Ο Γιώργος Παυριανός ήταν παιδί τότε, αλλά θυμάται καθαρά τι ένιωσε και πώς αισθάνθηκε την πρώτη φορά που δοκίμασε Coca Cola. Εσύ θυμάσαι;
Ηταν ένα κόκκινο αναψυκτικό μέσα σε ένα όμορφο γυάλινο μπουκάλι με καμπύλες. Μπορούσες να το ξεχωρίσεις ακόμα και με κλειστά τα μάτια. Στη μέση ήταν συμπιεσμένο και πάνω του ήταν γραμμένο ανάγλυφο το όνομά του: Coca Cola. Στην Αμερική κυκλοφορούσε από το 1900. Τον Αύγουστο του 1969 εμφανίστηκε στα ράφια των ελληνικών καταστημάτων.
Πριν από πολλά χρόνια στην παραλία της Πάτρας, υπήρχε μια εξέδρα από μπετόν που έμπαινε μέσα στη θάλασσα και κατέληγε σε έναν πέτρινο Φάρο. Δεξιά και αριστερά από αυτή την εξέδρα, ανάμεσα στα καραβάκια και στα κότερα που έδεναν εκεί, έβλεπες ψαράδες να κάθονται σε σκαμνάκια, με τα καλάμια τους και με τις πετονιές τους μέσα στο νερό. Περίμεναν υπομονετικά κανένα ψάρι να τσιμπήσει και φαίνεται πως είχε μπόλικα, γιατί κάθε τόσο έβλεπες ένα καλάμι να υψώνεται και ένα ψάρι να σπαρταράει στον αέρα, πιασμένο στο αγκίστρι. Ο Φάρος, στο τέλος της εξέδρας, είχε γίνει καφενείο. Είχαν βάλει γύρω-γύρω τραπεζάκια και καρέκλες και τα απογεύματα, μετά το γνωστό σουλάτσο στην Αγίου Νικολάου, πολλοί κατέληγαν εκεί για να πιουν μια μπύρα, μια πορτοκαλάδα ή ένα ούζο με μεζέ.
Τις Κυριακές πηγαίναμε οικογενειακώς εκεί, ο πατέρας, η μανούλα, εγώ και η αδελφούλα μου η Χρυσάνθη. Συνήθως παίρναμε μια μπύρα Μάμος, που την μοιραζόταν ο πατέρας με τη μανούλα και ένα Τam-Τam, ένα αναψυκτικό σαν βυσσινάδα, που το μισό το έβαζα στο ποτήρι της αδελφής μου και το άλλο μισό το έπινα εγώ από το μπουκάλι. Καθόμασταν λοιπόν, χαζεύαμε τα πλοία που πήγαιναν και έφευγαν στο λιμάνι, σφυρίζοντας και βγάζοντας από τις τσιμινιέρες τους μαύρο καπνό. Είχαμε αγοράσει και ένα σακουλάκι πασατέμπο, τσιμπολογούσαμε κι εγώ, σαν φωτεινός παντογνώστης, τους έλεγα ότι περίεργο είχα μάθει εκείνη την ημέρα: “Ξέρετε από που βγαίνει το πασατέμπο; Από το πάσα, που σημαίνει πέρασμα και το τέμπο, που σημαίνει χρόνος. Πάσα + τέμπο = να περνάει η ώρα”. “Ξέρετε από που κλάνει το μπαρμπούνι; Από πουθενά, γι΄αυτό είναι κατακόκκινο!”.
Η μανούλα μάζευε τα καπάκια του Ταμ-Ταμ. Τα έδινε στο σερβιτόρο κι αυτός της έδινε κουπόνια που κλήρωναν πλούσια δώρα.Μετά έβγαζε διακριτικά τις γόβες της κάτω από το τραπέζι και άρχιζε να μουρμουρίζει ότι χρειάζεται καινούργια παπούτσια, ο πατέρας έλεγε με έκπληξη “Πάλι;” , άρχιζαν μικροκαυγαδάκια που τελείωναν πάντα με την ίδια φράση του πατέρα μου: “Ωχου ρε Αννα, εσύ έχεις το ταμείο, εσύ κάνεις κουμάντο! Πάρε ότι θέλεις, άσε με λιγάκι να μιλήσω με τους φίλους μου!”. Οι φίλοι του ήταν κάτι μοναχικοί τύποι, με φτωχικά ρούχα και φοβισμένο βλέμμα που έρχονταν και κάθονταν στα διπλανά τραπεζάκια. Αρχιζαν και μιλούσαν, κοιτώντας τη θάλασσα και ο πατέρας μου τους απαντούσε με τον ίδιο τρόπο. Πολλές φορές τους έλεγε: “Α, να μην ξεχάσω να σου δωσω και εκείνα τα λεφτά που σου χρωστάω!” και τους έδινε ένα 50άρικο διπλωμένο στα τέσσερα. Χρειάστηκε καιρός για να καταλάβω ότι ήταν σύντροφοι, μέλη του ΚΚΕ, που είχαν έρθει για να του δώσουν οδηγίες; πληροφορίες; τη γραμμή του κόμματος; θα σας γελάσω. Μιλούσαν για λίγο ακόμη μετά αυτοί έπιναν τον καφέ τους στα γρήγορα και έφευγαν. Ηταν χούντα, μαύρη χούντα και ο καημένος ο πατέρας βοηθούσε κι αυτός όσο μπορούσε τους αγωνιστές.
Μόνο η αδελφή μου ήταν στεναχωρημένη. Κάθε φορά που έβλεπε έναν ψαρά να σηκώνει το καλάμι του και το ψάρι να σπαρταράει στον αέρα, το έδειχνε και έλεγε με πόνο: “Κοίτα το καημένο! Κοίτα το καημένο!”. “Κοίτα το καημένο, κοίτα το καημένο, αλλά όταν σου το δίνω, το τρως τηγανισμένο!” της είπε μια μέρα η μανούλα και από τότε σταμάτησε να μας ζαλίζει. Καθόμαστε λοιπόν εκεί, μέχρι να μας τελειώσει ο πασατέμπος και να δύσει ο ήλιος μέσα στη θάλασσα. Τότε έπιανα την αδελφή μου από το χέρι και μπροστά εμείς, πίσω η μανούλα αγκαζέ με τον πατέρα, πηγαίναμε στη στάση του λεωφορείου για να γυρίσουμε σπίτι.
Ετσι περνούσαμε τα καλοκαίρια στη μικρή μας πόλη, όταν, το καλοκαίρι του 1970, ο σερβιτόρος που έρχεται να πάρει παραγγελία, με ρωτάει: “Μήπως θέλεις να σου φέρω Coca Cola;” “Τι είναι αυτό;” “Σαν το Τam-Τam, αλλά καλύτερο. Είναι η καινούργια μόδα, το πίνουν σε όλο τον κόσμο”. Kαι αρχίζει να τραγουδάει: “Ολα παν καλά με Coca Cola, όλα πάνε καλάάά!”. Είπα ναι με ενθουσιασμό, αλλά όταν ο σερβιτόρος έφυγε, ο πατέρας μου έκανε ολόκληρο κήρυγμα. Aρχισε να μου λέει πως η Coca Cola είναι ένα προϊόν του αμερικάνικου καπιταλισμού, πως την έχουν φτιάξει για να ελέγχουν τους προλετάριους όλου του κόσμου, πως έχει μέσα κοκαϊνη που είναι ναρκωτικό και πως αν έπινα δυό-τρείς φορές, θα γινόμουν ναρκομανής και δεν θα μπορούσα ούτε στιγμή χωρίς αυτήν!
Εμεινα με ανοιχτό το στόμα. “Και πως την πουλάνε ελεύθερα αφού είναι ναρκωτικό;” τόλμησα να ρωτήσω. “Εχουν κρατήσει μυστική τη συνταγή και δεν την φανερώνουν!” “Κι εσύ που το ξέρεις ότι βάζουν κοκαϊνη;” “Την ανέλυσε ένας καθηγητής από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας !” Αλλά το πιο περίεργο ήταν πως και η μανούλα, που συνήθως πήγαινε κόντρα στον πατέρα για τα πολιτικά, συμφώνησε πρώτη φορά μαζί του. “Ο χασάπης μου είπε, πως έβαλε ένα κομμάτι κρέας μέσα στην Coca Cola και σε 1 ώρα είχε λιώσει! Φαντάσου τι ζημιά κάνει στον οργανισμό σου, σου τρυπάει σιγά-σιγά το στομάχι!”. Φυσικά όλα αυτά, αντί να με αποτρέψουν με έκαναν να επιθυμώ πιο πολύ να την δοκιμάσω. Και επειδή ήταν έτοιμοι να ακυρώσουν την παραγγελία, έκανα ολόκληρη φασαρία και τους παρακάλεσα να με αφήσουν να δοκιμάσω μια φορά, να ξέρω κι εγώ ρε παιδί μου πως είναι αυτό το καπιταλιστικό αναψυκτικό! Με βαριά καρδιά συμφώνησαν.
Eρχεται το γκαρσόνι με την μπύρα Μάμος και την Coca Cola. Για πρώτη φορά, ένα από τα ποτήρια είναι γεμάτο με παγάκια, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή. Περιεργάζομαι το μπουκάλι. Moιάζει πολύ με το μπουκάλι του Tam-Tam. Είναι γυάλινο, με καμπύλες, στη μέση είναι συμπιεσμένο και πάνω στο λαιμό, γράφει με ανάγλυφα γράμματα Coca Cola. Αδειάζω τη μισή μέσα στο ποτήρι με τα παγάκια, αρχίζει να αφρίζει σαν την μπύρα, ξεχειλίζει, χύνεται έξω, όταν κατακάθεται ο αφρός, τo δίνω στην αδελφή μου, πίνει, “Απαίσιο!” λέει με αηδία. “Είναι σαν το σιρόπι που πίνουμε για το βήχα!”. Συνηθισμένος από το Τam-Τam, πίνω κι εγώ μια γερή γουλιά από το μπουκάλι. Και τότε νιώθω τον αφρό να μου γεμίζει το στόμα, να φτάνει ως τον ουρανίσκο και να βγαίνει από τα ρουθούνια μου. Κόπηκε η αναπνοή μου, το ανθρακικό μου έκαψε τη γλώσσα, προσπάθησα να καταπιώ, πνίγηκα, αρχίζω να βήχω, τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω! Σηκώθηκε η μανούλα, αρχίζει να με χτυπάει στην πλάτη, είδε και έπαθε για να με συνεφέρει.
“Πως αισθάνεσαι;” ρωτάει ο πατέρας ανήσυχος. Δεν μπορούσα να απαντήσω, με είχε πιάσει λόξυγκας και δεν έλεγε να σταματήσει. Στο μεταξύ, το ανθρακικό είχε εξατμιστεί στο ποτήρι της αδελφής μου, η Coca Cola είχε παγώσει από τα παγάκια, την έβλεπα να πίνει μεγάλες γουλιές ευχαριστημένη. “Τώρα που εξατμίστηκε, είναι καλύτερη, είναι πιο γλυκιά από το Τam-Τam” μου λέει και μου δίνει να δοκιμάσω. “Ε, βέβαια, πως να μην είναι γλυκιά; Κάθε ποτήρι Coca Cola έχει μέσα 7 κουταλιές ζάχαρη!” σχολίασε ο πατέρας. “Για να δω μωρέ, τι είναι αυτός ο διάολος!” είπε η μανούλα και ρούφηξε μια γουλιά. “Πωπώ! Είναι πιο γλυκιά και από τη βυσσινάδα! Αν δεν άφριζε τόσο, ίσως να ήταν καλύτερη! Τώρα όμως, αφρίζει-ξαφρίζει, πρέπει να την πληρώσουμε τη χοντροκόλα!”
Πέρασαν χρόνια από εκείνη την ημέρα. Μισός αιώνας. Ποτέ μου δεν την συνήθισα. Η Coca Cola έγινε και στην Ελλάδα μόδα, μύθος, σύμβολο, τρόπος ζωής. Εβλεπα τους άλλους γύρω μου που την έπιναν σα νερό και μετά άρχιζαν κάτι απαίσια ρεψίματα και με έπιαναν τα νεύρα μου. Επινα κι εγώ αραιά και που, δεν με ενοχλούσε πλέον, η γλώσσα μου είχε χάσει κυριολεκτικά και μεταφορικά την ευαισθησία της, από τα πολλά τσιγάρα και από τα καυτερά φαγητά. Για ένα διάστημα την ανακάτευα με βότκα, ένωνα, όπως θα έλεγε και ο πατέρας, τον καπιταλισμό με τον κομμουνισμό και έφτιαχνα τη Vodka Cola. Ομως δεν έγινα ποτέ φανατικός καταναλωτής, πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε χαραγμένη εκείνη η στιγμή, η πρώτη φορά, που μου είχε κάψει τον ουρανίσκο. Καημένε μπαμπά, καημένη μαμά, καημένη αδελφούλα! Φύγατε και με αφήσατε μονάχο. Και τι δεν θα έδινα για να ξαναζήσω μαζί σας μια Κυριακή στο Φάρο της Πάτρας. Γιατί εδώ, στη μεγάλη πόλη, τίποτα δεν πάει καλά με Coca Cola, τίποτα δεν πάει καλά..
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο