Τι ωραία που ήταν η Αθήνα Πολυπαθήνα, όταν είχε αδειάσει και είχαν φύγει και οι πολλοί και οι λίγοι. Και πώς να μη με πιάσει μαύρη απελπισία τώρα που άρχισε η επιστροφή των βαρβάρων, η κάθοδος των μυρίων κακομυρίων; Γυρίζει όλο το κιτσαριό ελληναριό κατσιγκαναριό μαζί με τα τρία εκατομμύρια μετανάστες και τόσους μπαγαπόντες που ήταν όλο το καλοκαίρι απόντες και τώρα πανταχού παρόντες. Και θα αρχίσει πάλι το μποτιλιάρισμα και το φρακάρισμα, αλλά εγώ απορώ και ξύστε με, πώς είναι δυνατόν με τόση πείνα να επιστρέφουν όλοι τετράπαχοι,τετρακάπουλοι, τριπλομάγουλοι και δεν θα φράξουν μόνο οι δρόμοι, αλλά και τα πεζοδρόμια.
΄Ασε που θα φρακάρουν και τα κανάλια, όπου θα ποζάρουν φάτσα κάρτα οι γνωστοί μαϊντανοί και οι πασίγνωστες γλάστρες, μαζί με κάθε τηλεβιζού ζαβή με βιζόν στο βιζαβί. ΄Ολες και όλοι πλάσματα -καταπλάσματα υπόδουλα, άνθρωποι απάνθρωποι και όντα υστερόβουλα. Επιστρέφουν όλοι πατείς με πατώσε, τόσοι και τόσαι, άλλοι με δανεικά κότερα που είναι ιδανικότερα, αλλά και άλλοι με φέρι, που τους συμφέρει κι άλλοι με βάρκες και σκούνες και μαούνες. Με μαούνες μάου, μάου, μάννα μου λιποθυμάου. Αυτοί δεν είναι ΄Ελληνες. Είναι σαν βαρέλια, Βαρέλληνες. Κι ενώ η Ελλάδα κατρακυλά, αυτοί γυρίζουν με τριπλάσια κιλά. Και πώς να μη μείνω με το στόμα ανοιχτό, εγώ χωρίς φαγητό, που βρέθηκα με τα πόδια όχι στου κόσμου την άκρη, αλλά στη Νέα Μάκρη και τρελάθηκα, όταν είδα σ΄ένα εστιατόριο όλα τα τραπέζια γεμάτα, με διάσημους Βαρέλληνες φοροφαγάδες, που τρώγαν αστακούς κι εσύ από μακριά να τους βλέπεις και να τους ακούς.
Κι εγώ φαντάστηκα πώς πήγε εκεί η η ΣΔΟΕ να τους ελέγξει και να δει πόσες χιλιάδες ευρώ είχαν επάνω τους. Και πώς θάθελα να δω τρομοκρατημένη τη γυναίκα ενός Κώστα και να του λέει… «- Ωραίος ο αστακός.. ΄Αστα, Κώστα..Τρώε..Τρώε.. Αλλά μας βλέπει η ΣΔΟΕ. Κρύψε τώρα τα λεφτά κλεφτά- κλεφτά. Αχου,Κώστα.. Κάτω απ΄την πετσέτα χώστα». Πάντως εγώ πιστεύω ότι ακόμα και οι τσιγγάνοι καλοπερνάνε, αφού είδα ανάμεσα στους Βαρέλληνες και μια οικογένεια ρομαντικούς Ρομά, να κυκλοφορούν με ένα αμάξι, διώροφο, που είχε κάτω όλη την οικογένεια κι επάνω ένα όροφο σαν μεζονέτα για τα καρπούζια και τα μικρά τσιγκανάκια. Και τι άλλο να πω;.
Με τόσους άστεγους, οι τσιγγάνοι πού να κάτσουν;
-Με μεζονέτα σ΄ένα Ντάτσουν.
Περισσότερα από το Βar Bar στο Facebook
Σχόλια για αυτό το άρθρο