Ο Ταζ βλέπει Εμίλ Ζολά σε θεατρικό, ανατριχιάζει από τα σκοτάδια του νατουραλισμού του αλλά έχει και αρκετές ενστάσεις.
Η Τερέζα Ρακέν του Εμίλ Ζολά στο θέατρο γίνεται; Ναι γίνεται μέσω της δραματοποιημένης λογοτεχνίας που είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα στον κόσμο γιατί χρειάζεται περιοδικά να φεύγεις υποκριτικά από τον εαυτό σου και να μιλάς για αυτόν σαν να πρόκειται για κάποιον άλλον. Η Τερέζα Ρακέν με μόνο τέσσερις χαρακτήρες, την Τερέζα, τον άντρα της, την πεθερά της και τον εραστή της γίνεται; Αυτό είναι συζητήσιμο. Όπως συζητήσιμο είναι και το ευκολάκι συμβολισμού των σχεδόν ανύπαρκτων σκηνικών που μοιάζουν με κλουβί από σιδεριές για να τονίσουν τον εσωτερικό αποκλεισμό των ηρώων. Κάτι που έρχεται σε αντιδιαστολή με τον παππού του νατουραλισμού, συγγραφέα του έργου που ήθελε πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας.
Τι σώζει λοιπόν τη φετινή Τερέζα Ρακέν και ποιος ο λόγος να πας να δεις ένα ξεπερασμένο από το χρόνο έργο; Τη σώζει η γεωμετρική ματιά της σκηνοθέτιδας που μοιάζει με αυτό που έλεγε ο Ζολά ως χειρουργική ανατομία των ηρώων. Τη σώζει η τεράστια δουλειά που έκανε με τους ηθοποιούς της, όλοι εξαίρετοι και το γεγονός του ότι στη διασκευή της, μολονότι εξαφανίζει όλες τις άλλες ιστορίες και τους χαρακτήρες, δημιουργεί ολοκληρωμένο έργο.
Και φυσικά τη σώζει η ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου ένα παραγματικό αγρίμι σε κλουβί, μια Νίνα Χάγκεν του 19ου αιώνα. Η Κίτσου δεν παίζει με τους συμβατικούς κανόνες της υποκριτικής γιατί πολύ απλά είναι ένας ακραία πολυδιάστατος χαρακτήρας όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά, κινησιολογικά. Μεταμορφώνεται από μίζερη και ταπεινωμένη, σαν φιγούρα κουκλοθεάτρου σε αγρίμι που την παρασύρει το ερωτικό πάθος και την οδηγεί μέχρι το φόνο, σε ενοχική μετανιωμένη στα όρια της τρέλας.
Η Τερέζα Ρακέν μετακομίζει μαζί με τον ασθενικό άντρα της, τη θεία και πεθερά της σε ένα ανήλιαγο και υγρό μαγαζάκι στις όχθες του Σηκουάνα. Η ζωή κυλάει με την ίδια επαναλαμβανόμενη μιζέρια μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται ένας παλιός κι αγαπημένος φίλος του άντρα της. Οι δύο τους θα γίνουν εραστές, μόνο που η Τερέζ δεν μπορεί να ελέγξει το αίσθημα αυτής της αλογόκριτης ευφορίας, κι ο εραστής της βράζει από σαρκικό και όχι μόνο πάθος. Η λύση είναι μία. Η δολοφονία του συζύγου.
Το μοτίβο της ιστορίας έχει επαναληφθεί τόσες φορές στον κινηματογράφο και στο θέατρο που λες, γιατί πάλι; Ίσως για να ανακαλύψεις δραματουργικά τις ρίζες του (ακόμα και το «Ο Ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» από εκεί αντλεί την ιστορία του, να μη μιλήσω για τη βαμπιρική «Δίψα» του Παρκ Τσαν Γουκ που κάνει το έργο splatter με βρικόλακες).
Είναι ξεπερασμένο σαν έργο; Ναι, ενίοτε αφόρητα αν το πιάσεις κλασσικά. Σε κρατάει σαν παράσταση στη θέση σου; Ναι, διαολεμένα. Η Λίλλυ Μελεμέ έχει κάνει τους ηθοποιούς της να στάξουν πολύ ιδρώτα. Τη δε πρωταγωνίστρια, Μαρία Κίτσου την έχει βάλει κάπου ανάμεσα σε σφαγείο και σε ιπποδρομίες, νικήτρια. Διαβάζοντας το κείμενο του Ζολά καταλαβαίνεις πόσο «μεγάλο» είναι και σίγουρα πολλά σημαντικά πράγματα από αυτό χάνονται στη θεατρική μετάφραση. Όμως τη Μελεμέ δεν την ενδιαφέρει μια πιστή αντιγραφή του βιβλίου όσο μια βουτιά στο μπολάκι με το ειδικό υγρό που βάζουν τα αρνητικά μιας φωτογραφίας για να γεννηθεί η φωτογραφία. Στη θεατρική του μετάφραση χάνονται πολύτιμοι διάλογοι και στιγμές αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς σε ένα έργο 130 λεπτών που χρειαζόταν τουλάχιστον ακόμα ένα μισάωρο κόψιμο για να μη σε κουράσει.
Η μουσική υπογράμμιση του Μίνωα Μάτσα «λέει» αυτά που δεν λέγονται στη σκηνή, η Μόνικα Κολοκοτρώνη στην κινησιολογία είναι υπεύθυνη για αυτό το κουκλοθέατρο που έγραψα παραπάνω, οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα κρύβουν κι αυτές πνιγμένες κραυγές, ενώ δίπλα στον πύραυλο Μαρία Κίτσου, οι Κώστας Βασαρδάνης, Θανάσης Πατριαρχέας και Σοφία Σεϊρλή, σηκώνουν ανάστημα στο κύμα που πρόκειται να τους σαρώσει.
Σε μια παράσταση που ουσιαστικά δεν είναι (αν και είναι) ψυχογράφημα μιας γυναίκας κι ενός ανίερου πάθους, αλλά κοινωνιολογικό ψυχογράφημα όλων μας. (Ουπς, μάλλον εδώ πρέπει να κόψω τη φράση «ξεπερασμένο από το χρόνο έργο»). Ενός εξαρτημένου από τη μάνα του καχεκτικού συζύγου, μιας ενοχλητικά υπερπροστατευτικής μάνας, ενός μπρούταλ καρδιοκατακτητή και μιας πρωταγωνίστριας που μοιάζει να αφυπνίζεται βίαια μετά από μια μακρόχρονη νάρκωση, αποφασισμένη να νιώσει ότι της στέρησαν σαν συναίσθημα. Διαφορετικοί άνθρωποι με ανάγκη να ζήσουν, ακόμα κι αν είναι πεθαμένοι χωρίς να τους το έχει πει κανείς.
Σχόλια για αυτό το άρθρο