Όταν ο Κωνσταντίνος Κακανιάς είδε για πρώτη φορά το Αστείο Κορίτσι σε έναν κεντρικό κινηματογράφο της Αθήνας, σε μια στιγμή που το Λος Άντζελες και η βιομηχανία του σινεμά έμοιαζαν (και ήταν) ένας άλλος πλανήτης, δεν του περνούσε ποτέ από το μυαλό (από ένα μυαλό που δεν του λείπει καθόλου η φαντασία) ότι θα ερχόταν η μέρα που αυτή η εμβληματική ταινία του Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’60 θα επέστρεφε στη ζωή του δεκαετίες μετά με τον πιο θεαματικό και ταυτόχρονα με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Βρισκόμαστε στο 2017 και το τηλέφωνο του διάσημου και εγκατεστημένου στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980 Έλληνα εικονογράφου χτυπάει. Τίποτα το περίεργο, ο επαγγελματικός και κοινωνικός κύκλος του Κωνσταντίνου είναι σχεδόν απεριόριστος και εκτείνεται σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του παλλόμενου Λος Άντζελες, μεταμορφώνοντας την αμερικανική μητρόπολη τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε παγκόσμιο καλλιτεχνικό κέντρο. Στην άλλη γραμμή είναι o ντιζάινερ Ρομάν Αλόνσο από το Commune, ένα από τα πιο σημαντικά δημιουργικά γραφεία της πόλης, και είναι πολύ σαφής: τον προσκαλεί να υποβάλει ιδέες και προσχέδια για τις τοιχογραφίες που θα διακοσμήσουν το εστιατόριο του υπό κατασκευή εκείνη την περίοδο Μουσείου της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Ο Κωνσταντίνος δεν έπρεπε να σκεφτεί κάτι από το μηδέν. «Η ιδέα ήταν να δημιουργηθούν τοιχογραφίες που θα γιόρταζαν τη ζωή της σπουδαίας ηθοποιού και κωμικού Φάνι Μπράις (Fanny Brice, 1891-1951), πάνω στην οποία βασίστηκε το μιούζικαλ στην αρχή και στη συνέχεια η διάσημη ταινία με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Ομάρ Σαρίφ Funny Face, δηλαδή το Αστείο Κορίτσι», μου εξηγεί ο Κωνσταντίνος Κακανιάς. «Ενθουσιάστηκα πραγματικά με την πρόταση, γιατί αυτή την ταινία την αγάπησα τόσο πολύ από την αρχή και, πέρα από την πρώτη φορά στην Αθήνα, την έχω ξαναδεί άπειρες φορές». H σύνδεση του εστιατορίου με τη Φάνι Μπράις οφείλεται στο πολύ απλό γεγονός ότι η εγγονή της Wendy Stark θα χρηματοδοτούσε τη δημιουργία και τη διαμόρφωσή του, γι’ αυτό και τελικά πήρε και το όνομα της, λέγεται Fanny’s. Ο Έλληνας καλλιτέχνης πήρε την πρόταση πολύ σοβαρά («δεν το κάνω πάντα», μου λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου), κλείστηκε στο ατελιέ του για μία εβδομάδα και δεν ασχολήθηκε με τίποτε άλλο. Σε λιγότερο από δέκα ημέρες υπέβαλε τα σχέδιά του στην Ακαδημία Κινηματογράφου, στους επικεφαλής του Commune, στην ομάδα του Ρέντσο Πιάνο (ο Ιταλός αρχιτέκτονας είχε αναλάβει τη μελέτη του νέου μουσείου) αλλά και στους δωρητές. Και μετά… το κενό, η απόλυτη σιγή. «Για τρία χρόνια δεν είχα κανένα απολύτως νέο τους».
Ο από μηχανής Θεός
Ο Κωνσταντίνος Κακανιάς δεν ήταν ο μόνος που θα περίμενε τόσο πολύ για μια απάντηση. Το πολυδιαφημισμένο σχέδιο για ένα πραγματικό Μουσείο των Όσκαρ έμοιαζε με εκείνα τα καταραμένα πρότζεκτ που εκτροχιάζονται πολύ εύκολα, βγαίνουν διαρκώς εκτός χρονοδιαγράμματος και των οποίων ο αρχικός προϋπολογισμός εκτοξεύεται σε όλο και πιο δυσθεώρητα ύψη. Σκεφτείτε κάτι ανάλογο με το μετρό της Θεσσαλονίκης, για να έχετε μια ιδέα. Ο συναγερμός είχε ήδη χτυπήσει ανάμεσα στα ανώτερα κλιμάκια της Ακαδημίας, που δεν ήθελαν έναν ακόμα λόγο για να στρέψουν την κακή δημοσιότητα πάνω τους· ο ετήσιος χορός επικρίσεων και αμφισβήτησης των βραβείων Όσκαρ έφτανε και περίσσευε.
Έτσι, το καλοκαίρι του 2019 κλήθηκε ως από μηχανής Θεός ο Μπιλ Κρέιμερ, φιγούρα πασίγνωστη και ιδιαίτερα αγαπητή στον κόσμο του θεάματος και πρώην διευθυντής εξεύρεσης πόρων του ιδρύματος. Και ο Κρέιμερ έκανε το θαύμα του. Σε λιγότερο από δύο χρόνια, στις 30 Σεπτεμβρίου του 2021, το νέο μουσείο άνοιγε επιτέλους τις πόρτες του. Με καθυστέρηση τεσσάρων ετών και με μια φαντασμαγορική υπέρβαση του προϋπολογισμού, που άγγιξε σχεδόν το 100% (κόστισε τελικά 480 εκατ. δολάρια). Αλλά ο Κρέιμερ δεν χρεώθηκε τίποτε από όλα αυτά· αντίθετα του πιστώθηκε η ορμή ενός θεαματικού photo finish, η επιστράτευση «ιερών τεράτων» της βιομηχανίας (από την Μπάρμπρα Στρέιζαντ μέχρι τον Τομ Χανκς και τον Σπάικ Λι) και η σοφία να προσαρμόσει ένα μουσείο αρχικά προορισμένο να προσελκύσει αποκλειστικά τουρίστες που θα φωτογραφίζονταν μπροστά στα «πραγματικά» σαγόνια του καρχαρία σε έναν πολύ πιο σύνθετο σινεφίλ προορισμό, που θα αφουγκράζεται τα αιτήματα της εποχής του #MeToo και του #BlackLivesMatter. Έχοντας την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του, τον ρωτάω ευθέως πώς αισθάνεται που όλα τα αμερικανικά media τον θεωρούν πραγματικό σωτήρα του Μουσείου της Ακαδημίας. Δείχνει, όμως, ταπεινοφροσύνη και κάνει αμέσως λόγο για ένα συλλογικό εγχείρημα: «Η διαδικασία μάς έδωσε απίστευτες ευκαιρίες να φέρουμε μέλη της Ακαδημίας και τους δημιουργούς του κινηματογράφου κοντά στο έργο, έτσι ώστε να βάλουμε τις βάσεις για δυναμικές και ισχυρές εκθέσεις και προγράμματα. Νομίζω ότι ανοίγουμε την ιδανική στιγμή· είναι μια στιγμή που οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να μαζευτούν για να γιορτάσουν».
Τόπος γιορτής και αλήθειας
Το μουσείο, το οποίο έχει έκταση 27.870 τ.μ., περιέχει μια τεράστια συλλογή αναμνηστικών από ταινίες που άφησαν εποχή, όπως σκηνικά, κοστούμια, σκηνικά, ενώ διαθέτει διαδραστικές εγκαταστάσεις και δύο κινηματογραφικές αίθουσες. Η μία από τις δύο, χωρητικότητας 1.000 θεατών, στεγάζεται στη θεαματική Σφαίρα, μια κυλινδρική κατασκευή από σκυρόδεμα και γυαλί, το αρχιτεκτονικό έμβλημα της σύνθεσης που σχεδίασε ο Ρέντσο Πιάνο και οι συνεργάτες του με θέα το Χόλιγουντ Χιλς. Το μεγαλύτερο μέρος των εγκαταστάσεων (και το μισό εστιατόριο) αναπτύσσεται στο αναμορφωμένο May Building, ένα πολυκατάστημα της δεκαετίας του 1930 στα πρότυπα του αριστουργηματικού Streamline Moderne, αισθητικής παραφυάδας του International Style. Στη σύντομη συζήτησή μου με τον Κρέιμερ, επιμένω στο δικό του όραμα και φιλοσοφία. «Το Μουσείο της Ακαδημίας είναι ένας τόπος γιορτής, ανακάλυψης και λόγου, τρία πράγματα που χρειαζόμαστε όλοι, τώρα περισσότερο από ποτέ. Ο κόσμος και η βιομηχανία της ψυχαγωγίας αλλάζουν γρήγορα και το Μουσείο της Ακαδημίας υπενθυμίζει στους ανθρώπους τη δύναμη και την τέχνη των ταινιών και πώς αυτές μάς ενώνουν για να δημιουργήσουμε ενσυναίσθηση και κατανόηση. Με δύο αίθουσες αιχμής, είμαστε σε θέση να παρέχουμε μια απίστευτη πλατφόρμα για να παρακολουθούν οι άνθρωποι ταινίες με τον τρόπο που προορίζονταν – σε μια κινηματογραφική αίθουσα! Είναι επίσης ένα σπίτι για την επούλωση πληγών αλλά και τη δημιουργία νέων, σύνθετων αφηγήσεων για την ιστορία μας».
Σε αυτό το πλαίσιο, πάντα σύμφωνα με τον Κρέιμερ, το μουσείο δεν θα προσπαθήσει να κρύψει την προβληματική ιστορία της βιομηχανίας, μιλώντας για τα θέματα ρατσισμού και διαφορετικότητας. Για παράδειγμα, μια γκαλερί για την ιστορία των Όσκαρ θα παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, την αντιμετώπιση της Χάτι ΜακΝτάνιελ, της πρώτης μαύρης γυναίκας ηθοποιού που κέρδισε Όσκαρ για την ερμηνεία της στο Όσα παίρνει ο άνεμος. Επίσης, άλλη γκαλερί θα εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι ταινίες αντικατοπτρίζουν και επηρεάζουν τον κόσμο μας, αγγίζοντας τα κινήματα #BlackLivesMatter και #MeToo, καθώς και τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και της κλιματικής αλλαγής.
Ραντεβού στο κόκκινο χαλί
Στα φαντασμαγορικά εγκαίνια της τελευταίας ημέρας του Σεπτεμβρίου έδωσε φυσικά το «παρών» και ο Κωνσταντίνος Κακανιάς· ανάμεσα σε πλήθος διασημοτήτων που ήρθαν για να τιμήσει την αφοσίωση και το όραμα του Κρέιμερ, των συνεργατών του και της ίδιας της Ακαδημίας. Ο Έλληνας δημιουργός είναι δικαίως περήφανος για τη δουλειά του στο εστιατόριο, τοιχογραφίες στο υπέροχα αναγνωρίσιμο εικονογραφικό του στιλ που συναντάμε και σε αντικείμενα και παραφερνάλια που πωλούνται στο πωλητήριο του μουσείου.
Τον ρωτάω για την υποδοχή του νέου προορισμού από τον κόσμο του Λος Άντζελες. «Το μουσείο βρίσκεται δίπλα στο LACMA, το οποίο είναι το μεγαλύτερο μουσείο τέχνης στη Δυτική Ακτή. Αν το σκεφτείς, είναι απίστευτο που για τόσα χρόνια το κέντρο της βιομηχανίας του κινηματογράφου δεν διέθετε ένα σωστό μουσείο». Η κουβέντα μας με τον Κωνσταντίνο πηγαίνει αναπόφευκτα στη δική του σχέση με το σινεμά. «Αγαπώ τον κινηματογράφο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Αλλά ποιος δεν αγαπάει τις ταινίες; Η πρώτη ταινία που παρακολούθησα ήταν το Fantasia, ο πατέρας μου μας πήγε στο Αττικόν. Μαγεύτηκα. Έχω παρακολουθήσει άπειρες ταινίες. Είναι πραγματικά η κύρια ψυχαγωγία μου. Πριν από τον Covid με τον σύζυγό μου πηγαίναμε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα στον κινηματογράφο. Όταν είμαι πεσμένος ψυχολογικά και χρειάζομαι λίγη ανύψωση, απλώς βλέπω μια ταινία. Κατά προτίμηση μια κωμωδία screwball της δεκαετίας του ’30. Πάντα λειτουργεί». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, προσθέτει. «Όταν μετακόμισα στο Λος Άντζελες, το πρώτο μου σπίτι ήταν η κουζίνα του Maurice Chevalier – που μετατράπηκε σε διαμέρισμα. Μετά μετακόμισα στην αίθουσα χορού της Barbara Stanwyck! Ένιωσα σπίτι μου. Το παλιό Χόλιγουντ με ταΐζει ακόμη», λέει και γελάει αυθόρμητα. «Επίσης, υπάρχει κάτι υπέροχα απελευθερωτικό στο να ζεις στο Λος Άντζελες αλλά να μη χρειάζεται να εργάζεσαι για τη “βιομηχανία”».
Τελευταία ερώτηση: πόσο κοντά αισθάνεται στον θεσμό των Όσκαρ; «Ω, έχω πάει κι εγώ σε πάρα πολλά πάρτι Όσκαρ, στα είκοσι δύο χρόνια που ζω στο Λος Άντζελες. Όμως δεν έχω πάει ποτέ στην πραγματική τελετή. Ίσως το κάνω σύντομα», μας λέει με νόημα.
Περισσότερα στο kathimerini.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο