Στο Αεροδρόμιο του Αμβούργου η βροχή έχει σταματήσει. Tο Boeing της Lufthansa μέσα στο οποίο είμαι κι εγώ, κάνει κύκλους μέχρι να έρθει η σειρά του να προσγειωθεί. Εχω ιδρώσει, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελλή, λέω από μέσα μου συνέχεια το “Πάτερ Ημών” και με τα χέρια γαντζωμένα στα χερούλια του καθίσματος περιμένω να δω τι θα γίνει. Τι τα θέλω τα ταξίδια αφού φοβάμαι τα αεροπλάνα; Δεν γινόταν όμως αλλιώς. Η Βίκυ Λέανδρος, η αγαπημένη μου τραγουδίστρια, ετοιμάζει δίσκο στα ελληνικά και από την Polygram έχουν στείλει εμένα εδώ, για να γράψω όλους τους στίχους. Την λατρεύω την Βίκυ, δεν θα μπορούσα να χάσω αυτή την ευκαιρία, έτσι, παρ΄όλο τον φόβο μου για τα αεροπλάνα, πήρα ένα χάπι, ήπια και τρία ουίσκια και να ‘ μαι τώρα να περιμένω την προσγείωση.
Το αεροπλανο μπαίνει στην τελική ευθεία. Φτάνει στο έδαφος, αρχίζει να τρέχει στον βρεγμένο διάδρομο, πριν το καταλάβουμε έχει προσγειωθεί. Οι επιβάτες, Ελληνες οι περισσότεροι, χειροκροτούν τον πιλότο και μετά ορμάνε όλοι μαζί στην έξοδο. Κάνω το σταυρό μου, δόξα τω Θεώ, το μαρτύριό μου πήρε τέλος, παίρνω την βαλίτσα μου, μπαίνω στο λεωφορείο, περνάω από τον έλεγχο. “Για ποιο λόγο ήρθατε στην Δυτική Γερμανία;” με ρωτάει λίγο αυστηρά ο μπάτσος, στον έλεγχο διαβατηρίων. Η Γερμανία εκείνη την εποχή ήταν χωρισμένη σε Ανατολική και Δυτική, η Ανατολική ήταν κομμουνιστική και η Δυτική ήταν καπιταλιστική. “Ηρθα για να γράψω στίχους στην Βίκυ Λέανδρος” λέω του Γερμαναρά, λίγο φοβισμένος. “Βίκυ Λεάντρος!” επαναλαμβάνει και με κοιτάει με θαυμασμό. Μου σφραγίζει αμέσως το διαβατήριο, “Willkommen!” λέει με ένα τεράστιο χαμόγελο και με αφήνει να περάσω.
Στην έξοδο με περιμένει ο Εnno von Ruffin, ο άντρας της Βίκυς. Είναι ένας ψηλός, όμορφος άντρας, με ευγενικά χαρακτηριστικά και με τον τίτλο του βαρόνου. Μπαίνω στην Mercedes και κατευθυνόμαστε προς το ξενοδοχείο. Είναι 5 το απόγευμα αλλά έχει ήδη νυχτώσει, τα φώτα στους δρόμους και στα διαμερίσματα είναι αναμμένα, παρατηρώ ότι τα παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες δεν έχουν κουρτίνες. Ρωτάω γιατί, ο Εnno μου εξηγεί ότι το κάνουν επειδή σαν προτεστάντες, θεωρούν ότι δεν έχουν κάτι να κρύψουν. Δεν πολυκαταλαβαίνω. “Καλά και όταν θέλουν να κάνουν σεξ, τους βλέπει όλος ο κόσμος;” “Οχι, οι κρεβατοκάμαρες είναι στην πίσω πλευρά, δεν φαίνονται από το δρόμο”. Θέλω να ρωτήσω περισσότερα, αλλά έχουμε πλέον φτάσει μπροστά στο ξενοδοχείο, κοντά στην πλατεία St Pauli.
Τα πράγματα είναι πιο ζωντανά εδώ πέρα. Υπάρχει παντού κίνηση, νεολαία στο δρόμο, κόσμος στα μαγαζιά και στα εστιατόρια, μέχρι και sex shops υπάρχουν, με κόκκινες επιγραφές από νέον, που διαφημίζουν την πραμμάτεια τους. Χαζεύω σαν βλάχος, ο βαρόνος το βλέπει, “Σε όλα τα μαγαζιά μπορείς να πας” μου λέει σοβαρά, “εκτός από αυτό!” και μου δείχνει ένα πανύψηλο κτίριο με την επιγραφή “Casino Esplanade”. “Μην ανησυχείς, δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου σε Καζίνο!” Χαμογελάει. “Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά” λέει αινιγματικά, με ενημερώνει ότι την επομένη, στις 9 το πρωί θα έρθει η Βίκυ στο ξενοδοχείο και φεύγει.
Ανεβαίνω στο δωμάτιό μου, που ευτυχώς έχει κουρτίνες. Πάω να τις κλείσω για να κοιμηθώ λίγο, βλέπω ξανά το φωτισμένο Καζίνο και με καβαλάει ο διάολος. Σκέφτομαι πως δεν έχω πάει ποτέ να δοκιμάσω την τύχη μου, να δω πως είναι ο τζόγος, να έχω μια εμπειρία βρε αδελφέ που θα μου είναι χρήσιμη και για ένα στίχο, για ένα τραγούδι! Εμεινα για λίγο με την κουρτίνα στα χέρια και μετά σαν υπνωτισμένος, πήρα το διαβατήριο και όλο το συνάλλαγμα (500 μάρκα) και βγήκα. Εξω, η βροχή έχει ξαναρχίσει και η νύχτα έχει αρχίσει να πέφτει βαριά πάνω από την πλατεία St Pauli… Αρχικά κέρδισα 600 μάρκα στην ρουλέτα. Δεν ξέρω αν ήταν η τύχη του πρωτάρη ή κόλπο του μαγαζιού για να τσιμπήσω, όμως όταν κερδίζεις, ποτέ δεν σηκώνεσαι να φύγεις. Φουντώνει μεσα σου η πλεονεξία και ξαναπαίζεις. Ετσι κι εγώ. Επαιξα τα 600 μάρκα στο μπλακ τζακ μαζί με 400 μάρκα από το συνάλλαγμα, σύνολο 1000 μάρκα δηλαδή, και τα έχασα όλα! Είχαν μείνει 100 μάρκα. Κράτησα 10 μάρκα για τα τσιγάρα μου, τα υπόλοιπα τα έπαιξα στα φρουτάκια και τα έχασα κι αυτά! Ταπί και καθόλου ψύχραιμος, με τρομερά νεύρα για τη μαλακία που είχα κάνει, βγήκα έξω, αγόρασα ένα βουρστ από το δρόμο, το έφαγα μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο, ανέβηκα στο δωμάτιο, έκανα ένα καυτό ντουζ και έπεσα για ύπνο. Το πρωί θα ερχόταν η Βίκυ για να γνωριστούμε και να μιλήσουμε για τον δίσκο. Επρεπε να είμαι ξεκούραστος.
Ηρθε στην ώρα της και ήταν όπως ακριβώς την φανταζόμουν. Γλυκιά και δυναμική, μια γοητευτική Λιονταρίνα. Από την πρώτη στιγμή ταιριάξαμε. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, για την Ελλάδα, την Γερμανία, τον Χατζιδάκι, τον Νταλάρα, την Μαρινέλλα και μετά η κουβέντα πήγε στη δουλειά που ετοίμαζε. “Βίκυ, εγώ όταν άκουγα τα τραγούδια σου, έκλαιγα!” της λέω κάποια στιγμή. “Τώρα όμως πρέπει να κάνεις εσύ τραγούδια για να κλάψουν οι άλλοι!” μου λέει μισοαστεία-μισοσοβαρά. Εχω άγχος,δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, είμαι ταραγμένος που έχασα τα λεφτά μου, πίνω μια μπύρα για να ηρεμήσω, πίνω μια δεύτερη, στην τρίτη πια της ομολογώ τα καθέκαστα. Ξεσπάει σε γέλια. “Και είχα βάλει στοίχημα με τον Enno ότι δεν θα πας στο Καζίνο! Φαίνεται όμως ότι αυτός ξέρει τους Ελληνες καλύτερα από εμένα!” Μετά, σοβαρεύει: “Κοίτα να δεις. Για να έρθω σήμερα εδώ οδήγησα 2 ώρες. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό κάθε μέρα. Σου προτείνω λοιπόν να φύγεις από το ξενοδοχείο και να έρθεις να μείνεις σε μια πανσιόν κοντά στο σπίτι μου. Θα μπορούμε έτσι να βρισκόμαστε και να δουλεύουμε περισσότερες ώρες. Εδώ είναι Γερμανία Γιώργο, time is money, πρέπει να μπεις σε πειθαρχία. Οσο για τα λεφτά θα δούμε τι θα κάνουμε..” μου λέει λίγο απογοητευμένη, κανονίζουμε να μου στείλει έναν άνθρωπο την επομένη για να με πάρει, πληρώνει τον λογαριασμό και φεύγει.
Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθε η οικονόμος της η Γκάμπυ. Στρουμπουλή, γλυκειά, πολυλογού, με παρέλαβε από το ξενοδοχείο για να με μεταφέρει στην πανσιόν, κοντά στο σπίτι της Βίκυς. Στο δρόμο την έβλεπα που άκουγε αναστατωμένη τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο και κάθε τόσο έλεγε: “Oh! my God! Oh! my God!”. “Τι συμβαίνει;” τη ρωτάω, κάτι άρχισε να μου λέει για την Ανατολική και την Δυτική Γερμανία, δεν καταλάβαινα, μάλλον κάποιος αγώνας θα γίνεται σκέφτηκα και δεν έδωσα συνέχεια. Μετά από 2 ώρες ταξίδι, φτάσαμε σε ένα μικρό, γραφικό χωριό. Η Γκάμπυ μου εξηγεί ότι όλο αυτό το χωριό ανήκει στον βαρόνο, είναι γαιοκτήμονας. Υπάρχουν εδώ χωράφια που καλλιεργούν ζαχαρότευτλα, θερμοκήπια με λουλούδια, ένα ιδιωτικό δάσος, μικρά πετρινα σπιτάκια για τους αγρότες, λίμνη με πάπιες, η εκκλησία του χωριού και στο βάθος, σαν να βγαίνει από τις σελίδες παραμυθιού, το σπίτι που μένει η Βίκυ. Είναι ένας παλιός πύργος 300 ετών, που έχει διαμορφωθεί σαν κατοικία.
Στην είσοδο του σπιτιού με περιμένουν η Βίκυ με τον Εnno. Είναι και οι δύο ταραγμένοι, μιλάνε με την Γκάμπυ στα γερμανικά, “Κάτι γίνεται στην Ανατολική Γερμανία” μου λέει η Βίκυ στα ελληνικά. “Μάλλον οι κομμουνισταί γκρεμίζουν το Berliner Mauer, πως το λέτε; το φράχτη…” “Το τείχος του Βερολίνου;” “Ναι,αυτό! Φαίνεται πως θα ενωθούν οι δύο Γερμανίες. Πάμε να δούμε ειδήσεις!”
Μέσα στο σπίτι επικρατεί μία διακριτική πολυτέλεια, χωρίς τίποτα υπερβολικό ή κακόγουστο. Ωραίοι συνδυασμοί χρωμάτων, παλιά έπιπλα, καλόγουστοι πίνακες ζωγραφικής, ακριβά χαλιά, ένα τεράστιο σαλόνι, μια υπέροχη τραπεζαρία με ζωγραφισμένους τοίχους και παντού βάζα γεμάτα κίτρινα χρυσάνθεμα, το αγαπημένα λουλούδια της. Καθόμαστε στο μικρό σαλόνι, η Γκάμπυ φέρνει καφέ και κέικ, “Μήπως μπορείς να μου φέρεις μια μπύρα;” της λέω. Με κοιτάει ξαφνιασμένη, μετά κοιτάει τη Βίκυ, αυτή κάνει “Ναι” με το κεφάλι της. Ανάβουμε την τηλεόραση και βλέπουμε κόσμο να διαδηλώνει μπροστά στο Τείχος. Μια παγωμένη εκφωνήτρια λέει τις ειδήσεις, η Βίκυ μου μεταφράζει. Στη μικρή οθόνη, εργάτες με βαριοπούλες προσπαθούν να σπάσουν το μπετόν, τραγουδάνε και φωνάζουν συνθήματα, δεν είναι λίγο πράγμα να σε έχουν μαντρωμένο 30 χρόνια και άμα θες να επισκεφτείς ένα συγγενή ή ένα φίλο σου, που μένει από την άλλη πλευρά, να χρειάζεσαι διαβατήριο και βίζα!
Το μεσημέρι φάγαμε μια τέλεια φασολάδα που είχε φτιάξει η Βίκυ. Την έβλεπα να κρατάει την κουτάλα και στο χέρι της να αστράφτει ένα πανάκριβο σμαράγδι και στο τέλος δεν κρατήθηκα: “Ε, άλλη ομορφιά έχει να τρως στον πύργο φασολάδα και να σερβίρει μια βαρόνη με σμαράγδι σαν κοτρόνι!” σχολίασα. Γέλασε. ” Μη φας πολύ, γιατί μετά πρέπει να δουλέψουμε” μου είπε γλυκά αλλά αποφασιστικά. “Χάσαμε μια μέρα χτες. Στο είπα Γιώργο, εδώ δεν είναι Ελλάδα, εδώ οι άνθρωποι δουλεύουν συνέχεια και μόνο το βράδυ πίνουν καμιά μπύρα”. Κατάλαβα πως ήταν υπονοούμενο για μένα, που ήδη είχα τσακίσει δυο μπύρες. “Εχω γράψει κάτι χτες, δεν τεμπέλιασα” της λέω και της δίνω τον “Πυρετό του έρωτα”. Το διάβάζει. “Μπράβο! Πολύ ωραίο τραγούδι! Θα πάρω τον μπαμπά τηλέφωνο να του το διαβάσω. Εσύ τελείωνε το φαγητό σου και έλα στο σαλόνι. Μην ξεχνάς, πρέπει να κάνεις 10 τραγούδια μέσα σε δυο βδομάδες!”
Δουλέψαμε όλο το απόγευμα. Ηταν η πρώτη φορά που εργαζόμουν με αυτές τις συνθήκες. Συνήθως μου έδιναν την μουσική του τραγουδιού, πήγαινα σπίτι μου, κλεινόμουν μέσα για μέρες και έγραφα. Τώρα έπρεπε να γράψω εδώ και τώρα τον στίχο, η Βίκυ τον δοκίμαζε στη φωνή της και αν ήταν οκ, τότε προχωρούσαμε παρακάτω. Από την τηλεόραση ακούγονταν οι κασμάδες και οι φωνές των διαδηλωτών που προσπαθούσαν να ρίξουν το Τείχος κι εγώ στο διπλανό δωμάτιο έγραφα: ” Εχεις τόση μοναξιά και την λες ελευθερία…” Τι άλλο όμως μπορούσα να κάνω; Ετσι είναι η ζωή. Αλλος παλεύει για να πέσει το Τείχος και άλλος για να του βγει κανάς ωραίος στίχος!
“Θα πάμε στον μπαμπά, στο Αμβούργο” μου λέει στο τηλέφωνο την επομένη μέρα πρωί-πρωί. “Πρέπει να διαλέξουμε μουσικές για να κάνεις τους στίχους. Θα περάσω να σε πάρω σε μισή ώρα!”. Ξεκινάμε, η κίνηση όμως προς Αμβούργο είναι τρομερή. Ολοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι από κάτι ξεχαρβαλωμένα Trabant 601, με διαλυμένες εξατμίσεις και προφυλακτήρες πιασμένους με σύρμα. Μέσα, κάτι φτωχοντυμένοι τύποι, με ρούχα 70’ς, φωνάζουν, κορνάρουν, χαιρετάνε. “Τι συμβαίνει;” ρωτάω την Βίκυ “Α, δεν σου είπα; Γκρεμίσανε το Berliner Mauer! Aυτοί είναι από την Ανατολική Γερμανία, περάσανε τα σύνορα και ήρθαν εδώ, στην ελευθερία. Μα κοίτα τους! Κοίτα τους ! Ποιος ξέρει τι θα έχουν περάσει οι καημένοι από τους κομμουνιστάς!” και αρχίζει να κορνάρει ρυθμικά. Από τα αυτοκίνητα μερικοί βγάζουν τα κεφάλια τους, φωνάζουν, μας χαιρετάνε, κάνουν το σήμα της νίκης. Μας πήρε ώρες μέχρι να φτάσουμε επιτέλους στο σπίτι του Λεό Λέανδρου. “Θα ενωθεί η Ανατολική με τη Δυτική Γερμανία” μας λέει. Πάω να τον ρωτήσω λεπτομέρειες. “Δεν ξέρω πολλά πράγματα παιδί μου” με διακόπτει λίγο ενοχλημένος. “Χτες ήμουν όλη την ημέρα κλεισμένος μέσα στο στούντιο, δεν αφήνουμε τα πολιτικά να δούμε λίγο τα τραγούδια μας;”
Ετσι κατάλαβα τι σημαίνει γερμανική πειθαρχία. Κάθε μέρα ξυπνούσα στις 7 το πρωί, έκλαιγα μισή ώρα για να φύγει το στρες, έμπαινα κάτω από το καυτό ντουζ, ντυνόμουν, έτρωγα ένα πλούσιο γερμανικό πρωϊνό, κάπνιζα ατέλειωτα τσιγάρα και σκεφτόμουν στίχους και ιδέες περιμένοντας να έρθει η Γκάμπυ στις 9, να με παραλάβει και να με πάει στον πύργο. Εκεί με περίμενε η Βίκυ, που ήταν πάντα ευχάριστη, πάντα θετική, πάντα με κάποια καινούργια ιδέα στο μυαλό. Δουλεύαμε μαζί μέχρι τις 3, ακούγαμε τραγούδια και της διάβαζα στίχους. Επειτα με άφηνε μόνο μου ως τις 5 που τρώγαμε στην μεγάλη τραπεζαρία. Το πολύ μέχρι τις 6, το δείπνο είχε τελειώσει. Ξαναγύριζα στο σαλόνι και μέχρι τις 9 έπρεπε να είχα τελειώσει το προσχέδιο του τραγουδιού. Μπορούσα να πιω μόνο 2 μπύρες και να καπνίσω το πολύ 5 τσιγάρα, έξω όμως από το σπίτι, στον κήπο. Μετά τις 9 έφευγα με τη Γκάμπυ και γύριζα στην πανσιόν. Εκεί επινα ένα διπλό ουίσκυ να χαλαρώσω, δούλευα μέχρι αργά το βράδυ, μέχρι να πέσω ξερός για ύπνο. Το ίδιο πρόγραμμα επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Ευτυχώς Σάββατο και Κυριακή είχα off, αλλά τι να το κάνω; Μου είχε βγει η πίστη να γράφω στίχους. Ομως, βλέποντας πως δουλεύει η Βίκυ και ο Λεό, με έπιασε και εμένα το φιλότιμο. Ετσι κατόρθωσα μέσα σε δύο βδομάδες να γράψω 10 τραγούδια! Ούτε και εγώ το πίστευα! Τι να πω; Φαίνεται πως πολλές φορές η πίεση βοηθάει την ποίηση…
Το πρώτο Σάββατο που είχαμε ελεύθερο πήγαμε στο Αμβούργο. Η Βίκυ επισκέφτηκε τον ράφτη της, για να διαλέξει υφάσματα και σχέδια. Ο Μαρκ έκανε τρομερές χαρές όταν έμαθε πως είμαι Ελληνας. Μου είπε πως ήταν γκέι, πως είχε πάει στη Μύκονο και είχε ερωτευτεί μάλιστα και ένα αγόρι, τον Σταύρο. “Η Βίκυ είναι gay idol στη Γερμανία” λέει κάποια στιγμή. “Οχι μόνο στη Γερμανία, παντού με λατρεύουν οι γκέι!” τον διόρθωσε γελώντας η Βίκυ. Διάλεξε τα υφάσματα που ήθελε και συμφώνησε με τον Μαρκ να τα κρατήσει αποκλειστικά για αυτήν. “Γιατί το κάνει αυτό;” τον ρώτησα και μου είπε μια απίθανη ιστορία: “Μια φορά, μια κυρία, για να εκδικηθεί μια “φίλη” της που της είχε κλέψει τον άντρα, έμαθε τι ύφασμα είχε διαλέξει για φόρεμα. Αγόρασε λοιπόν όλο το τόπι και έφτιαξε κουρτίνες, καλύμματα για τον καναπέ, μαξιλάρια, μέχρι και αμπαζούρ με αυτό το ύφασμα. Μετά έκανε ένα πάρτι, κάλεσε και την φίλη-φίδι. Αυτή φόρεσε το καινούργιο της φόρεμα και πήγε. Μπήκε μέσα και κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή. Ολο το σαλόνι είχε ντυθεί με το ίδιο ύφασμα που είχε φτιάξει το φόρεμά της! Εγινε ρεζίλι! Από τότε οι κυρίες προσέχουν και αγοράζουν αποκλειστικά τα υφάσματα που διαλέγουν!”
Το δεύτερο Σάββατο, πήγαμε για χάμπουργκερς. Δεν ήξερα ότι το χάμπουργκερ είχε ανακαλυφθεί εδώ, στο Αμβούργο. “Μα το λέει και το όνομα του, hamburger, ο κάτοικος του Αμβούργου, ο Αμβουργιανός!” μου είπε η Βίκυ και με πήγε σε ένα από τα γνωστά χαμπουργκεράδικα της πόλης. Εκεί, αφού δοκίμασα τα νοστιμότερα χάμπουργκερ που έχω φάει στη ζωή μου και αφού έπεισα την Βίκυ να πιει ένα ποτήρι μπύρα, μου ανοίχτηκε και μου μίλησε. Για το πραγματικό της όνομα που είναι Βασιλική Παπαθανασίου. Για την Παλαιοκαστρίτσα της Κέρκυρας που γεννήθηκε. Για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια και τη μετανάστευση στη Γερμανία. Για τα μαθήματα κιθάρας, φωνητικής και μπαλέτου που έκανε από μικρό κοριτσάκι. Για το τραγούδι, που ξεκίνησε στα 15 χρόνια της. Για την μοναξιά στις περιοδείες και τα κόλπα που έβρισκε για να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα της. Για την Eurovision και το πρώτο βραβείο που κέρδισε το 1972 με το Apres toi, το οποίο πούλησε 6.000.000 δίσκους. Για τον πρώτο άντρα της, τον Ιβάν Ζησιάδη και τον Λέανδρο, τον γιο τους. Για τον δεύτερο γάμο με τον Εnnο και τα δύο υπέροχα κορίτσια που απέκτησαν, την Μιλάνα και την Σάντρα.
Συμφωνήσαμε ο δίσκος να λέγεται “Πυρετός του έρωτα”. “Πότε φεύγεις για την Ελλάδα;” με ρώτησε. “Θα πάω πρώτα από το Αμστερνταμ. Θα μείνω εκεί τρεις μέρες σε μια φίλη μου και ύστερα θα φύγω για Αθήνα”. “Τι θα κάνεις στο Αμστερνταμ;” “Sex and Drugs!” “Γιώργο, πρόσεχε! Σε μια βδομάδα θα έρθω στην Ελλάδα για να να κάνουμε ένα videoclip και για να δώσω συνεντεύξεις. Θέλω να είσαι εκεί, δίπλα μου!” “Μη σε νοιάζει, θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω”. “Από την εταιρεία μου είπαν να σου δώσω 500 μάρκα. Πρόσεξε μην τα φας πάλι σε κανά Καζίνο!” “Οχι, όχι, αυτά θα πάνε για καλό σκοπό!” Την άλλη μέρα τους αποχαιρέτησα όλους, η Γκάμπυ με πήγε στο σταθμό του Αμβούργου και πήρα το τρένο για το Αμστερνταμ. Και πέρασα αδέλφια μου, τρείς μέρες, μέσα στη χλιδή και την ακολασία! Μετά από όλη αυτή την γερμανική πειθαρχία, τα άφησα όλα λάσκα και απόλαυσα τις ηδονές που προσφέρει απλόχερα αυτή η πόλη. Κι όταν το θηρίο μέσα μου ηρέμησε, πήρα το αεροπλάνο και γύρισα στη μικρή μας πόλη.
“Πως πάει; Θα τελειώσουμε σήμερα;” ρωτάω τον Νίκο Σούλη. Είμαστε στο λόμπυ της Μεγάλης Βρεταννίας μια βδομάδα μετά. Η Βίκυ έχει έρθει με τον πατέρα της από την Γερμανία και ο Νίκος που σκηνοθετεί το videoclip του “Πυρετός του έρωτα” είναι πολύ εκνευρισμένος. “Η Βίκυ και ο μπαμπάς της μου αλλάζουν συνέχεια το σενάριο! Εγώ θέλω να έχει ταλαιπωρημένες βαλίτσες, η Βίκυ θέλει Louis Vouitton. Eγώ θέλω να έχει κόσμο γύρω της, ο μπαμπάς θέλει να δείχνω μόνο το προσωπάκι της. Μου έχουν σπάσει τα νεύρα!” “Κάνε λίγο υπομονή Νικολάκη μου, δεν ξέρεις τι τράβηξα για να την πείσω να κάνει το videoclip” του λεω και με την άκρη του ματιού μου βλέπω να μπαίνει στο ξενοδοχείο κάποιος που μου φαίνεται γνωστός. “Ποιός είναι αυτός;” ρωτάω τον Νίκο. Koιτάει προς τα εκεί που του δείχνω. “Θα έπαιρνα όρκο πως είναι ο Danny Day Lewis!” Τον βλέπει και η Βίκυ και πάει να τον χαιρετήσει. “Δεν του λες να παίξει στο videoclip;” Ξεσπάει σε γέλια. “Παύρη μου, “Πυρετός του έρωτα” λέγεται το τραγούδι σου, δεν λέγεται “Ωραίο μου πλυντήριο!”
Αργά το βράδυ τέλειωσαν επιτέλους τα γυρίσματα. Η Βίκυ παρ΄όλο που ήταν στο πόδι από το πρωί, δεν έδειχνε κουρασμένη. “Θα πάμε στα μπουζούκια;” μου λέει. “Μα έχεις αύριο δύο συνεντεύξεις!” “Δεν πειράζει, θέλουμε να πάμε με τον μπαμπά στα μπουζούκια!”. Πήγαμε στο “Διογένης Παλλάς” που τραγουδούσε η Αννα Βίσση. Μόλις μας είδε, “Το τραγούδι αυτό είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στη Βίκυ Λέανδρος!” λέει και αρχίζει να τραγουδάει “Οταν σε έπλασε ο Θεός, πρέπει να είχε προφανώς, έμπνευση, μεγάλη έμπνευση…” “Τι να κάνω για να την ευχαριστήσω;” με ρωτάει η Βίκυ. “Πέτα της λουλούδια, αυτό συνηθίζεται”. Το τραπέζι μας είναι γεμάτο γαρδένιες, πιάνει και αρχίζει να τις πετάει. Πως τα φέρνει ο διάολος, πάει το κοτσάνι από μια γαρδένια και μπαίνει στο μάτι της Βίσση! Τυφλώνεται προς στιγμήν, σταματάει το τραγούδι, κάτι λέει στην ορχήστρα και μετά “Κι αυτό το τραγούδι είναι αφιερωμένο στη Βίκυ” και αρχίζει να τραγουδάει το “Μάτια βουρκωμένα”!
Την επομένη πήγαμε στην εκπομπή της Ναταλίας Γερμανού. Στο ραδιόφωνο του Αντέννα. Η Βίκυ είναι φίλη με τον Φρέντυ Γερμανό, εγώ με τη Ναταλία. Η εκπομπή γίνεται σε μια ζεστή ατμόσφαιρα, η Ναταλία είναι όπως πάντα ευγενική και ξέρει να κάνει εύστοχες ερωτήσεις. Λέω κι εγώ δυο λόγια για το δίσκο και μετά πηγαίνω δίπλα, εκεί που η τηλεφωνήτρια απαντά στις κλήσεις των ακροατών. Εκεί καταλαβαίνω τη λατρεία που έχει ο κόσμος για τη Βίκυ. Εκατοντάδες φανατικοί θαυμαστές τηλεφωνούν και της στέλνουν μηνύματα αγάπης. Επειδή όμως έχει διαδοθεί πως η Βίκυ είναι βαρόνη, μαζί με τις εκδηλώσεις θαυμασμού θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες. “Τι σημαίνει βαρόνη; Εχει θρόνο και στέμμα;” ρωτάει μια ακροάτρια. Παίρνω το τηλέφωνο. “Βεβαίως έχει θρόνο και στέμμα. Τα κουβαλάει μάλιστα μαζί της!” λέω στην ακροάτρια και περιμένω να γελάσει. “Δηλαδή αυτή τη στιγμή κάθεται σε θρόνο και φοράει στέμμα;” με ρωτάει σοβαρά-σοβαρά. “Οχι, αυτή τη στιγμή τα έχει δώσει στην Ναταλία Γερμανού μέχρι να τελειώσει η συνέντευξη!” της απαντάω και το κλείνω.
“Τι ώρα φεύγει το αεροπλάνο σου;” ρωτάω τη Βίκυ. “Σε τρεις ώρες, έχουμε χρόνο ακόμα, μην ανησυχείς”. Είμαστε μέσα στη λιμουζίνα και κατευθυνόμαστε προς τον ραδιοφωνικό σταθμό Sky για την τελευταία συνέντευξη με την Σοφία Μιχαλίτση και την Λίνα Νικολακοπούλου. Μετά θα πάρει το αεροπλάνο και θα επιστρέψει στη Γερμανία. Μέσα σε μια βδομάδα έδωσε 10 συνεντεύξεις σε έντυπα και ραδιόφωνα, γύρισε ένα videoclip και ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα, πήγε στα μπουζούκια, είδε συγγενείς και φίλους. Η δύναμη και η ανθεκτικότητά της για άλλη μια φορά με έχουν εντυπωσιάσει. Φτάνουμε στο σταθμό, μπαίνουμε στο στούντιο, είναι εδώ και η Μανουέλλα Παυλίδου, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της εταιρείας. Η Σοφία Μιχαλίτση μας υποδέχεται με θερμά λόγια, “Καλώς όρισες στα βαθειά νερά της δισκογραφίας!” μου λέει η φίλη μου η Λίνα, η συνέντευξη κυλάει ευχάριστα, κάποια στιγμή η Μανουέλλα κοιτάει το ρολόϊ της, “Βίκυ, πρέπει να φύγεις, θα χάσεις το αεροπλάνο!”
Ο δίσκος στην Ελλάδα πούλησε 40.000 αντίτυπα. Εγινε χρυσός και τα τραγούδια έγιναν επιτυχίες. Η Βίκυ ήταν ενθουσιασμένη από από το αποτέλεσμα, τό ίδιο και ο πατέρας της. “Εχεις πολύ ταλέντο” μου είπε στο τηλέφωνο “αλλά πρέπει να αποκτήσεις και πειθαρχία. Σε αυτή τη δουλειά, ταλέντο δίχως πειθαρχία, δεν αξίζει τίποτα. Ελπίζω κάποια στιγμή να συνεργαστούμε ξανά!” Σχεδόν 30 χρόνια από εκείνη τη νύχτα που γκρεμιζόταν το Τείχος του Βερολίνου, που υποτίθεται πως θα άλλαζε τον κόσμο, η Βίκυ έχει κάνει και άλλους δίσκους, έχει χωρίσει με τον Εnno, η Γερμανία έχει ενωθεί, εγώ έχω αποκτήσει πειθαρχία, αλλά ο κόσμος μας δεν έχει ακόμα αλλάξει…
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο