Ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα το Cabaret, μιούζικαλ γνωστό κι αγαπημένο, με τραγούδια που σου κολλάνε στο μυαλό και δεν ξεκολλάνε, αλλά μιούζικαλ όχι λαμπερό κι αστραφτερό. Να το τονίσουμε αυτό, γιατί, όταν ο άλλος ακούει μιούζικαλ στην Αθήνα, φαντάζεται φτερά, πούπουλα και στρας. Όχι όμως για το Cabaret. Εδώ μιλάμε για έναν χωροχρόνο σκοτεινό και στενάχωρο, για το Βερολίνο του ’30, λίγο πριν ανέβουν στην εξουσία οι Ναζιστές κι επικεντρώνεται σε ιστορίες «καταραμένων» ανθρώπων. Η ευτυχία είναι λειψή στο Cabaret, δεν ολοκληρώνεται ποτέ, μοιάζει με έρωτα πλατωνικό που δεν πραγματώνεται. Καταρχήν είμαι χαρούμενος που ένας άνθρωπος της δικής μου γενιάς – εμείς οι 40ρηδες μεγαλώσαμε με την «Οκτάνα» του – έφτιαξε το Cabaret στην Ελλάδα. Και ειλικρινά δεν θα περίμενα να δω το συγκεκριμένο μιούζικαλ «ενορχηστρωμένο» από τον Σταμάτη Φασουλή, ο οποίος αυτή τη στιγμή θεωρείται master στο είδος. Δεν θα διαφωνήσω με το χαρακτηρισμό, αλλά στο μυαλό μου ο κ. Φασουλής έχει ταυτιστεί με το μιούζικαλ που αστράφτει και δεν προβληματίζει. Στο άλλο άκρο βρίσκεται το Cabaret, το οποίο – κατά την ταπεινή μου γνώμη – ευτύχησε στα χέρια του Κωνσταντίνου, ενός ανθρώπου που έχει πολύ ανοιχτό ορίζοντα στη σύλληψη ιδεών, είναι μοναδικός εικονοπλάστης και έχει ματιά άκρως εικαστική. Στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσική- μεγάλη η χωρητικότητα, μεγάλες οι αποστάσεις από τη σκηνή – στήθηκε ένα πολυεπίπεδο σκηνικό με βάθος, στο οποίο κυριαρχεί το μαύρο χρώμα (σκοτεινό το Βερολίνο εκείνα τα χρόνια) και φυσικά η επιγραφή Kit Kat Κlub, ο χώρος της γλυκιάς αμαρτίας, όπου όλα επιτρέπονται και όλα κυκλοφορούν (έρωτες για κάθε φίλο και φύλο, αλκοόλ, τσιγάρα, ναρκωτικά και μερικές ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες). Η παρακμή στη σκιά του καπνού και οι ευκαιριακές σχέσεις είναι εμφανείς στο Kit Kat Κlub, ενώ τα κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη «πατάνε» στα ΄30s με πιο glitter και neodandy επιρροές – στους χορευτές και τις χορεύτριες τουλάχιστον. Ο Νίκος ΜωραΪτης που έκανε την απόδοση των στίχων στα Ελληνικά είναι πάντα πολύ συνεπής και λεπτολόγος στη δουλειά του, ενώ ο Δημοσθένης Γρίβας που έχει τη μουσική διεύθυνση και έκανε την ενορχήστρωση, κατάφερε ένα πολύ ζωντανό αποτέλεσμα, χωρίς να λείπουν και οι αγαπημένοι – εμβόλιμοι- υπόκωφοι βόμβοι, σήμα κατατεθέν του Δημοσθένη.
Προσωπικά, η αισθητική του Κωνσταντίνου – πέραν κάποιων στιλιστικών εξάρσεων – μου αρέσει και νομίζω πως «έντυσε» πολύ πειστικά το Cabaret του ’30, στο Βερολίνο. Αυτό, ωστόσο, που μου έλειψε είναι το συναίσθημα από τις πρόζες των ηθοποιών και ίσως σε αυτό να συνέβαλλε η απόσταση από τη σκηνή. Η Μαρία Ναυπλιώτου ήταν καλή, αλλά θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αν μετέδιδε την απελπισία της Sally Bowles που κινείται μεταξύ αλκοόλ, περαστικών ερώτων, εκτρώσεων και ναρκωτικών. Πιο κοντά στον έρωτα που άργησε πολύ η Τάνια Τσανακλίδου, αλλά και εδώ τη στιγμή που ο ναζισμός της κόβει το όνειρο ενός γάμου με τον Εβραίο μανάβη, εμένα το συναίσθημα μου έλειψε. Ο Δημήτρης Λιγνάδης στάθηκε με αξιοπρέπεια στο ρόλο του Κομπέρ. Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης θα μπορούσε να είναι πιο σκληρός, ενώ ο Γιώργος Νανούρης δεν ήταν έτοιμος για το ρόλο του Αμερικανού συγγραφέα Κλίφορντ Μπράντσο. Την πιο αισιόδοξη ματιά στη μουντάδα του προ-ναζιστικού Βερολίνου την προσδίδουν ο έχων άγνοια για το μέλλον Εβραίους κύριος Σουλτσς – ή προσποιούμενος ότι έχει άγνοια – και η εύθυμη πόρνη Φρόιλαιν Κόστ, που θέλει να τάσσεται με την πλευρά των ισχυρών, στη συγκεκριμένη περίπτωση των Ναζί. Τον πρώτο υποδύεται ο Μιχάλης Μητρούσης και την δεύτερη η Νάντια Μπουλέ. Της δεσποινίδας Μπουλέ της έχω πει και κατ’ ιδίαν – της το λέω τώρα και δημοσίως – να επικεντρωθεί στο μιούζικαλ γιατί της πάει πολύ και το ‘χει τόσο – όσο δεν φαντάζεται ούτε η ίδια.
Διάβασα και άκουσα πολλά για το συγκεκριμένο Cabaret, αλλά ο Κωνσταντίνος Ρήγος καταφέρνει πάντα να διχάζει με τις παραστάσεις του. Οι μεν τον λατρεύουν και τον επευφημούν, οι δε τον κατακρίνουν ακόμη και χωρίς επιχειρήματα. Ακόμη, όμως, κι αυτό χάρισμα είναι, γιατί ανέκαθεν η Τέχνη δίχαζε και θα συνεχίσει να διχάζει. Αρκετά πια με τα μαζικά θεάματα και τις σαχλές φαρσοκωμωδίες που μας κυνηγάνε στο θέατρο και την τηλεόραση, αρκετά και με τη φτιασιδωμένη λάμψη που πρέπει σώνει και καλά να εκπέμπουν οι μεγάλες σκηνές. Καλύτερα στο Βερολίνο του ’30, έτσι όπως δημιουργήθηκε στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής. Αν πρέπει να δεις κανείς το Cabaret; Νομίζω ότι απάντησα ήδη…
Σχόλια για αυτό το άρθρο