-Πώς σε λένε;
-Ευγενούλα.
-Τι είν΄αυτό;
-Ευγενία δηλαδή.
-Α! Ευγενία… Εugenie… Εμείς λοιπόν εδώ, θα σε λέμε Genny. Eίναι το χαϊδευτικό του. Τζένη δηλαδή.
Πέταξε η Ευγενούλα. Πέταξε από τη χαρά της. Πήρε το όνομα και έτρεχε. Τζένη. Αυτό ήταν το όνομά της. Κι άσε τον πατέρα της να την φωνάζει Ευγενία. Και με το άλλο της όνομα είχε πρόβλημα. Καρπούζη…Ωραίο όνομα βέβαια και ζουμερό. Αλλά ήταν τόσο αδύναμη, τόσο θεόχλωμη, τόσο έτοιμη να πέσει, που η αντίθεση έβγαζε χαμόγελα. Καρπούζη! Εσύ βρε κοριτσάκι μου; της είπε η καθηγήτρια στις Καλόγριες κι έβαλε τα γέλια. Αλλά αυτό το όνομα δεν μπορούν να το αλλάξουν. Θα το άλλαζε η ίδια αργότερα μόνη της, με τη βοήθεια του Άγγελου Τερζάκη. Και θα αποκτούσε το δικό της, το αγαπημένο κι ακριβό όνομά της… Τζένη Καρέζη!
-Όταν πρωτοβγήκα στο θέατρο, είχα όλες τις προϋποθέσεις για να μην με “γνωρίσω” ποτέ. Έγινα διάσημη μέσα σε μία βραδιά, ένα μήνα μετά τις εξετάσεις μου στη Σχολή του Εθνικού. Ήμουν πολύ μικρή, με πολύ ταλέντο -τουλάχιστον έτσι έλεγαν όλοι- και πολύ νόστιμη. Είχα όλα τα φόντα δηλαδή για να με αγκαλιάσει η επιτυχία θανάσιμα. Όπως κι έγινε. Στάθηκα όμως τυχερή. Γιατί κατάλαβα τον κίνδυνο αμέσως. Κι αν δεν κατόρθωσα να τον πολεμήσω από την πρώτη στιγμή, τον είχα πάντα υπόψη μου. Γιατί στο χώρο μας, το πιο δύσκολο δεν είναι να αντέξεις την αποτυχία, είναι να αντέξεις την επιτυχία. Και μάλιστα όταν έρθει τόσο νωρίς κι απλόχερα, κινδυνεύεις να χάσεις τον εαυτό σου. Εγώ αυτό το απέφυγα. Αναζήτησα τον εαυτό μου. Τον βρήκα. Αναζήτησα την ουσιαστική ανθρώπινη σχέση. Τη βρήκα. Αναζήτησα μια σίγουρη κι ευτυχισμένη οικογένεια. Τη βρήκα
-Ήμουν πολύ ευαίσθητη μικρή. Συνεχώς άρρωστη. Μέχρι που μπήκα στην εφηβεία. Από τότε δεν ξαναρρώστησα ποτέ. Πέντε ετών, μου κάνουν παρακεντήσεις στα αφτιά μου, χωρίς να με κοιμίσουν. Θεέ μου, τι αφόρητος πόνος! Μου έχουν πει ότι αν κουνηθώ την ώρα που μπαίνει η βελόνα, θα μείνω κουφή. Σφίγγω τα δόντια, κλείνω τα μάτια, η μανούλα μου κρατάει το κεφάλι, η τεράστια βελόνα μπαίνει στο μυαλό μου κι εγώ ακίνητη. Τελικά, όχι μόνο δεν κουφάθηκα, αλλά απέκτησα ένα τρομερό αφτί, που πιάνει τον παραμικρό θόρυβο, την παραμικρή ανάσα, όταν παίζω στη σκηνή. Πιάνει ακόμα κι ένα θρόισμα ή κάποιο χυδαίο κι ανεξήγητο κομπολόι από τα τελευταία καθίσματα.
-Το σινεμά ήταν το μεγάλο μου καταφύγιο. Έπειτα γύριζα στο σπίτι, άφηνα απ’ έξω τα προβλήματα κι άρχιζα να παίζω. Μια μαγεία, μια απίστευτη μαγεία… έκλεινα έξω τους καβγάδες, τη δυστυχία, τη χυδαιότητα, τη μιζέρια και ύφαινα στον αργαλειό μου τη ζωή μου. Ήταν δική μου αυτή η ζωή. Και είναι δική μου. Την έχτιζα, τη χτίζω, μου την γκρεμίζουν, έκλαιγα πάνω στα απομεινάρια της, ξόρκιζα τις συμφορές μου, παγίδευα το χώρο και το χρόνο, έλιωνα από καημό και παράπονο, αλλά ύφαινα. Κένταγα την όμορφη ζωή μου
-Εκείνο που θα ήθελα να αποβάλλω από τον εαυτό μου είναι η πίστη μου στην καλοσύνη όλων των ανθρώπων. Αυτό το ελάττωμα με συνόδευε όλα μου τα χρόνια κι εξακολουθεί, παρ’ όλα τα πικρά μαθήματα που έχω πάρει. Ήθελα να ‘ξερα πότε επιτέλους θα βάλω μυαλό και θα πάψω να είμαι τόσο εύπιστη.
-Πιστεύω ότι στη θεατρική μου καριέρα δεν με βοήθησε καθόλου ο κινηματογράφος. Αντίθετα, νομίζω ότι στον κινηματογράφο με βοήθησε το θέατρο, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα. Υπάρχουν πολλές πρωταγωνίστριες της οθόνης που το κοινό, αν ήθελε, θα μπορούσε να πάει να τις δει στο θέατρο. Αλλά δεν πηγαίνει. Το θέατρο ξεκαθαρίζει από μόνο του, σαν μεγάλος κριτής, τους ανθρώπους που του κάνουν, ανεξαρτήτως του κινηματογράφου.
-Έπαιξα έργα εμπορικά, αλλά ωραία, προσπάθησα να κρατήσω μια ποιότητα στις παραστάσεις, κι αυτό για να αποκτήσω δύναμη, ώστε μια μέρα να κάνω και δυσκολότερα πράγματα. Τώρα νομίζω ο καιρός ήρθε. Έχω υποχρέωση απέναντι στο κοινό που με αγαπάει και έρχεται πιστά και με βλέπει, να του δώσω και άλλα πράγματα, και μια άλλη Καρέζη. Μια Καρέζη της αρχής της καριέρας μου, όπου κοριτσάκι ακόμη στο Εθνικό, έπαιξα άπειρους κλασσικούς και μεγάλους ρόλους
-Αν ξανάρχιζα τη ζωή μου από την αρχή, θα ήθελα κάτι να είχε γίνει πιο νωρίς. Να είχα γνωρίσει τον Κώστα πιο πριν. Να είχα κερδίσει τα χαμένα χρόνια. Βλέπεις, είχαμε την ατυχία να μην γνωριζόμαστε κι ας ανήκαμε στον ίδιο κύκλο. Είμαι σίγουρη ότι αν είχαμε βρεθεί πιο μπροστά θα είχαμε σμίξει. Βλέπεις εγώ σε όλη μου τη ζωή περίμενα τον Καζάκο. Δεν τον είχα βρει και περιπλανιόμουν. Ώρες πικρές, ώρες μοναξιάς, δύσκολες ώρες.
-Ουσιαστικά, η ζωή μου άρχισε όταν γνώρισα τον Κώστα, στις 12 Ιανουαρίου 1967, ημέρα των γενεθλίων μου επίσης. Δεν έχουμε ανταλλάξει κουβέντα πικρή. Διαφωνίες ναι, υπάρχουν σε όλους τους ανθρώπους, αλλά εγωισμοί και καβγάδες με τον άνθρωπό σου ποτέ. Οι διαφωνίες μας δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από ένα τέταρτο. Τόσο αντέχουμε. Και δεν ήμουν πάντα έτσι. Είχα τους εγωισμούς μου, δεν υποχωρούσα εύκολα. Τώρα σκέφτομαι την παλιά Τζένη και γελάω. Νιώθω πιο ώριμη και κατασταλαγμένη.
-Με τον Κώστα έχω όλα όσα μπορεί μα περιμένει μια γυναίκα. Αγάπη, σεβασμό, ασφάλεια, εμπιστοσύνη, δικαίωση, ακόμα και καλλιτεχνική. Το μυστικό της ευτυχίας κάθε γυναίκας, είναι να τη φυλάει με πίστη και προσπάθεια ιερή. Η ανθρώπινη ευτυχία χτίζεται μέρα με τη μέρα, στιγμή με στιγμή. Και είναι πολύ εύθραυστη, γκρεμίζεται εύκολα. Δεν πρέπει ποτέ να πεις πικρή κουβέντα, τα άσχημα λόγια δεν ξεχνιούνται ποτέ, πάντα κάτι αφήνουν. Την απιστία δεν τη σκέφτομαι. Τη θεωρώ τόσο απίθανη, όπως το θάνατο.
–Το μεγάλο μας τσίρκο ήταν σταθμός στη ζωή και την καριέρα μου. Ήταν κάτι παραπάνω από θέατρο, ήταν πολιτική πράξη. Έργα σαν κι αυτό δεν ξαναγίνονται εύκολα. Έλεγε ουσιαστικά πράγματα και συγχρόνως ήταν θέατρο. Αν υπήρχαν πολλά τέτοια έργα, εμείς δεν θα παίζαμε τίποτε άλλο.
-Πιστεύω πως ο χρόνος πρέπει να κυλάει προς όφελός μας. Αυτός κάνει τη δουλειά του, θέλουμε δε θέλουμε, κι εμείς, θέλει δε θέλει, πρέπει να κάνουμε τη δική μας. Κι από εχθρό, να τον μεταβάλουμε σε φίλο. Προσωπικά, νομίζω πως το’ χω καταφέρει. Γι ‘αυτό και δεν νοσταλγώ καθόλου τα νιάτα μου. Κι αυτή τη στάση μου πιστεύω πως ο χρόνος την έχει καταλάβει. Γι ‘αυτό και με έχει αφήσει ήσυχη
-H τελευταία αδυναμία μου είναι το σπίτι μας στο Πήλιο. Κεραυνοβόλος έρωτας. Κάθε φορά που πάω στην Τσαγκαράδα, είναι σαν να ταξιδεύω προς το όνειρο. Κι όταν φτάνω εκεί, μεταμορφώνομαι. Κάνω όλα τα πράγματα που δεν μπορώ ή δεν προλαβαίνω να κάνω στην Αθήνα. Γράφω, διαβάζω, συγυρίζω, σκαλίζω τον κήπο, μαγειρεύω, στολίζω. Αυτό το σπίτι, το έφτιαξα μαζί με τους μαστόρους. Ξύπναγα στις έξι το πρωί κι άρχιζα πετραδάκι πετραδάκι να κεντάω την αυλή μου. Εδώ αυτή η πλάκα, εδώ αυτή η κόκκινη πετρούλα από την Νταμούχαρη ή από το Μυλοπόταμο. Γύριζα τα βράδια με ένα τσουβάλι στις ακρογιαλιές και μάζευα πολύχρωμα πετράδια. Πρωί πρωί έπαιρνα ένα μικρό σφυρί κι άρχιζα να τα φυτεύω, λίγο πριν γίνει το αρμολόγημα. Κι όλα είχαν μετατοπιστεί. Μακριά το θέατρο, μακριά αν θα γίνει η “Μήδεια” στην Επίδαυρο, μακριά οι αγωνίες, μακριά οι κακίες, οι φτήνιες, οι ίντριγκες και τα κυκλώματα. Μακριά. Εκείνο που μέτραγε ήταν αν θα μπει η κόκκινη πετρούλα δίπλα στη μαύρη.
-Όχι, να μη γίνει η Μήδεια. Είμαι τόσο ήσυχη κι ευχαριστημένη στο Πήλιο. Δεν θα κατέβω καθόλου στην Αθήνα. Αλλά…. Αλλά υπήρχε ο ρόλος, που τον λάτρευα και θα τον λατρεύω σε όλη μου τη ζωή. Υπήρχε και η Επίδαυρος. Το όνειρο που είχα από παιδί. Το όνειρο που έχει κάθε παιδί που θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο. Ο ρόλος, η δυσκολότερη μάχη της ζωής μου. Τα αφήνουν όλα αυτά; Άρχισαν οι βόλτες στον κήπο. Θα γίνει η Μήδεια. Πρέπει να γίνει. Άσε για αργότερα τα πετραδάκια. Τώρα πρέπει για άλλη μια φορά να διεκδικήσεις τη ζωή σου. Το τελευταίο βράδυ κάναμε με τους μαστόρους ένα τσιμπουσάκι. Εκεί, στην ατέλειωτη ακόμα αυλή. Και το απίθανο φεγγάρι της Τσαγκαράδας φώτιζε τις πετρούλες μου. Λίγο τσιπουράκι, ο Κωνσταντίνος με την κιθαρίτσα του, ο Βαμβακάρης κι ο Τσιτσάνης, ο Κώστας να΄χει έρθει στο κέφι. Πρωί πρωί τα φορτώσαμε και φύγαμε. Ψιλόβρεχε. Γύρισα κι είδα το χωριό μου -έτσι θεωρώ την Τσαγκαράδα- να χάνεται μέσα στην ομίχλη. Να χάνεται μαζί της κι η ξενοιασιά. Δυο τρία βοτσαλάκια τα πήρα μαζί μου. Έτσι, για γούρι
–Μάνα, το θέατρο είναι τίγκα. Και φεύγει πολύς κόσμος. Ο Κωνσταντίνος όρμησε μέσα στο καμαρίνι να με ενημερώσει. Αν και είχαμε παίξει και χθες, απόψε Σάββατο, ήταν το ωραιότερο Σάββατο της καλλιτεχνικής μου ζωής. Εκείνη η παράσταση της Μήδειας στην Επίδαυρο, ήταν η ωραιότερη που έγινε ποτέ. Λες και μας άγγιξε όλους ένα μαγικό ραβδί, χορό και ηθοποιούς, και κάναμε μια παράσταση βγαλμένη από τα σπλάχνα μας. Στο τέλος, μετά το χειροκρότημα, έφυγα τρέχοντας για το καμαρίνι. Ξυπόλητη. Σε λίγες μέρες ξαναβρήκα τα πετράδια μου στην Τσαγκαράδα. Ήταν εκεί και με περίμεναν. Και κάποια στιγμή, όπως καθάριζα τον κήπο, σκέφτηκα με τρόμο ότι η Μήδεια μπορούσε και να μην είχε γίνει. Ότι λίγο ακόμα και θα είχα χάσει αυτή την ευτυχία. Παράπονα, ευαισθησίες, πίκρες κι ανοησίες, θα με εμπόδιζαν να κάνω τη δουλειά μου. Υπάρχει δυστυχώς κι αυτή η πλευρά. Και δεν πρέπει. Εμπόδια, μικρότητες, τσουκνίδες, κοριούς και κουνούπια, πρέπει να κάνουμε έτσι , να τα τινάζουμε από πάνω μας και να προχωράμε. Στο βάθος κήπος. Και κήπος είναι η δουλειά μας. Αυτή είναι όλη μας η ζωή. Και έχει τη γενναιοδωρία να μας αφήνει πότε πότε να παίζουμε με τα πετράδια της Τσαγκαράδας!
-Το μόνο σπίτι που έχουμε εμείς είναι το σανίδι. Και είναι ανοικτό σε όλους. Εκεί σας δεχόμαστε. Μέσα στα φώτα, στα πολλά φώτα. Και κάνουμε χρόνια παρέα, εμείς και το κοινό. Με άλλους από εσάς μεγαλώσαμε μαζί. Άλλοι με θυμούνται από τότε που ήμουν παιδί. Άλλοι από τότε που εκείνοι ήταν παιδιά. Μια ζωή μαζί λοιπόν. Στα καλά και στα άσχημα, στις επιτυχίες και στις αποτυχίες, στις χαρές και τις πίκρες. Πότε να με αγαπάτε και πότε όχι. Πότε να με πιστεύετε και πότε όχι. Πότε να με επιδοκιμάζετε και πότε να με αμφισβητείτε. Κι εγώ να προσπαθώ πάντα να σας κερδίσω. Είναι μια ωραία σχέση…Και κρατάει χρόνια…
Εξώφυλλα
Θέατρο
Ταινίες
Στιγμές
Πορτρέτα
Σχόλια για αυτό το άρθρο