Η δική μου Παναγία γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ρούμελης. Από μικρό παιδί έζησε τη σκληρή ζωή της υπαίθρου. Γνώρισε τον πόλεμο και την πείνα. Παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά. Εχτισε με τα χέρια της τρία σπίτια. Πόνεσε, γέλασε, δούλεψε, έκλαψε, χόρεψε, θρήνησε. Και όταν ήρθε η ώρα της, εκοιμήθη, δυό μέρες πριν την Κοίμηση της Θεοτόκου. Διαβάστε την ιστορία της ζωής της…
Σκαλούλα λεγόταν το χωριό της. Είναι ένα ορεινό χωριό στη Δωρίδα του νομού Φωκίδος. Εκείνη την ημέρα, 5 Μαίου 1930, η γιαγιά Αικατερίνη είχε ξυπνήσει από νωρίς, καθάρισε όλο το σπίτι, ζύμωσε και φούρνισε το ψωμί και βγήκε στο περιβόλι για να μαζέψει κεράσια. Δεν είχε προλάβει να μαζέψει μιά χούφτα, όταν την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Αφησε το καλάθι κάτω, έβαλε ένα πανί ανάμεσα στα δόντια της, αγκάλιασε την κερασιά και άρχισε να σπρώχνει το έμβρυο με δύναμη προς τα κάτω. Μετά από λίγη ώρα, μες στου Μαγιού τις μυρωδιές, τα κόκκινα κεράσια, γεννήθηκε η Αννούλα. Κάτω από μια κερασιά.
Μου διηγόταν συχνά ιστορίες από τη ζωή της. Ηταν τρομερά περιγραφική και την αφήγηση τη συνόδευε με ηχητικά εφέ: “Nταν!νταν! νταν! άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες. Πάνω στα βουνά ακούγαμε τα πολυβόλα: Ταταττατατα! Ταταταττατά! Βγήκε ο ντελάλης και μας φώναζε: “Φυγέτε χριστιανοί! Ερχονται οι Γερμανοί! Φυγέτε πάνω στα βουνά!”. Μας μάζεψε λάχα-λάχα η γιαγιά η Αικατερίνη, φορτώσαμε ότι μπορούσαμε στο γάιδαρο, βγήκαμε έξω, σβιν! σβιν! οι σφαίρες σφύριζαν τριγύρω μας. Δεν είχαμε προλάβει να βγούμε και μπάααμ! πέφτει ένας όλμος πάνω στο σπίτι και το κάνει σκόνη! Πήραμε το δρόμο για το βουνό. Ξαφνικά ακούμε πάνω από τα κεφάλια μας ένα βουου! βουου! ήταν ένα γερμανικό αεροπλάνο που μας είχε βάλει στόχο. Εγώ κρατούσα μια κότα, την Ασπρούλα. Από τη φασαρία και το κακό μου ξεφεύγει από το χέρι και αρχίζει να τρέχει, κοκοκό! κοκοκό! δεξιά και αριστερά. Τρέχω από πίσω της, μας βλέπει ο πιλότος από πάνω και αρχίζει ο κερατάς, τατατατατά! να μας πυροβολεί. Κάποια στιγμή, σβιιν! μια σφαίρα βρήκε την Ασπρούλα στο κεφάλι και μπαμ! πέφτει κάτω ξερή. Τρέχω, τη σηκώνω, “Τι κατάλαβες τώρα;” της λέω “Αν δεν έφευγες από τα χέρια μου τώρα θα ζούσες!”. Τη φορτώσαμε στο γαϊδούρι και όταν φτάσαμε ψηλά στην εκκλησία του προφήτη Ηλία, η γιαγιά η Αικατερίνη την έβρασε μέσα στην κολυμπήθρα, έκανε μια σούπα και τρώγαμε τρεις μέρες!”
Οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στην Σκαλούλα και την έκαψαν. Ο παππούς ο Γιώργος είχε ένα άλλο σπίτι, στο Μαλανδρίνο, εκεί που είναι τώρα οι φυλακές. Μάζεψε ότι είχε απομείνει από το παλιό σπίτι και πήγαν εκεί και πέρασαν τις μαύρες μέρες της Κατοχής. Λίγο πριν να τελειώσει ο πόλεμος, τους χτύπησε μια μέρα την πόρτα, ένας Ιταλός: “Ακούμε ένα τακ-τακ στην πόρτα, ανοίγω και βλέπω ένα Ιταλό, το πολύ 25 χρονών, ξανθό με γαλανά μάτια, σαν άγγελος! Ηταν λιποτάκτης, με τη στολή του ξεσκισμένη, τα άρβυλα γεμάτα λάσπες, το μαύρο του το χάλι. “Pane… Pane…” μου λέει και μου δείχνει το στόμα του. Ηθελε να φάει. Τον μπάζω μέσα, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα και πέφτει κάτω ντούπ! ξερός, από την εξάντληση. “Τι έκανες μωρή; Εβαλες μέσα στο σπίτι τον εχθρό μας; Αυτός είναι λιποτάκτης, τον κυνηγούν οι δικοί του, αν τον βρουν εδώ θα μας στήσουν όλους στο εκτελεστικό απόσπασμα!” μου λέει η γιαγιά η Αικατερίνη. Αυτός συνήλθε, “Pane…Pane…” μας έλεγε και έβγαλε να μας δώσει το χρυσό σταυρό του, τη βέρα του και το ρολόϊ του. “Ασε”, του λέει η γιαγιά “κράτησέ τα, δεν τα θέλω.” και του εδωσε μισή μπομπότα και πέντε ελιές. Τα έφαγε χλάπ-χλουπ σε ένα λεπτό και μετά έσκυψε και της φίλαγε τα χέρια. “Φύγε” του λέει η γιαγιά, “Φύγε προτού μας βρει κανά κακό!”. Μόλις έφυγε, φαπ! φουπ! μου άστραψε η γιαγιά σας δύο χαστούκια. “Παλιοκόριτσο!” μου λέει “Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου! Για τιμωρία σου θα μείνεις απόψε νηστική!. Ετσι κι αλλιώς τη μερίδα σου την έφαγε ο Ιταλός.”
Μετά τον πόλεμο όλη η οικογένεια πήγε στην Πάτρα. Η Αννούλα είχε γίνει ένα όμορφο κορίτσι με ρόδινα μάγουλα. Αρχισε να δουλεύει στα εργοστάσια. Ενας εργοστασιάρχης της είπε πως την ερωτεύτηκε και πήγε να τη φιλήσει, “αλλά του έδωσα ένα χαστούκι παααφ! που είδε τον ουρανό σφοντύλι!” Με προξενιό γνώρισε τον πατέρα μου. “Μου άρεσε σαν άντρας, αλλά ήταν Πόντιος και το σόϊ του δεν με ήθελε. Μάθαμε πως ήταν και κομμουνιστής και δεν τον ήθελε το δικό μου σόι. Με πήρε παράμερα, “Αν με θέλεις”, μου λέει, “εγώ παρατάω και το σόι μου και το κόμμα και όλα τα άλλα και αφοσιώνομαι σε σένα.” Οσο να είναι συγκινήθηκα. Είπα το ναι.”
“Μείναμε πέντε χρόνια αρραβωνιασμένοι. Οταν αποφασίσαμε να παντρευτούμε, έφτιαξα τις μπουμπουνιέρες με χαρτοπετσέτες! Τέτοια φτώχεια!” “Και που πήγατε μήνα του μέλιτος;” “Κάναμε το γύρο της εκκλησίας τρεις φορές!”
Στη γειτονιά που έμεναν ήταν όλοι Πόντιοι. Δεν μπορούσαν να το χωνέψουν πως ο πατέρας μου είχε διαλέξει μια “ξένη” για γυναίκα του. Της έκαναν τη ζωή μαύρη. Πήγαιναν και έριχναν ακαθαρσίες έξω από την πόρτα του σπιτιού. Δεν της μίλαγε κανείς ή όταν της μίλαγε δεν καταλάβαινε λέξη. “Τους άκουγα να μιλάνε και να λένε “αβούτον” και “αβούτον” και δεν μπορούσα να καταλάβω, αν με βρίζανε. Την γυναίκα τη λέγανε “γαρή”, το παιδί “αγουρόπον”, τα ψάρια τα λέγανε “χαψία”. Μια μέρα με σταμάτησε μια φαρμακομύτα που έμενε απέναντι και άρχισε το μπούρου-μπούρου-μπούρου, δεν καταλάβαινα τίποτα. “Πήγαινε πρώτα να μάθεις ελληνικά κυρία μου και μετά έλα να μιλήσουμε!” της λέω και αυτή, όπως κρατούσε μια ομπρέλλα, τη σηκώνει και μου δίνει μπάπ! μιά στο κεφάλι. Ζαλίστηκα αλλά όταν συνήλθα, την έπιασα από το μαλλί και άρχισα να τη χτυπάω ντουπ! ντουπ! στον τοίχο, μέχρι που έπεσε κάτω ξερή. Από τότε δεν τόλμησε ξανά να με ενοχλήσει κανείς, μόλις με έβλεπαν, φρρστ! έστριβαν στη γωνία”.
Εγινε φίλη με τη γειτόνισσά της, την κυρία Γεσθημανή. Ο άντρας της κυρίας Γεσθημανή ήταν αστυνομικός και φίλος του πατέρα μου κι αυτό της έδινε μια αίσθηση ασφάλειας και προστασίας. Στο μεταξύ γεννήθηκε η αδελφή μου η Χρυσάνθη και τον επόμενο χρόνο εγώ, σε μια επεισοδιακή γέννα, κατα την οποία έβγαινα ανάποδα, με τα πόδια. Ηρθε ο γιατρός, το είδε, έβαλε το χέρι του και με γύρισε στη σωστή θέση. “Πετάχτηκαν τα μάτια μου έξω από τον πόνο, δεν έβλεπα τίποτα, μετά από μία ώρα βγήκες επιτέλους, αλλά δεν ανάπνεες και ήσουν μελανιασμένος. Σε έπιασε ο γιατρός ανάποδα, σου έδωσε νταπ! νταπ! δύο δυνατές και τότε επιτέλους άρχισες να κλαις! ” Δέκα χρόνια αργότερα γεννήθηκε και η Ντίνα, η μικρή μου αδελφή. “Η πιο εύκολη γέννα μου. Με ένα πόνο που λένε. Εκανα αχ! αχ! δύο φορές και γέννησα!”
Μαζί με τον πατέρα άρχισαν να χτίζουν έναν καινούργιο όροφο πάνω στο παλιό μας σπίτι. Την θυμάμαι σαν και τώρα, να ανοίγει χαρμάνι, να κουβαλάει τούβλα, να χτίζει ανεβασμένη πάνω σε μια σκαλωσιά. Αλλά δεν ήταν μόνο χτίστης. Επλενε τα ρούχα μας στο χέρι, μαγείρευε, έφτιαχνε γλυκά, σφουγγάριζε και συγύριζε το σπίτι. Θυμάμαι που έτριβε με μανία τα ταψιά και τις κατσαρόλες και μετά τα έβαζε στον ήλιο. Ελαμπαν σαν να ήταν ασημένια! Με αυτά και με αυτά, παρ΄όλο που είμαστε φτωχοί δεν το καταλαβαίναμε. Ηταν τόσο μεγάλη η περιποίηση και η φροντίδα που νιώθαμε βασιλόπουλα. Αλλά κι εγώ δεν την άφηνα έτσι. Ημουν ο πρώτος μαθητής στην τάξη, έπαιρνα κάθε χρόνο 10 με τόνο, την φώναζαν οι δάσκαλοι και της έδιναν συγχαρητήρια. Ηταν όμως και ο πατέρας μερακλής. Με τα καφάσια της κουβαλούσε τα φρούτα και τα λαχανικά. Πήγαινε στην αγορά και της έφερνε τα πιο φρέσκα κρέατα και ψάρια. Τα γλέντια που κάναμε τα Χριστούγεννα, τις Αποκριές, το Πάσχα και της Παναγίας, τα θυμάται ακόμα η γειτονιά. Μαζευόντουσαν παππούδες, θείοι και ξαδέλφια, τρώγαμε και πίναμε και μετά έπαιρνε το μαντήλι κι άρχιζε πρώτη το χορό. Αναψοκοκκίνιζε, γελούσε,σφύριζε δυνατά και χόρευε τσάμικα, καλαματιανά, σαν κοριτσάκι. “Σήκω!” μου έλεγε “Σήκω να χορέψουμε, δεν έχεις ψυχή μέσα σου;¨” και με τράβαγε από την καρέκλα μου.
Οταν έγινε η Χούντα το 1967, άλλαξε η ζωή μας. Μπορεί να μη συλλάβανε τον πατέρα μου, γιατί τον έσωσε ο κύριος Χρήστος, ο άντρας της Γεσθημανή, ο αστυνομικός. Αλλά τον παρακολουθούσαν, τον καλούσαν για ενα “καφέ” στην Ασφάλεια και “φιλικά” τον προειδοποιούσαν να μην κάνει καμιά βλακεία, γιατί είχε γυναίκα και παιδιά, να υπογράψει εκεί μια δήλωση για να σταματήσουν να τον ενοχλούν. Ξαφνικά ο φόβος μπήκε στην ψυχή μας. “Βρε τι πάθαμε, κερατά δεν είχαμε στο κεφάλι μας και κερατά αποκτήσαμε!” έλεγε η Αννούλα. Ολο της το σόι ήταν δεξιοί, πολλοί από αυτούς στρατιωτικοί, άρχισε να καυγαδίζει με τον πατέρα μου πως αν δεν ήταν αυτός κομμουνιστής, τώρα δεν θα φοβόμασταν και τη σκιά μας. “Εσύ θα σώσεις τον κόσμο; Πήγαινε εκεί και βάλε μπαμ! μπαμ! μια υπογραφή και πίστευε από μέσα σου ότι θέλεις!” Αρχισε να είναι νευρική, να την πειράζει το παραμικρό και επειδή η αδελφή μου η Χρυσάνθη ήταν ασθενική και η Ντίνα ήταν μικρή, όλο το ξύλο το έτρωγα εγώ! Ξύλο αλύπητο, μέχρι λιποθυμίας, με την παραμικρή αφορμή.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Αποφασίσαμε να φύγουμε από την Πάτρα. Μου το ανακοίνωσε η Αννούλα μέσα στην καλή χαρά: “Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες! Φεύγουμε για την Αθήνα! Θα γίνουμε πρωτευουσιάνοι! Αει στο διάολο πια. Βαρέθηκα τα ψου-ψου-ψου και τα μπουρου-μπουρου. Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδααα! “. Ημουν κι εγώ ενθουσιασμένος. Επιτέλους, θα έφευγα από αυτή τη μιζέρια, θα ξεκόλαγα από αυτή την μικρή γειτονιά, από αυτούς τους ανθρώπους που ήθελαν να μας πατήσουν το λαιμό. Σε χρόνο ρεκόρ πουλήσαμε το σπίτι, μαζέψαμε τα πράγματα και ήρθαμε Αθήνα. Η Αννούλα άνθισε! Επιασε δουλειά, της πέρασαν τα νεύρα, άρχισε να περιποιείται τον εαυτό της, αλλά το πιο σπουδαίο ήταν ότι ξέφυγε από αυτή την κλειστή κοινωνία που ζει με το κουτσομπολιό και την κατάκριση. Μόνο όποιος έχει γνωρίσει στο πετσί του τη μιζέρια της επαρχίας, μπορεί να καταλάβει τη χαρά και τον ενθουσιασμό της. Ο πατέρας μου γλίτωσε κι αυτός από τις επισκέψεις της αστυνομίας, αγόρασε ένα οικόπεδο στη Σταμάτα και άρχισαν, παρά τις διαμαρτυρίες της Αννούλας, “Με φάγανε τα σπίτια σου Θοδωράκη!”, να χτίζουν οι δυό τους, με τα ίδια τους τα χέρια, το εξοχικό!
Πέρασαν έτσι τα χρόνια. Οι αδελφές μου παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, το σπίτι στη Σταμάτα χτίστηκε, εκεί γινόντουσαν πλέον τα γλεντάκια μας, εκεί περνούσαμε τα καλοκαίρια μας. Είχα φύγει από το σπίτι, αλλά ξαναγύριζα σε πρώτη ευκαιρία, για τάπερ με φαγητό, καθαρά ρούχα, αλλά πιο πολύ για ψυχολογική υποστήριξη. “Αχ μωρέ κανείς σας δεν μου έμοιασε! Με το παραμικρό πρόβλημα, αρχινάτε τα ααα και τα ουουου! Πιάσε μωρέ την πέτρα και στίψτην! Πιάσε τη ζωή από τα κέρατα! Τι περιμένεις ;” μου έλεγε για να με ανεβάσει. Από την άλλη όμως, ούτε για μια στιγμή δεν με παραδέχτηκε για όσα είχα πετύχει στη ζωή μου. Είχε μια άρνηση, ένα φόβο με την καλλιτεχνία που την εμπόδιζαν να πει μια καλή κουβέντα. Εμπαινα με υποτροφία στο Πάντειο; Νόμιζε πως της έλεγα ψέμματα. Της γνώριζα τον Μάνο Χατζιδάκι και της έλεγε πως έχω ταλέντο; Δεν το θυμόταν. Επαιρνε η Βουγιουκλάκη και με ζητούσε στο τηλέφωνο; Πίστευε πως της έκανα φάρσα. Και πάντα να επαναλαμβάνει την ίδια φράση: “Πρόσεχε παιδί μου πρόσεχε! Πατάς σε μια σάπια σανίδα!” Τώρα που το σκέφτομαι όλη η ζωή μου πέρασε για να πείσω την Αννούλα πως κάτι αξίζω και να την κάνω να το παραδεχτεί. Μόνο μια φορά, όταν άκουσε στο ραδιόφωνο το “Να με θυμάσαι” με τον Νταλάρα και η εκφωνήτρια είπε “στίχοι Γιώργος Παυριανός”, βούρκωσε και μου είπε μπράβο. Και σαν σωστή Ταυρίνα, συμπλήρωσε: “Eβγαλες κανά φράγκο από αυτό τραγούδι ή σου το πήραν τζάμπα;”
Τη δεκαετία του ’90 έπεσα στα σκληρά. Το 2003 πέθανε ο πατέρας και το 2005 η Χρυσάνθη. Η Αννούλα, η δική μου Παναγία, έτρεχε από Γολγοθά σε Γολγοθά. Πήγε στην Πλατεία και τα έβαλε με τα πρεζάκια για πάρτη μου, κράταγε για μια βδομάδα, μέρα και νύχτα, το χέρι του πατέρα μου μέχρι να ξεψυχήσει, έσκυψε να νεκροφιλήσει την κόρη της, και στο τέλος της ημέρας είχε ακόμη το κουράγιο να πει, “Πεινάς; Να σου φτιάξω στο τσάκα-τσάκα δυό αυγουλάκια να φας;”
Ομως κακά τα ψέμματα. Εβλεπα καθαρά, πως αυτή που με γέννησε και μετά με ξαναγέννησε, είχε ανάγκη πια, από την παρουσία μου και τη βοήθειά μου. Αρχισα να την βγάζω βόλτες, να την πηγαίνω στο κομμωτήριο, στη μοδίστρα, για μανικιούρ, για πεντικιούρ, για τις ιατρικές εξετάσεις. Παράτησα όλες τις δουλειές μου και της αφοσιώθηκα. Για 7 χρόνια προσπάθησα με την αγάπη που της έδωσα, να σβήσω τύψεις και τις ενοχές, να διορθώσω τα λάθη του παρελθόντος. Μαζί με την αδελφή μου, την έλουζα, της μαγείρευα, της έδινα τα φάρμακά της, την έβαζα στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Αλλά η άνοια είχε αρχίσει να της τρώει το μυαλό. Εμπαινα μέσα και την έβλεπα σε μια καρέκλα, να κρατάει στην αγκαλιά της μια πατάτα τυλιγμένη σε πετσέτα και να κλαίει.”Πέθανε το παιδί Θοδωράκη!” μου έλεγε. Ισως να θυμόταν τον Κωστάκη, το παιδί που είχε χάσει δέκα μηνών. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια Κυριακή του Μαίου, ήταν θυμάμαι Ημέρα της Μητέρας, πέρασα από το σπίτι να την πάρω για να φάμε έξω και την βρήκα στο πάτωμα της κουζίνας, μέσα στα αίματα. Βαρύ εγκεφαλικό. Εζησε, αλλά όλη η αριστερή πλευρά έμεινε παράλυτη…
Μετακόμισα σπίτι της και δύο χρόνια την φρόντιζα. Aπό το πρωί ως το βράδυ. Πρόλαβα να της πω όσα δεν της είχα πει μια ολόκληρη ζωή. Εγινα εγώ η μάνα και αυτή το παιδί. Πήρα την απόφαση και δημοσιοποίησα την ιστορία της. Είδα με έκπληξη πως δεν ήμουν μόνος. Πολλοί εκεί έξω είχαν αναλάβει την περιποίηση των ανήμπορων γονιών τους. Πήρα μεγάλη βοήθεια και συμπαράσταση από φίλους και γνωστούς, αλλά και άγνωστους ανθρώπους. Αυτοί με κράτησαν, μου έδωσαν κουράγιο, συμβουλές, ακόμα και οικονομική ενίσχυση. Η περιποίηση ήταν κουραστική, υπήρχαν μέρες που δεν ένοιωθα τα χέρια μου. Ομως η ίδια ήταν τόσο ευγενική, ήσυχη, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη όπως πάντα. Μπορεί να αλλάζει ο άνθρωπος με την άνοια, αλλά ένα μέρος από τον παλιό εαυτό του παραμένει. Κάθε φορά που την τάιζα και τέλειωνε το φαί της μου έλεγε “ευχαριστώ πολύ” ή “την ευχή μου να έχεις”, τόσο γλυκά, που με έπιαναν τα κλάματα. Κι ήταν στιγμές που μου χαμογελούσε, στιγμές που με έλεγε Τζωρτζάκη, στιγμές που μου έσφιγγε το χέρι ή μου έκλεινε το μάτι, που ένοιωθα ανείπωτη ευτυχία.
“Απορώ κι εξίσταμαι όταν εννοήσω το θάνατον”. Το έλεγε συχνά, συνήθως όταν μάθαινε κάποιο μυστικό ή κάτι φοβερό που δεν ήξερε. Το σκεφτόμουν καθώς της κράταγα το χέρι, τις τελευταίες της στιγμές. Δεν πόναγε, δεν πάλευε να κρατηθεί στη ζωή, ίσως να μην είχε καν συνείδηση πως πεθαίνει. Η ζωή έφευγε από μέσα της με μικρές αναπνοές, με σταγόνες ιδρώτα και με μια ακαμψία που την ένοιωθα να απλώνεται σιγά-σιγά σε όλο της το σώμα. Είναι μεγάλο μυστήριο ο θάνατος, δεν μπορείς να τον περιγράψεις. Και είναι ευλογία αλλά και κατάρα μαζί, να είσαι δίπλα στις τελευταίες στιγμές, να γίνεις ο ψυχοπομπός ενός αγαπημένου σου προσώπου. Είχα ανάψει το καντήλι και της έλεγα, της έλεγα, της έλεγα, ούτε θυμάμαι τι. Είχε ανοιχτά τα μάτια, χαμογελούσε κι ο νους μάλλον θα ταξίδευε πίσω στη Σκαλούλα, θα κυνηγούσε την κότα την Ασπρούλα, θα έβλεπε ξανά τον όμορφο Ιταλό λιποτάκτη, θα χόρευε στην αυλή του σπιτιού μας, θα έβαζε τις κατσαρόλες και τα ταψιά να λάμπουν στον ήλιο, θα έχτιζε σπίτια, θα σφύριζε κλέφτικα, θα ξενυχτούσε δίπλα μας όπως όταν είμασταν παιδιά, θα μου έδινε χάδια και χαστούκια και, αν αληθεύουν όλα αυτά που λένε, θα έβλεπε τους αγαπημένους της να της γνέφουν από μακριά.
Ξημερώματα 13 Αυγούστου, άφησε ένα μικρό αναστεναγμό και η ψυχή της πέταξε ελεύθερη μακριά. Της έκλεισα τα μάτια και έβαλα μια φωτογραφία της στα εικονίσματα. Και από τότε, έγινε η δική μου Παναγία, που την κοίμησή της πάντα θα θυμάμαι και θα προσκυνώ, δυό μέρες πριν από την Κοίμηση της Θεοτόκου, που η Χάρη της προστατεύει και βοηθάει όλα του κόσμου τα ορφανά…
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο