Έχει εντυπωθεί στη μνήμη μας από τις ασπρόμαυρες κυρίως ταινίες – και όχι μόνο- όπου συμπρωταγωνιστούσε και ξεχώριζε για τον επαγγελματισμό του, την υπόδυσή του αλλά και επειδή έγραφε καλά στο φακό λόγω της εμφάνισής του! Ο ταλαντούχος και με ήθος ηθοποιός από την παλαιά γενιά που έχουν αφήσει έντονα το αποτύπωμά τους και έχουν τιμήσει τα μάλα το λειτούργημά τους, ιδίως στο θέατρο, είναι ο Κώστας Μεσσάρης. Συνεργάστηκε με τα πιο σπουδαία και σημαντικά ιερά τέρατα της εποχής εκείνης, τους ογκόλιθους, που έγραψαν ιστορία και παρήγαγαν πολιτισμό! Παντρεμένος με τη θεϊκή Νίκη Τριανταφυλλίδη, απέκτησε μία κόρη, την Ζωή, η οποία βαδίζει στα επιτυχημένα χνάρια των γονιών της. Με αφορμή την παράσταση ”Οιδίπους – Η άλλη αναπαράσταση’‘ που ανέβηκε στο θέατρο Βαφείο- Λάκης Καραλής, το Cosmopoliti αποφάσισε να του κάνει ένα αφιέρωμα-τιμητικό και εκείνος με την ευγένεια που τον διακρίνει απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις μας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, ξεκινώντας με μια ρηξικέλευθη εισαγωγή από ένα μονόπρακτο της εποχής εκείνης, ανακαλώντας μνήμες της προσωπικής και καλλιτεχνικής του ζωής που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.
Ηθοποιός: Νομίζετε πως θα’ ταν πιο ευρηματικό κ. Παπαβασιλείου, να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη απόψεων μηδαμινής δραματικότητας με το δραματικό Μονόπρακτο-Σκιών: Η τελευταία αυλαία; Φανταστείτε .Ο ηθοποιός κατεβάζει αυλαία, σιωπή βαριά, θλίψη βαθιά, τα φώτα στη σκηνή και την πλατεία έχουν πέσει κι απ’ το βάθος του σκοταδιού μια κλανιά· η σκιά του ηθοποιού κλάνει στη σκηνή κι ακούγεται στο βάθος της πλατείας, θεατρικό παράδοξο, τραγωδία; κωμωδία; πλάκα του κερατά, ασχήμια; «comedia arcessismus»;
Ηθοποιός: Ποιος παρακαλώ πέρδεται, στη σιωπή της αδειανής πλατείας;
Σκιά-Ηθοποιού: Θέατρο η ζωή…
Ηθοποιός: Ποιος είστε κύριε; Το φάντασμα του δολοφονημένου πατέρα, στο κακό μου όνειρο;
Σκιά-Ηθοποιού: Το φάντασμα της οπερέτας στο Θέατρο Σκιών, αξιολύπητε κύριε Καραγκιόζη… Έδωσες-πήρες «θεατρίνε» και στο τέλος τίποτε. Μια μαύρη τρύπα διαστήματος ανάμεσα ζωής (και θεάτρου-θανάτου) και για πάντα απουσίας σου….
Ηθοποιός: Θάνατος, ύπνος, ίσως όνειρα, μας τα’ παν κι άλλοι, ποιος είστε κύριε μου στο σκοτάδι;
Σκιά-Ηθοποιού: Τίποτε…. εσύ!
Ηθοποιός: Αναζητήστε την ταυτότητα σας κατεπειγόντως, ταυτότητα παρακαλώ.
Σκιά-Ηθοποιού: Η ταυτότητα μου λέει: Σκιά-Ηθοποιού, στο Θέατρο Σκιών ονείρου ανθρώπων. Η σκιά σου στο χάος παραπλανητικής σιωπής, απειλητικού υποσυνείδητου μέσα σου και απείρου έξω σου, στην άλλη, ανολοκλήρωτη, αναπαράσταση σου, στο παιχνίδι ζωής (σου) και μη θανάτου, τα φώτα σβήσανε, η παράσταση κυρία και κύριε έλαβε τέλος……
Ηθοποιός: Όχι, μη, μη, μην ανάψτε τα φώτα, ακόμα λίγο φως, φως, περισσότερο φως, έχω ανοιχτό λογαριασμό στο κάτι άλλο: παράσταση μουσική, λαϊκή, βιωματική, μινιμαλιστική, σημερινή, Μεγάλου Αρχαίου Νέου Δράματος, Άμεσης Δημοκρατίας: «Οιδίπους Τύραννος (Rex)» του Σοφοκλή, (φρέσκος επί του πιεστηρίου) για μας, μαζί με μας, από εμάς……
Σκιά-Ηθοποιού: Οιδίπους άνθρωπος, μωρό, αθώο που δεν ήξερε, μωρός αμαθής, ένοχος που δεν έμαθε…
Ηθοποιός: Στη πλατεία της γειτονιάς, παρακαλώ, (όλα σα να ‘ναι τώρα, το τώρα σαν και τότε και τ’ ανάπαλι) που είναι καφενείο, σπίτι, ναός, τάφος, Εκκλησία του Δήμου…….
Σκιά-Ηθοποιού: Χαμαιτυπείο μήπως;
Ηθοποιός: Όλοι γύρω απ’ τη καρέκλα, παλιά φθαρμένη καρέκλα καφενείου του Οιδίποδα, σύμβολο εξουσίας και θανάτου, έρωτα και ζωής, μπροστά ο τυφλός ντετέκτιβ Οιδίπους Τύραννος (Rex παρακαλώ), στο Αρχαίο Νέο Αστυνομικό Δράμα Τραγικής Ειρωνείας, ψάχνουμε το φονιά του Λάιου, πατέρα παντοκράτορα πατριάρχη γυναικοκτόνου, ψάχνοντας ποιοι είμαστε, μανάδες και πατεράδες, παιδιά κι αποπαίδια και βρίσκουμε, πως ο φονιάς είν’ αυτός, εμείς σκοτώνουμε τον άλλο, δικό και ξένο πρόσφυγα, σκοτώνοντας τον καλύτερο εαυτό μας και στο χειρότερο μας εφιάλτη, τη μoίρα, σκοτώνουμε το πατέρα, να κοιμηθούμε με τη μάνα, για εξουσία- για την εξουσία, ηδονή- για την ηδονή, αυτοϊκανοποίηση, αυνανισμό, καταστροφή, κι όσο η απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας δεν είναι η αγάπη και φιλία συνεχής επανάστασης αγάπης και φιλίας, από μικρούς μεγάλους φανερωτές επαναστάτες ποιητές αγάπης, ομορφιάς, για κοινωνία αλληλεγγύης κατά ασταμάτητης ασχήμιας αντεπανάστασης φθόνου αντιπαλότητας, όχλου τυφλού ανταγωνισμού, να φάει ένας τον άλλονε Αρμαγεδδώνας απειλεί το μωρό άνθρωπό, έξω απ’ το παράδεισο αθωότητας της άγνοιας του, προτού φανεί ο παράδεισός της αθωότητας της γνώσης, μήπως η «κόλαση»;
Σκιά-Ηθοποιού: Ε ρε κέφια, όπα, όπα, όπα, εεεε, θα φάμε και θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε….εεεε όπα όπα όπα εεεε…. κύριες και κύριοι η παράσταση έλαβε τέλος, το δραματικό μονόπρακτο σκιών, η τελευταία αυλαία, προτού ανοίξει τα μάτια του, κόλλησε, βάλτωσε∙ δεν είναι όλοι για όλα, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, γι’ αυτό λίγο κράτει, αν είσαι κοντός, κράτα μια θέση ανάμεσα στους κοντούς είπε ο Σαρτρ, στο ματς μη κάτσεις πίσω από ψηλό, γκολ δεν θα δεις…
-Πώς ήταν όλη αυτή η διαδρομή των 60 χρόνων;
Ποιητή στο παλιό κακό καιρό σου, τι βλέπεις; Βλέπω ένα μωρό να σκάει μύτη, προ αμνημόνευτων κι ένα παιδί να βλέπει θέατρο, στο κεφαλόσκαλο, από μεγαλύτερα κορίτσια κι από μεγαλύτερα παιδιά στο σχολείο κι από ηθοποιούς «μπουλουξίδες», ένα σπαρακτικό ντουέτο κωμικοτραγικό. Έγινα ηθοποιός, έτσι χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, συνειδητό. Στη διαδρομή μου στο θέατρο, όλα αντιφατικά. Ήμουνα και δεν ήμουνα. Δε μπόρεσα, δε θέλησα να ταυτίσω τη ζωή μου με το θέατρο, όπως κάποιοι μεγάλοι θεατράνθρωποι. Ηθοποιό-μωρό, ανυπεράσπιστό, με ρίξανε με τη πρώτη, συμπρωταγωνιστή των σπουδαίων ηθοποιών, να με φάνε τα θηρία της πλατείας. Πόσα ονόματα θαυμαστά. Πόσοι δάσκαλοι του θεάτρου. Πόσα στιγμιότυπα, χαρίεντα, χαρμολυπηρά, θλιβερά. Έδωσα στη σχολή του Εθνικού, στη Παξινού μπροστά, με την “Ιθάκη” του Καβάφη και μ’ έκοψε η Παξινού. Λίγα χρόνια αργότερα, με πήρε με τον Μινωτή στο θίασό τους, να συμπρωταγωνιστήσω στο Ματωμένο Γάμο του Λόρκα (Λεονάρντο, με την Νίκη Τριανταφυλλίδου Νύφη και την Παξινού Μάνα) και στο έργο του Ο’ Νιλ: “Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα” (με τον Καστανά και την Παγώνη) συμπρωταγωνιστής του Μινωτή και της Παξινού, να παίξω το μεγάλο αδερφό. Έκανα πρώτα δραματική ακρόαση (οντισιόν) και όταν τελείωσα, ο Μινωτής πήρε βόλτες πάνω-κάτω ξαφνιασμένος: «πως… ποιος σου δίδαξε αυτό το ρόλο» έλεγε και ξανάλεγε. Κανένας, με το θράσος του ενστίκτου της άγνοιας έπαιξα, κύριε Μινωτή…. Η Παξινού έπλεκε αμίλητη στο βάθος, το μάτι αετίσιο, αετομάνα…..
Πήγα στη σχολή Ροντήρη, μ’ άκουσε ο Ροντήρης στο μονόλογο της αρχής, στο δράμα του Σαίξπηρ «Ριχάρδος Γ΄», όταν τελείωσα ο Ροντήρης είπε: δεν μάθατε καλά τα λόγια, ελάτε την άλλη βδομάδα μελετημένος. Πήγα και πάλι τα ίδια και τα ίδια, ελάτε και ξαναελάτε την άλλη βδομάδα και την άλλη βδομάδα, δυο μήνες. Άλλαζα χωρίς να το καταλαβαίνω ένα-δύο επίθετα, αντί για τρομερός, έλεγα φοβερός. Στο τέλος είπα με ιταμότητα άγνοιας κι απρονοησίας, στον Ροντήρη: Εγώ μελέτησα τα λόγια, μελετήστε τα κι εσείς! Έφυγα, έτρεξε πίσω μου ο Σιδέρης, ο ιστορικός του ελληνικού θεάτρου: «γιατί βρε παιδάκι μου έτσι, δεν κατάλαβες πως ο κ. Ροντήρης σε θέλει στη σχολή του;» Στο τέλος κατέληξα στο Βαχλιώτη που μ’ έμαθε να σκέπτομαι πάνω στη τέχνη και στη ζωή αφού πρώτα πήγα να δώσω και στη σχολή του Κουν που μόλις είχε ξεκινήσει τότε. Περίμενα τη σειρά μου πίσω απ’ τη κλειστή πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο ακροάσεων. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και είδα τον Κουν με κείνο το «έντονο» υπομειδίαμα, να με κοιτάζει. Κοιταχτήκαμε βαθιά κάμποσο. Έφυγα χωρίς να δώσω ακρόαση. Όταν τελείωσα τη σχολή πήγα για ακρόαση, στο «υπόγειο» ανάμεσα Σταδίου και Πανεπιστημίου, να με πάρει ο Κουν στο θίασο του. Μ’ άκουσε στο ρόλο του Αστρόφ, σε σκηνή απ’ το έργο του Τσέχοφ «Θείος Βάνιας». Όταν τελείωσα, ο Κουν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε: Είσαι καρατερίστας. Έλα τ’ απόγευμα στο θέατρο Πορεία να τα πούμε. Έφυγα και φτάνοντας έξω απ’ το Rex, ένοιωσα ένα χέρι που μ’ ακούμπησε στη πλάτη, ήταν ο Κουν λαχανιασμένος, «μη τυχόν και δεν έρθεις τ’ απόγευμα στο θέατρο Πορεία να τα πούμε, να ‘ρθεις οπωσδήποτε». Πήγα. Τα’ παμε, τα ξανάπαμε, αρχίσαμε πρόβες, στο ρόλο του Εξάγγελου απ’ το δράμα του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος (Rex)». Μια μέρα μου λέει «πάμε για τσίρους;» κι εγώ του είπα «πότε θα υπογράψουμε συμβόλαιο;», «κακό είναι που κάνουμε πρόβες;» μου είπε. Έφυγα και δεν ξαναπήγα. Για έξι- εφτά χρόνια μ’ αναζητούσε κι όταν μ’ έβρισκε «έλα να τα πούμε, έλα μαζί μας στο Θέατρο Τέχνης». Δεν πήγα ποτέ. Ανεξήγητο. Ο Κατράκης με ονόμασε γιο του κι ανεψιό του. Μια μέρα στη πρόβα είπε σε όλους, μπροστά στον Αλεξανδράκη, τον σκηνοθέτη Τριβιζά και άλλους, «αυτός μια μέρα θα μας περάσει όλους». Τσακωθήκαμε με τον Λεβεντομάνο, για μια γκόμενα Σαλονικιά, μια κοπελάρα. Δε μου κράτησε κακία. Με φώναξε να παίξω στο δράμα του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Λιρ». Δεν πήγα. Ύστερα αρρώστησε και μας έφυγε. Με πήρε η Λίντα Άλμα στο νοσοκομείο. Έλα, μου είπε, θέλει να σε δει. Πήγαμε. Είδα ένα θηρίο γυμνό μισοκαθισμένο, με τα μάτια λιονταριού που ξεψυχάει. Το ένοιωσα πως με χαιρέτησε με ψυχή βαθιά. Τι προσωπικότητα. Πόσο γενναίος, γενναιόδωρος, ατρόμητο αγρίμι κι αγριμάκι, λάφι της Κρήτης. Μοναδικός στιλίστας στητός, αγέρωχος, ανάερος, σαν τον Ιβ Μοντάν. Έτσι τον έλεγα και υπομειδιούσε. Η ζεστή, υποβλητική, απλή, λιτή φωνή του, αξεπέραστη. Μη ξεχάσω τον Τσαρούχη. Ο Τσαρούχης μου’ χε πει πως είμαι ψυχή κολασμένη βυζαντινή, της αγιοσύνης. Τόσοι και τόσοι στη ζωή, το θέατρο, τους αγώνες: Δρακόπουλος, Ηλιού, Κύρκος, στο τέλος μιας παράστασης η Αλέκα Παπαρήγα, η ακάματη, ανυπότακτη, ανιδιοτελής με τον ξεχωριστό, ανθρώπινο, σύντροφό της, τον Παπαρήγα, στο τέλος μιας παράστασης μ’ αγκάλιασε σφιχτά, σαν τη μεγάλη μου αδερφή. Τόσοι και τόσοι που φύγανε, αθάνατοι στη μνήμη των ανθρώπων άλλοι που μένουν όσο να φύγουν, φεύγοντας κι εμείς μαζί τους, είναι το βιος μας, η σοφία των αγώνων, της τέχνης και της ζωής.
-Θα θέλατε ν’ αποφύγετε κάποια πράγματα ή να κάνετε κάτι που δεν κάνατε;
Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα; ΄Ό,τι έκανα έκανα, κι ό,τι προκάνω ακόμα. Ενεργώ σε θερμή ενέργεια, επίμονα, επίμοχθα, επίπονα….
-Τι θυμάστε απ’ την αλησμόνητη σπουδαία ηθοποιό και κάποτε σύζυγό σας Νίκη Τριανταφυλλίδη;
Η κορυφαία της γενιάς της και ισάξια των σπουδαίων, στο καιρό της και σ’ όλους τους καιρούς. Η Λαμπέτη της έδωσε το «Βραβείο Κοτοπούλη». Η φωνή της όταν πρωτοβγήκε στη σκηνή, είχε το τραγούδι της στέπας, στη ρωσική λαλιά απ’ τη γιαγιά της, σε συνδυασμό με το τραγούδι στο άκουσμα το Επτανησιακό, απ’ τη μάνα της. Αυτά και τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Εδώ και σαράντα τόσα χρόνια, είμαι με την σύντροφό μου Κατερίνα Δελλαπόρτα. Τα χέρια της δίνουν πνεύμα, πνοή και αίσθημα σ’ ένα δύσκολο μέταλλο, τον ορείχαλκο. Επιμελήθηκε το χώρο και τα κοστούμια, στον Οιδίποδα, την άλλη αναπαράσταση, με απλότητα θεατρική, χωρίς να είναι στο θεατρικό κουρμπέτι.
–Ποιες απ’ τις δουλειές σας ξεχωρίζετε ιδιαίτερα;
Ήταν όλες τους παιδιά μου! Τι νόημα έχει να ξεχωρίζουμε; Δεν ζητώ να είμαι καλύτερος απ’ τους άλλους, θέλω μαζί με τους άλλους, να γίνομαι καλύτερος απ’ τον εαυτό μου, για μια καλύτερη κοινωνία και τέχνη, μαζί με τη κοινωνία για τη κοινωνία και τους φίλους. Μπορώ όμως να σταθώ στους «Νταντάδες» του Σκούρτη, με τον δαίμονα φαντασίας, ευρηματικότητας και δημιουργίας στο Θέατρο, Θύμιο Καρακατσάνη αλλά και στο ταπεινό «Σιτιάρχη» του Χριστοφιλάκη, σ’ ένα μικρό ταπεινό θέατρο, ο Γεωργουσόπουλος, ένας απ’ τους νέους δασκάλους του έθνους, είπε πως άνοιξα ένα δρόμο λιγότερο ηθογραφικό, στην ερμηνεία του νεοελληνικού θεάτρου.
-Όταν ξεκινάτε να βρείτε το ρόλο πώς τον προσεγγίζετε; Με το μυαλό, με την ψυχή;
Δεν ψάχνω το ρόλο, θεωρώ πως είμαι ο ρόλος (στο θέατρο και τη ζωή παίζουμε τους ρόλους, πολλούς ρόλους, σε πολλά δράματα). Με το μυαλό, ψάχνω τον τρόπο, τη μέθοδο και με τη ψυχή, το πνεύμα, ( το θέατρο είναι μαστοριλίκι και πνευματική τελετουργία), να ζωντανέψει ο ρόλος και το δράμα του.
-Έχετε παίξει δίπλα σε ιερά τέρατα της παλαιάς εποχής του θεάτρου, όπως η Παξινού κι ο Μινωτής κι άλλοι πολλοί…. Πώς ήταν η συνύπαρξη αυτή;
Δεν γεννιόμαστε να κυβερνάμε, να κυβερνιόμαστε παρά ν’ αγαπάμε να συνυπάρχουμε, ακόμα κι εξ ανάγκης (Καζαντζάκης ‘’Ασκητική’’). Όχι να μισούμε, να’ γαπάμε (Αντιγόνη). Ήταν οι δάσκαλοί μου. Τώρα τους ευγνωμονώ. Τότε στη σύγχυσή της ημιμάθειάς μου, ήταν δύσκολο να σκεφτώ πως μαθήτευα. Η σοφία τους πέρασε στη σκέψη, στο μυαλό, τη ψυχή μου, ανεπαισθήτως και φώλιασε…. Ήμουνα τυχερός που τους συνάντησα και άτυχος που τότε δεν μπορούσα να κατανοήσω τη τελετουργία την πνευματική και το μαστοριλίκι αλλά και το τοκετό με τους πόνους…..
-Η σημερινή νέα γενιά των ηθοποιών έχει ταλέντο;
Από ταλέντο άλλο τίποτε. Πάντα και παντού υπάρχουν ευκολίες ταλέντου, στο θέατρο της ζωής και της τέχνης αναπαράστασης της, της τέχνης όλων των τεχνών το θέατρο, θέατρο θέασης θεού ημίθεου ήρωα, απλού ανθρώπου. Ευκολίες που μπορεί να σε πάνε σε λάθος δρόμο, προς επανάπαυση, βόλεμα, ναρκισσισμό θανάτου, απανθρώπισης, αποξένωσης απ’ τη θερμή ενέργεια, πάγωμα… Σήμερα έχουμε κυριαρχία τηλεοπτικής αυτοϊκανοποίησης, δίχως πνευματικότητα, εκτός εξαιρέσεων…
Ο Μινωτής για παράδειγμα, υπήρξε ο πνευματικότερος του θεάτρου ηθοποιός, είχε φτάσει στη πλήρη αφαίρεση κι όμως πολλοί τον λέγανε κακό ηθοποιό, ο Ροντήρης τον είχε πει αγγούρι. Οι άνθρωποι είμαστε και άνθρωποι απάνθρωποι. Ο Μινωτής έλεγε πως πρέπει να σπάσουμε το ναρκισσισμό, σπάζοντας και τη καλλιέπεια της φωνή μας, να μπούμε βαθιά στη κόλαση και το παράδεισο της τέχνης της ζωής και θεάτρου, να αναμετρηθούμε με θηρία που είναι οι ρόλοι.
-Σε τι επίπεδο βρίσκεται το θέατρο εν έτει 2024;
Ποιο θέατρο; Τι εννοούμε θέατρο και τι ζωή; Το τοπίο, έρημος τηλεοπτική, με «οάσεις» δημιουργίας, υπάρχουν πάντα οι μοναχικοί καβαλάρηδες και πάντα οι πολλοί καλλαμοκαβαλάρηδες.
-Η κόρη σας η Ζωή Τριανταφυλλίδη έχει ακολουθήσει το επάγγελμα σας. Είστε υπερήφανος γι’ αυτήν; Τι θα την συμβουλεύατε;
Επάγγελμα; Μήπως είναι κάτι άλλο; Ποιος πατέρας δεν είναι υπερήφανος για το παιδί του; Από συμβουλές έχω στερέψει. Θα της έλεγα: «ψυχή βαθιά» σαν τους αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης που πολλοί θέλουνε να ξεχάσουμε. Εντάξει όχι ιδεοληψίες, όχι βίες αλλά όχι και λήθη. Θυμάμαι την κόρη μου 13-14 χρονών, να πρωταγωνιστεί σε ένα μουσικό παραμύθι δραματικό «Βασίλισσα του Χιονιού», σκηνοθεσία Λευτέρη Χαρωνίτη, μουσική υπέροχη, Θάνου Μικρούτσικου. Έπαιζε, τραγουδούσε, χόρευε, έλαμπε. Πέστε μου εσείς κ. Παπαβασιλείου που είναι αυτό το αστεράκι σήμερα; Γιατί λοιπόν; Αι σιχτιρ κωλοσύστημα, αι σιχτιρ κακέ εαυτέ μας.
-Μιλήστε μου για το δράμα «Οιδίπους Τύραννος» η άλλη αναπαράσταση, παραδοσιακή μουσική, λαϊκή, βιωματική, απλή, άμεση, μινιμαλιστική σημερινή , όπως λέτε, που ανεβάσατε στο θέατρο Βαφείο-Λάκης Κάραλης.
Πριν είκοσι χρόνια, πιωμένος γύρισα στο σπίτι αργά το βράδυ από ένα μπαρ κι έπεσε το μάτι μου στη βιβλιοθήκη, στο Σοφοκλή. Ο Σοφοκλής άλλαξε τη ζωή μου. Τη χώρισε στα δυο, την προ Σοφοκλή χαλαρή και τη μετά Σοφοκλή κάπως ασκητική. Αφοσιώθηκα στα τρία δράματα: «Οιδίπους Τύραννος», «Οιδίπους Επί Κολωνώ», «Αντιγόνη». Τα μελετώ ακατάπαυστα από τότε, θεατρικά, όχι τόσο φιλολογικά, ιστορικά, (η πολλή φιλολογία, ιστοριολογία, παγώνει τη ζωή και το θέατρο της τέχνης), με έντονο, ατελείωτο προβληματισμό, γύρω απ’ το μεγαλύτερο ζήτημα, το ζήτημα σημερινής αναπαράστασης Αρχαίου Δράματος. Γράψε-σβήσε είκοσι χρόνια, με λεξικά και διάφορες μεταφράσεις κατέληξα σε μετάφραση-μετάπλαση κατάλληλη για σημερινή ανθρώπινη, άμεση (ολοζώντανη επί σκηνής), οικεία σε όλους άλλη αναπαράσταση, σε μικρό κλειστό χώρο (με κατάλληλη προσαρμογή θα μπορούμε και σε μεγαλύτερο ανοιχτό) Αρχαίου Δράματος, του δράματος του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος (Rex)», δράμα για όλες τις εποχές, δικό μας. Όλα συμβαίνουν στη πλατεία της γειτονιάς που είναι καφενείο, σπίτι, ναός, τάφος, Εκκλησία του Δήμου (γιατί όχι και χαμαιτυπείο). Όλοι χορός, μαυροφορέμενοι, χωρίς ηλικία, φύλο, ιδιότητα προσωπική και δημόσια, χορεύουμε γύρω απ’ τη παλιά, φθαρμένη καρέκλα καφενείου του Οιδίποδα, σύμβολο εξουσίας και θανάτου, έρωτα και ζωής, ο τυφλός ντετέκτιβ Οιδίπους Τύραννος μπροστά, ψάχνουμε το φονιά του Λάιου πατέρα παντοκράτορα, πατριάρχη, γυναικοκτόνου και βρίσκουμε πως ο φονιάς είν’ αυτός, Ο Οιδίπους, εμείς. Σκοτώνουμε τον άλλο, δικό ή ξένο πρόσφυγα, σκοτώνοντας τον καλύτερο εαυτό μας. Μάλιστα στο χειρότερο εφιάλτη μας, τη μόρα, σκοτώνουμε και το πατέρα μας, να κοιμηθούμε με τη μάνα μας, για εξουσία έρωτα και ηδονή για την ηδονή, εξουσία, για την εξουσία αυτοϊκανοποίηση, αυνανισμό, έως Αρμαγεδόνα. Αρχαίο Δράμα, μουσική (τα δράματα ήταν μουσικά) και τρόπος παραδοσιακός, τελετουργικός αποτελούν, αποτελούσαν άρρηκτο σύνολο.
Σήμερα δεν γνωρίζουμε ούτε τη μουσική των δραμάτων, ούτε τον τρόπο αναπαράστασής τους τότε και ο λόγος τους τότε λόγος αρχαίου ιδιώματος, με το νεοελληνικό ιδίωμα τώρα, συνέχεια του αρχαίου, αλλά διάφορου σε πολλά. Υπάρχει ανάγκη μετάφρασης-μετάπλασης τολμηρής, με σεβασμό στο δραματουργό και τη ποίηση αρχαίου Ελληνικού ανθρωπισμού, νέας μουσικής και νέου άλλου τρόπου αναπαράστασης σήμερα.
Το δράμα «Οιδίπους Τύραννος», το αρτιότερο των δραμάτων κατά τον Αριστοτέλη, κατ’ εμέ κι άλλους το πιο σημερινό. Το πιο αρχαίο νέο δράμα αστυνομικό τραγικό, τραγικής ειρωνείας, κρύβει μέσα του πολλά δράματα και σενάρια, αποτελώντας συνταγή για πάσης φύσεως κινηματογραφικά φιλμ και πάνω του κατά πολύ, στηρίζεται η κινηματογραφική αυτοκρατορία, εμπορίας (μας πουλάνε ότι μας μπερδεύει) προπαγάνδας, επιβολής πολιτισμικής, πολιτικής, θρησκευτικής, του Χόλιγουντ. Το δράμα έχει δυο χορούς, χορό νεανιών και ιερέων και χορό αρχόντων γερόντων, εμείς στην άλλη αναπαράσταση, έναν.
Στη μετάφραση-μετάπλασή μου, χρησιμοποιώ και κάποια λίγα στοιχεία απ’ τα άλλα δύο δράματα: «Οιδίπους Επί Κολωνώ» και «Αντιγόνη» (έχω μεταφράσει-μεταπλάσει, με τον ίδιο τρόπο και τα τρία δράματα).
Στη μετάφραση-μετάπλαση μου και την άλλη αναπαράσταση, παρουσιάζω κάτι σαν δραματικό δημοτικό τραγούδι («παραλογιά», το θάμα και τ’ αντίθαμα, να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους), που αφηγείται δραματικά, εξπρεσιονιστικά, τραγικό αστυνομικό δράμα, τραγικής ειρωνείας, σε ρυθμό και ατμόσφαιρα φιλμ νουαρ, να καταδείξω πως σήμερα, συνέχεια του Αρχαίου Δράματος αποτελεί το βυζαντινό, δημοτικό, ροκρεμπέτικο, δραματικό τραγούδι και το σύγχρονο, κλασσικό εξπρεσιονιστικό δράμα.
Ο Οιδίποδας αθώος που δεν ήξερε, ένοχος που δε θέλησε να μάθει ποιος είναι.
Η Ιοκάστη συνθλίβεται, ανάμεσα στη πατριαρχία και τη μητριαρχία, στο πάθος για τον εραστή και τη μητρική αγάπη για το παιδί, αθώα που δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον Τύραννο πατριάρχη, ένοχη που δεν βρήκε το κουράγιο ν’ αντισταθεί όπως η κόρη της Αντιγόνη. Τειρεσίας και Κρέοντας, αθώοι που δεν συνωμοτούν, ένοχοι που συνωμοτούν και δε το ομολογούν ούτε στο πιο κρυφό εαυτό τους.
Ο χορός-λαός άγεται και φέρεται κι όμως αντιπροσωπεύει τη συνυπαρκτική συλλογικότητα, κοινωνίας άμεσης δημοκρατίας, που σπάει τη τραγικότητα του αμετάκλητου του θανάτου.
Υπονοούμε στην άλλη αναπαράσταση και τη σύγκρουση δημοκρατίας-ολιγαρχίας, θείου νόμου και κοσμικού γραφειοκρατικού, ατομικότητας και συλλογικότητας και το μέγα ζήτημα του ανεξέλεγκτου της εξουσίας και πολλά άλλα.
Δεν κάνουμε προπαγάνδα, ούτε από σκηνής μάθημα. Κάνουμε ζωντανό λαϊκό θέατρο, με επαφή ως τη ταύτιση δραματουργού, ηθοποιού αναδραματουργού, θεατή μεταδραματουργού, υπονοώντας μηνύματα κι όποιος κατάλαβε-κατάλαβε. Οι αρχαίοι δραματουργοί αντλούσαν τα θέματα τους από τη συνταρακτική Ελληνική μυθολογία, για να μιλήσουν για λεπτά ζητήματα της εύθραυστης άμεσης δημοκρατίας της ιστορικής Αθήνας και το κάνανε με προβλεπτικό του μέλλοντος τρόπο, που είναι σάμπως τα δράματα να γραφτήκανε σήμερα, φτάνει να απαλλαγούν από βαρίδια αρχαϊκά. Κυρίως το δράμα «Οιδίπους Τύραννος (Rex)».
Στο θέατρο Βαφείο κάθε Πέμπτη στις 9μ.μ. (προπώληση ticketservices.gr και στο τηλ. 6932418945, Η άλλη αναπαράσταση, παράσταση μουσική, λαϊκή, βιωματική, μινιμαλιστική «Φως που στα μάτια μου δε φτάνεις», μια ανάσα αντίστασης ομορφιάς ανθρωπιάς κατά της ασχήμιας αποξένωσης ανθρώπου ατόμου, από τον άλλον και την ανθρωπιά του.
Στην αρχή της συνέντευξης με την άδεια σου δάσκαλε και σπουδαίε ηθοποιέ, μοναδικέ καρατερίστα (κάποτε στο θέατρο Πορεία είδα μια παράστασή σας κι από τότε ανέβασα το πήχη απαιτήσεων) κ. Παπαβασιλείου, θέλησα να κάνω μια μαγκιά πρωτοτυπίας, να μεταπλάσω τη συνέντευξη σε δραματικό μονόπρακτό, απέτυχα∙ δεν είμαστε όλοι για όλα. Σίγουρα θα προσέξατε πως μέσα σε όμορφες λέξεις πετάχτηκε και μια ανάρμοστη, άσχημη: κλανιά. Οι άλλες λέξεις «ντραπήκανε» σε φυγή, να κρυφτούν. Η δύναμη της γλώσσας, της λέξης, της ασχήμιας: ομορφιά της τέχνης και της ζωής. Κάποτε, μπορεί ποτέ, μπορεί και να είμαστε, να φτάσουμε, σε αυτεξούσιο βίο, όταν το θέατρο της τέχνης αναπαράστασης του θεάτρου της ζωής μας, φωτίσει το θέατρο της ζωής μας, με φως σοφίας ετερότητας∙ τότε όλοι μας, πολίτες-οπλίτες με όπλα το νου, τη καρδιά, την αγάπη, τη φιλία και την άμεση δημοκρατία αυτεξούσιου βίου, όλοι δραματουργοί δημιουργοί, ηθοποιοί αναδημιουργοί, θεατές μεταδραματουργοί, θα γράφουμε το δράμα της ζωής μας, καθένας χωριστά κι όλοι μαζί, που άλλοι τώρα γράφουνε για μας χωρίς εμάς, όταν τίποτε δε θα κάνουμε που να φοβούμαστε να το μάθουν οι άλλοι, να ζούμε αθόρυβα τη Νιρβάνα ηδονής μας, πνευματικής και σάρκινης, σάρκα και πνεύμα ένα, με ιδέες, αξίες, αρχές ανθρωπισμού, πέρα από κάθε βαρβαρότητα απάνθρωπη…….
Σχόλια για αυτό το άρθρο