Τη συνάντησα στο σπίτι της, ένα ρετιρέ στους Αμπελόκηπους, που νιώθεις αμέσως την αύρα της και την καλή ενέργειά της. Η Μάρω Κοντού, αγαπημένη πρωταγωνίστρια του θεάτρου και του κινηματογράφου μου αφηγήθηκε για πρώτη φορά όλο το παρασκήνιο του γάμου της με τον Αριστείδη Καρύδη – Φουκς, πήγαμε σε καλλιτεχνικές κουβέντες άλλων εποχών, στη μαγειρική και τα χόμπι της και στην καθημερινότητά της, Στο τέλος της συνέντευξης, είχα την αίσθηση ότι μίλησα με μια γυναίκα που ξεκινά τώρα την καριέρα της.
Με κέρασε κουαντρό, που δεν λείπει ποτέ από την κουζίνα της. Το χρησιμοποιώ στη μαγειρική. Δεν το πίνω, εγώ πίνω μόνο βότκα με λεμόνι και πάγο. Αλλά το βάζω σε διάφορες συνταγούλες που κάνω. Ένα ζελέ περίεργο με κουαντρό, κεράσια και σιρόπι από κεράσια, το βάζω σε φρουτοσαλάτα, το βάζω σε πολλά.
-Είσαι καλή μαγείρισσα;
Το φαγητό το έχω ως χόμπι. Κάνω λίγα, με δικές μου παραλλαγές. Η σπεσιαλιτέ μου είναι κοτόπουλο με όλα τα είδη πιπεριάς –εκτός πράσινης που είναι δύσπεπτη- πιλάφι και γλυκόξινη σάλτσα που την κάνω μόνη μου με μυστική συνταγή. Επίσης, κάνω εκπληκτικό γιουβέτσι στο φούρνο. Μ΄αρέσει η μαγειρική.
-Ως παντρεμένη, μαγείρευες;
Όταν παντρεύτηκα, ήξερα μόνο μακαρονάδα, τηγανητά αβγά και σαλατούλα. Ήμουν πολύ μικρή και όλα τα έκανε η μάνα μου. Από τον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο, μέχρι τη μαγειρική. Πως σιγά σιγά τα έμαθα όλα και έγινα ξεφτέρι; Αναγκάστηκα, μετά την απώλειά της. Έπειτα μου ήρθαν και οι μνήμες. Η μητέρα μου είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, η γιαγιά μου ήταν βέρα Σμυρνιά και έκανε καταπληκτικά σουτζουκάκια. Όλα αυτά τα είχα στο dna μου, πειραματίστηκα κιόλας, πέταξα ένα δυο στην αρχή, τελικά έμαθα. Ευτυχώς είχα πάρα πολύ εύκολο άντρα, στη μαγειρική τουλάχιστον. Σε άλλα ήταν δύσκολος…
-Μιλάς για τον πρώτο σου σύζυγο, τον Αριστείδη Καρύδη – Φουκς;
Ναι, για το Ντίντη. Όλοι έχουμε τις ευκολίες μας και τις δυσκολίες μας. Κανένας χαρακτήρας δεν μοιάζει με τον άλλο. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον. Σκέψου να είμαστε όλοι ίδιοι! Πλήξη, μονοτονία και απελπισία. Να βλέπουμε τον εαυτό μας συνέχεια; Αίσχος!
-Είχατε αρκετά χρόνια σχέση πριν παντρευτείτε.Πώς προέκυψε ο γάμος σας;
Αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία, σχεδόν μυθιστορηματική. Είχαμε σχέση πέντε χρόνια. Όταν βγήκα στο θέατρο, κατευθείαν πρωταγωνίστρια δίπλα στο Δημήτη Χορν, με το έργο Ρομανσέρο, Οκτώβριος του 1959, ήρθανε διάφοροι γαμπροί. Όπως λένε όλοι, κι όπως βλέπω και φωτογραφίες, ήμουν μια κουκλάρα. Άρχισα λοιπόν, να παίρνω ανθοδέσμες επώνυμες και ανώνυμες, στο θέατρο. Μέγας θαυμαστής και πολύ φίλος μου, ήταν ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, ο παραγωγός ταινιών, ο επονομαζόμενος Πρίγκηπας του ελληνικού σινεμά. Ο Κλέαρχος το είχε πει ξεκάθαρα στο Ντίντη, ότι αν χωρίσουμε, εκείνος θα με πολιορκούσε ερωτικά. Εγώ τον έβλεπα μόνο σαν φίλο και ποτέ δεν υπήρξε κάτι μεταξύ μας. Μετά από έναν καβγά που είχα με τον Φουκς, πήγα με τον Κλέαρχο στην Αθηναία για φαγητό. Κούκλοι και οι δύο, σηκωθήκαμε να χορέψουμε και ξαφνικά μπαίνει μέσα ο Ντίντης. Μας βλέπει, και θέλει να μας δείξει ότι μας είδε, και φεύγει.
-Ποιά ήταν η αντίδρασή σου;
Έπαθα πανικό. Φεύγουμε με τον Κονιτσιώτη, με πηγαίνει στο σπίτι και μέσα στο ασανσέρ με περίμενε ο Ντίντης. Η κατάληξη ήταν να πάμε και οι τρεις στο σπίτι του Κλέαρχου να μιλήσουμε. Μου είπε η Μάρω ότι τσακωθήκατε, στο είχα δηλώσει, στην πρώτη στραβή που θα γίνει εγώ θα είμαι για τη Μάρω, είπε στο Ντίντη, εκείνος θύμωσε κι έφυγε. Τις επόμενες μέρες, εγώ κρατούσα το θυμό μου, δεν σήκωνα τηλέφωνα, δεν είχα επαφή με το Ντίντη. Σε λίγες μέρες ήταν Πρωτοχρονιά, μου στέλνει ένα δώρο –ένα ζευγαράκι σε ένα παγκάκι με ένα φαναράκι- κι ένα γράμμα (μπλε φάκελος, μλπε κόλλα) που έλεγε: Αν τα ξημερώματα της πρώτης Ιανουαρίου 1960, δεν έρθεις να μιλήσουμε, δεν θα με βρει η ζωή. Ήταν βλέπεις, και σεναριογράφος!
-Τί έκανες, πήγες στο κάλεσμα;
Παραμονή πρτοχρονιάς μας καλεί ο Χορν, τη Βέρα Ζαβιτσιάνου κι εμένα, στο σπίτι του για ρεβεγιόν και μας κάνει δώρο από ένα υπέροχο φόρεμα Ντίμης Κρίτσας, που τότε ήταν number one. Μπαίνει ο νέος χρόνος, σβήνουν τα φώτα κι όταν ανάβουν, ένας άγνωστος κύριος που ήταν απέναντί μου, μου εύχεται χρόνια πολλά και μου λέει: Μα τι κάθεστε, τρέξτε λοιπόν. Με πιάνει παγωμάρα, δεν ήξερε κανείς τίποτα. Λέω στο Χορν όλη την αλήθεια, μου λέει: Κάνε ό,τι θες πουλάκι μου και φεύγω. Τρέχω με τα πόδια στην πολυκατοικία, ανοιχτή η κάτω πόρτα, στερεωμένη με το χαλάκι. Πάω επάνω, ανοιχτή η πόρτα του διαμερίσματος, στερεωμένη με το χαλάκι. Τόσο καλά με ήξερε! Μπαίνω μέσα, είχε δυο κεριά αναμμένα, έχει ρίξει ένα άδειο μπουκάλι και ένα άδειο κουτί από χάπια στο πάτωμα, είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και μου λέει: Ήρθες; Σηκώνεται, μ΄αγκαλιάζει και μου λέει: Πάμε στο Πικέρμι, στον Αρία το κέντρο, να κάνουμε πρωτοχρονιά; Τα΄φαγα όλα αυτά λουκούμι! Τότε μου΄κανε την πρόταση γάμου, 1η Ιανουαρίου του ΄60 και σε δέκα μέρες παντρευτήκαμε.
-Ο Κονιτσιώτης πώς το δέχτηκε;
Έλειπε για πρωτοχρονιά στη Γερμανία, πριν φύγει μου είχε δώσει μία βέρα με πέτρες από το Ζολώτα, σαν δώρο, να τον περιμένω όταν θα γυρίσει. Ήμουν το απωθημένο του. Για μένα ήταν πάντα ένας καλός φίλος που του έλεγα τα μυστικά μου. Εκείνος από την πλευρά του, με έβλεπε διαφορετικά.
-Ήταν ευτυχισμένη στιγμή ο γάμος;
Περίεργη στιγμή ήταν. Με φόβισε και λίγο, μου άρεσε κιόλας. Δεν το είχαμε σαν όνειρο να παντρευτούμε, κανένας από τους δυο μας. Συνήθως οι γυναίκες αρχίζουν και το σκαλίζουν εντέχνως, το θέμα του γάμου. Αφού μου το πρότεινε, εκ των υστέρων σκέφτηκα το γιατί. Ένιωσε απειλή από τον Κονιτσιώτη και τους επίδοξους γαμπρούς, και ήθελε να με έχει σίγουρη.
-Ήταν τόσο ξαφνικό που δεν έβαλες καν νυφικό.
Έβαλα ένα ρούχο του Dior, που το είχα αντιγράψει σε μοδίστρα, και δυο στοιχεία από νυφικό, τούλι στο κεφάλι και γάντια. Ήμαστε λίγο ανατρεπτικοί γενικώς. Κουμπάρος μας ήταν ο Γιάννης Μαρής, μας το ζήτησε μόνος του, τότε γυρίζαμε τις ταινίες Έγκλημα στο Κολωνάκι και Έγκλημα στα Παρασκήνια, είχαμε γίνει φίλοι και γίναμε και κουμπάροι.
–Τι συνέβη και χάλασε ο γάμος σας;
Μετά από εφτά χρόνια (σχέση και γάμος), αυτό το γρουσούζικο 7, έκανε μια σκανταλιά. Μόλις έγινα γνωστή ηθοποιός και νοικοκυρούλα και χαλάρωσα, μου βάρεσε ένα ωραίο κερατάκι. Το πήρα χαμπάρι και δεν το σήκωσα. Νόμιζα ότι ήταν το πρώτο, αλλά είχε φοβερό σουξέ στις γυναίκες. Χωρίσαμε, παραμείναμε όμως πάντα φίλοι, ενάμιση χρόνο πριν πεθάνει, έμεινε στο σπίτι μου και μου έλεγε: Τι να σου κάνω, πριν σε παντρευτώ με είχανε χεσμένο, μετά που παντρευτήκαμε με ήθελαν όλες.
-Έχεις σκεφτεί ποτέ, αν θα μπορούσες να είσαι ακόμα παντρεμένη; Θα το άντεχες;
Δεν μπορώ να ξέρω. Πιθανόν και να το άντεχα, αν δεν αλλοιωνόντουσαν οι χαρακτήρες μας, στη διάρκεια τη μεγάλη τη χρονική, κάτι που δεν μπόρεσα να διαπιστώσω διότι ο γάμος μου κράτησε λίγο. Ο Καρύδης – Φουκς ήταν πολύ προχωρημένο άτομο, καλλιτέχνης, έξυπνος, μπορεί και να΄μαστε μαζί ακόμα, αν ζούσε, δεν αποκλείω τίποτα.
-Αυτός ο έρωτας υπήρξε θυελλώδης. Έζησες αργότερα κάτι παρόμοιο;
Έζησα ένα πάρα πολύ μεγάλο έρωτα αργότερα, σε ωριμότερη ηλικία, που χάλασε για άλλους λόγους.
-Είχες αλλάξει ως γυναίκα τότε;
Σκέφτομαι τις διαφορές που είχα σαν κορίτσι πρωτόβγαλτο με το Ντίντη, με τον κατοπινό μεγάλο έρωτα. Για τον Φουκς ήμουν πολύ μικροαστή, το ΄60. Είχα ταμπού, φοβόμουν την κοινωνία, σκεφτόμουν τη φράση της γιαγιάς μου όταν της είπα ότι θα βγω στο θέατρο που μου είπε: Φτου σου πουτανάκι, είχα πάντα στο μυαλό μου να είμαι σωστή. Τότε με οδηγούσε ο Ντίντης, αργότερα ήμουν πιο απελευθερωμένη, πιο απαιτητική, πιο τσαούσα. Ήξερα τι ήθελα και το ζητούσα. Είχα ξυπνήσει και σαν θηλυκό ακόμα καλύτερα, είχα και κάποιες εμπειρίες. Δεν ήταν και του καλλιτεχνικού χώρου, υπήρξαν πολλές διαφορές.
-Με συνάδελφό σου έχει υπάρξει κάποιο ειδύλλιο;
Στα 55 χρόνια που είμαι στο χώρο, είχα μόνο μία σχέση με ηθοποιό. Είχα τσιμπηθεί μαζί του, ήταν καρααμοιβαίο, αλλά υπήρχε εμπόδιο μεγάλο.
-Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής σου;
Πιστεύω ότι ο πιο δυνατός μου έρωτας, που με πόνεσε κιόλας, ήταν με τον Αριστείδη Καρύδη – Φουκς. Είχε φύγει ο έρωτας και είχε μείνει η αγάπη. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό. Οι έρωτες κάνουν ένα κύκλο, καταλήγουν σε κάτι καλό ή τελειώνουν. Εκείνη την ώρα πονάς, καταριέσαι τον εαυτό σου ή τον άλλον, είσαι ευτυχισμένος, κλαις, η ζωή είναι ωραία ό,τι κι αν έχεις ζήσει, είναι υπέροχα τελικά. Τα πάντα εν σοφία εποίησε. Άλλη η ηλικία των 20, άλλη των 40, άλλη των 60. Μετά μπαίνει η λογική και τα επεξεργάζεσαι καλύτερα. Σήμερα που είμαι τόσο καλά με τον εαυτό μου, σκέφτομαι: τι ωραία που τα έζησα όλα αυτά!
-Εσύ που είσαι η πιο πολύτεκνη μάνα του ελληνικού σινεμά (σ.σ.Στην ταινία Οικογένεια Χωραφά) πώς αντιμετώπισες αυτό το θέμα;
Ήξερα από την αρχή, από τα 22 μου, ότι δεν μπορούσα να κάνω παιδιά. Και το φόρεσα πολύ καλά… Ήμουν τυχερή που δεν έκανα τελικά γιατί βλέπω πόσο παιδεύονται τα σημερινά παιδιά και οι γονείς μαζί τους. Έχω τα παιδιά της αδελφής μου, τα ανίψια μου, που τα λατρεύω.
-Ποιά ταινία σου είναι η αγαπημένη σου;
Η Γυνή να φοβείται τον άνδρα. Έχει καταγράψει μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί και είμαστε πολύ καλοί στους ρόλους μας όλοι.
-Νομίζεις ότι θα μπορέσουμε να κάνουμε ξανά τέτοιες ταινίες;
Αυτές οι ταινίες, είχαν καλά υλικά. Σενάρια υπέροχα, σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές, όλοι είχαμε μεράκι. Κάτι παρόμοιο συνάντησα με το Χριστόφορο Παπακαλιάτη και το Αν. Υπήρχε στο στούντιο, αυτή η μαγεία εκείνων των ταινιών. Τεχνικά, είναι η μέρα με τη νύχτα. Τώρα ό,τι γυρίζεις, το βλέπεις αμέσως. Τότε περιμέναμε την προβολή στην αίθουσα για να δούμε τι είχαμε κάνει. Αλλά ο Χριστόφορος είναι πολύ ταλαντούχο πλάσμα, γι΄αυτό και το Αν έχει άρωμα καλού ελληνικού κινηματογράφου.
-Εκτός από τον Παπακαλιάτη, ξεχωρίζεις κάποιον άλλο ηθοποιό;
Έχουμε πολύ ταλαντούχους και ικανούς ηθοποιούς πια. Μορφώνονται, προσπαθούν πολύ, δουλεύουν πολύ, και συνεχώς βελτιώνονται. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία και ξεχωρίζω, όχι μόνο ως ηθοποιό αλλά και ως άνθρωπο, το Γιώργο Καραμίχο.
Ένα αριστούργημα! Μοναδικά ταλαντούχος, κύριος, ευγενικός, έπαιξα μαζί του τρία χρόνια στο θέατρο και ήταν σαν να έβγαλα μια δεύτερη σχολή. Δίπλα στο Χορν έμαθα πολλά πράγματα, ήταν ένα σχολείο για μένα. Όταν ετοιμάζαμε την Οδό Ονείρων, ήθελα να φύγω. Ένιωθα ριγμένη, δεν είχα κάποιο σπουδαίο νούμερο, ώσπου έρχεται ο Χατζιδάκις και φέρνει τη Μαύρη Φορντ. Δεν μου αρέσει καθόλου, θέλω να τα διαλύσω όλα, έρχεται ο Τάκης (Δημήτρης Χορν) και μου λέει: Είσαι τρελή; Δυο πράγματα θα μείνουν από την Οδό Ονείρων, το Ηθοποιός σημαίνει φως και Η Μαύρη Φορντ. Και είχε δίκιο.
-Ο Χορν σου είχε δώσει και μια ευχή, μαζί με κατάρα, έτσι δεν είναι;
Κάποια στιγμή του λέω: Θέλω κι εγώ να γίνω Βουγιουκλάκη! Ευχή και κατάρα σου δίνω, μου λέει ο Χορν, να μην γίνεις Βουγιουκλάκη, για να παίζεις μέχρι τα ογδόντα σου. Και πάλι είχε δίκιο. Έγινα ογδόντα και συνεχίζω να παίζω στο θέατρο.
Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκος Σακκελάριος και η Μάρω Κοντού στα γυρίσματα της ταινίας Η Σωφερίνα
Πέθανε ο θρυλικός Alain Delon Ένας θρύλος μας άφησε. Ο ωραιότερος άντρας και σαμουράι του κινηματογράφου Αλέν Ντελόν πέθανε σε ηλικία 88 ετών, αυτή την…
"Ό,τι βλέπεις είναι αληθινό, ό,τι ακούς μπορεί να μην είναι"
...Γεννήθηκα στα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο και μεγάλωσα σε θεατρικές σκηνές και στα τηλεοπτικά πλατό. Από μικρός έκανα παρέα με όλες τις προσωπικότητες του πολιτισμού μας. Μαζί με τους δικούς μου ανθρώπους, με στηρίζουν συνεχώς, κυρίως με το έργο τους. Ωραία ιστορία, έτσι; Κρίμα που δεν είναι αληθινή! Πάντα μου άρεσε αυτή η εκδοχή. Χρειάζεται ένας μύθος να συντηρεί την πραγματικότητα. Οι δικοί μου μύθοι είναι έγχρωμοι, σινεμασκόπ και εξώφυλλο. Και συνεχίζουν να ζουν στο cosmopoliti…
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο