Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια των ΄80ς στο σπίτι του Σωκράτη Καλκάνη στη Βουλιαγμένη, εκεί όπου μπορούσες να δεις από τον Ηλία Ψινάκη, κρεμασμένο από ένα ελικόπτερο, μέχρι τον Τζιάνι Βερσάτσε να πίνει το ποτό του στο μπαλκόνι.
Καυτός Ιούλιος του 1986. Απόγευμα Σαββάτου. Παίρνω τηλέφωνο το φίλο μου Δημήτρη Μάο: ” Δημητράκη, τι ώρα θα περάσεις να με πάρεις;” Ο φίλος μας Σωκράτης Καλκάνης μας έχει καλέσει για το Σαββατοκύριακο στο σπίτι του, στη Βουλιαγμένη και όπως κάνουμε συνήθως, ο Δημήτρης περνάει από το σπίτι μου με παίρνει με το αυτοκίνητό του και κατεβαίνουμε παρέα.
Ο Δημήτρης Μάος είναι σχεδιαστής μόδας. Εχει ένα κατάστημα με ρούχα του στην οδό Πινδάρου.” Να κλείσω το μαγαζί, να πάω σπίτι να τσιμπήσω κάτι, να κάνω ένα ντουζάκι και μετά θα περάσω να σε πάρω αγάπη μου!” Η ώρα είναι 3 και για όποιον ξέρει έστω και λίγο τον Δημήτρη, αυτό σημαίνει ότι θα περάσει γύρω στις 6 στην καλύτερη περίπτωση.
Πέρασε στις 7, ντυμένος και περιποιημένος, φρεσκοξυρισμένος, με τις κρέμες του και με τις κολώνιες του όπως πάντα. Δεν θυμάμαι μια φορά να τον έχω δει αξύριστο ή απεριποίητο. Μπαίνω στο αυτοκίνητο, τον αγκαλιάζω, τον φιλάω, μυρίζω την κολώνια του. “Μμμμ ωραία κολώνια!” “Μόλις κυκλοφόρησε στο εξωτερικό! Είναι η νέα Versace L΄ Homme, μου την έφερε σήμερα μια φίλη αεροσυνοδός!” λέει φιλάρεσκα, βάζει μια κασέτα με μουσική και ξεκινάμε.
Ακούμε τα hit της εποχής, Dancing in the street, Kiss, Papa don’t preach, I don’ t know what love is, καπνίζουμε ένα στριφτό, λέμε για το Τσέρνομπιλ που έχει σκάσει πριν δυο μήνες, μιλάμε για τους φίλους μας, πολλοί από αυτούς έχουν πεθάνει από το Aids, οπότε η λέξη “συχωρεμένος-η” επανέρχεται στην κουβέντα. Ο Δημήτρης έχει πάντα μια ενδιαφέρουσα ερωτική ιστορία να μου αφηγηθεί, χειρονομεί, κορνάρει, παίζει όλους τους ρόλους, είναι μια απόλαυση να τον ακούς και να τον βλέπεις.
Η κίνηση στο δρόμο είναι χαλαρή, οι περισσότεροι είναι στα σπίτια τους αυτή την ώρα, τηλεφωνιούνται και ετοιμάζονται για την Σαββατιάτικη έξοδο. Φτάνουμε στο σπίτι του Σωκράτη, είναι απέναντι από την πλαζ της Βουλιαγμένης, χτυπάμε το κουδούνι, ανεβαίνουμε στον 3ο όροφο, μας ανοίγει, “Ελάτε βρε παιδιά, γιατί αργήσατε, κοντεύει να νυχτώσει” λέει και μας οδηγεί στο υπνοδωμάτιό του. Δεν θυμάμαι συγκέντρωση, πάρτυ, γιορτή, επίσκεψη, που να το έχουμε περάσει σε άλλο χώρο. Ολα γίνονται και λέγονται πάνω ή γύρω από το τεράστιο κρεβάτι του, που χωράει άνετα και τέσσερα άτομα. Ξαπλωμένοι, καθιστοί ή ακόμα και χυμένοι στο πάτωμα, ακούμε μουσική, βλέπουμε videoclips σε VHS κασέτες, ξεφυλλίζουμε περιοδικά, τρώμε φρούτα, πίνουμε ποτά, καπνίζουμε. Βλέπεις, ο οικοδεσπότης μας είναι ένας άρχοντας πραγματικός, υπάρχουν τα πάντα στο ψυγείο και στο μπαρ του σαλονιού.
Εχει αρχίσει να νυχτώνει, έχουμε αποφασίσει να μη βγούμε, είναι Σάββατο θα γίνεται χαμός παντού, βλέπουμε videos, τρώμε υπέροχα φασολάκια της κυρίας Ζήνιας, βγαίνουμε στο μπαλκόνι. Απεναντί μας λάμπει η πλαζ της Βουλιαγμένης, έχει βγει το φεγγάρι και ασημώνει τα νερά, οι λουόμενοι έχουν φύγει, ακούγονται μακριά φωνές και γέλια και μουσικές, ένα ελαφρύ μελτέμι μoυ χαϊδεύει το κορμί, summertime and the livin is easy, με παίρνει ένας γλυκός ύπνος, λες και είμαι στην αγκαλιά της μανούλας μου…
Ξύπνησα το πρωί από μια τρομερή φασαρία. Ελικόπτερα Απάτσι πετούσαν πάνω από την πλαζ, βομβαρδιστικά αεροπλάνα διέσχιζαν τον ουρανό, πολεμικά πλοία στη θάλασσα δημιουργούσαν ένα πανδαιμόνιο άνευ προηγουμένου. “Τι συμβαίνει; Μας την έπεσαν οι Τούρκοι;” ρωτάω τον Σωκράτη που έχει σηκωθεί από νωρίς και έχει αρχίσει τα τηλεφωνήματα για τις δουλειές του. ” Είναι ναυτική άσκηση. Μου τηλεφώνησε ο Ηλίας Ψινάκης, είναι φαντάρος και παίρνει μέρος. Μου είπε πως όταν τελειώσει, θα έρθει από εδώ να φάμε και να παίξουμε καμιά μπιρίμπα”. “Ωραία, αφού η πατρίδα είναι στα χέρια του Ηλία, είμαστε ήσυχοι, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα!” λέω και ξεσπάμε σε γέλια. “Ο Δημήτρης κοιμάται ακόμα. Θέλεις να πάρουμε το πρωϊνό μας στο μπαλκόνι, να παρακολουθήσουμε και τη ναυμαχία της Βουλιαγμένης;” με ρωτάει ο Σωκράτης. “Δεν έχω καλύτερο!”
Πίνουμε τους χυμούς και τους καφέδες μας, τρώμε τα αυγουλάκια μας και τις μαρμελάδες μας και συγχρόνως σαν Ρωμαίοι αυτοκράτορες παρακολουθούμε την άσκηση. Γίνεται ένα απίστευτο πανδαιμόνιο, ουρλιάζουν οι σειρήνες από τα πλοία, τα μαχητικά αεροπλάνα σκίζουν τον αέρα, ο θόρυβος από τα ελικόπτερα μας ξεκουφαίνει. ” Τι γίνεται χρυσή μου;” ρωτάει ο Μάο που εμφανίζεται στην μπαλκονόπορτα αγουροξυπνημένος. “Ξεκίνησε ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος;” Και ξαφνικά τον βλέπουμε να κοιτάει ψηλά, να γουρλώνει τα μάτια και να δείχνει ένα ελικόπτερο στον ουρανό. “Μωρή! Μωρή! Αυτό έρχεται κατά πάνω μας!” λέει έντρομος και μπαίνει φοβισμένος μέσα στο διαμέρισμα!
Γελάμε στην αρχή αλλά μετά βλέπουμε ότι έχει δίκιο. Ενα ελικόπτερο φεύγει από τον σχηματισμό και αρχίζει να πλησιάζει επικίνδυνα κοντά στο σπίτι. Φτάνει πάνω από το μπαλκόνι μας, κατεβαίνει, κατεβαίνει, ο αέρας από τους έλικες σκορπίζει δεξιά κι αριστερά χαρτοπετσέτες, τσόφλια από αυγά, αποτσίγαρα και φρυγανιές. Εχει φτάσει 10 μέτρα από πάνω μας, “Ελάτε μέσα! Ελάτε μέσα!” μας φωνάζει έντρομος ο Δημήτρης, σηκωνόμαστε και είμαστε έτοιμοι να μπούμε μέσα, όταν, ένας στρατιώτης σκύβει από το ελικόπτερο και αρχίζει να φωνάζει: “Σωκράτηηη! Παύρηηη!”. Σηκώνουμε τα μάτια, κοιτάμε καλύτερα και τι να δούμε;
Τον Ψινάκη φαντάρο, να κρατιέται με το ένα χέρι από την πόρτα του ελικοπτέρου και με το άλλο να μας χαιρετάει! Ο τρελός είχε βάλει τον πιλότο να έρθει πάνω από το μπαλκόνι μας, για να μας κάνει έκπληξη! “Να! μωρή τρελή, να! να μη στα χρωστάω, με κοψοχόλιασες!” λέει ο Δημήτρης και τον μουτζώνει. Εμείς έχουμε μείνει κόκκαλο. Δεν το πιστεύουμε αυτό που βλέπουμε. “Θα σας δω αργότερα! Φιλάκιααα!” φωνάζει ο Ηλίας και το ελικόπτερο απομακρύνεται. Ομως δεν ήρθε
τελικά. Μας πήρε τηλέφωνο και μας είπε ότι έφαγε 20 μέρες φυλάκιση, αυτός και ο πιλότος, γιατί απομακρύνθηκαν από την άσκηση και χάλασε ο σχηματισμός των ελικοπτέρων. Πάλι καλά που δεν τους έστειλαν στρατοδικείο!
Μάζεψα τα σκουπίδια, πότισα τα φυτά, έριξα νερό να καθαρίσει το μπαλκόνι, μπήκα μέσα, ο Δημήτρης ξεφύλλιζε τα “Πρόσωπα”, ένα μηνιαίο ασπρόμαυρο περιοδικό, που είχε εξώφυλλο την Αλίκη Βουγιουκλάκη μελαχρινή. Ο Σωκράτης μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο και είχε ένα περίεργο χαμόγελο. ” Τι έκπληξη και η σημερινή! Θα έχουμε να την θυμόμαστε!” τους λέω. “Τι έκπληξη χρυσή μου; Εγώ φρικάρισα! Νόμιζα ότι θα έπεφτε το ελικόπτερο να με πλακώσει!” απαντάει ο Δημήτρης. ” Εγώ να δείτε τι έκπληξη που σας έχω!” λέει ο Σωκράτης με ένα αινιγματικό χαμόγελο. “Λίγη υπομονή μέχρι το απόγευμα!”
Φάγαμε τα υπέροχα γεμιστά της κυρίας Ζήνιας, ο Σωκράτης πήγε πάλι στο κρεβάτι και άρχισε πάλι τα τηλεφωνήματα, ο Δημήτρης βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ηλιοθεραπεία κι εγώ ξάπλωσα να αναπληρώσω τον χαμένο ύπνο μου. Ξύπνησα, έφτιαξα ένα καφέ και βγήκα στο μπαλκόνι.
Κυριακή απόγευμα και η πλαζ ήταν γεμάτη κόσμο, “Πάμε μωρή για μια βουτιά!” μου έλεγε ο Δημήτρης, αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι .”Ανοίγω εγώ !” λέει ο Σωκράτης και πετάγεται από το κρεβάτι, τρέχει και ανοίγει. Από το μπαλκόνι βλέπω δυο άντρες να μπαίνουν, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα πρόσωπά τους, “Παιδιά, ελάτε να σας γνωρίσω δύο φίλους μου!” φωνάζει από μέσα ο Σωκράτης. “Ποιές είναι χρυσή μου;” ρωτάει ο Δημήτρης, σηκώνεται, κάνει να μπει μέσα και μένει στήλη άλατος!
Ηταν ο Τζιάννι Βερσάτσε, ο διάσημος σχεδιαστής της μόδας, που μαζί με τον Αντόνιο Ντ΄ Αμίκο, τον συντροφό του, είχαν έρθει στην Ελλάδα. Ο Σωκράτης έκανε τις συστάσεις, εμένα με παρουσίασε σαν σπουδαίο στιχουργό και τον Μάο σαν τον πιο γνωστό μόδιστρο της Ελλάδος. “Α, χαίρω πολύ!” μου λέει και μου σφίγγει το χέρι. “Ξέρω μια Ελληνίδα τραγουδίστρια, την Βίκυ Λέανδρος, είναι φίλη μου.” Πλησιάζει να χαιρετίσει τον Δημήτρη, ο οποίος είναι έτοιμος να πέσει κάτω από τη συγκίνηση, στέκεται για μια στιγμή, μυρίζει τον αέρα, “Τι κολώνια φοράτε;” τον ρωτάει, “Μια δική σας, τη L’ Homme” του απαντάει πανευτυχής ο Δημήτρης. “Καλά το κατάλαβα, σας ταιριάζει πολύ.” λέει ο μετρ. ” Εχει πολλή επιτυχία αυτή η κολώνια. Στην Τουρκία που είχαμε πάει, όλοι αυτήν φορούσαν!” “Είχατε πάει στην Τουρκία;” τον ρωτάω. “Ναι, με ένα σκάφος πήγαμε σε όλα τα παράλια, Μπόντρουμ, Κουσάντασι, Ιζμίρ…” “Ολες αυτές είναι ελληνικές πόλεις. Από την αρχαιότητα” του λέω με υπερηφάνεια. “Το ξέρω. Κι εγώ σε μια αρχαία ελληνική πόλη έχω γεννηθεί, στο Ρέτζιο Καλάμπρια, είναι το αρχαίο Ρήγιον της Μάγκνα Γκρέτσια, Μεγκάλη Ελλάντα” λέει στα ελληνικά “Αρα Τζιάννι, είσαι κι εσύ Ελληνας!” πετάγεται ο Σωκράτης. “Siamo tutti Greci! Ολοι είμαστε Ελληνες!” του απαντάει ο Βερσάτσε και ξεσπάμε σε γέλια.
Ενώ μιλάμε, τον παρατηρώ, είναι περίπου 40 χρονών, έχει μέτριο ανάστημα, κατσαρά μαλλιά, μελαχρινός, με πανέξυπνα μάτια και ένα ζεστό χαμόγελο. Θα μπορούσε εύκολα να τον πάρει κανείς για Ελληνα, αλλά δεν είναι ούτε τόσο φωνακλάς όσο εμείς, ούτε διακόπτει το συνομιλητή του, κάτι που το συνηθίζουμε εμείς οι Ελληνες. Με τον Σωκράτη γνωρίστηκαν στη Μύκονο και βρέθηκαν μετά στη Νέα Υόρκη, στα εγκαίνια του καινούργιου καταστήματος. “Θυμάσαι που το βράδυ βγήκαμε και πήγαμε στο Harraz; Θυμάσαι την Νταϊάνα Ρος που ήρθε και έπεσε πάνω μας;” τον ρωτάει ο Σωκράτης ” Ξεχνιούνται αυτά; Ηταν φοβερή βραδιά! Ομως να μην τα πούμε μπροστά στον Αντόνιο, γιατί ζηλεύει!” Ο Αντόνιο όμως ούτε που μας ακούει. Παρακολουθεί εντυπωσιασμένος τον Δημήτρη, ο οποίος με μιμήσεις, γουρλωμένα μάτια, θεατρικές κινήσεις, κάτι του αφηγείται και του έχει αποσπάσει την προσοχή.
Η ώρα έχει φτάσει 10 το βράδυ, έχω αναλάβει χρέη μπάρμαν και έχω φτιάξει ποτά για όλους. Ο Σωκράτης με τον Βερσάτσε βγαίνουν στο μπαλκόνι, τους ακολουθώ για να ακούσω τη συνομιλία τους. “Τα ρούχα που σχεδιάζεις είναι υπέροχα! Εχουν αισθησιασμό και σεξουαλικότητα!” του λέει ο Σωκράτης και ο Βερσάτσε γελάει ευχαριστημένος. “Ξέρεις τι λένε στην Ιταλία; Οτι ο Αρμάνι ντύνει τις παντρεμένες κι εγώ τις ερωμένες!” Τον ρωτάω αν θέλει άλλο ένα ποτό, “Οχι” λέει “Πείνασα. Θα πάμε στην ταβέρνα να φάμε παϊντάκια;” Μας πήρε λοιπόν ο Σωκράτης με τη Μερσεντές και πήγαμε στα Καλύβια και φάγαμε του σκασμού. Ο Δημήτρης μόνο δεν έφαγε. Ολο το βράδυ κρεμόταν από τα χείλη του Βερσάτσε, ο οποίος, θες το κρασί, θες τα “παϊντάκια”, άρχισε να λέει ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια.
Και αφού φάγαμε και ήπιαμε, πήγαμε σε μια λαϊκή ντισκοτέκ εκεί κοντά, και οι δύο μετρ, τα έδωσαν όλα χορεύοντας μέχρι το πρωί! Καημένε Δημήτρη! Καημένε Τζιάννι! Και οι δύο είχαν άδοξο τέλος! Ο Δημήτρης Μάο εξαφανίστηκε μια μέρα και από τότε δεν βρέθηκε ούτε πτώμα, ούτε όμως και ακούσαμε κανένα νέο για αυτόν. Σα να άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Τον Βερσάτσε, τον πυροβόλησαν ενώ επέστρεφε από την πρωϊνή του βόλτα. Και μείναμε μόνο εμείς, να αναμασάμε τις αναμνήσεις μιας Κυριακής του Ιουλίου του 1986…
Σχόλια για αυτό το άρθρο