“Σιγά! Σιγά, ανάθεμα το γονιό σου, θα με σκοτώσεις παλιάνθρωπε! Τι το ήθελα η τρελή το φεγγάρι; Πώς θα κατέβω από εδώ πάνω;” Η Ρένα Βλαχοπούλου στη σκηνή του θεάτρου Rex καθισμένη σε ένα μισοφέγγαρο, απευθύνεται στο διευθυντή σκηνής που την κατεβάζει σιγά – σιγά με ένα συρματόσχοινο. Είναι η τελευταία σκηνή της παράστασης, λέγεται “αποθέωση” αλλά η Ρένα την έχει μετατρέψει σε “αντι-αποθέωση”. Το κοινό σπαρταράει από τα γέλια. “Σιγά κακοχρονονάχεις! Αγιε μου Σπυρίδωνα, κάνε να κατεβώ από εδώ χωρίς να σπάσω κανά πόδι!”, το μισοφέγγαρο έχει φτάσει αρκετά χαμηλά, δίνει ένα πήδημα, ενώνεται με τον υπόλοιπο θίασο και όλοι υποκλίνονται στο κοινό που χειροκροτεί ενθουσιασμένο.
“Πάμε στο καμαρίνι;” λέω μετά από λίγο στην Μαρίκα Τζιραλίδου. Εχω έρθει εδώ όχι τόσο για να δω την παράσταση, όσο για να πείσω την Ρένα να παίξει την Νίνα, μία από τις δύο ηρωίδες στο “Τρίτο Στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή. Ο Μάνος Χατζιδάκις μου έχει δώσει το οκ να το σκηνοθετήσω στο ραδιόφωνο και ψάχνω να βρω τις δύο πρωταγωνίστριες. Ευτυχώς η Μαρίκα που είναι ηθοποιός και ήξερε τη Ρένα, με βοήθησε πολύ. Την πήρε τηλέφωνο, έκλεισε ραντεβού, και να τώρα, χτυπάω την πόρτα του καμαρινιού. Είμαι 23 χρονών, έχω ιδρώσει ολόκληρος, τρέμουν τα πόδια μου, ακούω ένα αστείο “Εμπροοοός…”, ανοίγω την πόρτα, η Μαρίκα με σπρώχνει, “Ελα χρυσό μου μέσα, δεν θα σε φάω!” μου λέει η Ρένα. Κάθεται μπροστά στον καθρέφτη, φοράει ένα μπουρνούζι και βγάζει τις ψεύτικες βλεφαρίδες της. Της δίνω ένα μπουκετάκι λουλούδια, “ααααχ! τι ευγενικός!”, τα βάζει σε ένα ποτήρι με νερό, “Μια στιγμή να βγάλω τα μάτια μου και θα είμαι όλη δική σας!” και μας δείχνει ένα καναπέ να κάτσουμε.
“Τι περίεργο! Και ο Μιχάλης Κακογιάννης μου είχε μιλήσει για το “Τρίτο Στεφάνι”. Ήθελε να το κάνουμε ταινία. Μα τόσο ωραίο βιβλίο είναι;” “Δεν το έχετε διαβάσει;” ” Εδώ αγάπη μου δεν διαβάζω τους ρόλους μου, θα κάθομαι να διαβάζω βιβλία; Ο Ταχτσής τι κάνει; Είναι πάντα αδελφή προϊσταμένη;” “Πάντα, πάντα! Και θέλει πολύ να παίξετε την Νίνα (ψέματα) το ίδιο και ο Χατζιδάκις (ψέματα).” “Αααχ! Ο Μάνος! Αν ήξερες τι μου θύμισες τώρα!” “Είχες παίξει στην “Οδό Ονείρων” έτσι δεν είναι Ρένα;” την ρωτάει η Τζιραλίδου. “Ναι, έπαιζα μία από τις αδελφές Τατά. Αλλά το πιο ωραίο ήταν ένα νούμερο που έπαιζα και που λεγόταν “Αμάρτησα για το αρνί μου!” Εκεί ήμουν μια βλαχοπούλα που γινόταν σταρ, η Ρένα Βόλβο! Ο Χατζιδάκις ήταν ο αδελφός μου και επειδή είχα αμαρτήσει με κυνηγούσε να με σφάξει! Είχαμε γυρίσει και μια ταινία θυμάμαι, που την παίζαμε στην παράσταση!” Βλέπω ότι η κουβέντα κινδυνεύει να ξεφύγει από το στόχο της και επεμβαίνω ” Πάντως στο “Τρίτο Στεφάνι” ο ρόλος είναι δραματικός. Πιστεύω όμως ότι εσείς μπορείτε να τον παίξετε τέλεια!” “Σοβαρά; Αει στο διάολο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ! Τέλος πάντων, θα το διαβάσω και αν μου αρέσει θα το κάνω! Όχι για σένα, για τον Χατζιδάκι!” μου λέει και σκύβω να της φιλήσω τα χέρια.
Με πήρε τηλέφωνο την επόμενη μέρα. “Ρε συ, αυτή η Νίνα είναι ίδια σαν κι εμένα! Εχει περάσει πολλά στη ζωή της όπως εγώ! Και έχει κάνει τρεις γάμους όπως εγώ! Ποια θα κάνει την Εκάβη;” “Η Σμάρω Στεφανίδου.” “Ωραία, πες στο Χατζιδάκι πως θα το κάνω ! Ελπίζω να πάρω και κανά φράγκο, δεν θα το κάνω τζάμπα!” “Μη σας νοιάζει, θα φροντίσω για το καλύτερο!” Και κλείνοντας το τηλέφωνο από τη μια χαιρόμουν που θα γινόταν, αλλά από την άλλη κατάλαβα για πρώτη φορά πόσο δύσκολο ήταν αυτό που είχα ξεκινήσει.
“Κάνε ότι θέλεις Γιώργη, με τον Ταχτσή μη με μπλέξεις!” μου είπε ο Χατζιδάκις όταν του ανακοίνωσα το τελικό καστ. Ο Ταχτσής δεν χάρηκε για την επιλογή της Ρένας. Για δύο λόγους. Ο ένας ήταν καλλιτεχνικός, μου έλεγε ότι το πρόσωπό της δεν ήταν αυτό που είχε φανταστεί για την Νίνα. “Μα δεν θα την βλέπουμε Κώστα μου, θα την ακούμε μόνο! ” προσπαθούσα να του εξηγήσω. “Ναι αλλά όλοι ξέρουν το πρόσωπό της γαμώτο, ξέρουν πως είναι η Βλαχοπούλου! Θα νομίσουν ότι το έργο είναι κωμωδία Γιώργο!” Ο άλλος λόγος ήταν προσωπικός, το κατάλαβα όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά. “Θυμάσαι στην Κατοχή Κώστα μου, που ερχόσουν στο “Πάνθεον” με εκείνον τον Ιταλό;” “Πού να τα θυμηθώ βρε Ρένα μου, μικρό παιδάκι ήμουν τότε 16-17 χρονών.” ” Ελα τώρα, δεν μπορεί να ξέχασες τα μακαρόνια και τις κονσέρβες που μας έδινε!” ” Μη τα λες αυτά μπροστά στα παιδιά, θα νομίσουν ότι ήμουν δωσίλογος!” “Οχι χρυσό μου, δωσίλογος δεν ήσουν, δωσίκωλος ήσουν!” Οπως ήταν φυσικό, μετά από αυτά, ο Ταχτσής στράβωσε. “Εχε χάρη που θέλω τα λεφτά για να τελειώσω το σπίτι στο Πήλιο” μου είπε και μου έδωσε την άδεια. Και παρ΄όλες τις αντιρρήσεις του, έκατσε και έγραψε ένα σημείωμα που το διάβασε στην έναρξη του πρώτου επεισοδίου.
Έτσι ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις. Κάναμε στούντιο τα απογεύματα, πριν να πάει η Ρένα στο θέατρο. Συνήθως ερχόταν αδιάβαστη και κάναμε επί τόπου πρόβα, αλλά συνηθισμένη να αυτοσχεδιάζει, όταν μπερδευόταν, έλεγε ένα “Μάλιστα! μάλιστα!” ή ένα “Κατάλαβες βρε παιδί μου;” για να το σώσει. Έπρεπε να την διακόψω, αλλά επειδή ήμουν πιτσιρικάς, έβαζα τον τεχνικό. “Να το πάμε άλλη μια φορά κυρία Ρένα;” της έλεγε. “Γιατί;” “Γιατί το λέει ο σκηνοθέτης” “Και δεν έχει στόμα ο σκηνοθέτης να μου το πει; Τι σκατά σκηνοθέτης είναι αυτός;” έλεγε δυνατά. “Εδώ είμαι Ρένα, σε ακούω!” “Το ξέρω χρυσό μου, για να το ακούσεις το λέω!”
Άλλες φορές, ενώ η Σμάρω μιλούσε, η Ρένα έκανε από πάνω σχόλια, “μμμ…μάλιστα!” ή “τι μου λες!” με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην ακούγονται καθαρά τα λόγια. “Ρένα μην καβαλάς την Σμάρω όταν μιλάει, γιατί δεν ακούγεται.” “Τι να κάνω χρυσό μου, αφού δεν την καβαλάει κανείς, αναγκάζομαι να την καβαλήσω εγώ!” απαντούσε και γέλαγε μόνη της. Η Σμάρω που την άκουγε και ήταν μια πραγματική κυρία, κοκκίνιζε, φούντωνε, αλλά δεν έλεγε τίποτα.
Ήταν όμως στιγμές που ήταν εκπληκτική, ιδίως όταν η Νίνα μιλούσε για τα χρόνια της Κατοχής. “Αααχ! τα έχω ζήσει όλα αυτά που λέει ο Ταχτσής! Ξέρεις ότι το “Κορόιδο Μουσολίνι” ήταν ένα τραγούδι που έλεγα εγώ με τίτλο “Μικρή Χωριατοπούλα”; Να δεις πως πήγαινε: “Μικρή χωριατοπούλα, γλυκιά μελαχρινούλα, δυο μάτια βελουδένια, δυο χειλάκια κερασένια, να τι έχεις για προικιά!” Το πήρε ο Γιώργος Οικονομίδης και του έβαλε πάνω τα λόγια “Κορόϊδο Μουσσολίνι, κανένας δεν θα μείνει…” και το τραγούδαγα όλη τη διάρκεια του πολέμου. Βέβαια όταν μπήκαν οι Ιταλοί στην Ελλάδα, το “Κορόιδο Μουσολίνι” ξανάγινε “Μικρή χωριατοπούλα” και οι Ιταλοί με έβαζαν να το λέω και να το ξαναλέω.” “Μα τραγούδαγες μέσα στην Κατοχή;” “Εγώ χρυσό μου στην Κατοχή τραγούδαγα τζαζ και έσπαγαν οι πόρτες! Ιταλοί και Γερμανοί έκαναν ουρά για να με ακούσουν! Και αντί για ανθοδέσμη έφερναν κανά καρβέλι ψωμί, καμιά κονσέρβα, κανά κιλό ρύζι… Πώς νομίζεις ότι επιβιώσαμε εγώ και η οικογενειά μου;”
Αλλες φορές πάλι κόλλαγε σε κάτι λεπτομέρειες και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Όταν άρχισαν να μεταδίδονται τα πρώτα επεισόδια με πήρε τηλέφωνο ο Ταχτσής. “Πες σε αυτή την ηλίθια πως δεν λέμε “η κυρά- Εκάβη” αλλά “η κυραΕκάβη”, μια λέξη, όπως λέμε “η κυραΕλένη” “η κυραΜαρία”, κατάλαβες;” Είχε δίκιο. Έλα όμως που το λέω στη Ρένα και δεν μπορεί να το αλλάξει. Κυρά- Εκάβη την ανέβαζε κυρά- Εκάβη την κατέβαζε. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα! Είχε κολλήσει και δεν ξεκόλλαγε!
Σιγά-σιγά το έργο στρώνει και το “Τρίτο Στεφάν锨αποκτά φανατικούς φίλους. Μεταδίδεται κάθε μέρα στις 9.45 και πολλοί μαθητές που δεν θέλουν να το χάσουν, παίρνουν μαζί τους τρανζίστορ και το ακούνε μέσα στην τάξη. Ακροατές ζητούν να επαναλαμβάνεται το απόγευμα για εκείνους που δεν μπόρεσαν να το ακούσουν. Από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα μου ζητούν αντίγραφα για να το ακούν στο μάθημα των Νέων Ελληνικών. Ο Χατζιδάκις είναι ενθουσιασμένος, ο Ταχτσής νευριασμένος, εγώ ευχαριστημένος, η Σμάρω είναι συγκλονιστική και η Ρένα απολαυστική. Στα διαλείμματα των ηχογραφήσεων κεντάει ένα παγόνι. Κάποια στιγμή τελειώνει, το σηκώνει ψηλά, το κοιτάει και αποφαίνεται: “Πούστης μου βγήκε το παγόνι! Του έβαλα πολλά χρώματα!”
Οι ηχογραφήσεις τελείωσαν, μια μέρα με παίρνει η Ρένα τηλέφωνο. “Γιωργάκη, χρυσό μου, θέλεις την επόμενη Δευτέρα να έρθεις σπίτι μου, να σου μαγειρέψω, να φάμε και να τα πούμε;” “Ευχαρίστως Ρένα μου, που μένεις;” “Στη Βούλα.” “Στη Βούλα; Και πως θα έρθω εκεί;” “Κοίτα, Δευτέρα πρωί έχω ραντεβού με τον οδοντογιατρό μου στην Αθήνα. Μπορείς να είσαι 1 η ώρα μπροστά στο Ηρώδειο; Θα περάσω να σε πάρω και θα κατέβουμε παρέα στη Βούλα. Μετά βλέπουμε πως θα γυρίσεις.”
Ηρθε στην ώρα της, με ένα BMW, κατέβασε το τζάμι στο παράθυρο “Τι με κοιτάς; Θα μπεις μέσα να φύγουμε;” και μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Μπήκα, κάθισα, έκλεισα την πόρτα. Φορούσε αθλητική φόρμα και τεράστια μαύρα γυαλιά. Είχε τα κέφια της. “Θα σε πάρω να φύγουμε, σ΄άλλη γη σ΄άλλα μέρη…” τραγούδησε χαμογελαστή. “Το ξέρεις ότι αυτό το τραγούδι, είναι δικό μου!” Δεν το ήξερα. “Τίποτα δεν ξέρετε εσείς οι νέοι!” είπε και έπιασε το μάγουλό της. “Ο άτιμος ο γιατρός! Με πέθανε! Για ένα καθαρισμό πήγα και μου έβγαλε ένα φορτηγό πέτρα!” Ξέσπασα σε γέλια, μου έριξε μια δολοφονική ματιά, έβαλε μπρος. Και τότε ξεκίνησε μια τρελή κούρσα που ανάλογη δεν είχα ξαναζήσει. Κατέβαινε με ταχύτητα την Βουλιαγμένης, είχε βάλει το ραδιόφωνο στη διαπασών, κορνάριζε, χειρονομούσε, φώναζε στους άλλους οδηγούς, ιδίως στις γυναίκες “πήγαινε χρυσή μου να πλύνεις τα πιάτα σου που θες να γίνεις και σωφερίνα!”
Κάποια στιγμή μούτζωσε έναν οδηγό, μας πρόλαβε σε ένα φανάρι, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου της, “έβγα έξω ρε αν είσαι άντρας!” της λέει, βγαίνει έξω η Ρένα, βγάζει τα γυαλιά, “Βγήκα!” του λέει “Τι θα μας κάνεις; ντα;” Ο οδηγός την αναγνώρισε “Συγνώμη κυρία Βλαχοπούλου, νόμισα πως είσαστε άντρας!” και μετά της ζήτησε αυτόγραφο. “Πάρε το αυτόγραφο για να μη στο χρωστάω !” του απάντησε και τον ξαναμούτζωσε!
Ξεκινήσαμε πάλι. “Είδες θράσος παιδί μου που έχουν μερικοί -μερικοί;” μου λέει και δυναμώνει το ραδιόφωνο. Ακούγεται το “Δυο πόρτες έχει η ζωή”, χαμογελάει, “Αααχ! δίκιο έχεις Ευτυχία μου, σα λουλουδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή…” μουρμουρίζει και μετά γυρνάει σε μένα “Ξέρεις ποιος έχει γράψει τα λόγια αυτού του τραγουδιού;” “Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.” “Ηταν φίλη μου, πολύ την αγαπούσα, ερχόταν στο σπίτι μου με το ταξί, στις 2, στις 3 το πρωί, “Μωρή Ρένα, κατέβα να μου δώσεις δανεικά μωρή!” φώναζε, της έδινα, έμπαινε στο ταξί και έφευγε να πάει πάλι στο παιχνίδι. Οταν ήταν να παίξω την “Χαρτοπαίχτρα” πήγα κανά δυό φορές στις λέσχες και στα σπίτια για να μελετήσω τα χαρτόμουτρα. Εκεί να δεις, να χάνονται περιουσίες μέσα σε μια νύχτα! Αλλά τι πένα φίλε μου! Εσταζε αίμα!” και φρενάρει απότομα μπροστά σε ένα περιποιημένο σπίτι. “Φτάσαμε!” μου ανακοινώνει “Πρόσεχε κακομοίρη μου γιατί εγώ είμαι πολύ νοικοκυρά. Τώρα που θα μπεις, θα πατήσεις πάνω στα πατάκια. Χτες έκανα παρκέ, δεν θα μου το κάνεις χάλια!”
Μπαίνουμε μέσα, ένα κομψό, άνετο σπίτι, με κλασικά έπιπλα και πίνακες του Τσαρούχη, του Λύτρα, του Αλταμούρα, στους τοίχους. Με οδηγεί στην κουζίνα, με βάζει να κάτσω, σε χρόνο ρεκόρ καθαρίζει κολοκυθάκια, καρότα, κρεμμύδια, “Θα φάμε μοσχαράκι με λαχανικά στον ατμό! Εδώ τρώμε υγιεινά! Οχι σάλτσες και τηγανητά!” ανακοινώνει. Λίγο κόβομαι, γιατί περίμενα να φτιάξει κανένα παστιτσάδο, κανά σοφρίτο, να το ευχαριστηθώ. Δεν λέω τίποτα όμως, σε λίγο το φαγητό είναι έτοιμο, μου βάζει εμένα μια χορταστική μερίδα, ενώ για τον εαυτό της βάζει ελάχιστο. Το τρώει σε χρόνο ρεκόρ, παίρνει το σερβίτσιο της, πάει, το πλένει στο νεροχύτη, έρχεται και κάθεται πάνω από το κεφάλι μου.
“Αντε, τελείωνε καημένε, τι το λιβανίζεις; Θέλω να πλύνω τα πιάτα!” Το τρώω σχεδόν αμάσητο, παίρνει το σερβίτσιο με ενθουσιασμό, το πλένει, “η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά!” ανακοινώνει ευτυχισμένη, βγάζει την ποδιά και κάθεται απέναντί μου. “Λοιπόν, θέλω να μου κάνεις το “Τρίτο Στεφάνι” θεατρικό. Αλλά όχι να κάθονται δύο γυναίκες και μπίρι-μπίρι να λένε τα δικά τους. Θέλω να είναι σαν αγγλικό.” “Σαν αγγλικό;” “Ναι ρε παιδάκι μου, να έχει δράση και διαλόγους! Αν μου το κάνεις ωραίο θα σου δώσω 1.000.000 δραχμές!” “Δεν ξέρω Ρένα μου, είναι πολύ δύσκολο αυτό που μου ζητάς, εγώ ήθελα να σου προτείνω να ανεβάσουμε τη “Λυσιστράτη”. Εχει κάνει μια ωραία μετάφραση ο Ταχτσής, μπορούμε να το παίξουμε στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο. Εχω φέρει μαζί μου τη μετάφραση, θέλεις να σου διαβάσω λίγο;” “Για διάβασέ μου να ακούσω!” Της διαβάζω μερικά αποσπάσματα, κάθε φορά που έχει μέσα κάποιο υπονοούμενο ή κάποιο σόκιν, κάνει σαν ντροπαλό κοριτσάκι. Κάποια στιγμή με διακόπτει “Μη κουράζεσαι αγάπη μου, δεν θα το κάνω, έχει πολλά σόκιν μέσα, απαπαπαπά, δεν μπορώ να τα πω!”
Εκείνη την ώρα μπαίνει ο άντρας της, ο Γιώργος Λαφαζάνης. Μόλις τον βλέπει, ορμάει πάνω του, τον αγκαλιάζει, “Ηρθε ο άντρας μου, ήρθε ο αντρούλης μου, η αγάπη μου!” Τον φιλάει, τον χαϊδεύει με πραγματική λατρεία. “Αντρούλη μου γλυκέ, έλα να κάτσεις μαζί μας, να ξεκουραστείς, να φας, να μου πεις τα νέα σου!’ και δώστου χάδια και φιλιά.΄”Κάτσε ρε Ειρήνη μπροστά στον ξένο άνθρωπο!” ” Ηταν έτοιμος να φύγει αντρούλη μου, μια στιγμή να ειδοποιήσω ένα ταξί, να τον πάρει και να φύγει, να μείνουμε μόνοι μας!” Ειδοποίησε στο άψε-σβήσε ένα ταξί, “σκέψου αυτά που είπαμε και πάρε με τηλέφωνο” μου λέει στην πόρτα, μου την κλείνει στα μούτρα, “Τώρα, έρχομαι αντρούλη μου, έρχομαι αγάπη μου!” την άκουσα να λέει, μπήκα στο ταξί, γύρισα σπίτι μου.
Οχι, δεν έκανα θεατρικό το “Τρίτο Στεφάνι” και έτσι δεν πήρα το 1.000.000 δραχμές. Ούτε η Ρένα ανέβασε τη “Λυσιστράτη” στη μετάφραση του Ταχτσή. Ανέβασε την “Λυσιστράτη ’79” σε διασκευή του Γιώργου Σκούρτη, που είχε μέσα διπλάσιες βωμολοχίες! Τώρα, 40 χρόνια μετά, τι έχει μείνει από όλα αυτά; Έχει μείνει η φωνή της Ρένας Βλαχοπούλου, που την ακούω κάθε μέρα από το Cosmopoliti στα επεισόδια από το “Τρίτο Στεφάνι”. Κι ακόμη, έχει μείνει η ανάμνηση της πιο τρελής διαδρομής, με τηΝ Ρένα στο τιμόνι, να τραγουδάει χαμογελαστή: “Θα σε πάρω να φύγουμε, σ΄άλλη γη σ΄άλλα μέρη, που κανένα δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει…”
Σχόλια για αυτό το άρθρο