Ωραίος σαν Άδωνις, πλούσιος, με ευγενική καταγωγή, ο μεγαλύτερος ρομαντικός ποιητής, παθιασμένος ηδονιστής και ένας ακούραστος ταξιδευτής. Ο λόρδος Βύρων έζησε μια σύντομη αλλά συναρπαστική ζωή και άφησε την τελευταία του πνοή στην επαναστατημένη Ελλάδα που τόσο αγάπησε.
Ήταν μια πολύ κρύα νύχτα του Γενάρη του 1788. Είχε παγώσει μέχρι και ο Τάμεσης. Στο Λονδίνο γεννήθηκε ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Ο πατέρας του, ο πλοίαρχος του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού Τζον Μπάιρον, με το παρατσούκλι “Mad Jack” ήταν ένας αθεράπευτος μεθύστακας και η μητέρα του, η δεύτερη σύζυγος του Κάθριν Γκόρντον, ήταν μια κυρία με αριστοκρατική καταγωγή, απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ΄. Ο πατέρας είχε σπαταλήσει την περιουσία της γυναίκας του, το ζευγάρι είχε ήδη χωρίσει, έτσι η μητέρα πήρε το γιο της και πήγαν να μείνουν στη Σκωτία, όπου ζούσαν φτωχικά, αφού όλη η περιουσία της καταναλώθηκε για να πληρωθούν τα χρέη του άσωτου πατέρα.
Το παιδί γεννήθηκε κουτσό στη δεξιά κνήμη, αλλά ήταν τυχερό. Όταν ήταν 10 χρονών, πέθανε ο παππούς του και επειδή ήταν πρώτος στη σειρά της διαδοχής, ονομάστηκε 6ος βαρόνος Μπάιρον, αυτός που έμεινε στην ιστορία ως ο λόρδος Βύρων. Έτσι ο μικρός λόρδος απέκτησε κάστρο, τίτλο και εισόδημα. Από νωρίς έδειξε το ταλέντο του στην ποίηση και το πάθος του για τον έρωτα. Πριν κλείσει τα 18, είχε γράψει την πρώτη του ποιητική συλλογή και είχε ήδη ερωτικές εμπειρίες, με την οικονόμο του σπιτιού, με τις δύο εξαδέλφες του και με ένα 15χρονο χωριατόπαιδο, τον Ρόμπερτ. Ο Βύρων ουδέποτε έκρυψε και τις ομοφυλόφιλες επιθυμίες του, κάτι που ήταν εγκληματικό στην Αγγλία της εποχής του. Έτσι, για να γλιτώσει τα χειρότερα, η μητέρα του τον έγραψε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Στο Κέιμπριτζ φοιτούσαν οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών. Χωρίς κανένα ταμπού κι ενδοιασμό, με πολλούς από αυτούς, ο Βύρων έκανε ερωτικές σχέσεις, όπως με τον δούκα του Ντόρσετ, τον κόμη του Ντελαγκουάρ, τον κόμη του Κλερ. Απολάμβανε χωρίς φραγμό τις ερωτικές ηδονές με συμφοιτητές, πόρνες, υπηρέτες. Αγάπησε παράφορα ένα αγόρι της παιδικής χορωδίας, τον Τζον Έντελσον και, όταν πέθανε ξαφνικά, το αποχαιρέτησε γράφοντας: “Ήταν το μόνο πλάσμα που με αγάπησε ολοκληρωτικά. Χαίρομαι που πέθανε νέος, δεν θα άντεχα να τον δω γερασμένο ή αλλαγμένο”. Με τούτα και με εκείνα όμως, ο Βύρων άρπαξε μια σύφιλη που τον ταλαιπωρούσε σε όλη την μετέπειτα σύντομη ζωή του.
Σε ηλικία 17 ετών έβγαλε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Fugitive Pieces (Φυγαδευμένα Κομμάτια), αλλά επειδή το περιεχόμενό τους ήταν ερωτικά τολμηρό, αναγκάστηκε να την αποσύρει και να καταστρέψει όλα τα αντίτυπα. Η δεύτερη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Hours of Idieness (Ώρες Απραξίας) δέχτηκε σκληρή κριτική, δημιούργησε όμως τον πρώτο πυρήνα των θαυμαστών του. Η τρίτη του όμως συλλογή, με τίτλο Childe Harold’s Pilgrimage (To Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντς) γνώρισε μεγάλη επιτυχία, τον έκανε διασημότητα και περιζήτητο πρόσωπο σε όλα τα σαλόνια. Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε σε ένα τριήμερο και μέσα σε ένα μήνα ακολούθησαν 6 ακόμη εκδόσεις. Από εκεί και πέρα κάθε ποιητική του συλλογή είχε μεγάλες πωλήσεις, που βελτίωσαν πολύ τα οικονομικά του και τον καθιέρωσαν σαν ένα μεγάλο, ίσως τον μεγαλύτερο ρομαντικό ποιητή.
Όμως, η ανήσυχη φύση του και τα χρέη, τον έκαναν να αποφασίσει να φύγει από το “αποκλεισμένο νησί” όπως αποκαλούσε την Αγγλία και να ταξιδέψει. Όχι μόνος, τον ακολουθούσαν 8 υπηρέτες, φίλοι, λογιστές, σύμβουλοι, ο γιατρός του και τα τρία του σκυλιά. Ανάμεσα στους φίλους που είχε πάρει μαζί του ήταν προσωπικότητες όπως ο κόμης Γκάμπα, ο πρίγκηπας Σκιλίτσι, συγγενής του Μαυροκορδάτου και άλλοι πολλοί που ήθελαν να μοιραστούν μαζί του την περιπέτεια. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι αυτά τα ταξίδια τα έκανε για να αναζητήσει την ηδονή σε χώρες που η ομοφυλοφιλία δεν ήταν ποινικά κολάσιμη. Είναι πολύ πιθανό, αλλά όλες αυτές οι εξωτικές εικόνες, έξω από τα ασφυκτικά όρια της Αγγλίας, γέμισαν την ποίηση του με δύναμη και φαντασία. Και είναι σίγουρο, πως τα αριστουργήματά του, Οriental Tales (Iστορίες της Ανατολής), “Δον Ζουάν” και “Μάνφρεντ”, που αργότερα έγινε όπερα, τα έγραψε επειδή είχε ταξιδέψει και είχε εμπειρίες και βιώματα.
Στις 2 Ιουλίου του 1809, ο Βύρων έφυγε από το Πλίμουθ της Αγγλίας μαζί με τον εραστή του Τζον Χομπχάουζ. Έφτασε αρχικά στη Λισαβόνα και μετά στο Γιβραλτάρ. Εκεί εγκατέλειψε τον εραστή του ( “για να μην πέσει στα χέρια των μωαμεθανών”!) και μέσω του Γιβραλτάρ έφτασε στη Μάλτα όπου έμεινε για μικρό διάστημα. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, από το κατάστρωμα του αγγλικού πολεμικού “Σπάιντερ” αντίκρισε για λίγο το Μεσολόγγι, την μοιραία πόλη που θα άφηνε την τελευταία του πνοή.
Τελικά αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα και από εκεί πήγε στο Τεπελένι όπου τον φιλοξένησε ο Αλή Πασάς. Ο χαριτωμένος λόρδος γυάλισε στον Αλή και του έκανε απροκάλυπτα ερωτικές προτάσεις. Ο Βύρων τις απέκρουσε ευγενικά, αλλά δεν έκανε το ίδιο με τον Βελή Πασά Ισμαήλ, τον γιο του Αλή Πασά, με τον οποίο πέρασε “υπέροχες ερωτικές στιγμές”.
Από το Τεπελένι κατέβηκε νότια, έφτασε ξανά στο Μεσολόγγι και από εκεί πέρασε απέναντι στην Πάτρα και και οδικώς έφτασε στην Αθήνα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1806. Όταν την είδαν από μακριά ένας από τους οδηγούς του είπε: “Aφέντη! Να το χωριό!” Και πράγματι η Αθήνα εκείνης της εποχής ήταν ένα χωριό, στα μάτια όμως του Βύρωνα, ήταν η πόλη του μύθου και του θρύλου, το μέρος που έζησαν οι ποιητές και οι φιλόσοφοι. Εδώ είχε αποφασίσει να ζήσει όλες τις συγκινήσεις που θα του υπαγόρευαν η ποιητική του φαντασία αλλά και το αχαλίνωτο πάθος του. Εγκαταστάθηκε λοιπόν στο σπίτι του προξένου της Αγγλίας και άρχισε την εξερεύνηση της Αθήνας. Επισκέφτηκε όλα τα ιστορικά μνημεία. Ανέβηκε στην Ακρόπολη και εξοργίστηκε όταν είδε τα μάρμαρα του Παρθενώνα λεηλατημένα από τον Έλγιν. Για αυτό το γεγονός, έγραψε το ποίημα “Η κατάρα της Αθηνάς”.΄Εγραφε στίχους παντού, καθ’ οδόν, σε πλαγιές, έφιππος, μέσα στα καφενεία. Ο Βύρων δεν ήταν ο ποιητής του σαλονιού, παρ΄ότι στα σαλόνια θα αναζητούσε τη μέθη, την ηδονή και την παραζάλη.
Παρ΄όλο που ήταν κουτσός, ο Βύρων ήταν πολύ καλός στην πυγμαχία και στην ξιφασκία και δεινός κολυμβητής. Στους τρεις χειμωνιάτικους μήνες που έμεινε στην Αθήνα, κατέβαινε κάθε μέρα στον Πειραιά και κολυμπούσε μιάμιση ώρα. Και φυσικά δεν ξέχασε τις ερωτικές ιστορίες. Δεν του αρκούσε που είχε δεκάδες Ελληνίδες ερωμένες, τις οποίες παρατούσε επειδή οι μανάδες τους τον κυνηγούσαν για να τις παντρευτεί. Ερωτεύτηκε και πιθανότατα έκανε και έρωτα με τη μικρή κόρη του προξένου της Αγγλίας, που τον φιλοξενούσε, την 15χρονη Τερέζα Μακρή. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός, ο πρόξενος τον έδιωξε από το σπίτι του και ο Βύρων, αφού αφιέρωσε στη μικρή Τερέζα το ποίημά του “Η κόρη των Αθηνών” αναγκάστηκε να πάει να μείνει σε ένα μοναστήρι Καπουτσίνων στην Πλάκα. Όμως κι εκεί ερωτεύτηκε έναν 16χρονο μαθητή, τον Νικολό! Και επειδή ο νεαρός ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, τον σπούδασε και του κληροδότησε ένα τεράστιο ποσό, διπλάσιο από εκείνο που προσέφερε για την επισκευή του στόλου των Ελλήνων!
Με το αγγλικό δίκροτο “Πυλάδης” επισκέφτηκε τη Σμύρνη και μετά ταξίδεψε παραλιακά μέχρι να φτάσει στα Δαρδανέλια. Εκεί, περιμένοντας την άδεια της Υψηλής Πύλης για να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη, επανέλαβε τον άθλο του μυθικού Λέανδρου. Διέσχισε τα Δαρδανέλια κολυμπώντας από την ασιατική στην ευρωπαϊκή ακτή, σε μιάμιση ώρα! Ήταν όντως ένα σπουδαίο κατόρθωμα για το οποίο περηφανευόταν σε όλη του τη ζωή. Τελικά έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε για δύο μήνες. Μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή του εκεί στη λάγνα Ανατολή! Μετά από δύο μήνες πλήρους ασωτίας, γύρισε ξανά στην Αθήνα, μόνος αυτή τη φορά και έμεινε για δέκα μήνες γράφοντας και κάνοντας μακρινές εκδρομές. Στις 11 Απριλίου 1811, επιβιβάστηκε για να πάει στη Μάλτα, εκεί όμως προσβλήθηκε για δεύτερη φορά από ελονοσία και έτσι αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία.
Είναι πλέον επιτυχημένος ποιητής, ωραίος σαν Άδωνις, ευπατρίδης, σχετικά πλούσιος, αλλά περιφρονεί την κρατούσα ηθική της κοινωνίας. Έχει μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες και όπως έλεγε συχνά “Υπέστην περισσότερες αρπαγές απ΄οιονδήποτε άλλο από την εποχή του Τρωικού Πολέμου”. Αλλά έχει επιτυχία και στις πωλήσεις. Το ποίημα ” Ο Κουρσάρος” κυκλοφόρησε το 1816 σε 14.000 αντίτυπα και εξαντλήθηκε μέσα σε μια μέρα. Γενικά οι πωλήσεις των ποιημάτων, του απέφεραν τεράστια κέρδη, τα οποία όμως ξόδευε αφειδώς και δημιουργούσε καινούργια χρέη. Έτσι για να μπορέσει να καλύψει τις υποχρεώσεις του, σκέφτηκε να κάνει έναν πλούσιο γάμο.
Η τολμηρή ζωή του όμως, ήταν κόκκινο πανί για τους καθωσπρέπει Άγγλους αριστοκράτες. Φήμες τον ήθελαν να έχει σχέσεις με την αριστοκράτισσα Κάρολιν Λαμπ, η οποία τον χαρακτήρισε σαν “Mad, bad and dangerous to know” (Tρελός, κακός και επικίνδυνος σαν γνωριμία). Υπήρχαν επίσης φήμες ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα Λι, με την οποία είχε ήδη μια κόρη που είχε γεννηθεί το 1814. Παντρεύτηκε τελικά την ευγενή Άννα Ισαβέλλα Μίλμπανκ και απέκτησαν μια κόρη την Άντα. Τα οικονομικά όμως του Βύρωνα δεν βελτιώθηκαν, ο ίδιος συνέχιζε να πίνει και να κάνει έκλυτη ζωή με τους φίλους του, ενώ η απαίσια συμπεριφορά του προς την γυναίκα του, την οδήγησαν να πάρει το κοριτσάκι της και να φύγει. Άφησε ένα γράμμα, όπου τον πληροφορούσε πως δεν επρόκειτο να γυρίσει. Τελικά το ζευγάρι χώρισε, η δημοτικότητα του Βύρωνα άρχισε να μειώνεται, ενώ τα κουτσομπολιά γύρω από την ομοφυλοφιλία του αυξάνονταν, ιδιαίτερα μετά από μια αγόρευση του στη Βουλή των λόρδων, όπου μίλησε απαξιωτικά για την αντιβασιλεία. Κινδύνευε πλέον η ζωή του, είτε από τους πολιτικούς αντιπάλους, είτε από τους δανειστές του. Έτσι, αναγκάστηκε να φύγει από την Αγγλία τον Απρίλιο του 1816.
Επιβιβάστηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία και μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες. Από εκεί επισκέφθηκε το πεδίο της μάχης του Βατερλό και κατέληξε στη Γενεύη όπου έμεινε μερικούς μήνες και συνάντησε τον ποιητή Πέρσι Σέλεϊ, με τον οποίο πιθανότατα είχε σχέση. Στη συνέχεια πήγε στην Ιταλία όπου υποστήριξε ενεργά το κίνημα των Καρμπονάρων, που μάχονταν για ανεξαρτησία από την Αυστρία. Έπειτα ταξίδεψε σε ιταλικές πόλεις, στη Ρώμη, στη Ραβένα, στην Πίζα. Στην Πίζα έγραψε και το διάσημο μυθιστόρημα “Δον Ζουάν”. Κατέληξε στη Γένοβα, όπου το 1822 τον επισκέφθηκε αντιπροσωπεία των Ελλήνων επαναστατών και του ζήτησε την βοήθειά του, καθώς ήταν πλέον θερμός υποστηρικτής της αυτοδιάθεσης των λαών. Ο Βύρων δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση. Στο μυαλό του και στο περιβάλλον του, άρχισε να σχηματίζεται η ιδέα πως θα ήταν ο απελευθερωτής της Ελλάδας και, ποιος ξέρει; μπορεί να γινόταν και ο πρώτος βασιλιάς της!
Ο Βύρων, μέσα σε ένα επαναστατικό πυρετό, συγκέντρωσε χρήματα και άντρες και αφού επιβιβάστηκε στο ναυλωμένο πλοίο “Ηρακλής”, έφτασε στην Κεφαλλονιά στις 13 Ιουλίου 1823, ημέρα Παρασκευή. “Τίποτα δεν θα πάει καλά .” είπε ο ποιητής που ήταν προληπτικός. Έμεινε για 6 μήνες στην Κεφαλλονιά και μετά, παρ΄όλο που σχεδίαζε να πάει στο Μοριά, πέρασε απέναντι και μέσω Αιτωλοακαρνανίας έφτασε στο Μεσολόγγι. Εκεί συνάντησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρωθυπουργό της επαναστατημένης Ελλάδας, τον οποίο συνεχώς χρηματοδοτούσε για τα έξοδα του Αγώνα. Αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Το σχέδιό τους ήταν να πολιορκήσουν τη Ναύπακτο και να την απελευθερώσουν. Όταν θα απελευθέρωναν μία-μία όλες τις πόλεις της Στερεάς Ελλάδας, στη συνέχεια θα περνούσαν απέναντι, στο Μοριά.
Λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αντίπαλος του Μαυροκορδάτου, που δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ενδυναμωθεί ο αντίπαλός του, έστειλε ένα απόσπασμα από δικούς του Σουλιώτες, δήθεν για να βοηθήσουν, αλλά στην πραγματικότητα για να δημιουργήσουν αστάθεια. Το σχέδιο πέτυχε. Την παραμονή της εκστρατείας, όλοι οι Σουλιώτες ξεσηκώθηκαν ζητώντας από τον Βύρωνα παράλογες αυξήσεις, τη στιγμή που για τους 600 στρατιώτες του και τα άλογά τους, πλήρωνε 2.000 δολάρια την εβδομάδα.
Το σχέδιο όπως ήταν φυσικό απέτυχε. Και όταν μετά από λίγους μήνες, ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλα εισέβαλαν στο Μεσολόγγι, η στρατιωτική καριέρα του Βύρωνα έληξε άδοξα πριν καν ξεκινήσει. Μαζί με όλα, ήρθε και ένας ισχυρός σεισμός και το Μεσολόγγι ισοπεδώθηκε. Ο μεγάλος ρομαντικός ποιητής, ο οπαδός των ερωτικών απολαύσεων, ο φίλος της Ελλάδας, είχε καταρρεύσει. Δεν ήταν μόνο οι προδοσίες των Ελλήνων αρχηγών που τον είχαν τσακίσει. Ένας απελπισμένος έρωτας για τον Λουκά, τον 15χρονο γιο μιας φτωχής χήρας, που είχε γνωρίσει στην Κεφαλλονιά και τον είχε πάρει μαζί του, τον έκαιγε και τον βασάνιζε. Ο Λουκάς τον είχε ακολουθήσει, ήταν ο προσωπικός του βοηθός, αλλά δεν έγινε ποτέ εραστής του. Και πως να γίνει; Παρότι ήταν μόνο 37 ετών, ο Βύρων έμοιαζε τόσο γέρος και εξουθενωμένος, που το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να επιθυμήσει ένας νέος ήταν να κοιμηθεί μαζί του. Η “αβυσσαλέα αγάπη” για τον Λουκά, τον κατάπιε για πρώτη και τελευταία φορά.
Μια χαρτορίχτρα είχε πει στη μητέρα του Βύρωνα, πως ο γιος της θα πέθαινε 37 χρονών, από σκληρό θάνατο. Έτσι και έγινε. Ο λόρδος Βύρων, ξεψύχησε τη Δευτέρα του Πάσχα, 19 Απριλίου του 1824, αιμόφυρτος και τρομαγμένος, μετά από ένα φρικτό κρυολόγημα που τον κυρίευσε σαν δαίμονας. Έξω, το μαύρο ουρανό φώτιζαν αστραπές και κεραυνοί. Μια τρομερή βροχή πλημμύρισε τους δρόμους. Μέσα, οι κομπογιαννίτες γιατροί του έκαναν απανωτές αφαιμάξεις. Ο Βύρων, με όση δύναμη του είχε μείνει, φώναζε: “Αφήστε με να κοιμηθώ! Αφήστε με να κοιμηθώ!” Κάποια στιγμή τον άφησαν, ησύχασε και κοιμήθηκε για πάντα…
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο