μαζί με τον Τσιτσάνη. Εχουμε έρθει στο “Χάραμα”, είναι και οι δύο στην πίστα, ο Τσιτσάνης λιτός, ασκητικός, σχεδόν ανέκφραστος, τραγουδάει με την ιδιότυπη φωνή του τα αθάνατα αριστουργήματά του. Δίπλα του η Σωτηρία, φοράει πουλόβερ και στενή φούστα, μαύρα αντρικά παπούτσια, μαλλιά κοντοκουρεμένα και σκούρα μυωπικά γυαλιά. Τραγουδάει και στο στόμα της λαμπυρίζουν δυο-τρία χρυσά δόντια. Μόλις μας βλέπει να μπαίνουμε, “Αφιερωμένο στην Ρηνιώ!” λέει και αρχίζει να τραγουδάει το “Απόψε κάνεις μπαμ!” βάζοντας και ένα “Ρηνιώ” στο τέλος: “Απόψε κάνεις μπαμ! Ρηνιώ, απόψε κάνεις μπαμ! Ρηνιώ, σε βλέπουν και φρενάρουνε και σταματούν τα τραμ, Ρηνιώ!”
Η Μπέλλου, που δεν κρύβει τις λεσβιακές προτιμήσεις της, γουστάρει την Ρηνιώ, όταν την πρωτοείδε, την πλησίασε και έσκυψε και της είπε σιγά στο αυτί: “Το ξέρω ότι με θέλεις. Είναι εδώ δίπλα ένα ξενοδοχείο. Πάω εγώ τώρα, έλα κι εσύ σε λίγο, γιατί δε θέλω να καρφωθούμε!” Η Ρηνιώ γέλασε και της εξήγησε πως δεν πάει με γυναίκες. “Εμένα μου είπαν ότι είσαι από τη Λέσβο”. “Μωρέ από τη Λέσβο είμαι, λεσβία δεν είμαι”. “Αμα σε γλείψω εγώ θα αλλάξεις γνώμη!” της απάντησε με σιγουριά η Σωτηρία αλλά αφού είδε και αποείδε πως δεν βγαίνει τίποτα, έγιναν φίλες. Να, τώρα την χαιρετάει από την πίστα και αφιερώνει και δεύτερο τραγούδι : “Για κοίτα κόσμε ένα κορμί, που μπήκε μες στο μαγαζί”…
Το πρόγραμμα στο “Χάραμα” τελείωσε χαράματα. Δεν είχα ξαναδεί ούτε τον Τσιτάνη ούτε την Μπέλλου στην πίστα. Ηταν μοναδική εμπειρία να ακούω αυτή τη συγκλονιστική φωνή να τραγουδάει με τέτοιο σπαραγμό. Μερικές φορές βούρκωσα. Αλλά και στα κεφάτα τραγούδια υπήρχε μια χαρμολύπη, δεν ήταν ξεφάντωμα πάνω στα τραπέζια. Ο κόσμος χόρευε σεμνά και ταπεινά, με τη σοφία των λαϊκών ανθρώπων που ξέρουν ότι αυτή η ζωή είναι της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη. Γι΄αυτό διασκέδαζαν χωρίς εξαλοσύνες, χωρίς υπερβολές, για να μην προκαλέσουν την τύχη τους. Αν κάποιος παραφερόταν, τον έβαζαν στη θέση του. Μια φορά κάποιος άρχισε να πετάει λουλούδια στην Σωτηρία. “Τι μου πετάς λουλούδια ρε μαλάκα; Πουτάνα είμαι και θες να με γαμήσεις;” του είπε η μεγάλη ρεμπέτισσα και του έκοψε τη φόρα. Ο Τσιτσάνης πάλι, που ήξερε κι αυτός την Ρηνιώ, έπαιξε για χάρη μας στο μπουζούκι, όλες εκείνα τα μυθικά ταξίμια του. Ξημερώματα, τραγούδησε μαζί με την Μπέλλου το “Μινόρε της αυγής” και μετά έσκυψε στο μικρόφωνο, “Αντε, πηγαίνετε τώρα στα σπίτια σας!” είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Περιμέναμε λίγο να φύγει ο κόσμος και μετά πήγαμε στα καμαρίνια.
Περάσαμε πρώτα από τον Τσιτσάνη, έσκυψα και του φίλησα το χέρι. Το τράβηξε ντροπαλά. “Δεσπότης είμαι;” μου είπε και γέλασε αμήχανα. “Αρχιεπίσκοπος!” του απαντάω. Γέλασε πάλι και μετά άρχισε να μιλάει με την Ρηνιώ. Πήγαμε μετά στο καμαρίνι της Μπέλλου και της εξηγήσαμε το λόγο της επίσκεψης. “Αφού είστε φίλοι της Ρηνιώς, θα το κάνω. Να έρθετε όμως στο σπίτι μου, να συζητήσουμε με την ησυχία μας”. “Πού είναι το σπίτι;” “Στα Σπάτα”.”Πώς θα το βρούμε;” “Oποιον να ρωτήσετε που είναι το παλατάκι της Μπέλλου, θα σας πει. Ελάτε τη Δευτέρα που έχω ρεπό”.
“Σωτηρία! Σωτηρία!” φωνάζουμε και οι τρεις έξω από το σπίτι της. Δευτέρα μεσημέρι, με το σιέλ Φολκσφάγκεν της Ρηνιώς, έχουμε πάει στα Σπάτα. “Πού είναι το παλατάκι της Μπέλλου;” Μας έδειξαν ένα νεόχτιστο διώροφο, με κάτι κολόνες στην είσοδο (εξ ου και παλατάκι) κι ένα μεγάλο φράχτη γύρω-γύρω. Χτυπήσαμε το κουδούνι, ξαναχτυπήσαμε, εμφανίστηκε πρώτα μια γάτα, εμφανίστηκε ένας σκύλος, η Μπέλλου πουθενά! Συνεχίσαμε να φωνάζουμε. Με τα πολλά, ανοίγει νευριασμένη το παράθυρο. “Τι θέλετε ρε πούστηδες;” βλέπει την Ρηνιώ, ” Α, Ρηνάκι εσύ είσαι;” έρχεται και μας ανοίγει. “Δεν σας είδα καλά και επειδή χρωστάω κάτι λεφτά, κρύβομαι” δικαιολογείται. Η Σωτηρία παίζει μανιωδώς χαρτιά, ζάρια, ό,τι τυχερό παιχνίδι μπορείς να φανταστείς και έχει χάσει περιουσίες, είναι το πάθος της. “Ευτυχώς όμως που γνώρισα την Τασούλα!” και μας δείχνει μια κοπέλα που σκάβει στο μποστάνι. “Της δίνω κάθε βράδυ το μεροκάματο από το μαγαζί και το βάζει στην τράπεζα. Ετσι χτίσαμε το παλατάκι”. “Και γιατί σε κυνηγάνε, αφού έχεις κόψει το τζόγο;” “Ε, Ρηνάκι, παλιές αμαρτίες, που να σου λέω τώρα!”
Μας οδηγεί στο πίσω μέρος του σπιτιού, σε μια μεγάλη αυλή. Δίπλα υπάρχει ένα μποστάνι με δέντρα και κηπευτικά. Ερχεται η Τασούλα. Είναι νεώτερη από την Μπέλλου, μελαχρινή, με κοντό μαλλί. Φοράει φόρμα και γαλότσες. “Εδώ ότι τρώμε είναι από τον κήπο μας. Δεν τρώμε εμείς τα ραντισμένα!” λέει και βγάζει μεζέδες και ούζο. Η Σωτηρία και η Ρηνιώ καπνίζουν μανιωδώς και λένε ιστορίες από τα παλιά. Η Σωτηρία δεν μασάει τα λόγια της, είναι αθυρόστομη. “Ολοι οι άντρες είναι πούστηδες!” λέει κάποια στιγμή, μετά καταλαβαίνει την γκάφα της, “Εξαιρούνται οι παρόντες!” συμπληρώνει και γελάει εγκάρδια, τα χρυσά της δόντια λάμπουν στον ανοιξιάτικο ήλιο.
“Πες την ιστορία με τον άντρα σου, να καταλάβουν τα παιδιά!” την παροτρύνει η Ρηνιώ. “Τι να πω ρε Ρηνιώ; Με πάντρεψαν με ένα μεθύστακα! Ημουν 18 χρονών κορίτσι κι αυτός ερχόταν κάθε βράδυ μεθυσμένος σπίτι και ξέσπαγε πάνω μου. Μια-δυο-τρεις, στο τέλος δεν άντεξα, του έριξα βιτριόλι στη μούρη! Με καταδίκασαν 3 χρόνια φυλάκιση, έμεινα μέσα 6 μήνες και μετά με άφησαν ελεύθερη. Γύρισα στο χωριό μου, στην Εύβοια. Χάλια λεγόταν το χωριό και πραγματικά όλα εκεί ήταν μαύρα χάλια. Ρουφιανιά, κουτσομπολιό, ο ένας να βγάλει το μάτι του αλλουνού. Δεν άντεξα, τσακώθηκα με τον πατέρα μου, σηκώθηκα και έφυγα, τους είπα εγώ πάω στην Αθήνα και θα γίνω μεγάλη και τρανή! Ελα όμως που ήταν 28 Οκτωβρίου του 1940! Ηταν η μέρα που κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Σφύριζαν οι σειρήνες, τρέχανε οι έφεδροι να καταταγούν κι εγώ έψαχνα ένα τρένο για να κατέβω στην Αθήνα. Ε, με τα πολλά χώθηκα σε ένα και έφτασα, ύστερα από μια ολόκληρη ημέρα ταξίδι!”.
“Και πως έζησες εδώ στην Αθήνα; Τραγούδαγες σε κάποιο μαγαζί;” τη ρωτάει ο Λέκκας. “Ποιο μαγαζί; Υπηρέτρια πήγα σε ένα σπίτι και έπλενα, καθάριζα, σερβίριζα, μια οικογένεια, πέντε άτομα. Ομως τσακώθηκα, ήμουν ατίθασος χαρακτήρας και δεν σήκωνα μύγα πάνω στο σπαθί μου, σηκώθηκα και έφυγα. Πήγα στην Ομόνοια, εκεί είδα πως μερικοί είχαν καρότσια και έκαναν μεταφορές, κουβαλούσαν βαλίτσες, έπιπλα, διάφορα. Εφτιαξα κι εγώ ένα καρότσι και άρχισα να κουβαλάω πράγματα. Με τα πόδια, πήγαινα στο Παγκράτι, στους Αμπελοκήπους, στην Καλλιθέα, παντού. Ηρθε όμως η Κατοχή και σταμάτησα. Τι να κουβαλήσω; Πεθαμένους από την πείνα; Δεν άντεχε η ψυχή μου. Πήρα μια κιθάρα και άρχισα να τριγυρίζω τα ταβερνάκια και να τραγουδάω”.
“Στο κόμμα πότε μπήκες;” τη ρωτάει η Ρηνιώ και ανάβει ένα ακόμα άφιλτρο τσιγάρο Sante. “Στην Κατοχή. Αλλά με κάρφωσε ένας πούστης, με πιάσανε και με κλείσανε στη φυλακή. Εκεί να δεις πείνα και δυστυχία. Δέκα γυναίκες στο κελί και είχαμε μόνο μια κουβέρτα για να σκεπαστούμε. Κοιμόμασταν στο πάτωμα, πάνω στις ακαθαρσίες. Και ξύλο! Ξύλο να δουν τα μάτια σου! Με τον υποκόπανο του όπλου μας χτυπούσαν. Εμένα με σακατέψανε, μου σπάσανε τα δόντια. Αχ ρε Ρηνιώ, μη με βάζεις να τα θυμάμαι, γιατί μετά τα βλέπω στον ύπνο μου και έχω εφιάλτες!” “Πες μου μονάχα αυτό, γιατί θέλω να το σημειώσω, με τον Τσιτσάνη πως γνωριστήκατε;” “Ηταν μετά την απελευθέρωση, το 1948. Ηρθε και με άκουσε σε μια ταβέρνα που τραγουδούσα. Του άρεσε πολύ η φωνή μου. Ο Βασίλης με έκανε τραγουδίστρια. Με πήρε και με πήγε στο στούντιο της Κολούμπια και ξέρεις ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που ηχογραφήσαμε; Η “Συννεφιασμένη Κυριακή”! Μωρή Τασούλα! Φέρε μωρή ούζο και κανά μεζέ, τα έχουμε φάει όλα εδώ πέρα!”
Ενώ μιλάμε, ρίχνει κάτω στο έδαφος ψίχουλα από ψωμί. Αμέσως εμφανίζονται καμιά δεκαριά περιστέρια και αρχίζουν να τσιμπολογούν. Τα διώχνει και αυτά μετά από λίγο επιστρέφουν. “Βρωμοπούλια!” σχολιάζει “Ολη την ημέρα δεν κάνουν τίποτα, γουργουρίζουν, κουτσουλάνε, ζευγαρώνουν και μετά τρώνε τα παιδιά τους! Και ύστερα σου λέει ότι είναι το σύμβολο της ειρήνης!” Και όπως μιλάει, με μια αστραπιαία κίνηση, αρπάζει ένα περιστέρι, του στρίβει το λαιμό, τραβάει και του κόβει το κεφάλι με τα χέρια της και ατάραχη αρχίζει να το ξεπουπουλιάζει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας! “Μείνετε, θα φάμε πιτσούνι σαλμί με ρύζι!” μας ανακοινώνει κι ενώ εμείς έχουμε φρικάρει, αυτή, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, συνεχίζει το ξεπουπούλιασμα. “Τι είναι το πιτσούνι σαλμί;” ρωτάω, πιο πολύ για να πω κάτι, παρά γιατί ενδιαφέρομαι να μάθω. “Είναι περιστέρι με κόκκινη σάλτσα, αλλά χωρίς κρεμμύδια” μου απαντάει η Ρηνιώ που είναι σπουδαία μαγείρισσα. ” Στην Κατοχή, τα μισά περιστέρια της Αθήνας τα είχαν φάει οι γάτες και τα άλλα μισά τα είχα φάει εγώ! ” λέει η Σωτηρία, τελειώνει το ξεπουπούλιασμα, δίνει το περιστέρι στην Τασούλα, γυρνάει σε εμάς, “Πάμε τώρα να σας δείξω το παλατάκι μου!”
Μπαίνουμε μέσα στο σπίτι, μας πάει στο σαλόνι. Ολα τα έπιπλα είναι σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια, ” να μην σκονίζονται”, σε μια γωνιά άθικτο μέσα στο κουτί του, ένα πικάπ Technics “το πήρα από την Αμερική, αλλά δεν το έχω συνδέσει ακόμα”, ανοίγει τη σερβάντα και μας δείχνει ασημένια μαχαιροπίρουνα τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτες “τα αγόρασα από τη Ρωσία, είναι ατόφιο ασήμι”. Υπάρχει μια μεγάλη δρύινη τραπεζαρία με 12 σκαλιστές καρέκλες “παραγγελία την έκανα στον Βαράγκη, δεν την έχω ξεχρεώσει ακόμα” και ένας πελώριος καθρέφτης “και αυτόν από τη Ρωσία τον πήρα, ήταν του Τσάρου”. Ανεβαίνουμε μια σκάλα που οδηγεί στον πάνω όροφο.
Στην κρεβατοκάμαρα υπάρχει ένα εικονοστάσι με πολλές εικόνες αγίων αλλά και φωτογραφίες του πατέρα και του παππού της. “Εσύ μια κομουνίστρια και έχεις ένα τέτοιο εικονοστάσι;” τη ρωτάει η Ρηνιώ. “Ααα, Ρηνάκι, ο παππούς μου ήταν παππάς. Στην εκκλησία έμαθα θα τραγουδάω. Ο Χριστός ήταν ο πρώτος κομμουνιστής. Μπορεί εγώ να έχω τις πολιτικές ιδέες μου, αλλά δεν θα ξεχάσω και τις παραδόσεις μας. Εγώ το καντηλάκι μου το ανάβω κάθε βράδυ!” Κάνει το σταυρό της και μετά χαϊδεύει μια τεράστια κούκλα που κάθεται με ανοιχτά τα χέρια, πάνω στο κρεββάτι, βγαίνουμε στο διάδρομο. Στη μια πλευρά του υπάρχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη. “Να Ρηνιώ, εδώ έχω όλα τα κομμουνιστικά! Το “Κεφάλαιο” του Μαρξ, την Ιστορία του Αντάρτικου, τη Μεγάλη Ρώσικη Εγκυκλοπαίδεια, όλα είναι εδώ.” Απέναντι ο τοίχος είναι γεμάτος κάδρα με φωτογραφίες, τοπία, δυο πίνακες του Τσαρούχη, ανάμεσά τους διακρίνω και μια φωτογραφία του Κρίστοφερ Λη, σαν Δράκουλα, με αφιέρωση. “Τι είναι αυτό;” ρωτάω ξαφνιασμένος. “Α, δεν το ξέρεις; Ο Δράκουλας είναι μεγάλος θαυμαστής μου! Εχει όλους τους δίσκους μου και τους ακούει με μανία! Κάθε φορά που πηγαίνω στην Αμερική, έρχεται στις συναυλίες μου!”
Επιστρέφουμε στην τραπεζαρία, η Τασούλα έχει βρει ένα παλιό πικάπ και o Λέκκας βάζει το δίσκο με τον “Επιτάφιο” να παίξει. Το πικάπ κλαίει, “χάλια το λέει ο Μπιθικώτσης” σχολιάζει η Μπέλλου.Της εξηγούμε ότι δεν φταίει ο Μπιθικώτσης αλλά το πικάπ που χάνει στροφές, δεν φαίνεται να πείθεται. Σηκώνεται, μας φέρνει αυγοτάραχο για μεζέ, ακούμε το δίσκο και πίνουμε ούζο, κάποια στιγμή τελειώνει, πέφτει σιωπή. Κρεμόμαστε, στην κυριολεξία, από τα χείλη της. “Ωραίο” λέει και σβήνει το χιλιοστό τσιγάρο της σε ένα κρυστάλλινο τασάκι. “Ωραίο, αλλά δεν θα το πω, δεν έχει στρογγυλά λόγια”. Είναι μια φράση που θα άκουγα μετά από χρόνια να τη λέει και η Ρίτα Σακελλαρίου. “Τι σημαίνει στρογγυλά λόγια;” “Να είναι μικρότεροι οι στίχοι και να έχει ομοιοκαταληξίες για να τα θυμάμαι”. “Μα έχει ομοιοκαταληξίες”. “Ναι, αλλά αυτό είναι ολόκληρο κατεβατό. Που να το θυμηθώ;” “Μα θα τα έχεις γραμμένα τα λόγια, όταν θα το ηχογραφήσουμε ,μπροστά σου” της εξηγεί ο Λέκκας “Κι αν μου ζητήσουνε στο μαγαζί να τους το πω; Πώς θα το λέω; Θα βγάζω το χαρτί και θα τα διαβάζω; Οχι παιδιά μην επιμένετε! Δεν θα το τραγουδήσω!” “Μα θα σου ζητήσουν να πεις τον “Επιτάφιο” στο μαγαζί;” προσπαθεί να την μεταπείσει η Ρηνιώ. “Γιατί; Mια χαρά ζεϊμπεκιά είναι το πρώτο τραγούδι” λέει και ξαφνικά εκεί στη δρύινη τραπεζαρία, αρχίζει και τραγουδάει: “Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου…” με ένα τέτοιο πόνο και σπαραγμό που μένουμε αγάλματα. Πάνω που έχουμε ανατριχιάσει και την ακούμε συγκλονισμένοι, σταματάει, γυρίζει προς την κουζίνα και φωνάζει: “Mωρή Τασούλα, τι γίνεται εκείνο το πιτσούνι; Πότε θα είναι έτοιμο;”
Oχι, δεν φάγαμε το άτυχο περιστέρι, που πριν λίγη ώρα περπατούσε αμέριμνο ανάμεσά μας. Ευτυχώς είχε αρχίσει η νηστεία για το Πάσχα και σα να είχαμε συνεννοηθεί και οι τρεις, “Εμείς νηστεύουμε!” είπαμε με μια φωνή. “Αντε ρε φάτε, δεν έχουν σημασία τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα, το είπε και ο Χριστός” προσπάθησε να μας πείσει, αλλά είμαστε ανένδοτοι. Φάγαμε όμως το νοστιμότατο ρύζι, τη σαλάτα από το αγρόκτημα και ύστερα ντίρλα από τα ούζα (που δεν τα νηστέψαμε καθόλου) παρακαλέσαμε την Σωτηρία να μας τραγουδήσει το “Δυο πόρτες έχει η ζωή”. Και δακρύσαμε εκείνη τη Σαρακοστή του 1979 για αυτή τη ζωή, που είναι ένα ψέμα, μια ανάσα μια πνοή και σα λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή.
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο